(Ορισμένες σκέψεις με αφορμή το «Re-Map KM»)
«Σε κάθε περίπτωση, η τέχνη και η λογοτεχνία περιλαμβάνουν πάρα πολλές ιδέες και εμπειρίες που είναι δύσκολο να συμφιλιωθούν με το υπάρχον πολιτικό σκηνικό. Ανακινούν επίσης ζητήματα ποιότητας ζωής σε έναν κόσμο όπου η ίδια η εμπειρία μοιάζει εύθραυστη και υποβαθμισμένη. Κατ’ αρχάς, πώς μπορείς μέσα σε τέτοιες συνθήκες να παράγεις αξιόλογη τέχνη; Δεν θα χρειαζόταν να αλλάξεις την κοινωνία για να διαπρέψεις ως καλλιτέχνης; Εξάλλου αυτοί που ασχολούνται με την τέχνη μιλούν τη γλώσσα της αξίας παρά του κόστους. Καταγίνονται με έργα που το βάθος και η έντασή τους εκθέτουν την ένδεια της καθημερινής ζωής σε μια κοινωνία που έχει ψύχωση με την αγορά. Επίσης, έχουν εκπαιδευτεί να οραματίζονται εναλλακτικές στην υπάρχουσα πραγματικότητα. Η τέχνη ενθαρρύνει τις φαντασιώσεις και τις επιθυμίες. Για όλους αυτούς τους λόγους, είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί είναι πιο πιθανόν να στήσουν οδοφράγματα οι φοιτητές των καλών τεχνών ή της αγγλικής φιλολογίας παρά εκείνοι της σχολής χημικών μηχανικών.»
- Terry Eagleton, Μετά τη θεωρία, σσ. 56-57
Όταν η τέχνη (ή ό,τι έχει απομείνει από αυτή σήμερα) αποποιείται το ρόλο της και παραδίδεται αμαχητί στον εργαλειακό ορθολογισμό μετατρέπεται και η ίδια σε εργαλείο, σε μέσο που εξυπηρετεί αλλότριους σκοπούς. Το πιο ανησυχητικό όμως είναι ότι αυτή η εξέλιξη δεν δείχνει να την απασχολεί. Η σύγχρονη τέχνη, η μετα-πρωτοπορία, απεμπόλησε κάθε υποτιθέμενη «ψευδαίσθηση» του μοντερνισμού και της ιστορικής πρωτοπορίας και αμφισβήτησε την απελευθερωτική διάσταση της τέχνης προς χάρη μιας απεριόριστης «ελευθερίας» που συνίσταται στην ειρωνική χρήση των μορφών, στην ανιστορική προσέγγιση της παράδοσης και της ιστορίας της τέχνης, στον εκλεκτικισμό, στη θεωρία και στη μεταγλώσσα, στην απάρνηση κάθε δυνατότητας έκφρασης της ολότητας και στην αποθέωση του μερικού και του αποσπασματικού. Η σύγχρονη τέχνη, όπως έχουν τα πράγματα, αποδομείται από την ίδια την «αποκεντρωμένη» υπόσταση της. Δεν αρνείται τον εαυτό της, ούτε αποδέχεται την αυτοκαταστροφή της. Λειτουργώντας πια εν κενώ, προσπαθεί να θεμελιώσει τη νομιμοποίησή της σε μια ήδη γνωστή αντινομία: διαλαλεί την «αυτονομία» της από τον κόσμο της ανάγκης και της χρηστικότητας ενώ ταυτοχρόνως την υποσκάπτει συμβιβαζόμενη με το status quo και την παρούσα μορφή ύπαρξης, αναζητώντας συμμάχους εκεί όπου άλλοτε έβλεπε μόνον εχθρούς που υπονομεύουν αυτήν ακριβώς την αυτονομία της. Φοβούμενη να αναλάβει το φορτίο μιας πραγματικά απελευθερωτικής λειτουργίας, παριστάνει τον ηθικολόγο δάσκαλο του συμβιβασμού, αν όχι τον διαπρύσιο κήρυκα της καπιταλιστικής ιδεολογίας.
Είναι μια τέχνη μεταμοντέρνα· μεταμοντέρνα με την έννοια ότι δεν νομιμοποιεί τον εαυτό της να εκφράσει τίποτε άλλο πέρα από την ίδια την αδυναμία που αισθάνεται να εκφράσει οτιδήποτε. Η επίγνωση της απώλειας του νοήματος, που το ίδιο το έργο ενσωματώνει ως προϋπόθεση κατανόησής του, το καθιστά ισότιμο με το φετιχοποιημένο εμπόρευμα, μια αφηρημένη οντότητα που συγκεράζει κάθε πιθανό νόημα ως γενική ανταλλάξιμη αξία. Η ανοιχτή ερμηνεία είναι όπως μια βόλτα στο σούπερ μάρκετ. Μπορείς να διαλέξεις αυτό που ταιριάζει στις ανάγκες και τις επιθυμίες σου, είναι απλώς θέμα γούστου (και αγοραστικής δυνατότητας φυσικά).
Η τροπή που πήραν τα πράγματα ήταν εν πολλοίς αναμενόμενη για όποιον έχει αντιληφθεί ότι, έτσι κι αλλιώς, το τέλος της τέχνης έχει επέλθει ήδη από τη δεκαετία του ’70, μαζί με τα τελευταία σκιρτήματα της ριζοσπαστικής πολιτικής. («Η τελευταία περίοδος της φαινομενικής της δόξας [της τέχνης] έληξε στις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα, οπότε και έπαψαν να εμφανίζονται νέες πρωτοποριακές τάσεις. Έκτοτε, το μόνο που συναντούμε είναι ανακυκλώσεις μεμονωμένων και εκφυλισμένων θραυσμάτων της τέχνης του παρελθόντος» Anselm Jappe, Το τέλος της τέχνης στον Αντόρνο και τον Ντεμπόρ, σ. 33. Κατά τον Γκυ Ντεμπόρ, το τέλος αυτό τοποθετείται ακόμα πιο νωρίς, ήδη από τη δεκαετία του ’30, με τον εκφυλισμό του Σουρεαλισμού σε ακίνδυνη πολιτικά ρητορική. Για τον συγγραφέα της Κοινωνίας του θεάματος η τέχνη πρέπει να ξεπεραστεί, όπως άλλωστε και η πολιτική αφού αμφότερες απορροφήθηκαν στο θέαμα, στο φετιχισμό δηλαδή του εμπορεύματος.) Στο πλαίσιο της κοινωνικής κατανομής των ρόλων κατά την εποχή της ολοκληρωτικής επικράτησης του καπιταλισμού, η τέχνη δεν είναι δυνατόν να αναβιώσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο που κατείχε κάποτε στην αστική συνείδηση, όσο κι αν κάποιοι θέλουν διακαώς να πιστεύουν το αντίθετο. Τώρα η τέχνη μπορεί να εμφανίζεται μόνο ως ένας ακόμη χαρακτήρας του πολυπρόσωπου έργου που σκηνοθετείται από την αγορά. Τέχνη και διασκέδαση, τέχνη και μόδα, τέχνη και αρχιτεκτονική, τέχνη και αθλητισμός… Ο συμπλεκτικός σύνδεσμος «και» είναι το δεκανίκι που χρειάζεται τώρα η τέχνη για να νομιμοποιηθεί στη συνείδηση ενός «αποκεντρωμένου», ολοένα και πιο απαιτητικού για την άμεση εκπλήρωση των επιθυμιών του κοινού. Η τέχνη θέλει να είναι πράγματι «σύγχρονη», με έναν καθαρά χρονικό προσδιορισμό που δεν διαφέρει κατά πολύ από την «νεωτερική» συνείδηση του μοντέρνου. Το παρόν, το «τώρα», η συνεχώς διαφεύγουσα στιγμή είναι το κελί που δεσμεύει τελικά κάθε εκπλήρωση της επιθυμίας και διατηρεί αέναα την προσδοκία. Σε αντίθεση με τη μοντέρνα τέχνη όμως, η αδυναμία της σύγχρονης τέχνης να οραματιστεί το μέλλον δεν την καθιστά επίκαιρη (με την έννοια της αιχμής που διατρυπά το παρόν για να αποκαλύψει τις δυνατότητές του για ένα διαφορετικό μέλλον) αλλά εφήμερη, απλώς συγκαιρική, του συρμού, ένα ακόμα προϊόν προς άμεση κατανάλωση. Με λίγα λόγια, όσο κι αν ισχυρίζεται ότι θέλει να είναι «πολιτική», η σύγχρονη τέχνη δεν είναι παρά η πλήρης υπαγωγή του πολιτικού στο αισθητικό και η κατ’ αυτόν τον τρόπο παντελής ακύρωσή του. Οι κραδασμοί που προκαλεί ο κοινωνικός ανταγωνισμός βρίσκουν στη σύγχρονη τέχνη ένα ανάχωμα που δεν θα τους επιτρέψει να γίνουν επικίνδυνα ισχυροί για την ισχύουσα τάξη πραγμάτων.
Όμως, όταν μιλάμε για τέχνη και πολιτική πρέπει να είμαστε αρκετά προσεκτικοί. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, παραδείγματος χάρη, ότι η ιστορική πρωτοπορία διαδραμάτισε έναν διττό ιστορικό ρόλο. Από τη μια, επαναστάτησε διεξάγοντας έναν πολυμέτωπο αγώνα κατά της αστικής τέχνης και του αστικού πολιτισμού εν γένει, καταστρέφοντας με επαναστατική μανία τις αξίες και τα θεμέλιά του. Από την άλλη, αυτή ακριβώς η καταστροφή, βοήθησε τον καπιταλισμό να απαλλαγεί από κάθε προ-καπιταλιστικό κοινωνικό μόρφωμα που ορθωνόταν ως εμπόδιο στα επεκτατικά του σχέδια και στις μεταμορφώσεις του. Ό,τι έκανε η μοντέρνα τέχνη σε συμβολικό επίπεδο, το έκανε η αγορά στο πραγματικό πεδίο της ζωής. Αναπόφευκτα, λοιπόν, «η ριζική επίθεση στις παγιωμένες ιεραρχίες αξιών έφτασε να συγχέεται με την επαναστατική ισοπέδωση όλων των αξιών, γνωστή και ως αγορά» (Terry Eageton, Μετά τη θεωρία, σ. 98). Υπάρχει ένας αδιόρατος συνδετικός ιστός που ενώνει την πρωτοπορία με την μετα-πρωτοπορία και τη σύγχρονη, μεταμοντέρνα τέχνη. Κι αυτή είναι η αφομοιωτική ικανότητα της αγοράς και η αναμορφωτική δύναμή της που σταδιακά επικράτησε. Οι δυνάμεις της οπισθοφυλακής που προσπάθησαν να υπερασπιστούν με τις πενιχρές δυνάμεις τους την ανατρεπτική σημασία της τέχνης, είτε υποστηρίζοντας την αυτονομία της (Αντόρνο) είτε επιδιώκοντας το ξεπέρασμά της (Ντεμπόρ), ηττήθηκαν κατά κράτος, και το αδιόρατο νήμα έγινε πλέον ο ομφάλιος λώρος που θρέφει τη σχέση τέχνης και αγοράς.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, είναι αν μη τι άλλο υποκριτικό να δηλώνουμε ότι μας καταπλήσσει η αγαστή συνεργασία της τέχνης με αμιγώς οικονομικά συμφέροντα, σε κοινά παιχνίδια «ανάπλασης», «αναμόρφωσης» και «ανα-χαρτογράφησης» περιοχών της πόλης, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στην περίπτωση της διοργάνωσης «Re-Μap KM» (www.remapkm.com). Και αυτή η διαπίστωση δεν συγκαλύπτει κάποιο είδος κυνισμού. Αντίθετα, νομίζω ότι απόλυτα κυνική είναι η δήλωση της συντονίστριας της διοργάνωσης Χλόης Βαϊτσιου, η οποία στο κείμενό της στο ενημερωτικό έντυπο της διοργάνωσης επικαλείται έναν όρο με συγκεκριμένη ιστορική σημασία, την «ψυχογεωγραφία», προκειμένου να προσδώσει κατ’ αναλογία μια πατίνα επαναστατικότητας και να επενδύσει με το απαραίτητο στους καιρούς μας «κριτικό» πνεύμα μια κατά τα άλλα πεζή και απροκάλυπτα εμπορική διοργάνωση που χρησιμοποιείται ως βιτρίνα για τον μεταμοντέρνο εξωραϊσμό της περιοχής και την κατακόρυφη άνοδο της αξίας της. Δεν είναι ωστόσο πρωτοφανής αυτή η κατάχρηση των εννοιών. Έχουν προηγηθεί αρκετές κακόγουστες απόπειρες οικειοποίησης εννοιών που καταντούν κενό κέλυφος στα νέα, ανιστορικά συμφραζόμενα στα οποία χρησιμοποιούνται (βλ. π.χ. τις πρόσφατες εκθέσεις «Panic Room», «Anathena», «Ό,τι απομένει είναι μέλλον», κ.ά). Είναι απόλυτα ενδεικτικό σημείο των καιρών και αδιάψευστο πειστήριο για την κατάσταση αφασίας στην οποία έχει περιπέσει η σύγχρονη τέχνη το ότι συγκαλύπτει ανενδοίαστα τις επενδυτικές δραστηριότητες που μεταμφιέζονται αίφνης σε «καλλιτεχνικό πρόγραμμα» και φιλοδοξούν να μεταμορφώσουν σε θεματικό πάρκο («Ο Θαυμαστός Κόσμος της Σύγχρονης Τέχνης») ολόκληρες περιοχές.
Το αν αληθεύουν τα όσα καταγγέλλονται για τις πρακτικές που ακολούθησε ο συγκεκριμένος επενδυτής προκειμένου να διασφαλίσει την αλλαγή της χρήσης των χώρων που φιλοξενούν τις γκαλερί, μένει να αποδειχτεί. Δεν νομίζω ότι είναι σκόπιμο και πολιτικά αποτελεσματικό να συζητάμε με βάση ατεκμηρίωτες υποθέσεις, εικασίες και φήμες. Είναι πολύ πιθανό ο επενδυτής να έπραξε πράγματι όσα του καταμαρτυρούν (βλ. επ’ αυτού το κείμενο της Ελένης Τζιρτζιλάκη «Το “Remap KM” και ο εκτοπισμός των κατοίκων στην περιοχή Κεραμεικός - Μεταξουργείο»). Δεν είναι και πολύ δύσκολο να σκεφτεί κανείς τον πιθανό συλλογισμό. Είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι οι φτωχοί, οι πόρνες, οι πρεζάκηδες, οι πρόσφυγες, οι λαθρομετανάστες, οι απόκληροι, οι άστεγοι, οι καταληψίες είναι σαν τα κουνούπια: πολύ ενοχλητικοί και συν τοις άλλοις άχρηστοι αφού, εκτός του ότι υποβαθμίζουν με την παρουσία τους την περιοχή, δεν έχουν καν τη δυνατότητα να συμμετάσχουν στην καταναλωτική ευωχία. Κι όταν κάτι είναι πολύ ενοχλητικό ή περιττό φροντίζεις ν’ απομακρυνθείς από αυτό, να το διώξεις ή να το πετάξεις. (Αλλά, ακόμα κι αν κανείς δεν εκδιώχθηκε από την περιοχή, αργά ή γρήγορα οι περισσότεροι κάτοικοί της θα αναγκαστούν να την εγκαταλείψουν «οικιοθελώς». Αν τα σχέδια ανάπλασης προχωρήσουν το κόστος ζωής στην περιοχή θα γίνει δυσβάσταχτο για τους περισσότερους. Αναμφίβολα θα υπάρξουν και κάποιοι κερδισμένοι απ’ όλη αυτή την ιστορία, χωρίς αυτή η προοπτική να αλλάζει στο ελάχιστο την γενικότερη εικόνα.) Το καπιταλιστικό ήθος δεν συμπεριλαμβάνει την συμπόνια παρά μόνο με τη μορφή της φιλανθρωπίας. Μπορείς να εκμεταλλεύεσαι χιλιάδες εργαζόμενους, να διασπαθίζεις το δημόσιο χρήμα, να καταστρέφεις οικονομίες και κοινότητες ανά τον κόσμο, να κατασπαταλάς τους φυσικούς πόρους και να ρημάζεις τη φύση· αρκεί να εκδηλώνεις που και που την «ευαισθησία» σου, χορηγώντας μια εκδήλωση σύγχρονης τέχνης, ή ενισχύοντας οικονομικά το ανθρωπιστικό έργο μιας ΜΚΟ. Είναι η χαρακτηριστική υποκρισία που η μεταμοντέρνα κουλτούρα κληρονόμησε από την αστική. Το χάσμα που χωρίζει τις διακηρύξεις από τα έργα είναι αγεφύρωτο. Ο καπιταλισμός υπήρξε η μήτρα του Διαφωτισμού και της νεωτερικότητας και όχι το αντίστροφο. Αυτό σημαίνει ότι το εμπόρευμα είχε επικρατήσει πριν καν διεκδικήσει και επιβάλει δυναμικά την πλήρη ηγεμονία του. Έτσι, δεν μας φαίνεται διόλου αντιφατικό να εκθέτουμε στην γκαλερί μας έργα που πραγματεύονται την ετερότητα, την παρέκκλιση, τον αποκλεισμό, την επανάσταση, την ουτοπία· μπορούμε να είμαστε όσο «αντισυμβατικοί» και «ριζοσπάστες» θέλουμε στις διακηρύξεις μας, όμως, όταν βρεθούμε αντιμέτωποι με μια πραγματική ηθική κρίση, μέσα στο πραγματικό κοινωνικό πλαίσιο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και των κοινωνικών σχέσεων που διαμορφώνει, τα αντανακλαστικά μας αμβλύνονται και προτιμούμε να αποφύγουμε τη δέσμευση της επιλογής. Τότε η αλήθεια γίνεται μια θολή, σχετική έννοια. Οι πραγματικές κοινωνικές ανισότητες και οι συγκρούσεις δεν μας αφορούν. Ούτε μας αφορούν η εκμετάλλευση και η καταπίεση. Έτσι έχουν τα πράγματα και καμία δύναμη δεν μπορεί να τα αλλάξει. Το μόνο που μας απομένει είναι να καταφύγουμε στην «αυτονομία» της τέχνης, να ταμπουρωθούμε και να πολεμήσουμε (μάλλον με άσφαιρα πυρά) για την «ανεξαρτησία» μας, για τα «αμόλυντα» πιστεύω μας. Η ολίσθηση από τη μία θέση στην άλλη, από την λαϊκίστικη συμπερίληψη του ευρέως κοινού ως την ελιτίστικη αυτονομία της τέχνης για την τέχνη, δεν είναι μια διαλεκτική διαδικασία, είναι μια οπορτουνιστική τακτική παραλλαγής και καμουφλάζ. Μια ακόμα απόδειξη ότι η σύγχρονη τέχνη στοχεύει στο κενό, ότι δεν είναι παρά μια αυταπάτη που συντηρούμε για λόγους διαφυγής από τις πραγματικές υποχρεώσεις μας απέναντι στον κόσμο.
Έτσι, τα λόγια του Terry Eagleton που προτάσσονται στην αρχή αυτού του κειμένου ηχούν στα δικά μας αυτιά μάλλον ως ειρωνεία, αν και δεν είναι αυτή η δική του πρόθεση. Παρατηρώντας τα όσα διαμείβονται σήμερα στην αποκαλούμενη «νέα ελληνική σκηνή» η υποψία μας περί ειρωνείας μπορεί να μετατραπεί αβίαστα σε καταφατικό συμπέρασμα. Λαμβάνοντας υπόψη μας τα πραγματικά γεγονότα, τις πράξεις, τις δηλώσεις, τις συμπεριφορές και τις αντιδράσεις των ατόμων που κινούνται στον χώρο, οι παρατηρήσεις του Eagleton μπορούν να εκληφθούν μόνο ειρωνικά.
Το «καλλιτεχνικό πρόγραμμα Re-Map KM» δεν είναι μια μεμονωμένη αστοχία, ένα ατυχές περιστατικό. Είναι ένα ακόμα σύμπτωμα μιας προχωρημένης ήδη ασθένειας. Είναι ο πυρετός που σιγοψήνει τους όψιμα αναδυόμενους επαγγελματίες του χώρου· η κάψα τους να διευρύνουν με κάθε τίμημα το κοινό της σύγχρονης τέχνης, άρα και την επιρροή τους, πέρα από το περιορισμένο κοινό των «φιλότεχνων». Η τέχνη φιλοδοξεί και πάλι να προσεγγίσει τη ζωή, αλλά με έναν ριζικά διαφορετικό τρόπο από ότι το ήθελε κάποτε. Δεν θέλει να αλλάξει την καθημερινή ζωή, θέλει να την αποικήσει για να στρογγυλέψει και να εξομαλύνει τις αντιθέσεις της, να επικυρώσει τη συναίνεση. Η σαγήνη του εμπορεύματος, η παρασιτική του διαμεσολάβηση σε κάθε ανθρώπινη σχέση αλλά και σε κάθε σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο (η φετιχοποίηση) υπερκέρασε κάθε δυνατή προωθημένη θέση της σύγχρονης τέχνης, αποκαλύπτοντας την κατάσταση πλήρους αδυναμίας της να διαφύγει από την ηγεμονία του. Αρκείται έτσι η τέχνη στο ρόλο του διαφημιστή στη σφαίρα της επικοινωνίας, μεταφράζοντας τις κάποτε επαναστατικές κραυγές της στη γλώσσα της εργαλειακής ορθολογικότητας. Πρόκειται για μια ακόμα φάση της αυτοϋπονόμευσης της τέχνης εφόσον η τέχνη επιδιώκει πλέον να είναι χρήσιμη, αποτελεσματική. Ένας πραγματικά ειρωνικός τρόπος να προσεγγίσει τη ζωή.
Το αποτέλεσμα, καταμετρούμενο πάντοτε ποσοτικά, σέρνει το ιδεολόγημα της «ανάπτυξης» από τη μύτη. Η περιοχή Κεραμεικού - Μεταξουργείου είναι «υποβαθμισμένη» και πρέπει, είναι σχεδόν ηθικό χρέος μας, να την «αναπτύξουμε». Αν εμπιστευόμαστε το ιδιωτικό συμφέρον έστω και κατά το ελάχιστο, θα πρέπει αντίθετα να αναρωτιόμαστε αν, πέρα από τα προφανή, η ίδια η έννοια της «ανάπτυξης» δεν είναι, τρόπον τινά, μια «μεταφυσική» έννοια καθώς αναφέρεται σε μια υπερβατικώς καθορισμένη «ουσία» της κοινωνίας και των μελών της: την με κάθε τίμημα διεύρυνση της οικονομικής ευημερίας ως καθολική έννοια και καταστατική, «φυσική» συνθήκη της ανθρώπινης ύπαρξης. Η αποδοχή της ανάπτυξης ως αξιωματικής συνθήκης για την ευημερία των ανθρώπων (και των πόλεων) υπονοεί το αναπόδραστο από το σύστημα που της επιτρέπει να ευδοκιμεί: τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.
Θα μπορούσε κανείς να υπενθυμίσει, με απλοϊκό ίσως τρόπο, ότι η «ανάπτυξη» δεν είναι παρά μία έννοια που οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ χρησιμοποιούν για να χειραγωγούν την κοινωνία και να επιβάλλουν τα δικά τους συμφέροντα. Αν δεχτούμε την παραδοσιακή επιχειρηματολογία του οικονομικού φιλελευθερισμού, οι λίγοι «προικισμένοι», «τολμηροί», «οραματιστές», υποκινούμενοι φυσικά από ίδιον όφελος, παράγουν τον πλούτο ο οποίος, αφού οι ίδιοι καρπωθούν δικαιωματικά –ως παραγωγοί του- το μεγαλύτερο μερίδιο, διαχέεται σε όλη την υπόλοιπη κοινωνία και ανεβάζει το συνολικό επίπεδο ευημερίας της. Έτσι, η έννοια της ανάπτυξης δεν εκλαμβάνεται ως μέρος της συστημικής δομής των καπιταλιστικών αγορών και των επενδυτικών αποφάσεων μέσα στο πλαίσιο του ανταγωνισμού της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και του καταμερισμού των ρόλων σε αυτή, αλλά ως μια δυναμική που εξαρτάται και ορίζεται αποκλειστικά από πρωτοβουλίες ατόμων, των επιχειρηματιών. Να λοιπόν πώς η «επανα-χαρτογράφηση» μιας περιοχής μπορεί να «αθωώνει» το σύστημα. Η κοινή αντίληψη λέει ότι η δυναμική της ιδιωτικής πρωτοβουλίας διαμορφώνει τις προϋποθέσεις της αλλαγής. Αν το κέρδος είναι η πεμπτουσία της επιχειρηματικής δράσης κάθε τακτική που το εξασφαλίζει είναι θεμιτή. Μια τέτοια προσέγγιση παραβλέπει εσκεμμένα μέσω της αφαίρεσης την επιβολή του ιδιωτικού επί του δημόσιου συμφέροντος. Το κεφάλαιο δεν έχει ηθική κι έτσι χλευάζει έμπρακτα κάθε ηθική πρόταση την ίδια στιγμή που τη διατυπώνει και προσπαθεί να την επιβάλει στην κοινωνία. Αυτό δεν σημαίνει ότι καμία ηθική πρόταση δεν μπορεί να είναι έγκυρη. Όποιος ενδιαφέρεται για την απελευθέρωση και τη δίκαιη κοινωνία αναγνωρίζει τη σημασία της ηθικής.
Το θέμα όμως δεν είναι η γνώση αυτής της κατάστασης αλλά η επίγνωσή αυτής μας της γνώσης. Μόνο αυτή η επίγνωση του ότι γνωρίζουμε τι ακριβώς συμβαίνει ενώ με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συμμετέχουμε μπορεί να μας βγάλει από το αδιέξοδο. Η επαναστατική δράση, η κριτική σκέψη και η έμπρακτη εναντίωση παραμένουν τα όπλα μας απέναντι στον εχθρό και την ισοπέδωση με την οποία απειλεί την κοινωνία.
«Ο πολιτικός αγώνας που εκδηλώνεται σε αυτό το σημείο είναι ανάμεσα σ’ αυτούς που επιθυμούν να εκτρέψουν τις δυνάμεις παραγωγής, με σκοπό να αποτελέσει η κοινωνική ζωή ικανοποιητικό αυτοσκοπό, και σε εκείνους που, κινδυνεύοντας να χάσουν πολλά από αυτή την προοπτική, της αντιστέκονται καταφεύγοντας στη βία και τη χειραγώγηση. Στην υπηρεσία αυτής της χειραγώγησης ορισμένες πτυχές του πολιτισμού μπορούν να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης, προκειμένου να οριστούν εκ νέου οι έννοιες δύναμη, νόμος, ελευθερία και υποκειμενικότητα, με τέτοιον τρόπο, ώστε να συμβάλουν στη διατήρηση του δεδομένου κοινωνικού συστήματος. Έτσι, ξεκινά μια διαμάχη ανάμεσα σε δύο αντίθετες αντιλήψεις για το αισθητικό: η μία φαντάζει σαν μια εικόνα χειραφέτησης και η άλλη σαν επικύρωση της κυριαρχίας.» (Terry Eagleton, Η Ιδεολογία του Αισθητικού, σ. 495.)
Σε μας απομένει να πάρουμε ξεκάθαρη θέση και να επιλέξουμε την αντίληψη που θεωρούμε σωστή. Αν θέλουμε να διατηρήσουμε ζωντανή την όποια ελπίδα απελευθέρωσης οφείλουμε, με κάθε τρόπο, να ξεπεράσουμε την εποχή της σύγχυσης.