Η πηγή
έμπνευσης του Σολωμού για τον Κρητικό θεωρείται, από τους
περισσότερους μελετητές , το εξαιρετικό ποίημα / μπαλάντα του Σίλλερ , "
Ηρώ και Λέανδρος "
Ο Φρήντριχ
Σίλερ (Friedrich Schiller, 1759- 1805 )
ήταν Γερμανός θεατρικός
συγγραφέας, ποιητής και ιστορικός. Η καταγωγή του ήταν ταπεινή και η ζωή
του γεμάτη δυσχέρειες. Σπούδασε νομικά και ιατρική. Μετέφρασε αρχαίους Έλληνες
και Λατίνους συγγραφείς , ενώ ασχολήθηκε συστηματικά με τη φιλοσοφία.
Η έννοια του «υψηλού» , που κυριαρχεί και στο Σολωμό , διατυπώνεται ως εξής από
τον Σίλλερ:
ως
Υψηλό θεωρείται η νίκη της ηθικής θέλησης ενάντια στις
φυσικές εναντιότητες. Προϋποθέτει δηλ. μια κατάσταση διαταραχής,
αντιπαράθεσης και σύγκρουσης ανάμεσα στον ηθικό και το φυσικό άνθρωπο, στην
πνευματική και την υλική του φύση, ή αλλιώς, στο «λογικό» και την
«αισθαντικότητα». «Η αρχή της ελευθερίας δεν αναγνωρίζεται μέσα μας, παρά από
την αντίσταση στη βία των συναισθημάτων». Όταν η ηθική υποχρέωση βρίσκεται σε
σύγκρουση με τις δυνάμεις της φύσης (δηλ. με ο,τι δεν υπόκειται στη νομοθεσία
του λογικού: αισθήματα, ένστικτα, συμπάθειες, πάθη, φυσική αναγκαιότητα, τύχη)
και τις υπερνικά, τότε αποκαλύπτει όλη τη δύναμη του ηθικού νόμου. Ο υψηλότερος
βαθμός της ηθικής μας φύσης αναδείχνεται σε καταστάσεις βίαιες, μέσα στην πάλη
και η υψηλότερη ηθική χαρά συνοδεύεται πάντα με τον πόνο. Γιατί, μόνο μέσα στη
δοκιμασία μπορεί να φανερωθεί, σ' όλο της το μεγαλείο, η ελευθερία της ψυχής.
Ηρώ και Λέανδρος
Ο
Σίλλερ εμπνεύστηκε το ποίημα από το πασίγνωστο ομώνυμο δράμα της Ελληνικής
μυθολογίας. Η Ηρώ ήταν ιέρεια της Αφροδίτης η οποία κατοικούσε σε ένα
πύργο στην πόλη της Σηστού, στην ευρωπαϊκή ακτή του Ελλησπόντου. Ο Λέανδρος,
ένας νεαρός από την Άβυδο, στην απέναντι όχθη του στενού, την ερωτεύτηκε, και
κάθε βράδυ περνούσε κολυμπώντας τον Ελλήσποντο για να είναι μαζί της. Η Ηρώ με
μόνη βοηθό την πιστή τροφό της, άναβε μία λάμπα κάθε νύχτα στην κορυφή του
πύργου της, για να τον οδηγεί, και όταν έφθανε ασθμαίνων η ίδια τον υποδεχόταν
στην ακτή.
Πριν
όμως ξημερώσει ο Λέανδρος επέστρεφε στη Άβυδο προκειμένου να επανέλθει το
επόμενο βράδυ. Κάποτε όμως ήρθε η άσχημη εποχή του Χειμώνα και οι δύο
εραστές χώρισαν με την αμοιβαία όμως υπόσχεση να ξαναβρεθούν στις αρχές
της επόμενης Άνοιξης. Παρά ταύτα όμως το επόμενο βράδυ συνέβη το
μοιραίο. Είτε διότι η Ηρώ λησμόνησε τις υποσχέσεις της και ήθελε πάλι τον
Λέανδρο κοντά της, είτε διότι η γριά τροφός παρασύρθηκε από τη συνήθεια , ο
λύχνος βρέθηκε πάλι αναμμένος.
Ο
Λέανδρος όταν τον είδε από την Άβυδο εξέλαβε το φως ως ερωτική πρόσκληση.
Αμέσως έπεσε στη παγωμένη και ανεμοδαρμένη θάλασσα για να πάει στην αγαπημένη
του. Ενώ όμως εκείνος πάλευε με τα κύματα ο άνεμος έσβησε το λύχνο οπότε έχασε
τον προσανατολισμό του και παρασυρόμενος από τα κύματα πνίγηκε. Το πρωί το
πτώμα του ξεβράστηκε στη ακτή της Σηστού. Αλλόφρων η Ηρώ όταν έμαθε το
δυστύχημα έπεσε στη θάλασσα , αγκαλιάζοντας τον νεκρό αγαπημένο της, και
βυθίστηκαν μαζί. Αργότερα οι τραγικοί αυτοί εραστές εκβράστηκαν αγκαλιασμένοι
στην ακτή, όπου οι κάτοικοι τους έθαψαν σε κοινό τάφο.
Το
δράμα αυτό με το ερωτευμένο ζευγάρι κίνησε το ενδιαφέρον πολλών λογοτεχνών. Ήδη
τον 5ο μ.Χ αι. ο Μουσαίος γράφει "τα καθ' Ηρώ και Λέανδρον"
ΗΡΩ ΚΑΙ ΛΕΑΝΔΡΟΣ
από τον Φρήντριχ Σίλλερ ( 1801)
(
επιλεγμένα αποσπάσματα)
Τους
αρχαίους πύργους βλέπετε, που γκρίζοι
Στέκουν
κεί, ο ένας τον άλλον ν’ αντικρίζει,
Στο
χρυσό λάμποντας φως του ηλίου ψηλά,
Κεί που
τ’ άγριο το κύμα του Ελλησπόντου
Μες από
τα Δαρδανέλλια, μ’ ήχο βρόντου,
Απ’ τις
πύλες των ψηλών γκρεμών κυλά;
Να
παφλάζει με ορμή το κύμα ακούτε,
Σπάζοντας
πάνω στους βράχους με βοή;
Την
Ασία χωρίζει τούτο απ’ την Ευρώπη,
Την
Αγάπη όμως δεν καταπτοεί.
Της
Ηρώς και του Λεάνδρου η καρδιά
Απ’ το
βέλος του Έρωτα, που θεϊκιά
Έχει
δύναμη, οδυνηρά επλήγη.
Η Ηρώ,
ανθηρή ως Ήβη, όμορφη κόρη·
Κείνος
εύρωστος, που κίναγε στα όρη
Με ορμή
για να ριχτεί μες στο κυνήγι.
Μα η
οργή των πατεράδων τους, όλο έχθρα,
Χώρισε
το ενωμένο τούτο ταίρι
Και τον
θείο, ολόγλυκο καρπό του Έρωτα
Στ’
άκρα επικίνδυνου γκρεμού είχε φέρει.
Κεί
στον πύργο της Σηστού, πάνω στους βράχους
Που μ’
αιώνιες τρικυμίες, όλο ταράχους,
Ο
Ελλήσποντος χτυπά, άγρια αφρισμένος,
Κάθεται
η κόρη, τρέμοντας, μονάχη,
Και τα
μάτια στην ακτή στραμμένα τα ’χει
Της
Αβύδου, όπου ’ναι ο πολυαγαπημένος.
Αχ,
προς τ’ απομακρυσμένα τα παράλια
Δεν
υπάρχει κάποιου γεφυριού ο δρόμος,
Και δεν
φτάνει από την άλλην όχθη βάρκα-
Η Αγάπη
την οδό της βρήκε όμως.
(….)
Έτσι
και μες στων υδάτων την πλημμύρα,
Με
του πόθου την ολόθερμη την πύρα
Του
Λέανδρου το κουράγιο κεντρά εκείνη.
Σαν το
φως της μέρας γέρνει, τότε ευθύς
Ρίχνεται
ο τολμηρός κολυμβητής
Μες
στου Πόντου τη μαύρη απεραντοσύνη.
Μ’
ισχυρό χέρι τα κύματα μεριάζει
Προς
την ακριβή παλεύοντας ακτή,
Όπου
λάμποντας σ’ έναν ψηλό εξώστη
Το φως
νεύει του πυρσού που’χει αναφτεί.
Και σε
τρυφερή ερωτική αγκαλιά,
Ο
καλότυχος θα βρει την ζεστασιά
Για
τη δύσκολη πορεία που εδιάβη·
Και την
θεϊκήν ανταμοιβή και πάλι,
Τον
μακάριο κόρφο να τον περιβάλλει,
Που του
εφύλαςε ο Έρωτας, θα λάβει.
Ώσπου
αυτόν, αργοπορούντα, η Αυγή
Τον
εγείρει απ’ τα όνειρά του τα τερπνά,
Κι απ’
τον κόρφο της Αγάπης, στην ψυχρή
Του
πελάγους κοίτη αφήνει να φρικιά.
Κι έτσι
τριάντα ήλιοι, όλο ηδονές κρυφές,
Για το
ταίρι πέρασαν το ευτυχές,
Γρήγορα,
ίδια με γαμήλιας νύχτας πρώτης
Τις
γλυκές χαρές, που τόσο αφθονούνε,
Που και
οι θεοί οι ίδιοι τις φθονούνε,
Που
αιωνίως ζούνε στην ακμή της νιότης.
Δεν
εγεύθηκε την ευτυχία ποτέ του
Κείνος
που απ’ την ακροποταμιά του Άδη
Τον
ουράνιο καρπό, αφήνοντας τον,
Δεν τον
έκλεψε απ’ το ολόφριχτο σκοτάδι.
(…)
Κι απ’
τον όμορφο τον Πόντο χαρά παίρνει,
Και
γλυκόλογα για να του πει αυτή γέρνει
Και
προς το υγρό στοιχείο έτσι λαλεί:
«Θεέ
πανώριε! Απατηλόν όλοι σε λένε!
Όχι,
ψεύτην ονομάζω, λατρεμένε,
Όποιον
δόλιο κι άπιστο σ’ αποκαλεί.
Δόλιο
μόνο είναι το ανθρώπινο το γένος.
Σκληρή
είναι του πατέρα η καρδιά μόνη.
Μα εσύ
είσαι ευμενής κι ημερωμένος,
Και σε
συγκινούν του έρωτα οι πόνοι.
Να με
κλείνουν μόνη οι έρημοι οι τοίχοι Να θρηνώ δίχως χαρά θα ’χα εγώ τύχη,
Κι από
λύπη αιώνια θα μαραινόμουν
Μα μου
φέρνεις στων κυμάτων σου τη ράχη,
Δίχως
βάρκα, δίχως γέφυρα να υπάρχει,
Στην
αγκάλη μου τον φίλο το δικό μου.
Φρικαλέα,
ναι, είναι τα δικά σου βάθη,
Τ’
άγρια κύματά σου είναι φονικά.
Μα εσέ
σ’ εξευμενίζει η Αγάπη
Και του
ήρωα το κουράγιο σε νικά.
(…)
Όμορφη
Έλλη! Συ θεά μου, όλο ευμένεια!
Μακαρία,
εσένα εγώ εκλιπαρώ,
Κάν’
και σήμερα να μου ’ρθει ο αγαπημένος,
Σ’
εμέ φέρ’ τον από τη συνήθη οδό».
Μα ήδη
ο Πόντος από σκοτεινιά εζώστη·
Και να
τρεμοπαίζει εκείνη στον εξώστη
Τον
ψηλό του πυρσού αφήνει το δαδί,
Για να
δείχνει, μέσα στο πηχτό σκοτάδι,
Στον
αγαπημένο, σίγουρο σημάδι,
Την οδό
μες στην πορεία του να δει.
Και
σφυρίζει και βουίζει έως πέρα,
Σκοτεινή
η θάλασσα όλη ρυτιδώνει,
Και το
φως του καθενός σβήνει αστέρα,
Κι όσο
πάει η θύελλα όλο και σιμώνει.
Στην
πλατιά την επιφάνεια της θαλάσσης
Κείται
η νύχτα, και στου Πόντου τις εκτάσεις
Απ’ τον
κόρφο των νεφών ρυάκια χύνονται,
Στον
αέρα αστραπές χτυπούν ανήλεα,
Κι
από·μέσα απ’ τα βραχώδη τους τα σπήλαια
Τώρα οι
θύελλες να ξεσπούνε όλες λύνονται.
Απ’ τα
ευρεία κάτω υδάτινα τα βάθη της
Χίλια
σκάπτοντας μαζί τεράστια στόμια
Χάσκει
ανοίγοντας η απύθμενη η άβυσσος
Με το
άνοιγμα, θα ’λεγες, του Άδη όμοια.
«Τρισαλί
μου! Έλεος, συ, Δία μεγάλε!»
Κράζει
η άμοιρη και κλαίει,
«Το
χέρι βάλε! Τι ικεσία τόλμησα, αχ, να ’χω προφέρει!
Αν μ’
ακούσουν οι θεοί, αν στα δολερά
Του
υπούλου Πόντου πέσει αυτός νερά,
Έπαθλο
στο δυνατό της θύελλας αέρι!
Τα
πουλιά όλα που κατοικούν στο πέλαγος
Στη
φωλιά τους επιστρέψαν τώρα γρήγορα,
Τα
πλοία όλα που αντέχουν κάθε θύελλα
Καταφύγια
βρήκανε στους όρμους σίγουρα.
Σίγουρα,
αχ, αυτός, που ουδέποτε δειλιά,
Θα
επιχείρησε ό,τι ετόλμησε συχνά,
Γιατί
κραταιός θεός του δίνει θάρρος.
Σαν
χωρίσαμε μου’ταξε αιώνια πίστη·
Στην
αγάπη μας ιερό όρκο μου ορκίστη,
Τα
δεσμά αυτά θα λύσει μόνο ο χάρος.
Αχ!
Ετούτη τη στιγμή ακριβώς εκείνος
Θα
παλεύει με της θύελλας τη λύσσα
Και του
ΙΙόντου το ξεσηκωμένο κύμα
Στο
βυθό με βία θα τον τραβά ολόισα.
Η
γαλήνη σου ήταν μόνο, ύπουλε Πόντε,
Ένα
κάλυμμα όπου οι δόλοι σου κρύβονται.
Όμοιος
ήσουνα εσύ μ’ έναν καθρέφτη.
Ηρεμούσες
σαν ακύμαντος και λείος,
Ώσπου
αυτόν τον εξαπάτησες δολίως
Μες στο
ύπουλο βασίλειό,σου, ψεύτη!
Τώρα
εσύ στης καταιγίδας σου το μέσον
, Που
την κάθε επιστροφή τού έχει κλείσει,
Κάθε
τρόμο σου σ’ αυτόν, τον προδομένον,
Καταπάνω
του έχεις εξαπολύσει!»
Κι η
μανία της καταιγίδας όλο αυξαίνει,
Και σε
όρη η θάλασσα είναι υψωμένη
Και
ξεσπά του κύματος ο παφλασμός
Αφρισμένος
στα ριζά των βράχων κάτου.
Κι ένα
πλοίο, με τα ξύλινα πλευρά του,
Δεν
σιμώνει δίχως να βρει ο χαλασμός.
Και
στον άνεμο σβήνει η φωτιά της δάδας
Που του
φώτιζε και του ’δειχνε τον δρόμο-
Έναν
τρόμο τα νερά παρουσιάζουν Κι η προσέγγιση παρουσιάζει τρόμο.
Και μια
δέηση κάνει αυτή της Αφροδίτης,
Να
ηρεμεί την θύελλα με προσταγή της,
Να
πραΰνει τ’ οργισμένο, τ’ άγριο κύμα,
Και
στους άνεμους με το δριμύ το αγέρι
Τάζει
πλούσια θυσία να προσφέρει
Έναν
ταύρο χρυσοκέρατο ως θύμα.
Όλες
τις θεές που οικούν κάτω στα βάθη,
Όλους
τους θεούς που βρίσκονται στα ύψη,
Ικετεύει,
πραϋντικό να χύσουν λάδι
Το
ανεμόδαρτο πέλαγος να καλύψει.
«Την
επίκλησή μου εισάκουσε, αφουγκράσου, ·
Κι απ’
τα πράσινα ανέβα δώματά σου,
Ω ιερή
και μακαρία, Λευκοθέα!
Που ο
ναύτης στις θαλάσσιες έρμες χώρες
Μες στο
πέλαο σ’ είδε σε κινδύνων ώρες,
Να
εμφανίζεσαι- ω σωτηρία θέα!
Δος σ’
εκείνον το ιερό κι άγιο σου πέπλο,
Το με
τρόπο μυστηριώδη υφασμένο,
Να το
φέρει, κι απ’ του κύματος το μνήμα
Να τον
έχει αυτόν αλώβητα υψωμένο».
Και οι
άγριοι άνεμοι τώρα σωπαίνουν.
Φωτεινά
κατά τα ύψη ανεβαίνουν
Τ’
άλογα της Ηούς, άκρη άκρη τ’ ουρανού.
Ρέει ο
Πόντος στην αρχαία του την κλίνη
Ήρεμος
σαν τον καθρέφτη, όλο γαλήνη.
Χαρωπά
αέρας και πέλαγος γελούν.
Αλαφρά
και μαλακά σπάνε τα κύματα
Στην
βραχώδη, την απόκρημνη την όχθη,
Και
ξεπλένουν, παιχνιδίζοντας, κεί ήρεμα
Ένα
πτώμα, στην ακτή που απαλά εσπρώχθη.
Ναι,
είν’ αυτός, που άψυχος, δίχως να σαλεύει,
Τον
ιερό του όρκο κι έτσι δεν παρέβη!
Τον
γνωρίζει αυτή με μια μόνο ματιά.
Δεν
αφήνει θρηνωδίες να ηχούνε,
Μήτε
δάκρυα απ’ τα μάτια της κυλούνε·
Ψυχρή,
ασάλευτη, με απελπισία κοιτά
Στα
έρημα, απαρηγόρητη, τα βάθη·
Στον
αιθέρα στρέφει τ ’ όμμα το λαμπρό
Και
φωτιά ευγενική ρόδινο βάφει
Το
κατάχλομο, ωχρό της πρόσωπο.
«Άτεγκτες
Δυνάμεις, είστε εσείς· το ξέρω!
Σκληρά
ασκείτε τα δίκαιά σας, στο ακέραιο!
Φοβερά
και τόσο αδυσώπητα, ναι.
Νωρίς
κλείστηκε για μένα ήδη ο δρόμος.
Την
εγεύθηκα την ευτυχία εγώ όμως,
Και
δική μου η πιο ωραία μοίρα ήτανε.
Ζώντας,
ιέρεια στο ναό σου αφιερωμένη
Να σ’
υπηρετώ σκοπό μου είχα βάλει-
Για
σέ θύμα εγώ χαρούμενο πεθαίνω,
Αφροδίτη,
συ βασίλισσα μεγάλη!»
Και με
ντύμα που ο αέρας το σηκώνει
Ρίχνεται
από του πύργου το μπαλκόνι,
Στους
γιαλούς του Πόντου τους κατάφωτους.
Στα
βασίλειά του πάνω τα πελάγια
Τα δυο
λείψανα ο θεός φέρει τα άγια,
Κι
είναι αυτός που αποτελεί τον τάφο τους.
Κι
απ’ τη λεία του αυτή ευχαριστημένος
Κινά
ολόχαρος, μακριά να την φυλά,
Κι απ’
την ανεξάντλητή του υδρία χύνει
Τη ροή
του, ποταμό που αιωνίως κυλά.
(
Φρήντριχ Σίλλερ, Μπαλάντες, μετάφραση Κ.Γ.Σαμέλη, εκδόσεις Διώνη, 2005)
Αναγνωρίζουμε
πολλές αναλογίες ανάμεσα στον Κρητικό του Σολωμού και το ποίημα του
Σίλλερ · ενδεικτικά μερικές :
1. ο εξιδανικευμένος έρωτας
2. η απώλεια, οι
δοκιμασίες
3. η τρικυμισμένη θάλασσα
ως σκηνικό ιδανικό για την τραγική πάλη ανθρώπου – φύσης ( η
αίσθηση του υψηλού, η οποία παράγεται από τη συνειδητοποίηση του μεγαλείου της
φύσης έναντι του αδύναμου ανθρώπου )
4. το συναίσθημα, τη
φαντασία, το απόλυτο, το υπερβολικό, το συγκινησιακό, το ιδανικό ως έκφραση του
ευρωπαϊκού ρομαντισμού
5. λυρικότητα, δραματικότητα
6. Η επίδραση της Φύσης στον
άνθρωπο και αρνητική / ανταγωνιστική και θετική· η μεταστροφή
της τρικυμίας σε νηνεμία·
7. έρωτας – θάνατος
8. η επίκληση της θεάς και η
ανταπόκριση
9. πυκνός μεταφορικός λόγος,
προσωποποιήσεις