Κοιτώντας προχθές τις ράχες των βιβλίων στη βιβλιοθήκη μου
έψαχνα να βρω ποια βιβλία πραγματεύονται το θέμα της επιρροής της μάνας και του πατέρα στη διαμόρφωση της ψυχής ενός παιδιού.
Θα είναι το κοινό ερώτημα που θα δοθεί στις ομάδες- στο κυρίως αναγνωστικό στάδιο- στη Λογοτεχνία της Α΄Λυκείου , στην ενότητα "τα φύλα στη Λογοτεχνία"
Ξέθαψα ένα πολύ παλιό βιβλίο, ένα βιβλίο που εκδόθηκε και μεταφράστηκε στην Ελλάδα το 1977 ( σε εξαιρετική μετάφραση της Τατιάνας Γκρίτση- Μιλλιέξ)
και τάραξε τα νερά του εκδοτικού κόσμου συγκλονίζοντας το αναγνωστικό κοινό!
Από τις μεγαλύτερες εκδοτικές επιτυχίες των εκδόσεων ΚΕΔΡΟΣ.
Μαρί Καρντινάλ, «Εγώ και Αυτό»
Ένα βιβλίο-κραυγή, ένα βιβλίο-γροθιά, αυτοβιογραφικό, γραμμένο με βίαιη ειλικρίνεια, χωρίς αιδώ και χωρίς συμβιβασμούς.
Μια γυναίκα αφηγείται μιαν ενδόμυχα προσωπική της κρίση, χωρίς περιστροφές, χωρίς ωραιοποίηση, χωρίς αλληγορίες, με τις πραγματικές λέξεις, τις αληθινές, τις απαγορευμένες, τις λέξεις που λυτρώνουν. Υποφέροντας από διαταραχές, σωματικές ( αιμορραγίες) και ψυχικές ( φοβίες και κατάθλιψη) αποφασίζει να εμπιστευτεί τη μοίρα της στον ψυχαναλυτή. Παρακολουθώντας τους, αυτήν και τον ψυχαναλυτή, στις ψυχαναλυτικές συνεδρίες, ξαναζωντανεύουμε μαζί της τον δρόμο που πέρασε, καθώς φωτίζονται ο ένας μετά τον άλλον οι σπουδαιότεροι σταθμοί στη ζωή της: το διαζύγιο των γονιών, ο θάνατος του πατέρα, οι τραυματισμοί της παιδικής της σεξουαλικότητας, τα εφηβικά της χρόνια σε μιαν εμπόλεμη Αλγερία, και, πάνω απ' όλα, η έσχατη ανάμνηση που με ζόρι ξεριζώνεται από τα έγκατα του υποσυνείδητου, η ομολογία της μάνας, που είναι ίσως η αρχική αιτία του κακού.
Με μια προσπάθεια που τελικά εξουδετερώνει την πιο λυσσασμένη εσωτερική της αντίσταση, η αφηγήτρια μας αποκαλύπτει σιγά σιγά το παρελθόν της. Κι όταν τελειώσει την αφήγηση της, θα νιώσει ότι έχει λυτρωθεί από τα άγχη της κι ότι μπορεί να ξαναρχίσει τη ζωή της.
Σε μια μείξη της μυθιστορηματικής εξομολόγησης, συνδυασμένης με τις πιο σύγχρονες μεθόδους ψυχαναλυτικής θεραπείας, η Μαρί Καρντινάλ μας κάνει να ζήσουμε, μέσα από το πρόσωπο της ηρωίδας της, μιαν εξαιρετική εμπειρία.
Πρόκειται για το καταπληκτικό, όσο και επίπονο ή βαθιά οδυνηρό οδοιπορικό μιας θεραπείας βασισμένης στο θάρρος και στη συνειδητή επιθυμία να αυτο – ηττηθείς. Κι αυτή η λύτρωση είναι η λύτρωση των λέξεων, γιατί μόνο λέγοντάς τες με το αληθινό τους όνομα διαλύονται οι φαντασιώσεις.
Πρόκειται για μια αληθινή περίπτωση, ιδιαίτερα δραματική και οδυνηρή. Το εξαίρετο όμως μάθημα που μας δίνει η Μαρί Καρντινάλ είναι πολύτιμο για όλους μας.
Ξεχώρισα εδώ κάποια αποσπάσματα ( ας με συγχωρέσει το κείμενο για τον ακρωτηριασμό που υπέστη! ) που σκιαγραφούν την απάντηση στο αρχικό ερώτημα:
Ο ρόλος των γονιών στη διαμόρφωση της ψυχής του παιδιού, και δη της μητέρας…
Ό γιατρός άκουγε με μεγάλη προσοχή, δίχως όμως τίποτα να τον κάνει να αντιδράσει ιδιαίτερα από τον μακρύ μου μονόλογο. "Όταν σταμάτησα να μιλάω για το μπάνιο και τις κρίσεις του άγχους, με ρώτησε:
- Τι αισθανόσαστε αυτές τις στιγμές, εκτός από τις φυσικές αδιαθεσίες;
- Φόβο.
- Τι φοβάστε;
- Τα φοβάμαι όλα... φοβάμαι το θάνατο.
Για να πω την αλήθεια, ούτε κι εγώ η ίδια δεν ήξερα τι φοβόμουν. Φοβόμουνα το θάνατο, φοβόμουνα όμως και τη ζωή που περιέχει το θάνατο. Φοβόμουνα τα έξω, μα φοβόμουνα και τα μέσα που είναι το ανάποδο του έξω. Φοβόμουνα τούς άλλους αλλά φοβόμουνα και τον εαυτό μου που ήταν ένας άλλος. Φοβόμουνα, φοβόμουνα, φοβόμουνα, ΦΟΒΟΜΟΥΝΑ, Φοβόμουνα. Αυτό ήταν όλο. Ό φόβος με είχε ρίξει μέσα στον κόσμο των παρανοϊκών.
(…)
Παντρεύτηκα. Δίδαξα σε Λύκεια. Απόχτησα τρία παιδιά. Θέλησα να τούς δώσω την ευτυχία, τη ζεστασιά και την προσοχή που εγώ δεν είχα ποτέ. όπως ήθελα να τους προσφέρω μια μάνα κι έναν πατέρα πάντα παρόντες κι ερωτευμένους.
Αντί για όλα αυτά, η μαλθακότητα, η αίσθηση του γλοιώδους και το παράλογο της ύπαρξης, κάθε μέρα και επιβεβαιωνόντουσαν μέσα στο μυαλό μου, ίσαμε που γίνηκαν «Αυτό».
(…)
Στα νεανικά μου χρόνια δεν υπήρξε ούτε μία αντρική παρουσία. Μεγάλωσα στα χέρια γυναικών. Η μαμά, η γιαγιά, οι «δούλες», οι καλόγριες, οι δασκάλες.
Από τον πατέρα μου - που γνώρισα ελάχιστα γιατί δε ζούσε μαζί μας και πέθανε στο διάστημα της εφηβείας μου -κράτησα την ανάμνηση ενός άντρα κομψού που φόραγε γκέτες, καπέλο και κρατούσε μπαστούνι. Είχε λεπτό μουστάκι, θαυμάσια χέρια και χαμόγελο αστραφτερό. Μου προκαλούσε φόβο. Αγνοούσα τα πάντα από τον αντρικό κόσμο. Στο σπίτι του τα δωμάτια που με τραβούσαν πιο πολύ αλλά και με αναστατώνανε, ήτανε το μπάνιο με τα ξυριστικά και το υπνοδωμάτιο με τα γιομάτα από πουκάμισα συρτάρια και μανικετόκουμπα. Αυτό όμως που με ενδιέφερε πιο πολύ ήτανε το μεγάλο κρεβάτι τού εργένη πατέρα μου, σκεπασμένο με δέρμα πάνθηρα.
Με φώναζε «γατούλα» του και με μεταχειριζότανε πολύ περισσότερο σαν γυναίκα παρά σαν κοριτσάκι, πράγμα που μ' έκανε να χάνω τελείως τα νερά μου.
Όταν ήμουνα μικρή πήγαινα σπίτι του με την νταντά μου. Αργότερα πήγαινα μόνη μου και τρώγαμε πολλές φορές μαζί ανάμεσα στις πρωινές και απογευματινές ώρες του σχολείου μου. Αυτά τα γεύματα ήτανε δύσκολα για μένα. Αν δε με φόβιζαν, με στεναχωρούσαν. Έπρεπε να προσέχω όλες μου τις χειρονομίες και κάθε μου λέξη. Πολλές φορές με διόρθωνε και όταν το έκανε αυτό υποπτευόμουνα πως έμμεσα παρατηρούσε τη μητέρα μου. Τη μητέρα που με μεγάλωνε, μ' έντυνε, με μόρφωνε. Έμενα, το αισθανόμουνα, με αγαπούσε και δεν ήθελε να με πονέσει.
Πρόσεχε πολύ τις μελέτες μου. Μού 'λεγε πως πρέπει να τα μάθω όλα: λατινικά, ελληνικά, μαθηματικά, όλα... Δεν τού 'δειχνα ποτέ τους ελέγχους μου — που ήταν πολύ καλοί άλλωστε — ούτε τα τετράδια μου. Κάνοντας το αυτό είχα την εντύπωση πως υπεράσπιζα τη μητέρα μου πού είχε και την κηδεμονία μου. Ήμουνα καθαρά με το μέρος της. Γι' αυτόν ή σάκα μου ήτανε σφραγισμένη. Ήταν το χρηματοκιβώτιο μου, ο θησαυρός μου, η αξία μου. Έτσι κρατούσα τον πατέρα μου σε απόσταση, του απαγόρευα την είσοδο στο δικό μου τον κόσμο. Αυτό το έκανα συνειδητά.
(…)
Τους γονείς μου δεν τους είδα παρά μόνο τρεις φορές μαζί. Την πρώτη, όταν έκανα την επίσημη πρώτη μου κοινωνία. Βρισκόντουσαν στο ίδιο δωμάτιο, στο ίδιο τραπέζι αλλά όχι ο ένας δίπλα στον άλλο. Η τρυφερή παρουσία του πατέρα μου εκείνη την ημέρα με ενοχλούσε. Θα προτιμούσα να με παρακολουθούσε μόνο το αυστηρό βλέμμα της μητέρας μου τη στιγμή που έκοβα το τεράστιο γλυκό, που δεν ξέρω πόσα πατώματα είχε από νουγκατίνα και σου- άλα κρέμ. Νομίζω πως θα τα κατάφερνα καλύτερα.
Τη δεύτερη φορά, ήμουνα δώδεκα χρονώ και μαζευτήκανε όλοι για να παραστούνε στον όρκο που θά 'δινα στις Οδηγούς της Γαλλίας. Η γιορτή γινότανε στο ύπαιθρο και ήταν και οι γονείς πολλών άλλων παιδιών. Οι δικοί μου κάθονταν δίπλα δίπλα αλλά δε μιλούσαν. Πρόσεχαν κι οι δυό πολύ την τελετή. Θυμάμαι πόσο φωτεινός ήταν ο φθινοπωριάτικος ουρανός εκείνη την ημέρα. Η τρίτη φορά, ήταν προς το τέλος της ζωής του και θά 'μουνα κάπου δεκαπέντε χρονώ. Έκανε μία αιμόπτυση, νόμιζε πως θα πεθάνει και ζήτησε να δει τη μητέρα μου. (….)
Γιατί αυτή η ανία, αυτή η αμηχανία μπροστά στον πατέρα μου; Ποιος μου τα είχε επιβάλει όλα αυτά και γιατί; Ήμουνα εκεί στο ντιβάνι και κρατούσα τα μάτια μου κλειστά για να μη μου φύγει ακόμα το κοριτσάκι. Ήμουν πραγματικά εκείνη και πραγματικά εγώ. Άρχισα να βλέπω καθαρά να διαγράφεται η επιρροή της μητέρας μου. Για να βρώ τον εαυτό μου έπρεπε να τη βρω και αυτή, να την ξεμασκαρέψω, να χωθώ μέσα στα μυστήρια της οικογένειας και της τάξης μου.
Ανάμεσα, λοιπόν, σε κείνη τη γυναίκα που θέλησε να πλάσει και σε μένα εγκαταστάθηκε «Αυτό». Η μητέρα μου μ' έβγαλε από το δρόμο μου και το έκανε τόσο τέλεια και τόσο βαθιά που δεν μπόρεσα να το συνειδητοποιήσω, δεν ήμουνα σε θέση να το καταλάβω.(…)
Τώρα, για τη μητέρα μου, έχω την αίσθηση πως την αγάπησα τρελά στα παιδικά μου χρόνια καθώς και στα εφηβικά κι έπειτα πως τη μίσησα και την εγκατέλειψα ηθελημένα λίγο πριν πεθάνει, πράγμα που άλλωστε έδωσε τέλος και στην ψυχανάλυση μου.
(…)
Μερικές φορές έτυχε ν' ακούσω λυγμούς στο δωμάτιο της. Από τη μεσόπορτα άκουγα το θόρυβο που κάνει το χαρτομάντιλο όταν το τσαλακώνεις, άκουγα ελαφρά ρουθουνίσματα και κάποτε ένα υπόκωφο παράπονο «Άχ, Θέ μου, Θέ μου». Τότε ήξερα πως άνοιγε πάνω στο κρεβάτι της και κοίταζε τα λείψανα της πεθαμένης μου αδελφής: καλτσάκια, μια τούφα μαλλιά, μωρουδίστικα ρούχα. Η Νάνυ, η υπηρέτρια, τότε συμπεριφερόταν σα να βρισκότανε σ' εκκλησία, έκανε το σταυρό της, μουρμούριζε προσευχές και δάκρυζε.
Έμενα σφιγγόταν η καρδιά μου, γινότανε σαν την πέτρα. Τις πιο πολλές φορές εκείνα τα βράδια — όπως κι εκείνα που έτυχε να καταπιώ κάποιο κουκούτσι κι από το φόβο μου μην αρχίσει μέσα μου να φυτρώνει κανένα δέντρο — άρχιζα να κάνω εμετό, κι όταν ερχότανε η μητέρα μου να μού πει καληνύχτα μ' έβρισκε να κολυμπάω μέσα στη σούπα μου και σε κομματάκια πουτίγκας. Φώναζε τότε αμέσως τη Νάνυ σε βοήθεια. «Δε βρίσκεις πως αυτό το παιδί παρακάνει συχνά εμετό;» Για μια φορά ακόμα έπρεπε να με πλύνουν και να με αλλάξουν και στ διάστημα που η Νάνυ έφτιαχνε το κρεβάτι μου αποκοιμιόμουνα μέσα στην αγκαλιά της μητέρας μου. Θυμάμαι ακόμα, τι ευτυχία ανείπωτη ήταν εκείνη, όταν αφηνόμουνα να με πάρει ό ύπνος σφιγμένη πάνω της, μέσα στη ζεστασιά και τ' άρωμα της
(…) Άρχισα να μιλάω για τη μητέρα μου, για τις δυσκολίες που είχα για να την κάνω να μ' αγαπήσει σε όλο το διάστημα της παιδικής μου ηλικίας. Ξέχυνα αναμνήσεις μελαγχολικές και αμέσως ξανάρχιζα το τροπάρι πού μεταχειριζόμουνα συχνά, για να πω ότι είχε χειρονομίες, βλέμματα, διαθέσεις φιλικές απέναντι μου, μερικές φορές πού συνυπήρχαμε αρμονικά, στην εκκλησιά, στον κήπο. Υποσυνείδητα, προσπαθούσα ακόμα να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, να μην τον αφήσω εκτεθειμένο σαν κρέας στο τσιγκέλι και απωθούσα το ουσιαστικό.
Μήπως, αν αποκάλυπτα το φόβο μου, θα με αφάνιζε; Μήπως, αν εξηγούσα το φόβο μου, φαινότανε γελοίος; Μήπως, αν εξηγούσα το φόβο μου, θα έπαυα να έχω οποιοδήποτε ενδιαφέρον; ΄Η μήπως εξηγώντας το φόβο μου θα αποκαλυπτόταν όχι φόβος αλλά ντροπή;
Εκείνη την εποχή, δεν ήμουνα ικανή όχι μόνο ν' απαντήσω σ' αυτές τις ερωτήσεις αλλά ούτε καν να τις θέσω στον εαυτό μου. Ήμουνα σαν κυνηγημένο ζωάκι, και δεν καταλάβαινα τίποτα άπ' τούς ανθρώπους.(…)
Κάποια μέρα αποφάσισε να μου μιλήσει για τον πατέρα μου:
— Θά 'θελα να σου μιλήσω για τον πατέρα σου. Να σου πω πως γεννήθηκες. Σκέφτομαι πως αυτό θα σε βοηθήσει να καταλάβεις καλύτερα την κουβέντα μας και ν' αποφύγεις αργότερα τα λάθη πού έκανα εγώ.
«Δεν ήτανε άνθρωπος της τάξης μας αν και τα φαινόμενα και η καταγωγή του δεν το μαρτυρούσανε. Γιατί είναι από μια πολύ καθώς πρέπει γαλλική οικογένεια, όμως πολύ νέος έκοψε τούς δεσμούς του μαζί της και θέλησε να πετάξει με τα δικά του φτερά.(… ) Στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά ένας τυχοδιώκτης, αλλά αυτό το κατάλαβα πολύ αργότερα... Αν ήξερες τι χαζοκλώσα ήμουνα... Στο κάτω κάτω είναι ο πατέρας σου, δε θέλω να πω μπροστά σου κι άλλα σε βάρος του....κι όμως αν σου μιλάω απόψε έτσι, είναι γιατί θέλω να σε βοηθήσω, είναι γιατί θέλω να το βάλεις καλά μέσα στο μυαλό σου πως όταν αλλάζεις κοινωνική τάξη, όταν είσαι έκπτωτος της τάξης σου, πας κατευθείαν στην καταστροφή. (…)
(…)Σηκώθηκε τότε και σκάλισε τη φωτιά. Πριν προσθέσει άλλο κούτσουρο, άναψε και σπίθισε το παλιό.
— Ξέρεις πως η εκκλησία μας απαγορεύει το διαζύγιο, εκτός όταν υπάρχει ανώτερη βία. Πήγα στο Αλγέρι και είδα προσωπικά τον Αρχιεπίσκοπο και δεν πήρα την απόφαση μου παρά μόνο όταν με διαβεβαίωσε πως θα εξακολουθούσα τη χριστιανική μου ζωή και θα κοινωνούσα και μετά το διαζύγιο(….)
- Στο τέλος ζήτησα το διαζύγιο.Ο αδελφός σου ήταν τεσσάρων χρονώ. Η κατάσταση γίνηκε δραματική. Αφού στην αρχή οι γονείς μου με σπρώχνανε να χωρίσω, τώρα τρέμανε, στην οικογένεια μας δε γίνονται τέτοια πράγματα. Δεν άντεχα άλλο. Ζούσα μέσα σ' ένα διαρκή φόβο, όχι μόνο να δω τον αδελφό σου ν' αρρωσταίνει αλλά να χάνω και όλη μου την περιουσία. Η απόφαση μου στάθηκε ακλόνητη. Έφυγα από το σπίτι τού πατέρα σου.
Δεν πήρα είδηση πως ήμουνα και πάλι έγκυος, παρά όταν είχαν τελειώσει όλες οι διαδικασίες του διαζυγίου.
- Να βρεθώ έγκυος τη στιγμή που χώριζα! Μπορείς να φανταστείς τι πάει να πει αυτό; Ήθελα να χωρίσω από έναν άνθρωπο από τον οποίο περίμενα παιδί!... Δεν μπορείς να καταλάβεις... Για να χωρίσεις, δεν πρέπει να θέλεις καθόλου έναν άντρα, σε σημείο που να μην ανέχεσαι ούτε την παρουσία του... "Αχ! είσαι πολύ μικρή για να καταλάβεις τι θέλω να πω! Όμως πρέπει να σου μιλήσω, πρέπει να μάθεις τι μπορεί να τραβήξει ο άνθρωπος για μιαν ανοησία, για μερικά λεπτά!...
«Υπάρχουνε γυναίκες και κακοί γιατροί που μπορούν να σκοτώσουν ένα παιδί μέσα στην κοιλιά της γυναίκας. Είναι τερατώδες αμάρτημα που η εκκλησία τιμωρεί με την Κόλαση και η Γαλλία με φυλακή. Είναι μια από τις φοβερότερες πράξεις πού μπορεί να κάνει άνθρωπος.
»Ωστόσο, μπορεί ίσως, φυσιολογικά, δηλαδή δίχως τη βοήθεια του κακού γιατρού ή της κακιάς γυναίκας, να χάσεις το παιδί πού περιμένεις. Μπορεί να προέλθει από σόκ, από κάποιο φαγητό, από ορισμένες τροφές, ακόμα κι αν ξαφνικά τρομάξεις. Σ' αυτή την περίπτωση δεν είναι αμαρτία, δεν είναι τίποτα, είναι μόνο ατύχημα.
»Όμως αυτό δεν είναι εύκολο να συμβεί, όπως νομίζουν. Όσο σκέφτομαι πόσο προσέχουν τις έγκυες γυναίκες! Να μην πολυκουράζονται, να κρατάνε το κάγκελο όταν κατεβαίνουν τη σκάλα, να μένουν ξαπλωμένες όσο πιο πολύ μπορούν. Έμενα μου λες!... 'Αρλούμπες!...».
Πόση βιαιότητα, πόση χυδαιότητα, πόσο μίσος ακόμα μέσα στο βλέμμα της και μέσα στα λόγια της, τόσα χρόνια μετά!
- Έγώ, κόρη μου, πήγα και πήρα το ποδήλατο μου που σκούριαζε στην αποθήκη, ούτε κι εγώ δρν ξέρω από πότε, και δώσ' του τα πεντάλια μέσα στα χωράφια, μέσα στην οργωμένη γη, παντού. Τίποτα! Έκανα ώρες ιππασία: τριπόδιζα, πήδαγα εμπόδια, κάλπαζα, πίστεψε με. Τίποτα! Όταν άφηνα το ποδήλατο ή την ιππασία πήγαινα κι έπαιζα τένις μέσα στον ήλιο. Τίποτα! Κατάπια ολόκληρα σωληνάρια ασπιρίνες και κινίνα. Τίποτα!
»..Έπειτα από έξι μήνες που 'κανα αυτή τη μεταχείριση στον εαυτό μου, υποχρεώθηκα να παραδεχτώ πως ήμουνα έγκυος και πως θά 'κανα κι άλλο παιδί. Άλλωστε φαινότανε. Το πήρα απόφαση».
Τώρα γύρισε προς το μέρος μου και με μια κίνηση, αυτές τις παθητικές κινήσεις πού 'χουν οι Άσπροι των Αποικιών, ένα μίγμα συγκρατημού και ηδυπάθειας. προσπαθούσε να χώσει κάτω από τη μεταξωτή κορδέλα τις πάντα ανυπόταχτες μπούκλες μου.
- Στο τέλος γεννήθηκες, γιατί εσύ ήσουν το παιδί που περίμενα. Ο Κύριος σίγουρα με τιμώρησε που θέλησα να βοηθήσω τη φύση γιατί γεννήθηκες με το πρόσωπο μπροστά, αντί να’ρθεις με το κεφάλι…»
Και η δική της «φωνή» για αυτά που άκουσε από τη μητέρα της:
Κουνιέσαι ακόμα; Να, λοιπόν, για να ησυχάσεις. Και δώσ' του κινίνα και ασπιρίνες! Γλυκό μου, γλυκούτσικο, κοιμήσου, παιδάκι, κοιμήσου, άφησε να σε νανουρίσω, πιές, πιές μωρό μου το δηλητηριασμένο ελιξίριο. Θα δεις πως θα διασκεδάσεις μέσα στην τσουλήθρα του πισινού μου όταν θα σαπίσεις από τα δηλητήρια και θα σκάσεις σαν ποντικός των υπονόμων. Θάνατος! Θάνατος!
Στο τέλος ανίκανη, νικημένη, απογοητευμένη, μα έχοντας το πάρει απόφαση πια, μ' άφησε να γλιστρήσω ζωντανή στη ζωή, όπως αφήνεις να γλιστρήσει η κόπρος. Και το μικρό κοριτσάκι-κόπρος που έφτανε αργά, με το πρόσωπο μπροστά, προς το φώς που έβλεπε εκεί πέρα από το βάθος του υγρού διαδρόμου, στην άκρη της σήραγγας, τι επρόκειτο να του συμβεί εκεί έξω που τόσο το κακομεταχειριστήκανε; Πες μου, μάνα, τό 'ξερες πως το έσπρωχνες στην τρέλα; Δεν το υποψιάστηκες ποτέ;
Αυτό που ονόμασα κακοήθεια της μάνας μου δεν ήτανε γιατί θέλησε να ρίξει το παιδί (υπάρχουν στιγμές που μια γυναίκα δεν είναι ικανή να κάνει παιδί, που δεν μπορεί να το αγαπήσει όσο πρέπει), η κακοήθεια της ήτανε αντίθετα που δεν εξετέλεσε τη βαθύτερη επιθυμία της, που δεν απόβαλε όσο ήταν ακόμα καιρός, κι έπειτα εξακολούθησε να χύνει το φαρμάκι του μίσους της πάνω μου, ενώ κουνιόμουνα μέσα της και στο τέλος να μου διηγηθεί το τιποτένιο της έγκλημα, όλες της τις απόπειρες τού φόνου. Θά 'λεγε κανείς πως, επειδή τότε δεν το πέτυχε, το ξαναεπιχειρούσε δεκατέσσερα χρόνια αργότερα σίγουρη πια και χωρίς να διακινδυνεύει η ίδια.(….)
Αρκετά χρόνια μετά ( και αφού μεσολαβήσουν συγκλονιστικές καταδύσεις στο βυθό της αλήθειας και της ψυχής της) η μητέρα της γερνά, αρρωσταίνει, κατεβαίνει από τον απρόσιτο θρόνο της, Η αφηγήτρια την κρατά καιρό μαζί της στο σπίτι της , όπου ζει πια με τον άντρα και τα παιδιά της, αλλά μην αντέχοντας τα βάσανα που εξακολουθεί να περνά μαζί της, τη στέλνει στον αδελφό της:
« Την επομένη, θα 'ταν περίπου μεσημέρι, ήρθε ένας φίλος στο δωμάτιο που δούλευα. Έβαλε το χέρι του στον ώμο μου και μου είπε αδέξια, γιατί δεν ήτανε και πολύ εύκολο να μου πει αυτό. «Η μητέρα σου πέθανε. Τηλεφωνήσανε για να σε ειδοποιήσουν».
Πέθανε η μητέρα! Ο κόσμος γκρεμίζεται!
(…)
Πέθανε ή μάνα μου! Ο κόσμος είναι τρελός! Ήρθε η ώρα της Αποκάλυψης!
Στο δρόμο έκανε κρύο, μα είχε ήλιο, πολύ ήλιο.
Αυτούς όλους δε θα τους ξαναδώ. Δε θα πάω ούτε στην κηδεία, ούτε στο νεκροταφείο. Αρνούμαι για μια φορά ακόμα να πάρω μέρος στις κωμωδίες τους. Τέλος και για πάντα.
Για τελευταίο Αντίο τους αφήνω την γκριμάτσα της φρίκης της μητέρας μου, μπροστά σε μια ζωή ψεύτικη από την αρχή ίσαμε το τέλος της, την καταβασανισμένη μάσκα που σκάφτηκε στο πρόσωπο της από τους ακρωτηριασμούς που είχε υποστεί, τη μάσκα της Φρίκης.
(…)
Εκείνη είχε τελειώσει κι εγώ το ίδιο. Ήταν ελεύθερη κι εγώ το ίδιο. Είχε γιατρευτεί κι εγώ το ίδιο…
.