Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ψηφοφορία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Με τον όρο ψηφοφορία χαρακτηρίζεται η δήλωση ή εκλογή γνώμης που εκφράζεται δια βοής ή ανάτασης των χεριών ή διά ψήφου, από τους εκλογείς ή ψηφοφόρους.

Η ψηφοφορία είναι το βασικό εργαλείο λήψης αποφάσεων σε μια δημοκρατία, και όχι μόνο.

Ο τρόπος της ψηφοφορίας ποίκιλλε ανέκαθεν από τους διάφορους λαούς κατά εποχές. Στην αρχαία Ελλάδα, στην ομηρική εποχή αναφέρονται ψηφοφορίες που γίνονταν φανερά διά βοής, από συγκεντρωμένους επί τούτου βασιλείς ή πολίτες, ακόμη και στρατιώτες.

Στην αρχαία Σπάρτη η ψηφοφορία γίνονταν φανερά διά βοής. Αντίθετα στην αρχαία Αθήνα που έχαιρε δημοκρατίας η ψηφοφορία γινόταν άλλοτε φανερά και άλλοτε μυστική. Η μεν φανερή γινόταν με χειρονομία, δηλαδή διά της ανάτασης του χεριού, η οποία ήταν και η πλέον συνήθης. Στη ψηφοφορία αυτή ο κήρυκας καλούσε πρώτα τους μετέχοντες στη συνέλευση που παραδέχονταν την πρόταση ή για ν΄ αποκρούσουν αυτήν να υψώσουν το χέρι, έπειτα τους αποκρούοντες να πράξουν το ίδιο. Αν ο αριθμός ήταν αμφίβολος τότε επακολουθούσε η λεγόμενη διαχειροτονία, όπου επαναλαμβάνονταν τα ίδια καταμετρώντας τα ανυψωμένα χέρια κάθε φορά.

Η δε μυστική ψηφοφορία γινόταν με όστρακα και λάμβανε χώρα κυρίως στα λεγόμενα ψηφίσματα «επ΄ ανδρί» που αφορούσαν δηλαδή πρόσωπα, όπως π.χ. ο οστρακισμός, που γίνονταν συνηθέστερα για την «άνευ δίκης» δίωξη κάθε φορά των πολιτικών αντιπάλων των κρατούντων, με επακόλουθο την 10ετή εξορία τους, νομοθεσία του περισπούδαστου Κλεισθένη.

Φανερή ψηφοφορία ακολουθούσαν επίσης οι αρχαίοι γερμανικοί λαοί, όπως και στην Ελβετία, με ανάταση των χεριών.

Ψηφοφορία σε εθνικές εκλογές στην Καμπούλ, 2009

Στη νεότερη εποχή παρατηρούνται και τα δύο είδη ψηφοφορίας φανερή και μυστική. Η μεν φανερή με ανάταση του χεριού των ονομαστικά προσκαλούμενων εκλογέων η δε μυστική με σφαιρίδια ή ψηφοδέλτια.

Σύμφωνα με το ελληνικό εκλογικό δίκαιο έχει καθιερωθεί μυστική ψηφοφορία για τις βουλευτικές εκλογές, καθώς και για ορισμένες περιπτώσεις στο κοινοβούλιο που αφορούν εναντιώσεις επί προτεινομένων νομοσχεδίων, προτάσεων, κ.λπ. και περισσότερο επί προσωπικών ζητημάτων, π.χ. κατά Προέδρου Δημοκρατίας, άρση βουλευτικής ασυλίας κ.λπ.

Η μυστική ψηφοφορία στην Ελλάδα γίνεται πλέον με ψηφοδέλτια καταργηθέντων των σφαιριδίων για μεν τις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές (ψηφοφορίες) από το 1912, για δε τις βουλευτικές από το 1923.

Ψηφοφορία σε φοιτητικές εκλογές στη Χιλή

Ανάλογα με τα κριτήρια και τον τρόπο διεξαγωγής της (πολιτικής) ψηφοφορίας αυτή μπορεί να διακριθεί στις ακόλουθες περιπτώσεις:

1. Ως προς την καθολικότητα της ψηφοφορίας:

  • "Καθολική ψηφοφορία": ονομάζεται εκείνη για την οποία το εκλογικό δικαίωμα δεν απαιτεί ιδιαίτερα προσόντα (εκτός της καθορισμένης διά νόμου ηλικίας και δεν υφίσταται στέρηση αυτού ένεκα αξιόποινης πράξης) π.χ. περιουσίας, καταγωγής, γνώσεων, επαγγελματικής θέσης, ή εξ οφικίου θέσης κ.λπ.
  • "Μερική ψηφοφορία": ονομάζεται εκείνη που παρουσιάζει οποιοδήποτε περιορισμό επί της καθολικής.

2. Ως προς την αμεσότητα της ψηφοφορίας:

  • "Άμεση ψηφοφορία": ονομάζεται εκείνη για την οποία το εκλογικό σώμα αποφασίζει αυτοπροσώπως για το αποτέλεσμα των εκλογών. Σε αυτήν την περίπτωση απαγορεύεται η παρεμβολή κάθε ενδιάμεσης βούλησης μεταξύ ψηφοφόρων και υποψηφίων. Οποιαδήποτε παρέμβαση ψήφου από άλλα πρόσωπα είναι αιτία ακύρωσης της ψήφου.
    • "Επιστολική ψήφος": Για ορισμένες περιπτώσεις ψηφοφόρων (π.χ. κατοικούντων στο εξωτερικό ή βουλευτών σε αποστολή της Βουλής ή της Κυβέρνησης στο εξωτερικό) αντί της αυτοπρόσωπης προσέλευσης στην κάλπη, προβλέπεται η εναλλακτική άσκηση των εκλογικών τους δικαιωμάτων με επιστολή (επιστολική ψήφος) ή άλλο "πρόσφορο μέσο", όπως η χρήση τεχνολογικών μέσων: η τηλεγραφική ψήφος, η τηλεομοιοτυπική ψήφος και η τηλεφωνική ψήφος (κυρίως σε τηλεψηφοφορίες, όπως συμβαίνει στους διαγωνισμούς της Eurovision).
  • "Έμμεση ψηφοφορία": ονομάζεται εκείνη για την οποία το εκλογικό σώμα αποφασίζει δι' αντιπροσώπου για το αποτέλεσμα των εκλογών. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα εκλεκτορικά σώματα, που αναδεικνύουν αρχηγούς κρατών/κυβερνήσεων, ή τα νομοθετικά σώματα (Βουλές των Αντιπροσώπων), που εγκρίνουν νομοθετήματα, εξ ονόματος του λαού που αντιπροσωπεύουν.

3. Ως προς τη μυστικότητα της ψηφοφορίας:

  • "Μυστική ψηφοφορία": Όταν το περιεχόμενο της ψήφου κάθε ψηφοφόρου είναι γνωστό μόνο σε αυτόν και επιπλέον μη επαληθεύσιμο, δηλαδή να μη μπορεί να γίνει σύνδεση ψήφου-ψηφοφόρου
    Ψηφοφορία διά ανατάσεως των χειρών στη Γερμανία, 2010
    (π.χ. μέσω σημείων/σημαδιών). Η μη επαληθευσιμότητα των ψήφων ευνοεί τη νοθεία των εκλογικών αποτελεσμάτων, αφού κανείς ψηφοφόρος δε μπορεί να αποδείξει ποια καταμετρημένη ψήφος ήταν δική του. Η μυστική ψηφοφορία διεξάγεται συνήθως με τη ρίψη των ομοιόμορφων ψηφοδελτίων ή σφαιριδίων σε μια εκλογική κάλπη όπου στο τέλος γίνεται η καταμέτρηση αυτών.
  • "Ονομαστική ψηφοφορία": Αντίθετα με την μυστική, στην φανερή ψηφοφορία η προτίμηση του ψηφοφόρου γίνεται γνωστή δημοσίως (με τη στενή ή την ευρεία έννοια) και άρα επαληθεύσιμη. Σε αυτήν την περίπτωση, το εκλογικό αποτέλεσμα δε μπορεί να νοθευτεί, ενώ ο κάθε ψηφοφόρος δια της ονομαστικής ψήφου του καθίσταται (συν-)υπεύθυνος και (σε κοινοβουλευτικά πλαίσια) υπόλογος απέναντι στην πολιτική παράταξη που ανήκει και το λαό που εκπροσωπεί. Η φανερή ψηφοφορία καθιερώθηκε πλέον με την "ανάταση της χειρός".

4. Ως προς την υποχρεωτικότητα της ψηφοφορίας:

  • "Υποχρεωτική ψηφοφορία": ονομάζεται εκείνη για την οποία το εκλογικό σώμα δεσμεύεται να λάβει μέρος στην εκλογική διαδικασία υπό την απειλή κυρώσεων (εφόσον προβλέπονται) σε περίπτωση αναίτιας αποχής. Η αποδοκιμασία προς τους υποψηφίους μπορεί να εκδηλωθεί μέσο της λευκής ψήφου και όχι της αποχής, ώστε η ψηφοφορία να έχει δεσμευτικό χαρακτήρα ως προς το εκλογικό αποτέλεσμα.
  • "Προαιρετική ψηφοφορία": ονομάζεται εκείνη για την οποία το εκλογικό σώμα συμμετέχει προαιρετικά και έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα ως προς το εκλογικό αποτέλεσμα.

5. Ως προς την ισότητα των ψήφων:

  • "Ίση ψηφοφορία": ονομάζεται εκείνη κατά την οποία άπαντες οι ψηφοφόροι είναι "ίσοι κατά ψήφον" δηλαδή έχουν το δικαίωμα μίας μόνο ψήφου, χωρίς ν΄ ανάγονται σε τάξεις με μεγαλύτερα εκλογικά δικαιώματα μεταξύ των.
  • "Πολλαπλή ψήφος": Αντίθετα από την ίση ψηφοφορία, ορισμένοι ψηφοφόροι έχουν προνομιακά δικαιώματα περισσότερων της μιας ψήφου έναντι των υπολοίπων. Τέτοιου είδους ψηφοφορίες συμβαίνουν κυρίως στα διοικητικά συμβούλια των εταιριών, όπου ο κάθε μέτοχος διαθέτει πολλαπλές ψήφους ανάλογες του μερίσματός του.

6. Ως προς την μεταβιβασιμότητα των ψήφων:

  • "Μεταβιβάσιμη ψήφος": Σε τέτοιου είδους ψηφοφορίες, οι ψηφοφόροι σημειώνουν υποψηφίους πρώτης, δεύτερης, κ.ο.κ. προτίμησης, ούτως ώστε, εάν ο υποψήφιος πρώτης προτίμησης ξεπεράσει το απαιτούμενο εκλογικό μέτρο (και εκλεγεί), τότε κάθε επιπλέον ψήφος προσμετράται σε υποψηφίους χαμηλότερης προτίμησης, ώστε να αποφεύγεται η αλόγιστη συγκέντρωση πλεοναζόντων ψήφων υπέρ υποψηφίων, που ξεπέρασαν άνετα το εκλογικό μέτρο, δίνοντας έτσι την ευκαιρία και σε δευτερεύοντες υποψηφίους να εκλεγούν υπέρ του συνδυασμού, που έλαβε τις ψήφους, συνολικά.
  • "Μη-μεταβιβάσιμη ψήφος": Σε τέτοιου είδους ψηφοφορίες, οι ψήφοι που λαμβάνει κάθε υποψήφιος δεν μεταβιβάζονται σε άλλους υποψηφίους.

7. Ως προς τη χρονική και την χωρική έκταση της ψηφοφορίας:

  • "Γενική ψηφοφορία": Τέτοιου είδους ψηφοφορίες, διεξάγονται σε όλη την επικράτεια ενός κράτους ή μεταξύ όλων των εκλογέων ενός σωματείου.
  • "Τοπική ψηφοφορία": Τέτοιου είδους ψηφοφορίες, διεξάγονται σε μια περιορισμένη περιοχή ενός κράτους (π.χ. επαναληπτικές εκλογές) ή ενός σωματείου (π.χ. τοπική οργάνωση).
  • "Ταυτόχρονη ψηφοφορία": Σε τέτοιου είδους ψηφοφορίες, η εκλογική διαδικασία εξελίσσεται ταυτόχρονα σε όλα τα εκλογικά τμήματα, ενώ τηρείται η αρχή της ταυτόχρονης καταμέτρησης και ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων, ώστε να μην επηρεάζεται η κρίση όσων ακόμη ψηφίζουν. Προκειμένου για γεωγραφικά πεπλατυσμένα κράτη (όπως ο Καναδάς, οι Η.Π.Α., η Ρωσία, η Αυστραλία, κ.ά.) η εκλογική διαδικασία είθισται να άρχεται και να περατώνεται ετεροχρονισμένα, λόγω διαφοράς ώρας μεταξύ των ωριαίων ατράκτων, που καταλαμβάνει το κράτος, ενώ η αρχή της ταυτόχρονης καταμέτρησης και ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων μπορεί να μην ισχύει.
  • "Κλιμακωτή ψηφοφορία": Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι εκλογές δεν διεξάγονται ταυτόχρονα σε όλη την επικράτεια, αλλά κλιμακωτά σε ορισμένες περιφέρειες, συνήθως για ανάδειξη σταθερών νομοθετικών σωμάτων, όπως η Γερουσία. Πολλά κράτη υιοθετούν την πολιτική να ανανεώνουν το ένα νομοθετικό σώμα κατά το εν τρίτον της σύνθεσής του κάθε φορά, με κλιμακωτές εκλογές σε διάστημα ενός τρίτου της θητείας, στο εν τρίτο των εκλογικών περιφερειών, έτσι ώστε να επιτυγχάνονται πιο ομαλές και συνεχείς μεταβάσεις εν συγκρίσει με μια γενική και ταυτόχρονη ψηφοφορία.

Σημειώνεται ότι στην Ελλάδα και στις περισσότερες Χώρες οι ψηφοφορίες είναι άμεσες, υποχρεωτικές, καθολικές, μυστικές και ίσες. Επίσης και για όλα τα κράτη του ΟΗΕ διατηρείται το "ίσον" (μίας ψήφου) στις ψηφοφορίες ανεξαρτήτως της έκτασης εδάφους ή του μεγέθους του πληθυσμού των.

Διεξαγωγή ψηφοφορίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έναρξη ψηφοφορίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά την ημέρα που έχει ορισθεί η ψηφοφορία και το αργότερο μία ώρα πριν την έναρξή της, υποχρεούνται τα μέλη των εφορευτικών επιτροπών να βρίσκονται στους ορισθέντες τόπους προκειμένου να παραλάβουν από τον σήμαρχο ή πρόεδρο της κοινότητας, ή από εκπροσώπους αυτών τα εκλογικά καταστήματα ψηφοφορίας, τις κάλπες, τα΄ απαραίτητα έπιπλα και σκεύη και τα συναφή εκλογικά είδη.

Στη συνέχεια με την παραλαβή των παραπάνω και μετά την εγκατάστασή τους φροντίζουν για την τακτοποίηση των θέσεων των ιδίων, των εκλογικών αντιπροσώπων, των ψηφοδελτίων, ελέγχουν τις κάλπες και τις σφραγίζουν και τοποθετούν τα διαχωρίσματα (παραβάν). Μετά την ολοκλήρωση όλων των παραπάνω ορίζονται οι γραμματείς (κάθε επιτροπής) και συντάσσουν σχετικό πρακτικό παραλαβής που υπογράφουν όλα τα μέλη.

Μετά την υπογραφή του πρωτοκόλλου ο πρόεδρος της κάθε εφορευτικής επιτροπής με την έλευση του προσδιορισθέντος χρόνου έναρξης της ψηφοφορίας, ανοίγει τη θύρα του εκλογικού καταστήματος και κηρύσσει την έναρξη.

  • Σημειώνεται ότι, ειδικά το εκλογικό υλικό παραλαμβάνουν την προηγουμένη της ψηφοφορίας οι δικαστικοί αντιπρόσωποι (που τυγχάνουν πρόεδροι των εφορευτικών επιτροπών), κατ΄ ιδίαν από τον Δήμαρχο ή τον Πρόεδρο της Κοινότητας.

Προσέλευση ψηφοφόρων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με την έναρξη της ψηφοφορίας προσέρχονται οι ψηφοφόροι (εκλογείς) στο εκλογικό κατάστημα ένας - ένας ή σε μικρές ολιγάριθμες ομάδες, όπως ειδικότερα ορίζει η εφορευτική επιτροπή, η οποία και προβαίνει στην αναγνώριση αυτών και την επαλήθευση της εγγραφής τους στον εκλογικό κατάλογο.

Η αναγνώριση των εκλογέων για την άσκηση του εκλογικού τους δικαιώματος γίνεται με βάση την αστυνομική ταυτότητα, ή το διαβατήριο (ανεξάρτητα ισχύος του), ή το ατομικό βιβλιάριο υγείας, ή το δίπλωμα οδήγησης, ή το ναυτικό φυλλάδιο (των ναυτικών) ή οποιοδήποτε άλλο επίσημο έγγραφο που να πιστοποιεί τον φέροντα.

Κατά τον έλεγχο της αναγνώρισης των εκλογέων είναι πιθανόν να διαπιστωθούν κάποιες ασυμφωνίες με τα φερόμενα στοιχεία αυτών στους εκλογικούς καταλόγους οπότε οι εκλογείς θα πρέπει να προσκομίσουν βεβαίωση ταυτοπροσωπίας από οικείο δήμαρχο ή πρόεδρο κοινότητας.

Ωστόσο επαφίεται στη κρίση της εφορευτικής επιτροπής να λάβει υπόψη της και άλλα στοιχεία που να μπορούν ν΄ αποδεικνύουν την ταυτότητα του εκλογέα. Συνηθέστερα τέτοια προβλήματα είναι:

  1. των γυναικών εκλογέων με το πατρικό επίθετο και επίθετο συζύγου, ή που διαζεύχθηκαν, και δεν έχουν γίνει σχετικές διορθώσεις στους εκλογικούς καταλόγους,
  2. των διπλοεγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους,
  3. των ετεροδημοτών και
  4. των παραλειφθέντων εκλογέων.

Το αποτέλεσμα μιας ψηφοφορίας εγκρίνεται κατά πλειοψηφία, δηλαδή καθορίζεται κατά τον μεγαλύτερο αριθμό "ομοίων" (κατά κόμμα, υποψήφιο, ή πρόταση) ψήφων. Η πλειοψηφία όμως διακρίνεται και αυτή σε σχετική, απόλυτο, ιδιάζουσα ή ενισχυμένη και διπλή.

  • Σχετική πλειοψηφία είναι εκείνη, που αναδεικνύει την υποψηφιότητα, που συγκέντρωσε το μεγαλύτερο ποσοστό από όλες τις άλλες, χωρίς να κερδίσει όμως το ήμισυ πλέον ενός των ψηφισάντων μελών. Αυτό συμβαίνει, όταν οι ψηφοφόροι δύνανται να διαλέξουν μεταξύ τριών τουλάχιστον επιλογών, από τις οποίες καμιά δεν ξεπέρασε τις μισές ψήφους. Τυπικά παραδείγματα είναι οι εκλογές (προεδρικές, βουλευτικές, αυτοδιοικητικές, σωματειακές κ.τ.λ.)
  • Απόλυτος πλειοψηφία:
    • Απόλυτος πλειοψηφία επί των παρόντων μελών, είναι εκείνη που συμπληρώνει το ήμισυ πλέον ενός των μελών, που ήσαν παρόντες στη ψηφοφορία. Επομένως, ο ελάχιστος απαιτούμενος αριθμός ψήφων δεν είναι σταθερός, αλλά κυμαινόμενος και εξαρτώμενος από την αποχή των μελών. Συχνά, για να θεωρηθεί έγκυρο το αποτέλεσμα μιας ψηφοφορίας, τίθεται ένας ελάχιστος αριθμός παρόντων μελών (απαρτία), κάτω από το οποίο δεν διεξάγεται η διαδικασία ψηφοφορίας. Επομένως, σε αυτή τη περίπτωση, ο απαιτούμενος αριθμός ψήφων είναι κάτω φραγμένος. Στο Ελληνικό Σύνταγμα προβλέπεται σαν κάτω φράγμα το ένα τέταρτο του συνόλου των Ελλήνων βουλευτών (75/300).
    • Απόλυτος πλειοψηφία επί του συνόλου των μελών απαιτείται σε σημαντικές περιπτώσεις, όπου, σε αντίθεση με την επί των παρόντων πλειοψηφία, απαιτείται το ήμισυ πλέον ενός του όλου αριθμού των μελών. Και σε αυτή την περίπτωση, ο ελάχιστος απαιτούμενος αριθμός ψήφων είναι σταθερά ορισμένος, ανεξαρτήτως του ποσοστού αποχής των μελών.
  • Ιδιάζουσα πλειοψηφία ή Ενισχυμένη πλειοψηφία απαιτείται σε εξαιρετικά σημαντικές περιπτώσεις, όπου απαιτούνται πολύ περισσότερες από τις μισές ψήφους των βουλευτών, ή εκλογέων. Σε αυτή την περίπτωση, ο ελάχιστος απαιτούμενος αριθμός ψήφων είναι σταθερά ορισμένος, ανεξαρτήτως του ποσοστού αποχής των μελών. Στο Ελληνικό Σύνταγμα προβλέπονται περιπτώσεις ενισχυμένης πλειοψηφίας των τριών πέμπτων (3/5=60%) ή των δύο τρίτων (2/3=66,7%) των ψήφων του όλου αριθμού των βουλευτών.
    • Ομοφωνία είναι μια ιδιαίτερη υποπερίπτωση της ιδιάζουσας πλειοψηφίας, στην οποία απαιτείται το σύνολο (το 100%) των μελών να συμφωνήσει σε μια απόφαση. Αν ένα ή περισσότερα μέλη διαφοροποιηθούν από τα υπόλοιπα, λέγεται, ότι ασκούν το δικαίωμα της αρνησικυρίας (βέτο - veto).
  • Διπλή πλειοψηφία προβλέπεται από ορισμένα όργανα, τα οποία συγκροτούνται σε δύο ανεξάρτητα εκλογικά σώματα, τα οποία οφείλουν να υπερψηφίσουν αμφότερα μια πρόταση, ώστε να ισχύσει τελικά. Κάθε σώμα ενδέχεται να έχει διαφορετικό κριτήριο πλειοψηφίας, όπως αυτά που παρουσιάστηκαν παραπάνω.

Σε αντίθεση να υποσύνολο ενός ευρύτερου συνόλου, που αριθμεί λιγότερα από τα μισά μέλη. Κλασικό παράδειγμα μειοψηφίας είναι η αντιπολίτευση σε ένα κοινοβούλιο.

Ισοψηφία η κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότεροι υποψήφιοι, συνδυασμοί ή προτάσεις λαμβάνουν ίσο αριθμό ψήφων σε μια εκλογή ή ψηφοφορία. Τότε, συνήθως, προβλέπεται επανάληψη της διαδικασίας. Σε ορισμένα όργανα, όπως το Ελληνικό Κοινοβούλιο, επαναλαμβανόμενη ισοψηφία επί συγκεκριμένης προτάσεως, συνεπάγεται απόρριψη της πρότασης. Σε άλλες περιπτώσεις, προβλέπεται άρση της ισοψηφίας με τη ψήφο του προέδρου να μετράει ως διπλή.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Λεξιλογικός ορισμός του ψηφοφορία στο Βικιλεξικό
  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Voting στο Wikimedia Commons