Ρατατούι
Ρατατούι νίκαιας (ratatouille niçoise). | |
Προέλευση | |
---|---|
Άλλη ονομασία | Ρατατούι (Ratatouille), Ρατατούι νίκαιας (ratatouille niçoise) |
Τόπος προέλευσης | Γαλλία |
Περιοχή | Προβηγκία |
Πληροφορίες | |
Πιάτο | Κύριο |
Θερμοκρασία σερβιρίσματος | Ζεστό |
Κύρια συστατικά | Λαχανικά (ντομάτα, κρεμμύδι, κολοκυθάκι, μελιτζάνα, κόκκινη πιπεριά (φούσκα), σκόρδο,[1] ματζουράνα, μάραθο και βασιλικό ή δάφνη και θυμάρι) |
Παραλλαγές | Confit byaldi |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα (π) |
Το Ρατατούι (Γαλλικά: Ratatouille - προφέρεται: RAT-ə-TOO-ee), είναι ένα βραστό πιάτο με λαχανικά από τη Γαλλική Προβηγκία, προερχόμενο από τη Νίκαια και το οποίο ενίοτε αποκαλείται και ως «ρατατούι νίκαιας» (ratatouille niçoise).[2] Οι συνταγές καθώς και οι χρόνοι μαγειρέματος ποικίλουν σε μεγάλο βαθμό, αλλά, τα κοινά συστατικά περιλαμβάνουν ντομάτα, σκόρδο, κρεμμύδι, κολοκυθάκι, μελιτζάνα, κόκκινη πιπεριά (φούσκα) και κάποιο συνδυασμό φυλλωδών πράσινων βοτάνων, τα οποία είναι κοινά στην περιοχή.
Προέλευση — Ετυμολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η λέξη ρατατούι (ratatouille) προέρχεται από την οξιτανική ratatolha[3] και συγγενεύει με τις γαλλικές ratouiller και tatouiller, εκφραστικές μορφές του ρήματος touiller, που σημαίνει "να ανακατεύουμε" (Αγγλικά: "to stir up").[4][5] Από τα τέλη του 18ου αιώνα, στα Γαλλικά, απλώς υποδήλωνε ένα τραχύ βρασμένο φαγητό. Το μοντέρνο ρατατούι – με ντομάτες ως βάση για τα σοταρισμένα σκόρδο, κρεμμύδι, κολοκύθι, μελιτζάνα, πιπεριά (φούσκα), ματζουράνα, μάραθο και βασιλικό ή δάφνη και θυμάρι, ή ένα μείγμα πράσινων βοτάνων όπως βότανα Προβιγκίας - δεν εμφανίζεται σε γραπτή μορφή έως περίπου το 1930.[6]
Προετοιμασία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η συγγραφέας φαγητών και ποτών του The Guardian Felicity Cloake, έγραψε το 2016 ότι, λαμβάνοντας υπόψη τη σχετική πρόσφατη προέλευση του ρατατούι (ratatouille - εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1877), υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία τρόπων προετοιμασίας του.[7] Η Larousse Gastronomique ισχυρίζεται ότι «σύμφωνα με τους ακριβολόγους, τα διάφορα λαχανικά θα πρέπει να μαγειρεύονται χωριστά, στη συνέχεια να συνενώνονται και να μαγειρεύονται μαζί, αργά έως ότου επιτευχθεί μια ομαλή, κρεμώδης σύσταση», έτσι ώστε (σύμφωνα με τον πρόεδρο της επιτροπής του Larousse Joël Robuchon) «κάθε [λαχανικό] θα έχει την αυτή καθ' αυτή πραγματική γεύση».[8]
Παρόμοια πιάτα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παρόμοια πιάτα υπάρχουν σε πολλές κουζίνες. Αυτά περιλαμβάνουν: pisto (Castilian-Manchego, Ισπανίας), samfaina (Καταλονίας, Ισπανίας), tombet (Μαγιόρκας), ciambotta, caponata και peperonata (Ιταλίας), μπριάμ και τουρλού (Ελλάδας), şakşuka και türlü (Τουρκίας), ατζαπσαντάλι (ajapsandali - Γεωργίας), lecsó (Ουγγαρίας) και zaalouk (Μαρόκου). Διάφορες περιοχές της Ινδικής υποηπείρου έχουν τις δικές τους παραλλαγές βραστών χειμερινών λαχανικών. Στο Γκουτζαράτ φτιάχνουν τα Undhiyu, το Avial (Κεράλας) και το Sukto (Βεγγάλης). Το Confit byaldi είναι μια παραλλαγή του πιάτου και το οποίο δημιουργήθηκε από τον Michel Guérard.
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Bill Buford (9 Οκτωβρίου 2020). «The French Secret to Ratatouille, a Last Taste of Summer». The New Yorker. Ανακτήθηκε στις 10 Ιανουαρίου 2021.
- ↑ Ratatouille. Oxford English Dictionary, 2nd edition (1989)
- ↑ « ratatouio », Lou tresor dou Felibrige, Frédéric Mistral
- ↑ Alan Davidson (2014). The Oxford Companion to Food. Oxford University Press. σελ. 655. ISBN 978-0-19-967733-7.
- ↑ «Chef Brian Discusses The Origin of Ratatouille Nicoise». LADC. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Οκτωβρίου 2015.
- ↑ Scotto, E., and Marianne Comolli. "Vegetables: A Garden of Eden." France, the Beautiful Cookbook: Authentic Recipes from the Regions of France. San Francisco: Collins, 1989. 195. Print."
- ↑ Cloake, Felicity (15 July 2010). «How to make perfect ratatouille». The Guardian. https://www.theguardian.com/lifeandstyle/wordofmouth/2010/jul/15/how-to-make-perfect-ratatouille. Ανακτήθηκε στις 9 September 2016.
- ↑ Robuchon, Joël (2008). The Complete Robuchon. New York: Alfred A. Knopf. σελ. 597. ISBN 978-0-307-26719-1.