Μοναζίτης
Μοναζίτης(-Ce). Προέλευση: Βολιβία | |
Γενικά | |
---|---|
Κατηγορία | Φωσφορικά |
Χημικός τύπος | (Ce, La, Pr, Nd, Th, Y)PO4 |
Ορυκτολογικά χαρακτηριστικά | |
Πυκνότητα | gr/cm3 |
Χρώμα | Καστανέρυθρο, καστανό, ανοικτό κίτρινο, ροδόχρουν, φαιό |
Σύστημα κρυστάλλωσης | Μονοκλινές |
Κρύσταλλοι | Πρισματικοί ή σφηνοειδείς κρύσταλλοι |
Υφή | Συμπαγής έως στιφρή |
Διδυμία | Συνήθης η διδυμία επαφής |
Σκληρότητα | 5 - 5,5 |
Σχισμός | Τέλειος {100}, ατελής {010} |
Θραύση | Κογχοειδής ή ακανόνιστη |
Λάμψη | Ρητινώδης, υαλώδης έως αδαμάντινη |
Γραμμή κόνεως | Λευκή έως πολύ ελαφρά καστανή |
Πλεοχρωισμός | Ασθενής |
Διαφάνεια | Ημιδιαφανής έως αδιαφανής |
Παρατηρήσεις | Ραδιενεργός, αν περιέχει θόριο |
Ο μοναζίτης είναι φωσφορικό ορυκτό των σπανίων γαιών (λανθανιδών). Τα κύρια μέταλλα που περιέχονται είναι το δημήτριο, το λανθάνιο, το πρασεοδύμιο, το νεοδύμιο, το ύττριο και το θόριο, του οποίου αποτελεί και ένα από τα κυριότερα μεταλλεύματα.[1] Μπορεί, επίσης, να περιέχονται και (μικρές) ποσότητες άλλων λανθανιδών, όπως όλμιο (του οποίου αποτελεί και μετάλλευμα), ορισμένες φορές ουράνιο αλλά και, ορισμένες φορές, ευρώπιο (μέχρι ποσοστού 0,1%).
Εμφάνιση, παραγενέσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η ονομασία «μοναζίτης» προέρχεται από την ελληνική λέξη «μονάζειν», λόγω της εμφάνισής του σε απομονωμένους κρυστάλλους. Αποτελεί σημαντικό μετάλλευμα των σπανίων γαιών αλλά και σημαντικό ορυκτό ραδιοχρονολόγησης, αν περιέχει θόριο ή ουράνιο. Ο ραδιενεργός μοναζίτης περιέχει έγκλειστες φυσαλίδες ηλίου, το οποίο παράγεται κατά τη διάσπαση των ραδιενεργών συστατικών του.
Είναι συνοδό ορυκτό γρανιτών, συηνιτών και των πηγματιτών τους. Απαντά, επίσης, σε ηφαιστειοκλαστικά πετρώματα, σε φλέβες διεισδύσεως και μεταμορφωσιγενή ζωνών ισχυρής μεταμόρφωσης. Ανευρίσκεται υπό μορφή άμμου σε παράλιες ή ποτάμιες αποθέσεις και, σπανιότερα, σε ζώνες ισχυρής αποσάθρωσης.
Απαντά σε πολλά σημεία του πλανήτη, σπάνια όμως σε μεγάλους κρυστάλλους. Σημαντικά κοιτάσματά του βρίσκονται στα Ουράλια όρη, τα όρη Ίλμεν (Ρωσία), στη Νορβηγία (περιοχή Arendal), σε ορισμένα σημεία των ΗΠΑ, στη Βραζιλία, στην Ινδία, στη Μαδαγασκάρη (Ινδία - Μαδαγασκάρη υπό μορφή μοναζιτούχων άμμων) και στη Σρι Λάνκα.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Frederick H. Pough, Roger Tory Peterson, Jeffrey (PHT) Scovil, A Field Guide to Rocks and Minerals, Houghton Mifflin Harcourt, 1988 ISBN 039591096X
- Walter Schumann, R. Bradshaw, K. A. G. Mills, Handbook of Rocks, Minerals and Gemstones, Houghton Mifflin Harcourt, 1993 ISBN 0395511372
- S. S. Augustithis, Atlas of the textural patterns of ore minerals and metallogenic proccesses, Walter de Gruyter, ISBN 3110136392
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ «Los Alamos Nat. Laboratory». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Νοεμβρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 18 Απριλίου 2009.