Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ερνστ Ρεμ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ερνστ Ρεμ
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Ernst Röhm (Γερμανικά)
Γέννηση28  Νοεμβρίου 1887[1][2][3]
Μόναχο[4][5]
Θάνατος1  Ιουλίου 1934[6][7][8]
Φυλακή Στάντελχαϊμ[5]
Αιτία θανάτουεξωδικαστικός φόνος
Συνθήκες θανάτουανθρωποκτονία
Τόπος ταφήςΒεστφρίντχοφ
Χώρα πολιτογράφησηςΓερμανία[5]
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΙσπανικά
Γερμανικά[9]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπολιτικός[5]
στρατιωτικός[10]
αξιωματικός[5]
υπουργός[5]
Περίοδος ακμής1914
Πολιτική τοποθέτηση
Πολιτικό κόμμα/ΚίνημαΕθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα, Γερμανικό Κόμμα Εργατών, Γερμανικό Λαϊκό Κόμα της Ελευθερίας και Εθνικοσοσιαλιστικό Κίνημα της Ελευθερίας
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςHauptmann/Αυτοκρατορικός Γερμανικός Στρατός
Πόλεμοι/μάχεςΑ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαμέλος του Ράιχσταγκ της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης
Βουλευτής του Γερμανικού Ράιχ
ΒραβεύσειςΣιδηρούς Σταυρός
Τάγμα Στρατιωτικής Αξίας (Βαυαρία)
Blood Order
Χρυσή καρφίτσα του Ναζιστικού Κόμματος
Υπογραφή
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Ερνστ Γιούλιους Ρεμ (Ernst Julius Günther Röhm, 28 Νοεμβρίου 1887 – 1 Ιουλίου 1934) ήταν Γερμανός αξιωματικός και σημαίνον στέλεχος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος. Ήταν ιδρυτικό στέλεχος και κύριος οργανωτής της παραστρατιωτικής οργάνωσης SA (Ες-Α, Sturmabteilung), της οποίας αργότερα έγινε ο ηγέτης. Δολοφονήθηκε το 1934 με διαταγή του Χίτλερ κατά τη «νύχτα των μεγάλων μαχαιριών».

Ο Ρεμ γεννήθηκε στο Μόναχο της Βαυαρίας στις 28 Νοεμβρίου 1887. Ήταν ένα από τα τρία παιδιά του Γιούλιους Ρεμ, υπαλλήλου των γερμανικών σιδηροδρόμων[11] και της Έμιλι (πατρ. Μπαλτάιζερ (Emilie Baltheiser). Ολοκληρώνοντας τις βασικές σπουδές του κατατάχτηκε στον Βαυαρικό Στρατό το 1906 και δύο χρόνια αργότερα έγινε αξιωματικός. Όταν άρχισε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν υπολοχαγός και στάλθηκε με το 13ο Σύνταγμα του Βαυαρικού Στρατού στην Λωραίνη της Γαλλίας, όπου και τραυματίστηκε σοβαρά από βολιδοφόρο βλήμα (σράπνελ). Οι ουλές που του προκάλεσε το βλήμα στο πρόσωπο παρέμειναν εμφανείς και μετά την αποθεραπεία του. Το τέλος του Πολέμου τον βρήκε να υπηρετεί ως λοχαγός στο Επιτελείο της μονάδας του, όπου είχε ξεχωρίσει για τις οργανωτικές του ικανότητες, πράγμα που δεν του φαινόταν, μιας και η ιδιοσυγκρασία του ήταν του μαχητή της πρώτης γραμμής. Ο παχουλός, κοντός άνδρας με το χονδρό λαιμό, το κόκκινο πρόσωπο με τα σημάδια και τα μάτια του χοίρου ήταν ιδιαίτερα παράτολμος.[12] Η λήξη του Πολέμου τον απογοήτευσε, όπως και πολλούς εθνικιστές Γερμανούς, πράγμα που του δημιούργησε άσβεστο μίσος για τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης και τους «Προδότες του Νοεμβρίου» που υπέγραψαν την ανακωχή.

Επιστρέφοντας στη γενέτειρά του το 1918 κατατάχτηκε στο «ελεύθερο σώμα» (γερμ. Freikorps, Φράικορπς) του Μονάχου, μια από τις πολλές παραστρατιωτικές οργανώσεις της εποχής, η οποία είχε ως βασικό στόχο τον πόλεμο κατά των Κομμουνιστών. Όραμά του ήταν να επαναδημιουργήσει μια ισχυρή, εθνικιστική Γερμανία και, όπως ο Χίτλερ, πίστευε ότι αυτό θα ήταν δυνατό να επιτευχθεί μόνο από ένα Κόμμα που θα βασιζόταν στις κατώτερες τάξεις, απ' όπου προερχόταν και ο ίδιος. Έτσι, ήταν από τα πρώτα μέλη του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, στο οποίο εντάχθηκε το 1920, πριν από τον Χίτλερ. Ήταν ένας τραχύς, σκληρός άνθρωπος και ομοφυλόφιλος.[13] Ήταν από τους ιδρυτές και ο βασικός οργανωτής των μονάδων κρούσης του Κόμματος, που, αργότερα, θα εξελίσσονταν στην παραστρατιωτική του οργάνωση Στουρμαμπτάιλουνγκ (Sturmabteilung), γνωστότερη ως SA. Επισήμως, η οργάνωση ιδρύθηκε στις 3 Αυγούστου 1921, (κατ' άλλους στις 4 Νοεμβρίου 1921), ύστερα από συνάντηση των ανώτερων μελών του Κόμματος και ο Ρεμ ανέλαβε τόσο την επάνδρωση όσο και την οργάνωσή της. Στρατολογούσε τους αξιωματικούς της κυρίως από τη δολοφονική οργάνωση "Consul" του Λοχαγού Χέρμαν Έρχαρτ (Hermann Ehrhardt) και τα κατώτερα στελέχη της (υπαξιωματικούς και στρατιώτες) από όλες τις παραστρατιωτικές οργανώσεις της Βαυαρίας. Οι άνδρες της φορούσαν παραστρατιωτικές στολές φαιού χρώματος (γι' αυτό και αποκλήθηκαν φαιοχίτωνες) και η SA άρχισε να ειδικεύεται στην τρομοκράτηση όσων τολμούσαν να αντιταχθούν στον Χίτλερ, ιδιαίτερα στις πολιτικές συζητήσεις που οργανώνονταν στις μπιραρίες της πόλης, στις πολιτικές δολοφονίες και στους ξυλοδαρμούς πολιτικών αντιπάλων του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος. Η SA είχε, εκείνη την εποχή, στενούς δεσμούς με την τοπική Ράιχσβερ (Γερμανικός Στρατός), που παρείχε στους άνδρες της τη βασική στρατιωτική εκπαίδευση.[14] Με αυτό τον τρόπο κατάφερε όχι μόνο να προσηλυτίσει στο Κόμμα πολλούς πρώην στρατιωτικούς και εθελοντές του Φράικορπς, που αποτέλεσαν τον κορμό του Κόμματος κατά τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής του, αλλά και να προστατεύει τον Χίτλερ, λόγω των διασυνδέσεών του, από τις τοπικές αρχές, εξασφαλίζοντας, πολλές φορές, την υποστήριξή τους. Χωρίς αυτή τη βοήθεια, ο Χίτλερ ίσως δεν θα κατάφερνε να αρχίσει την εκστρατεία του να πείσει τους πολίτες για την ανατροπή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Φυσικά, ο Ρεμ δεν θα είχε αποφύγει τη σύλληψη, λόγω των μεθόδων εκφοβισμού και τρομοκράτησης που χρησιμοποιούσε, αν δεν είχε εξασφαλίσει την ανοχή τόσο της Βαυαρικής Κυβέρνησης, όσο και της τοπικής Αστυνομίας.[15] Ο εκάστοτε επικεφαλής της Οργάνωσης έφερε τον τίτλο "Oberster SA-führer" (Ανώτατος Αρχηγός της SA). Στη θέση αυτή, το 1921, τοποθετήθηκε ο Χανς Ούλριχ Κλίντσε (Hans Ulrich Klintzsche), ο οποίος προερχόταν από την ομάδα Consul του Έρχαρτ. Πριν από αυτόν, επικεφαλής της προγόνου οργάνωσης "Turn- und Sportabteilung" (1920-1921), ήταν ο Εμίλ Μορίς (Emil Maurice). Κατά το τέλος του 1921 ο Χίτλερ συγκρούστηκε με τον Ρεμ, καθώς ο τελευταίος ήθελε να μετατρέψει την SA σε κανονικό στρατό, αλλά ο Χίτλερ ήθελε την Οργάνωση αποκλειστικά για λόγους προπαγάνδας και κατατρομοκράτησης των πολιτικών του αντιπάλων και των Εβραίων. Ο Ρεμ άρχισε να οργανώνει πράγματι την SA ως στρατό, μη λαμβάνοντας υπόψη τον επικεφαλής της Κλίντσε, ο Χίτλερ, όμως, έθεσε τέλος στις ενέργειες του Ρεμ, όταν τις πληροφορήθηκε.[16] Θέλοντας να έχει τον πλήρη έλεγχο της οργάνωσης, τοποθέτησε επικεφαλής της τον Χέρμαν Γκέρινγκ.

Πραξικόπημα και αναχώρηση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1923 ο Χίτλερ, με την υποστήριξη της SA αποπειράθηκε το Πραξικόπημα της μπιραρίας, το οποίο απέτυχε. Ο Ρεμ συνελήφθη, αποτάχτηκε από τον Στρατό και έμεινε επί δεκαπέντε μήνες στην φυλακή, όπου και ανέπτυξε ισχυρή φιλία με τον Χίτλερ: Ήταν ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους που μπορούσε να του απευθύνεται στον ενικό. Ο Ρεμ αποφυλακίστηκε το 1924 και συνεργάστηκε στενά με τον Χίτλερ στην επανίδρυση του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος. Αρχικά δημιούργησαν το Frontbann, το νόμιμο υποκατάστατο της SA (που είχε τεθεί εκτός νόμου) και στη συνέχεια εξελέγη μέλος του Ράιχσταγκ ως μέλος του Εθνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος Ελευθερίας (μετονομασία του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, που επίσης είχε τεθεί εκτός νόμου). Και πάλι, όμως, ανέκυψαν διαφωνίες μεταξύ Ρεμ και Χίτλερ. Ο Ρεμ παραιτήθηκε από το βουλευτικό αξίωμα το 1925 και έφυγε για τη Βολιβία, όπου εργάστηκε ως σύμβουλος στον βολιβιανό Στρατό.

Αρχηγός της ανασυσταθείσης SA τοποθετήθηκε, το 1926, ο Φραντς Πφέφερ φον Σάλομον (Franz Pfeffer von Salomon). Το 1930 ο Χίτλερ ανέλαβε ο ίδιος την ηγεσία της SA, αλλάζοντας και τον τίτλο του επικεφαλής της σε "Chef des Stabes" (Αρχηγός του Επιτελείου). Απέστειλε προσωπική παράκληση στον Ρεμ να επιστρέψει και να αναλάβει Αρχηγός του Επιτελείου, πρόταση που ο Ρεμ αποδέχτηκε το 1931. Η επάνοδός του συνοδεύτηκε από ριζοσπαστικές ιδέες και φρόντισε να τοποθετήσει προσωπικούς του φίλους σε ηγετικές θέσεις. Η SA αριθμεί πλέον περίπου 1.000.000 μέλη και συνεχίζει τις οδομαχίες κατά των Κομμουνιστών και των Εβραίων. Τρομοκρατεί, επίσης, όλους τους αντιτιθέμενους στο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα, κυρίως τους εκδότες, τους καθηγητές, τους πολιτικούς, τους επιχειρηματίες, αλλά και τους τοπικούς αξιωματούχους που δεν είναι συνεργάσιμοι. Συχνά, επίσης, παίρνει το μέρος των εργαζομένων που απεργούν, επιτίθεται και ξυλοκοπεί τους απεργοσπάστες και συμμετέχει σε διαδηλώσεις και πικετοφορίες. Έχει, όμως, χάσει τον αρχικό της ρόλο ως σωματοφυλακής του Ηγέτη (Φύρερ), ο οποίος ανατίθεται σε μια μικρή (αρχικά) ομάδα, η οποία τιτλοφορείται "Σουτσστάφφελ" (Schutzstaffel = Ομάδα Προστασίας) ή, συντομογραφικά, SS.

Ο Ρεμ κατηγορείται ανοικτά πλέον για ομοφυλοφιλία. Το 1931 η εφημερίδα Munchener Post δημοσιεύει επιστολές του προς ένα φίλο, στον οποίο εξομολογείται τις σεξουαλικές του σχέσεις με άνδρες. Διαπιστωμένα ομοφυλόφιλος είναι, επίσης, ο υπαρχηγός του Έντμουντ Χάινες (Edmund Heines). Το Κόμμα ισχυρίζεται ότι οι επιστολές είναι πλαστές, αλλά τα γεγονότα δεν διαψεύδονται: Ο ταγματάρχης (Gruppenführer) Καρλ Ερνστ (Karl Ernst) είναι μπράβος σε λέσχη ομοφυλόφιλων. Η ισχύς του Ρεμ, όμως, παραμένει μεγάλη: Δεν θίγεται από την ηγεσία της SA παρά το γεγονός ότι το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα αποκηρύσσει ανοικτά και με κάθε τρόπο την ομοφυλοφιλία.

Η δεύτερη επανάσταση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1933 ο Χίτλερ αναλαμβάνει Καγκελάριος της Γερμανίας. Ο Ρεμ περιμένει ριζοσπαστικές αλλαγές, αύξηση της δύναμής του και επιβράβευση της Οργάνωσής του. Όμως, ο Χίτλερ έχει επιτύχει τον βασικό του στόχο, την ανάληψη της εξουσίας, και η SA είναι μια πολύ ισχυρή οργάνωση, την οποία δεν χρειάζεται πλέον. Ο Ρεμ, επιπλέον, έχει διαφορετικές αντιλήψεις από τον Χίτλερ: Ανήκει στην Σοσιαλιστική πλευρά του Κόμματος, καθώς αντιτίθεται στον καπιταλισμό, τον οποίο ταυτίζει με τους Εβραίους, και πιέζει για την εθνικοποίηση των μεγάλων επιχειρήσεων. Αρχίζει να μιλά ανοικτά πλέον για μια δεύτερη επανάσταση κατά των αντιδραστικών (όπως αποκαλούσε τα συντηρητικά μέλη του Κόμματος) και να επιζητεί την μεταχείρισή τους με τον ίδιο τρόπο που το Κόμμα αντιμετώπισε τους Κομμουνιστές και τους Σοσιαλιστές. Οι μαχητές του προέρχονται από τις φτωχότερες τάξεις και περιμένουν ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα. Οι ενέργειες αυτές έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που ο Ρεμ επιδιώκει: τρομοκρατούν τον επιχειρηματικό κόσμο, ο οποίος στρέφει την υποστήριξή του στον Χίτλερ. Η αρχική επιδίωξη του Ρεμ να αντικαταστήσει την Ράιχσβερ, ως τακτικό Στρατό, με την SA δεν έχει σβήσει. Η SA αριθμεί ήδη 3.000.000 μέλη και ο Ρεμ κατηγορεί τους ευγενούς καταγωγής αξιωματικούς της ως σκουριασμένους που «δεν διαπνέονται από επαναστατικό πνεύμα». Ζητά την ενσωμάτωση της Ράιχσβερ στην SA, ώστε να αποκτήσει και πάλι η Γερμανία την στρατιωτική ισχύ του παρελθόντος, μέσω ενός λαϊκού Στρατού. Ο Χίτλερ έχει την ίδια γνώμη για τους εξ επαγγέλματος στρατιωτικούς (και θα το αποδείξει κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου εκτελώντας ή αποτάσσοντας πολλούς ανώτατους αξιωματικούς), ωστόσο χρειάζεται τον Στρατό για τις μελλοντικές του βλέψεις. Όπως είναι φυσικό, ολόκληρο το Σώμα των αξιωματικών αντιτάσσεται στην πρόταση του Ρεμ, πιστεύοντας ότι η στρατιωτική τιμή και πειθαρχία θα εξαφανίζονταν, αν ο Ρεμ και η SA του αναλάμβαναν τον έλεγχο του Στρατού. Ο Χίτλερ αναγκάζεται να δηλώσει, χωρίς να το επιθυμεί εκείνη τη χρονική στιγμή, ότι οι μεν επιχειρήσεις δεν πρόκειται να εθνικοποιηθούν, ο δε Στρατός ασφαλώς θα επεκταθεί, όπως και το πολεμικό ναυτικό και η αεροπορία. Η σύγκρουση με τον Ρεμ είναι, πλέον, αναπόφευκτη.

Η σύλληψη και η δολοφονία του

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με σκοπό να καθησυχάσει τον Ρεμ και να αποκρύψει τις πραγματικές του προθέσεις, ο Χίτλερ του απευθύνει, αρχικά, μια θερμή ευχαριστήρια επιστολή[17] και, στη συνέχεια, τον περιλαμβάνει στην Κυβέρνησή του, ως υπουργό άνευ χαρτοφυλακίου. Τον Ιανουάριο του 1934 ο Χίτλερ αρχίζει να υλοποιεί την πραγματική του πρόθεση: Αρχικά δίνει εντολή στην Γκεστάπο να συλλέξει στοιχεία που να ενοχοποιούν τον Ρεμ, τον οποίο βλέπει πλέον ως πολιτικό του αντίπαλο. Τον Φεβρουάριο αναγγέλλει τον περιορισμό των δραστηριοτήτων της SA και εκμυστηρεύεται στον Βρετανό Υπουργό Εξωτερικών Άντονι Ήντεν ότι σκοπεύει να μειώσει κατά τα 2/3 τον αριθμό των μελών της. Ο Ρεμ ανταπαντά αυξάνοντας τον αριθμό των ενόπλων της SA, κάτι που πολλοί εκλαμβάνουν ως προετοιμασία ανταρσίας και πραξικοπήματος. Ο Ρεμ προτείνει την ένταξη αρκετών ηγετών της οργάνωσης στον Στρατό, που αρνείται την προσφορά.[18]

Ο Χίτλερ αναθέτει το προπαγανδιστικό τμήμα της υπόθεσης εκμηδενισμού του Ρεμ στους Χίμλερ, Γκέρινγκ και Γκέμπελς. Αυτοί συλλέγουν όλες τις δημοσιευμένες ομιλίες του Ρεμ, στις οποίες εκφραζόταν κατά του Χίτλερ. Ο Χίμλερ δίνει σχετικές εντολές στους άνδρες της SS, οι οποίοι, τον Ιούνιο του 1934 και με επικεφαλής τον Ζεπ Ντίτριχ καταρτίζουν ένα κατάλογο προγραφών της ηγεσίας της SA με βάση την εικασία ότι ο Ρεμ ετοιμάζει πραξικόπημα (αποκλήθηκε Röhm Putsch). Η μυστικότητα είναι τόση, που κανείς από την ηγεσία της SA δεν αντιλαμβάνεται το παραμικρό: Στα τέλη Ιουνίου ο Ρεμ φεύγει για διακοπές στο θέρετρο Μπαντ Βίζεε (Bad Wiesee). Στις 30 του μηνός του τηλεφωνεί ο Χίτλερ και του ζητά να συγκεντρώσει εκεί - για να μη χαλάσει τις διακοπές του - τους ηγέτες της SA για μια σύσκεψη. Ο Ρεμ, ανυποψίαστος, δέχεται.

Στις 30 Ιουνίου, κατά τη διάρκεια της νύχτας, ολόκληρη η ηγεσία της SA συλλαμβάνεται και μεταφέρεται στην φυλακή Στάντελχάιμ (Stadelheim) του Μονάχου. Ο Χίτλερ έχει διατάξει, χωρίς φυσικά να διεξαχθεί κανενός είδους δίκη, το σφαγιασμό της. Ωστόσο, έχει αναστολές να περιλάβει σε αυτόν και τον παλαιό του φίλο και σύντροφο Ρεμ. Με εντολή του, ο Ταξίαρχος των SS Τέοντορ Άικε, διοικητής τότε του Στρατοπέδου συγκέντρωσης Νταχάου επισκέπτεται τον Ρεμ στο κελί του και αφήνει στο τραπεζάκι του ένα πιστόλι με μια μόνο σφαίρα, υποδεικνύοντάς του να αυτοκτονήσει. Δέκα λεπτά αργότερα επανέρχεται στο κελί και αντιμετωπίζει τον θαρραλέο σαρκασμό του Ρεμ: «Αν ο Αδόλφος θέλει να πεθάνω, ας έλθει να με σκοτώσει ο ίδιος!». Ο Ρεμ εκτελείται με πυρά αυτόματων όπλων από άνδρες της SS. Είναι 1 Ιουλίου 1934.

Η σορός του μεταφέρθηκε και ενταφιάστηκε στο Κοιμητήριο Westfriedhof του Μονάχου. Τον αντικατέστησε στην ηγεσία της, αποδυναμωμένης πλέον, SA ο Βίκτορ Λούτσε (Viktor Lutze). Στα μέσα ενημέρωσης ο Χίτλερ παρουσιάστηκε ως υποψήφιο θύμα συνωμοσίας του Ρεμ. Στις 3 Ιουλίου η σφαγή της νύχτας των Μεγάλων Μαχαιριών νομιμοποιήθηκε ετεροχρονισμένα ως αυτοάμυνα του κράτους βάσει του Εξουσιοδοτικού Νόμου (Ermächtigungsgesetz), ενός νόμου που είχε τεθεί σε ισχύ επί Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.

Οπτικοακουστικό Υλικό

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Χίτλερ: η αρχή του Κακού (Hitler: The Rise of Evil), 2003[19]
  1. 1,0 1,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 9  Απριλίου 2014.
  2. 2,0 2,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb119620833. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  3. 3,0 3,1 «Encyclopædia Britannica» (Αγγλικά) biography/Ernst-Rohm. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  4. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 10  Δεκεμβρίου 2014.
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 5,4 5,5 (Γερμανικά) Κατάλογος της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γερμανίας. 118745700. Ανακτήθηκε στις 16  Σεπτεμβρίου 2024.
  6. (Γερμανικά) Εγκυκλοπαίδεια Μπρόκχαους. röhm-ernst-julius.
  7. «Gran Enciclopèdia Catalana» (Καταλανικά) Grup Enciclopèdia. 0056459.
  8. Dalibor Brozović, Tomislav Ladan: «Hrvatska enciklopedija» (Κροατικά) Ινστιτούτο Λεξικογραφίας «Μίροσλαβ Κρλέζα». 1999. 53227.
  9. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb119620833. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  10. Ανακτήθηκε στις 14  Ιουνίου 2019.
  11. Richard J. Evans, The Coming of the Third Reich, Penguin, 2004, ISBN 1-59420-004-1
  12. Joachim C. Fest, Hitler, Harcourt Brace Publishing, Houghton Mifflin Harcourt, 2002 ISBN 0-15-602754-2
  13. William L. Shirer, The rise and fall of the Third Reich, Simon & Schuster, New York, 1990 ISBN 0-671-72869-5
  14. Martin Kitchen, The Third Reich: Charisma and Community, Pearson Education, 2008 ISBN 1-4058-0169-7
  15. Shirer, ό.π., σελ. 38
  16. Marcus Wendel, Axis History
  17. William Shirer, The Rise and Fall of the 3rd Reich, Νέα Υόρκη, 1961, σελ. 184 - 185
  18. J. Fest Hitler, ό.π.
  19. Internet Movies Database