Κοινωνικό φύλο
Ως κοινωνικό φύλο[1][2] ή γένος αναφέρονται στη σύγχρονη βιβλιογραφία το σύνολο των χαρακτηριστικών που παραπέμπουν στην αρρενωπότητα και τη θηλυκότητα και διαχωρίζουν τη μία κατάσταση από την άλλη. Για αυτά τα χαρακτηριστικά λαμβάνεται υπόψη το βιολογικό φύλο (π.χ. αρσενικό, θηλυκό ή ίντερσεξ), η κοινωνική δόμηση των φύλων (ρόλοι των φύλων) ή η ταυτότητα φύλου.[3][4][5]
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τον όρο εισήγαγε ο σεξολόγος John Money το 1955, θέλοντας να κάνει διάκριση μεταξύ αυτού και του βιολογικού φύλου (sex). Μέχρι τότε η λέξη χρησιμοποιείτο κυρίως στη Γραμματική. Η νέα έννοια της λέξης εξαπλώθηκε τη δεκαετία του '70, οπότε και η φεμινιστική θεωρία υιοθέτησε την ιδέα της διάκρισης βιολογικού φύλου και της κοινωνικής κατασκευής των φύλων. Εντούτοις, σε πολλά πεδία, μαζί με αυτά και κάποια πεδία κοινωνικών επιστημών, το κοινωνικό φύλο συμπεριλαμβάνει το βιολογικό ή το αντικαθιστά. Παρόλο που αυτή η αλλαγή στην έννοια του φύλου συναντάται τη δεκαετία του '80, μία μικρή επιτάχυνση της διαδικασίας στην επιστημονική φιλοσοφία παρατηρήθηκε το 1993 όταν η Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA) ξεκίνησε να χρησιμοποιεί τη λέξη "gender" αντί για "sex".[6] Το 2011, η ΔΤΦ αντέστρεψε τη θέση της και άρχισε να χρησιμοποιεί το "sex" ως βιολογική ταξινόμηση και το "gender" ως "παρουσίαση του καθενός ως άνδρας ή γυναίκα ή το πώς συναντάται στους κοινωνικούς θεσμούς".[7]
Απόδοση φύλου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σύμφωνα με τη θεωρητικό πάνω στις σπουδές φύλου Kate Bornstein, το κοινωνικό φύλο μπορεί να έχει ασάφεια και ρευστότητα.[8]
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ορίζει το κοινωνικό φύλο ως κοινωνικά κατασκευασμένα χαρακτηριστικά των ανδρών και των γυναικών (ρόλοι, νόρμες κ.ά.) που ποικίλλουν ανά κοινωνία.[5]
Αν και το φύλο είναι ένα πανομοιότυπο βιολογικό γεγονός σε όλους τους πολιτισμούς, το τι ακριβώς σημαίνει το βιολογικό φύλο σε σχέση με τον κοινωνικό ρόλο ενός φύλου ποικίλλει πολιτισμικά ανάλογα με το τι θεωρείται "αρρενωπό" και τι "θηλυκό".[9]
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ «Βιολογικό φύλο / κοινωνικό φύλο: Η αποδόμηση ενός διπόλου, Εφη Κάννερ». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Μαΐου 2015. Ανακτήθηκε στις 28 Μαρτίου 2016.
- ↑ Βιολογικό φύλο, κοινωνικό φύλο και ταυτότητα του Εγώ, Patricia J. Turner
- ↑ Udry, J. Richard (Νοέμβριος 1994). «The Nature of Gender». Demography 31 (4): 561–573. doi: . PMID 7890091. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2013-04-03. https://web.archive.org/web/20130403142805/http://www.northeastern.edu/womensstudies/graduate/courses/course_material/men_women_social/documents/Udry_Nature_of_Gender.pdf. Ανακτήθηκε στις 2016-03-28.
- ↑ Haig, David (Απρίλιος 2004). «The Inexorable Rise of Gender and the Decline of Sex: Social Change in Academic Titles, 1945–2001». Archives of Sexual Behavior 33 (2): 87–96. doi: . PMID 15146141. http://www.oeb.harvard.edu/faculty/haig/publications_files/04inexorablerise.pdf.
- ↑ 5,0 5,1 «Gender». World Health Organization. Ανακτήθηκε στις 21 Ιουλίου 2017.
- ↑ Guideline for the Study and Evaluation of Gender Differences in the Clinical Evaluation of Drugs
- ↑ «Draft Guidance for Industry and Food and Drug Administration Staff Evaluation of Sex Differences in Medical Device Clinical Studies». U.S. Food and Drug Administration. 19 Δεκεμβρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 3 Αυγούστου 2014.
- ↑ Bornstein, Kate (1995). Gender Outlaw – On Men, Women and the rest of us, Vintage, ISBN 0679757015 pp. 51–52
- ↑ Birke, Lynda. "Chapter 24, In Pursuit of Difference." The Gender and Science Reader. New York: Routledge, 2001. 309-22. Print.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |