Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα χρόνος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα χρόνος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 26 Μαΐου 2009

«Κάνει κρύο – κάνει τσίφι, για το δόλιο το κοτσύφι» ή το Ζεϊμπέκικο του Μιχάλη



Μπορεί να ‘ναι κι αυτό που λένε «μετάθεση συναισθήματος», σύνηθες στους εσωστρεφείς ή στους «διανοητικούς», κοινοτοπία σε κάποιους «υπερσυναισθηματικούς» που αποφεύγουν τα αρκουδάκια, τις καρδούλες, το ροζ και τα μπλιμπλίκια... Περισσότερο ή λιγότερο αλήθεια, λίγο ρόλο παίζει. Αν στο θάνατο της άγνωστής μου Ίρμας έκλαψα σαν παιδί, όπως δεν το ‘κανα στης μάνας μου, αν στην κηδεία του Γιάννη –που ήταν χριστιανός- ένοιωσα σαν ξένο σώμα ανάμεσα σ’ αυτούς που ψάλλανε το «Χριστός Ανέστη» κι εκλαμβάνανε το θάνατο σαν τη χαρούμενη συνάντηση με το Θεό, (κάτι που μου ‘φερε τότε στο νου τον Καβάφη και το «Μύρης, Αλεξάνδρεια 340 μ.Χ» κι ένοιωσα ξένη και μ’ αυτούς και τη χαρά τους και τα συνήθη λόγια παρηγοριάς που λέγονται σ’ αυτές τις περιστάσεις).

Σ’ αυτό ας προσθέσουμε και το θάνατο του πατέρα μου• μου στοίχισε πολύ – πάρα πολύ, αλλά σιχαίνομαι να κοινωνώ ό,τι αισθάνομαι σ’ αγνώστους και δεν τα μπορώ τα λόγια παρηγοριάς και ιδίως τις φιλοσοφίες και τ’ αποφθέγματα, τα ξέρω κι εγώ, μα αισθάνομαι πως δεν αρμόζουν...

Κι έφυγε σήμερα ο Μιχάλης, όπως πριν από λίγο καιρό έφυγε ο Ευγένιος, ο Ελύτης και ο Μάνος... Κι αισθάνθηκα το ίδιο μικρή και μόνη, όπως τότε, να κρυώνω και να μην τολμώ να πω «αγαπώ» ή «μ’ αρέσει», γιατί ακροβατούσα ανάμεσα στην ταύτιση με αγνώστους από τότε που έβλεπα στη μύξα των λυχναριών τα ίχνη καύσης κι αναρωτιόμουν, όταν τα κατέγραφα, ποια τάχα χέρια τα έπιασαν, ποιοι τ’ άναψαν, ποιανών τις νύχτες φώτισαν και γιατί ό,τι γεννιέται πεθαίνει...

Άντε να μιλήσεις για στεγνή τυπολογία των νεκρών, όταν οι ανάσες σταματούν, όταν ό,τι υπάρχει παύει να υπάρχει... έτσι... απλά... ένα τσακ και μια ανάσα ατελείωτη... και μετά παρελθόν... και μετά τι... Χρόνος... υπάρχει, δεν υπάρχει... δεν έχει καμία απολύτως σημασία, αν εγώ δεν υπάρχω να τον μετρήσω. Γαμώτο! Δεν υπάρχει μεγαλύτερη κόλαση απ’ τον ίδιο το θάνατο, γι’ αυτό κι όμοια κόλαση μπορεί να γίνει κι η ζωή κι ο έρωτας κι ό,τι ανήκει στον κύκλο της γέννησης – του έρωτα – και του θανάτου.

Ευτυχείς αυτοί οι Ινδιάνοι, που γέροντες πήγαιναν στο βουνό για να πεθάνουν. Τους ξεπάστρεψε η «Νέα Τάξη» και τ’ Αμερικανάκια, για να φοβόμαστε περισσότερο τις σκιές και να φτύνουμε και τον κόρφο μας στη θέα της νεκροφόρας και να μην κλαίμε πια τους νεκρούς μας στα σπίτια μας. Ψυγείο – κηδεία και φύτεμα. Και μετά πάμε γι’ άλλα.

Έφυγε σήμερα
ο Μιχάλης ο Παπαγιαννάκης και πάει... κι έχουμε και τον πιτσιρικά να μας καλεί στην εκλογική αναμέτρηση... σιγά, ρε φίλε... ώπα! Δε χάθηκε ο κόσμος αν ένας θάνατος ενός συντρόφου δε γίνει αφορμή για εκλογικό κάλεσμα. Ακόμη δεν έφυγε η σκόνη του. Κι όταν έχεις κηδεία, σκεπάζεις τους καθρέφτες, όχι γιατί πιστεύεις κατ’ ανάγκην στη λαϊκή δοξασία ότι μέσα απ’ τα κάτοπτρα περνάει ο Χάρος και ζηλεύει που σε βλέπει και θέλει να σε πάρει, αλλά είναι ύβρις κι αμαρτία να καθρεφτίζεις ναρκισσιστικά τη φάτσα σου να πονά για να σε συμπονέσουν.

«Κάνει κρύο, κάνει τσίφι, για το δόλιο το κοτσύφι».





Ρίξε, βρε Μιχάλη τις ζεϊμπεκιές σου!




© Ελένη Καλλιανέζου, Vejen 26 Mαΐου 2009


buzz it!

Παρασκευή 17 Απριλίου 2009

Σταυροί - Αιέν ο Κόσμος - Ωόν / Ο Ων

Ο σταυρός κι η συμβολιστική του φέρει πολλές ομοιότητες με τις Πυθαγόρειες ή Νεοπλατωνικές θεωρίες στη μεταφυσικό συμβολισμό του ορθογωνίου τριγώνου. Στα τρίγωνα ο κατακόρυφος άξονας συμβολίζει τη θεία βούληση, ο οριζόντιος την ανθρώπινη επιθυμία. Τέλος, η υποτείνουσα ταυτίζεται με την Ειμαρμένη. Όσο αυξάνει σε μήκος μία εκ των καθέτων πλευρών, τόσο αυξάνει και το μήκος της Ανθρώπινης Μοίρας. Το ιδανικό θα ήταν, κατά τους μεταφυσικούς ερμηνευτές του Πυθαγορείου θεωρήματος η ανθρώπινη βούληση να ταυτίζεται με τη θεία. Τότε δεν υπάρχει Πεπρωμένο.


Ιερώνυμου Μπος, Η Σταύρωση της Αγίας Ιουλίας, Palazzo Ducale, Βενετία


Όμοια και ο σταυρός, μέσα από την πληθώρα αυτών που μας παραδίδεται ότι σταυρώθηκαν, όπως ο Ορφέας, ο Διόνυσος ή ο Ιησούς: θείος νόμος ο κατακόρυφος άξονας, οριζόντιος η ανθρώπινη επιθυμία που εναντιώνεται στη θεία βούληση, που ακριβώς και λόγω της καθετότητας των στελεχών του σταυρού, οι δύο άξονες ούτε θα παραλληλιστούν, αλλά ούτε και θα ταυτιστούν ποτέ, κι έτσι συνεπαγωγικά θα οδηγήσουν και στο θάνατο. Ακολουθεί ανάσταση, όταν ο Άνθρωπος πληρώνει το τίμημα της ύβρης του και της παράβασης του νόμου -όσο κοντράρεται με το θείο- και μέσω αυτής της πράξης τελικά κάνει την υπέρβαση και (απο-)θεώνεται.


Giotto di Bondone, Eπιτάφιος Θρήνος, Cappella Scrovegni, Padova


Δε θα υπήρχε απολύτως κανένα νόημα στην έννοια της υπέρβασης του ορίου, της θέωσης ή της αποθέωσης, αν ο Άνθρωπος δεν υπερέβαινε το Νόμο. Ο Νόμος δεν αποτελεί καθόλου εχέγγυο Δικαιοσύνης. Υπάρχει Νόμος, ακριβώς γιατί δεν υπάρχει Δικαιοσύνη, όπως και Δικαιοσύνη υφίσταται ένεκα της απώλειας ή της μη-κατανόησης της έννοιας του Αγαθού. Αλλά, νομοτελειακά και βάσει των απλών Αριστοτέλειων νόμων Λογικής, όσο θες να ορίσεις μια έννοια σε βάθος της στερείς το εύρος της. Θα ήταν ωστόσο γελοίο να αποποιηθούμε των διασαφηνίσεων που είναι αναγκαίες στις έννοιες βάθους, μόνο για να υπερασπιστούμε το πλάτος των εννοιών. Eίναι απαραίτητο να εξετάζονται τόσο στη Μακροκοσμική όσο και στη Μικροκοσμική τους θεώρηση, μακρόκοσμοι και μικρόκοσμοι μαζί -ξεχωριστά και αυτόνομα- αιτιοκρατικά και ολιστικά και στη μεταξύ τους διαλεκτική, αυτό που οι Έλληνες ποιητές εύγλωττα διατύπωσαν ως "τ' είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ' ανάμεσό τους;" του Σεφέρη, που κι ο Ελύτης δοξάζει:

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χέρι που επιστρέφει
από φόνο φριχτόν και τώρα ξέρει
ποιός αλήθεια ο κόσμος που υπερέχει
ποιό το "νυν" και ποιό το "αιέν" του κόσμου :

ΝΥΝ το αγρίμι της μυρτιάς Νυν η κραυγή του Μάη
ΑΙΕΝ η άκρα συνείδηση Αιέν η πλησιφάη

Νυν νυν η παραίσθηση και του ύπνου η μιμική
Αιέν αιέν ο λόγος και Τρόπις η αστρική

Νυν των λεπιδόπτερων το νέφος το κινούμενο
Αιέν των μυστηρίων το φως το περιιπτάμενο

Νυν το περίβλημα της Γης και η Εξουσία
Αιέν η βρώση της Ψυχής και η Πεμπτουσία

Νυν της Σελήνης το μελάγχρωμα το ανίατο
Αιέν το χρυσοκύανο του Γαλαξία σελάγισμα

Νυν των λαών το αμάλγαμα και ο μαύρος Αριθμός
Αιέν της Δίκης το άγαλμα και ο Μέγας Οφθαλμός

Νυν η ταπείνωση των Θεών
Νυν η σποδός του Ανθρώπου

Νυν Νυν το μηδέν

και ΑΙΕΝ Ο ΚΟΣΜΟΣ Ο ΜΙΚΡΟΣ, Ο ΜΕΓΑΣ !

όπου τελικά κανείς δεν ξέρει αν εδώ ο ποιητής γράφει απλώς στίχους, φιλοσοφεί, κοσμολογεί ή θεολογεί, αλλά σίγουρα γνωρίζει καλά το διά ταύτα της Νιτσεϊκής φιλοσοφίας, ότι ποτέ το "φυσιολογικό" δεν οδήγησε σε τίποτα σπουδαίο, είναι το παρά φύσιν που οδηγεί στα θαύματα. Αλλά, η απαραίτητη προϋπόθεση της υπέρβασης είναι το να πληρώσεις οπωσδήποτε το τίμημα της παράβασής σου, που τις περισσότερες φορές -μπροστά μάλιστα και σε τέτοιες υψιπετείς φιλοδοξίες- είναι ιδιαίτερα βαρύ.



Peter Paul Rubens, Προμηθέας Δεσμώτης (Gefesselter Prometheus), 1611-12, Museum of Art, Philadelphia


Δε γνωρίζω μήτε τ' είναι θεός ή μη θεός ή τ' ανάμεσο, υποθέτω πως κανείς δε γνωρίζει κι ούτε παίζει κανέναν ουσιώδη ρόλο να το μάθουμε, αυτό που γνωρίζω όμως είναι ότι όλοι οι άνθρωποι σε όλες τις εποχές έψαξαν και ψάχνουν αγωνιωδώς τις Πλάτρες, την Ουτοπία ή την Ιθάκη, κι αυτό γιατί η υπέρβαση είναι μέσα στην ανθρώπινη φύση και την κάνει πρώτα ο νους που είναι και ο μέγας ταξιδιάρης. Ακολουθεί η απαραίτητη τιμωρία για τις παραβάσεις. Στο μύθο ο Οδυσσέας πληρώνει την ύβρι του της εκπόρθησης του κάστρου της Τροίας με τις περιπλανήσεις του, ο Προμηθέας θα αλυσοδεθεί στον Καύκασο με τον αετό του Δία να του τρώει τα συκώτια -αφού έδωσε στους ανθρώπους τη φωτιά-, ο Ηρακλής τέλος κάηκε στην πυρά για να γλυτώσει απ' τους πόνους που του προκάλεσε ο χιτώνας της Διηάνειρας, αλλά ανέβηκε τελικά στον Όλυμπο, ο Οιδίποδας στην ανθρωποκεντρική του απάντηση στο αίνιγμα της Σφίγγας θα χάσει τα μάτια του, γιατί η αισθιοκρατική γνώση είναι ελλιπής, και το "εγώ ειμί ο Ων" ή "το Α και το Ω" του Ιησού θα βρει απάντηση στο σταυρό, που ο ένας άξονάς του είναι κατακόρυφος -όπως και η κατακόρυφη πλευρά του ορθογωνίου τριγώνου των Πυθαγοριστών- και ο άλλος οριζόντιος, θεός και άνθρωπος μεταξύ ουρανού και γης να προσιδιάζει την ανθρώπινη μοίρα, την κοινή ανθρώπινη μοίρα του θανάτου, που κανείς δεν μπορεί ν' αποφύγει, γιατί ούτε σταυρός χωρίς δυο καθέτους λογίζεται αλλά ούτε και ορθογώνιο τρίγωνο χωρίς υποτείνουσα.



Sandro Botticelli, Άνοιξη (Primavera), 1482, Galleria degli Uffici, Φλωρεντία


Οι χριστιανοί τούτες τις μέρες εύχονται "Καλή Ανάσταση", οι αγνωστικιστές και οι σκεπτικιστές "Καλή Ανάταση", αγνωστικίστρια και σκεπτικίστρια είμαι κι εγώ, αλλά δε βλέπω πού το κακό στην ευχή της Ανάστασης τούτες τις μέρες, αφού η Ανάταση είναι ευχή passe-partout που κολλά σε όλες τις μέρες του χρόνου. Και η Ανάσταση ή η Αναγέννηση σοφά τοποθετήθηκε από τον Carl Jung στα τέσσερα κύρια αρχέτυπά του κι ακολουθεί το φυσικό ρυθμό, της άνοιξης που έπεται του χειμώνα, του φωτός που εναλλάσσεται με το σκοτάδι, τις γεννήσεις που ακολουθούν τους θανάτους και του ρυθμού της ζωής, των φύλλων των δέντρων που πέφτουν το φθινόπωρο και της καινούργιας φυλλοφορίας και ανθοφορίας την άνοιξη, του σπόρου που ξεπροβάλλει απ' τη γη μετά το χειμώνα. Αισθητικά λοιπόν, κι όχι χριστιανικά μου πάει πιο πολύ για την περίσταση το "Καλή Ανάσταση", που είναι και των ημερών, γιατί είναι κακό πράγμα να μη σεβόμαστε τις μεγάλες εορτές, που είναι στο κάτω - κάτω και ορόσημα στο χρόνο. Και μετά τσουγκρίματος αυγού, μην το υποτιμάμε. Είναι κι αυτό το Κοσμικόν Ωόν / ο Ων στη μέση, που ο χρόνος το περιτυλίγει σαν όφις να το ορίζει, που όταν το σπας δε συγκατατίθεσαι στο θάνατο, αλλά δίνεις το μικρό σου big bang στο μεγάλο...







Δεν έχω ιδέα από Ρώσικα, το ξετρύπωσα στο Youtube και φέρει τίτλο ХРИСТОС ВОСКРЕСЕ!, υποθέτω "Αληθώς Ανέστη". Αλλά η μουσική του είναι εκπληκτική...






... Και ξετρύπωσα και βυζαντινή υμνωδία με τη φωνή της Σέρβας Divna Ljubojevic, να σε οδηγεί στη σκάλα, όπου είμαι εγώ, μαζί πάνω και κάτω, με σένα που είσαι η σκάλα, μ' εμένα που είμαι η σκάλα, κι είμαστε μαζί και σκάλα και μη-σκάλα, ίσως και κάτι ανάμεσό της.

Oι άνθρωποι φέρουν συλλογική ευθύνη για τους θεούς που πλάθουν. Οι θεοί δε θα φτάσουν ποτέ στο καθ' ομοίωσιν με τον Άνθρωπο, αν η εικόνα των Aνθρώπων δεν είναι καλή λίαν.


________________________________________________

Σχετικές αναρτήσεις:

Χρόνος,

Η Χελιδόνα κι ο Λυράρης,

H Ωραία Ελένη, η Αγία, η Πόρνη κι η Παντάνασσα. Ονοματοδοσίες,

"Calendarium exercere"

*Βλέπε και Γ. Γιατρωμανωλάκη, Κάθοδος στον Άδη και Ομηρική Νέκυια




© Ελένη Καλλιανέζου ~☺~ Kolding 17 Απριλίου 2009

buzz it!

Δευτέρα 6 Απριλίου 2009

... Λάτρης σου, προξενών τερψίθυμον εντρύφημα στην ευαίσθητον νεανικήν μου ψυχήν...



To 1930 ανάμεσα στα οικογενειακά περιοδικά που κυκλοφορούν είναι και το "Μπουκέτο" ("Eβδομαδιαία Εικονογραφημένη Φιλολογική Επιθεώρησις διευθυνομένη υπό Ομάδος Λογίων"). Ποικίλης ύλης με εύπεπτα διηγηματάκια, ρομάντζα σε συνέχειες στη στήλη Οι Σπαραγμοί της Καρδιάς -όπου και δημοσιεύεται σε συνέχειες η Ρόζα Λαμπίρη υπό Χάρη Σταματίου ή το "Για την καρδιά της Αναμπέλλας", κοσμική κίνηση των Αθηνών, έρωτες φιλοσόφων - όπως η ωραία και γοητευτική, αρχοντοπούλα αλλά πάμφτωχη Μινέττα που συνεκίνησεν τον Ελβέτιο, ελληνικά διηγήματα, όπως "Η Πομπεμμένη" του Χριστοβασίλη, αισθηματικά διηγήματα τιτλούμενα "Τα Ρόδα της Πεθαμένης" υπό Vulfran και ποιήματα αναγνωστών -νέων κυρίως, που είναι βέβαιοι για το ταλέντο τους και διαμαρτύρονται γιατί δε δημοσιεύονται, για να πάρουν τσουχτερές απαντήσεις από τους συντάκτες του περιοδικού:

Αναφέρω παραδείγματα, διατηρώντας την ορθογραφία ως έχει, αλλά σε μονοτονικό:

"Αξιότιμοι Κύριοι Λόγιοι,

Είμαι ένας εκ των πολλών αναγνωστών Σας πολύ παλαιός. Σας είχα στείλλει ένα ποίημα, το οποίον μου απερρίψατε, ενώ αυτό που εκάνατε αντιβαίνει σε ωρισμένα σημεία..."

Ο νέος συνεχίζει περνώντας γενεές δεκατέσσερις το περιοδικό:

"Εγώ Σας είπα να διαβάσητε το ποίημά μου νηφάλιοι εντελώς και χωρίς νεύρα και πάθος, διότι επόμενον να είσθε θυμωμένοι και να το απορρίψητε. Γι' αυτό λοιπόν σας είπα να είσθε ουχί θυμωμένοι. Σεις το κάνατε αυτό; Αμφιβάλλω χωρίς να το θέλω.

Εντέλει για να μην πολυλογούμεν Σας στέλλω το νέον ποίημά μου ή μάλλον το ίδιο διορθωμένον καλά. Και θα δείτε έχω δίκηο που παραπονούμαι διότι στο κάτω-κάτω δεν γράφω τίποτε αηδίες, αλλά ένα ποίημα το οποίον έχει στίχους χαριτωμένους και έξυπνους, έτσι μου είπατε Σεις, φαντάζομαι ότι συνεννοούμεθα πολύ καλά.
Ιδού τέλος το ποίημα διορθωμένον.

-Τράβα ψαρά τα δίκτυα Σου, κι' η Μοίρα σου δουλεύει
μάθε (ξεύρε) πώς βρίσκει ό,τι ποθεί, εκείνος που γυρεύει.
-Τράβα ψαρά κι' η θάλασσα ποτέ της δε στερεύει
και ψάρια δίνει πρόθυμα σε κείνον που γυρεύει.
Ίσως να μη δικαίωσε, ακέρειες τις ελπίδες
κι' αντί μπαρμπούνια που ποθείς, να σου 'δωκε μαρίδες.
-Πρόσμενε όμως τον καιρό, που θάρθη η ευκαιρία
για να τσακώσεις (μαζέψης, ψαρέψης) ω ψαρά,
μπαρμπούνια μ' ευκολία.
-Τράβα ψαρά τα δίκτυα Σου, κι η Μοίρα σου δουλεύει
μάθε (ξεύρε) πως βρίσκει ό,τι ποθεί, εκείνος που γυρεύει.

Και τώρα για να ιδούμε τι θα γίνη.

Σας χαιρετώ επιφυλασσόμενος να Σας ευχαριστήσω δ' ιδιαιτέρας επιστολής μου."

Για να λάβει την απάντηση:

"Και τώρα τι λέτε; Έχουμε ή δεν έχουμε δίκηο να είμαστε αυστηροί προς τους νέους; Σας γράψαμε δυο καλά λόγια και σεις αφηνιάσατε. Λοιπόν, όχι, κ. Βος Δ. Βην, το ποίημά σας δεν είνε καλό, ούτε χαριτωμένο, ούτε έξυπνο, όπως το καταντήσατε μάλιστα τώρα, με τη διόρθωσι που του κάματε. Πάψτε λοιπόν να τα έχετε μαζί μας, δε σας φταίμε καθόλου."

Και σε έναν άλλο αναγνώστη:

"Αμάραντον, Ενταύθα. Το ποίημά σας πολύ τραγικό βέβαια, πολύ πένθιμο, μα όχι καλό, δυστυχώς. Το δημοσιεύουμε ωστόσο εδώ, αφού είνε το ... επιθανάτιον άσμα σας. Ιδού.

Σαν πεθάνω αγάπη μου
δε θέλω συ να κλάψης
μον θέλω στη κηδεία μου
μόλις το μάθης νάρθης.

Θέλω πίσ' απ' το φέρετρο
μονάχη να βαδίζης
ως ότου εις τον τάφο μου
το νεκρικό μ' αφήσης.

Θέλω εκεί κάθε πρωί
να έρχεσαι τρις μέρες
Για να μαθής το μυστικό
Που μούφαγε τις μέρες.

Θέλω μέσ' απ' το μνήμα μου
Ν' ακούω την πνοή σου
Για να νομίζω πως πονείς
Έστω και τη ψυχή σου.

Θέλω λουλούδι' αμάραντα
να φέρνης τρις ημέρες
Για να μεθάς με τ' άρωμα
του Πλούτωνα τις φρένες.

Και τώρα που τα έμαθες
όλα μου τα καημάκια
πάρε και την πνοούλα μου
και τα δροσάτα νειάτα.

Κι εγώ σ' αφήνω ήσυχη
με άλλον πια να ζήσης
αφού η δόλια μου καρδιά
μαράθη πριν ανθίση. "








Το 1930 η Αλίκη Διπλαράκου ψηφίζεται Μις Ευρώπη και αποθεώνεται. Το Μπουκέτο της αφιερώνει πολλά τεύχη και μέσω του περιοδικού δημοσιεύονται και πολλές επιστολές θαυμαστών και ερωτοχτυπημένων. Από ομογενείς μέχρι και μοναχούς του Αγίου Όρους:

"Beira 26 Μαΐου 1930

Αγαπημένη μου Αλίκη Έρρωσο.

Λάτρης σου προξενών εντρύφημα στην ευαίσθητον νεανικήν μου ψυχήν, η οποία ευμενώς ειλκύσθη υπ' υμών.

Ουδόλως επιχειρώ να εκθειάσω τα περικοσμούντα υμάς φυσικά και ηθικά δώρα, ως παντός εγκωμίου υπέρτερα.

Ει και δεν έχω την ευτυχίαν να γνωρίζω υμάς προσωπικώς, παρά πάντων όμως, ομογενών τε και ξένων ομολογείται η επιμεμελημένη σας αγωγή και μετ' εκπλήξεως θαυμάζεται η σοφία του Πλάστου του παντός, όστις συνήγαγεν εις περικόσμησιν υμών τα ενός εκάστου των πλασμάτων του καλά, άτινα εγγυώνται την αμοιβαίαν υμών ευδαιμονίαν.
[...] "

Αλλά τα ρέστα τα δίνει ο καλόγερος:





"Εν Αγίω Όρει τη 10/23 Ιουνίου 1930

Με την ψυχήν πλήρη συνγκίνησιν και ευγνωμοσύνην Σε γράφο αυτάς τας ολίγας ευχαριστηρίους λέξεις.

Πνευματική μου Αδελφή Αλίκη Διπλαράκου Χαίρετε.

Πνευματική Αδελφή! Χαίρωμε να είσε καλά, και Αγαπό πολύ όπος έχωμεν Αλληλογραφίαν τακτικά.

Η γλώσσα σου, κάλαμος γραμματέως οξυγράφου ωραία κάλλει. Παρά τους υιούς των Ανθρώπων εξεχύθη χάρις εν χείλεσί σου, διά τούτο ευλόγισέ σε ο Θεός εις τον αιώνα, τη ωραιότητί σου και τω κάλλει σου, και έντηνον και κατευοδού και Βασίλευε, ένεκεν αληθείας και πραότητος, και δικαιοσύνης, και οδηγήσει σε θαυμαστώς η Δεξιά σου. Πάσα η δόξα του Πατρός του έσωθεν εν κροσσωτοίς χρυσοίς περιβεβλημένη.

Απενηχθήσονται παρθένοι οπίσω αυτής, αι πλησίον σου αυτής. Απενεχθήσονταί σοι. Πολλαί γυναίκες ιπερίραν την Δύναμιν ουδέ ιπερίρας και ιπέρκσες υπέρ πάντας τας γυναίκας.

Ταύτα σε γράφο και σε χαιρετώ
μεθ' Αγάπης ο Πνευμ) Αδελφός

Υ.Γ. Περικαλό πολύ Απάνδισέ μου. "










Γιαγιάδες και παππούδες εν δράσει.



© Ελένη Καλλιανέζου, Vejen 6 Απριλίου 2009

buzz it!

Παρασκευή 3 Απριλίου 2009

Τριάντα Παιδιά στο Μπαούλο.

Τριγύριζα στα παλαιοπωλεία στο Μοναστηράκι Κυριακή πολύ πρωί, πριν ακόμα πλακώνει στην Πλάκα κόσμος και ντουνιάς κι έψαχνα φωτογραφίες παιδιών. Μάζεψα κάμποσες. Οι περισσότερες είναι γραμμένες από πίσω στα γαλλικά με ημερομηνίες δυσδιάκριτες, αλλά κάπου κάπου βλέπεις και 1902, 1905, 1912... Στις περισσότερες βέβαια ημερομηνία δεν αναγράφεται καθόλου, αλλά κρίνοντας από την ενδυμασία έχουμε να κάνουμε και με πολύ παλιότερες εποχές και δαγκεροτυπίες που θα μπορούσαν να χρονολογηθούν και στα μέσα του 19ου αιώνα.




Καθόλου ευτυχής στο φακό, στημένος με το ζόρι με τα λουλούδια και το κουβαδάκι στο χέρι, τζουγκράνες και άλλα σύνεργα επ' ώμου εύχεται: Les souhaits des enfants portent bonheur toujours. Puissent ceux-ci semer la joie en tous vos jours. (:Οι ευχές των παιδιών φέρνουν ευτυχία πάντα. Είθε να σπείρουν τη χαρά σ' όλες τις μέρες σας). Αν κρίνουμε απ' τη μουρτζουφλιά αυτουνού που μας εύχεται, καλύτερα να μην πάρουμε τοις μετρητοίς τις ευχές του.



Le livre d' images (Το βιβλίο των εικόνων). Ειδυλλιακή στυλιζαρισμένη φωτογραφία κατά τα πρότυπα των Προραφαηλιτών ζωγράφων με υπερεκχυλίζουσα χριστιανοσύνη, σκουφάκια, μελέτη, μπουκλάκια.


Καλό Πάσχα με φιογκάκια, κολλιεδάκια, αυγουλάκια, γραμματάκια, κοκοράκια, κουτσουλίτσες.


Κορδελίτσες, δαντελίτσες, Πασχαλιά κι αμυγδαλίτσες, με γελάκια, με ναζάκια...


Τοποθετείστε το μικρό σκαμνάκι πάνω στο μεγάλο σκαμνάκι. Όταν φθάσετε στην κορυφή του σεκρετέρ θα μπορέσετε να θαυμάσετε την καλλονή σας στον καθρέπτη. (Αh je sais! ) Kαι χειρόγραφο: Catan 28 avril 1903


Καλή Χρονιά και οποία χαρά! Γουνίτσες, μανσόν, κουκουλίτσες και σκουφίτσες.


Να και ο αδερφός της μικρής Jeannette, όπως επεξηγεί από πίσω το 1911 ο αποστολέας. Ο αδερφός της μικρής Jeannette ντυμένος ξωτικό εύχεται Καλή Χρονιά στον κύριο και στην κυρία Bondot, που ζούσαν στο Παρίσι στην οδό Joseph - Dijon 15.


Tρεις προσευχόμενες στο άγαλμα της Παρθένου μικρές εύχονται στην κυρία Camille Calais ταχείαν ανάρρωσιν διά χειρός της Renée, η οποία προσεύχεται ομοίως.


Τα παιδιά της Augustine. Στέλνει τη φωτογραφία στην αγαπημένη της Henriette μαζί με τις ευχαριστίες της.


Μία όμορφη μικρά κόρη που θα στείλει πολλά φιλιά απ' όλους στη Malon.


Σε ψευτοθημωνιές με ψευτολούλουδα ψευτορεμβάζοντας και ελαφρώς αλληθωρίζοντας.


Καλή Χρονιά και πάλι σαν παλιά χαλκομανία που τις κολλούσαμε στο παράθυρο στο Δημοτικό μαζί με βαμβάκι που το φτύναμε για να σταθεί στο τζάμι.


Όμορφη. Κι αυτή και το γατί στο καλάθι.


Στις 12 Απρίλη του 1912 η γιαγιά γράφει στα εγγόνια της. Τα σκέφτεται συνέχεια κι ελπίζει να είναι καλά και φρόνιμα παιδιά.


Παρίσι, 15 Οκτωβρίου 1905, μάτι τσακίρικο και βλέμμα αλήτικο.


Καλό Πάσχα με σαφείς χριστιανικούς υπαινιγμούς. Τα χέρια ανοιχτά με τις παλάμες προς τα έξω υπαινισσόμενη τη Σταύρωση.


Μπορεί να είχε έρθει και η άνοιξη. Μπορεί και όχι.


Μa barque est trop petite... adieu notre voyage! Nous la regarderons flotter sur le rivage. (H βάρκα μου είναι πολύ μικρή. Αντίο ταξίδι μας! Θα τη βλέπουμε να πλέει στο ποταμάκι). Και η δική μου έχει περίπου αυτό το μέγεθος. Αλλά δεν είπα ποτέ ότι είναι πολύ μικρή. Χωράει κι εμένα κι αυτούς που αγαπώ.


"Αφού μου είπατε να μη σας πω τ' όνομά μου, επιφόρτισα αυτούς τους φίλους να σας προσφέρουν αυτό το ωραίο ψάρι". Βλέπω δύο ψάρια, μόρτικο βλέμμα, μια καλαθούνα κι ένα μπιλιετάκι. Ο ποιητής σιβυλλικός!


Συμβατικές ολιγόλογες ευχές από πίσω, γραμμένες βιαστικά σε ομοίως συμβατική άχρωμη και άοσμη κάρτα με άχρωμη και άοσμη παιδίσκη με τα άχρωμα και άοσμα ψεύτικα λουλούδια της και τη δαντελένια σκούφια μοδός γιαγιάς Κοκκινοσκουφίτσας προ του φαγώματός της υπό του κακού λύκου.


© Ελένη Καλλιανέζου (προφέρεται Ελένη Καλλιανέζου), Vejen 3 Απριλίου 2009

buzz it!

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2009

Θα συμβεί, αγόρι!

Για το εδώ και το τώρα, που έγιναν κάπου κι εκεί και τότε και πριν, για το εδώ και το τώρα, που θα γίνουν πάντα και παντού, για τα ου καιρός και μηδέποτε καιρός που ζαβολιάρικα γίνονται παντός καιρού, για τον καιρό τότε που εισχωρεί στο τώρα, αλλά και για το τώρα βεβαίως που θα μιλήσει αύριο, κι ακόμα για τα καλειδοσκόπια που χάζευα μικρή, ν' αλλάζουν σχήματα -όταν τα γυρνάς-, το κόκκινο να έλκει το πράσινο, το οκτάγωνο το τρίγωνο, το εξάγωνο το ρόμβο, και για κείνα -πώς τα λέγανε; Ήταν ορθογώνια, πλαστικά κι είχαν μέσα τρεις κύκλους κενούς με οδοντωτή περιφέρεια. Κι υπήρχαν και άλλοι τρεις κύκλοι με δοντάκια τριγύρω και τρυπούλες. Προσάρμοζες έναν κύκλο σ' ένα κενό, χώνοντας ένα στυλό σε μια τρυπούλα κι έφτιαχνες ένα σχήμα που έμοιαζε με την κίνηση των ηλεκτρονίων γύρω από τον πυρήνα. Έπειτα έπαιρνες έναν άλλο κύκλο, έβαζες άλλο χρώμα στυλό σε άλλη τρυπούλα κι έφτιαχνες συμμετρίες, ένας χορός γύρω από έναν πυρήνα, όλα εποπτικά παραδείγματα μικρόκοσμων και μακρόκοσμων, κυττάρων, ζώντων κυττάρων που αλλάζουν μορφές, (μού αγόραζαν τέτοια και η μητέρα μου και ο πατέρας μου και χανόμουν στα σχήματα, μη μιλώντας με τις ώρες, ήταν το σχήμα που είχε σημασία, που προείχε, να φτιάχνει την τροχιά του γύρω από σημεία).

Max Ernst, Μοναχικό Δέντρο και Συζυγικά Δέντρα (Arbre solitaire et arbres conjugaux), 1940, Συλλογή Thyssen-Bornemisza, Μαδρίτη, (Πηγή εικόνας: Olga's Gallery)

Σ' όλα αυτά έχει θέση και ο Σήφης. Ο Σήφης, που λες, είχε έναν γιο το Γιωργάκη κι ήτανε κι οι δυο τους διαόλου κάλτσες. Ο Σήφης είχε αδυναμία στο μικρό, τον έπιανε, τον ζούλαγε, του έλεγε μόνο:

-Αγόρι, αγόρι! Θα συμβεί, αγόρι!

Και δεν καθόριζε ποτέ τι ακριβώς θα συμβεί κι έμαθε κι ο μικρός πως ό,τι συμβαίνει θα συμβεί.

Η μάνα του Γιωργάκη ήταν έγκυος σε κορίτσι.

Όταν πλησίαζαν οι μέρες να γεννήσει, παίρνει η Γιάννα τηλέφωνο και το σηκώνει ο Γιωργάκης.

-Τι έγινε με τη μικρή σου αδερφή;

-Συνέβη. Γεννήθηκε, λέει αυτός κι ήταν δεν ήταν πέντε χρονών.

Καλειδοσκόπια, χοροί πλανητών, ηλεκτρονικά νέφη γύρω από έναν πυρήνα, σπέρμα γύρω από ωάρια θα συμβούν.

Μικροί στρόβιλοι σκόνης σε νησιά, εκεί που αγιοκλήματα ξεφυτρώνουν μέσα από πέτρες και σκυλάκια μέσα απ' τα ασβεστωμένα δρομάκια στο Αιγαίο κι εκείνος ο σκύλος που έπαιρνε στην πλάτη του τη γάτα για να την πάει βόλτα στο δάσος του Χαλικούνα στην Κέρκυρα συμβαίνουν.

Και θα ξανατρεμουλιάσει η θάλασσα στο Λευκαντί. Εξάλλου και το καπέλλο που το πήρε ο αέρας βρέθηκε, γιατί καταπώς έλεγε ο Σήφης, θα συμβεί, αγόρι.

Χρόνια τώρα έχω μια εμμονή ανάμεσα στις πολλές. Ένας μικρός Εσκιμώος που ιππεύει το Βόρειο Σέλας και γυμνά γυφτάκια με τα πόδια στη θάλασσα να τρώνε φέτες καρπούζι και να πασαλείβονται με τα ζουμιά δίπλα σε βουνά από ροδάκινα. Το μόνο που ξέρω είναι ότι θα συμβούν, αγόρι.



Μεταμεσονύχτια αφιέρωση επί των συμβεβηκότων, των συμβαινόντων και των συμβεβησομένων, λίγο μπερδεμένη στο χρόνο. Κάπου απ' το μέλλον θαρρώ ήρθε, αλλά ήδη είναι παρελθόν. Vejen, 9 Μάρτη και παλουκοκουβαλητή του 2009 και η θερμοκρασία έξω απ' το σπίτι μου αυτή τη στιγμή είναι ήπια, 2 °C, με υγρασία χαμηλή, μόλις 75% !


© Ελένη Καλλιανέζου, Kolding 25 Φεβρουαρίου 2009

buzz it!

Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2009

Ακίνητες Γυάλες πάνω στον κινούμενο "Δρόμο"

Είμαι μέσα σε μια γυάλα ακίνητη, τα τοπία γύρω αλλάζουν. Τρέχουν οι ελαιώνες στα Σπάτα προς το μέρος μου και με προσπερνούν, αναρωτιέμαι γιατί δε στέκονται να πουν ένα "γεια", να νεύσουν. Το οδόστρωμα κινείται κι αυτό. Εγώ στη θέση μου, αλλά ο δρόμος σαν κυλιόμενος διάδρομος τρέχει με ταχύτητα. Κάποια στιγμή επιβραδύνει και το αεροδρόμιο παρκάρει για λίγο μπροστά, όχι για πολύ, τρέχει σε μια ουρά, η τσάντα μου ανοίγει από μόνη της, η τσάντα μου μού δίνει το διαβατήριο και το εισιτήριο και η βαλίτσα μπαίνει σ' έναν άλλο κυλιόμενο διάδρομο για να φύγει.


Παρατηρώ τα πάντα μέσα απ' το σκάφανδρο της διαστημικής μου στολής, ένας καφενές με τραπεζάκια κοντοστέκεται, κάποια τραπέζια με γυροφέρνουν, αλλά δε με γουστάρουν, είναι γεμάτα. Ένας πάγκος κλείνει το μάτι, ένα τασάκι με σβησμένες γόπες έρχεται κι αυτό, σπεύδει και μια κουρού τυρόπιτα κι ένας καφές, αλλά κατεβαίνουν απ' το λαιμό μου γρήγορα, "σιγά, ρε παιδιά, θα με πνίξετε", αυτά τίποτα, ένα τσιγάρο αυτοαναφλέχθηκε, δεύτερο τσιγάρο, γουλιά τη γουλιά ο καφές κατεβαίνει στο λαρύγκι μου σα δίσκος βινυλλίου 33 στροφών που παίζεται στις 78, μία κουβέντα, δεύτερη κουβέντα, γρήγορες κουβέντες, δε στέκονται, βιάζονται, ένα χέρι, ένα πόδι και μισό κεφάλι έρχονται, ακουμπούν και φεύγουν, δεύτερος διάδρομος, έλικας, κορδέλλες, πανεράκια πλαστικά έρχονται με ταχύτητα, η μπανάνα, η τσάντα, το μπουφάν μπαίνουν μέσα στα πανεράκια, φεύγουν, μια πύλη που σφυρίζει σε όλους, σωματική έρευνα που γίνεται σε όλους, ξανά η τσάντα και η μπανάνα γίνονται εξαρτήματα της διαστημικής στολής, τρεχάτος ο διάδρομος αριστερά, τρεχάτη και η πόρτα, τρεχάτο και το κράσπεδο του αεροδρομίου κάτω από ένα ακίνητο λεωφορείο, τρέχει η σκάλα, εγώ μένω εκεί, η σκάλα με ανεβάζει σ' ένα ακίνητο μεταλλικό ιπτάμενο δίσκο, αλλά το έδαφος χαμηλώνει, χαμηλώνει, προσπερνούν τα σύννεφα, πολλά -κατά ομάδες, κατά στίφη.


Ύστερα τα σύννεφα αραιώνουν, το έδαφος χαμηλώνει, σκάει μύτη η Βουδαπέστη με πυκνές χιονονιφάδες.
-Excuse me, is there any smoking area?
-Not inside the airport, sorry.


Δεύτερος σαλίγκαρος σε ταχύτητα σπρίντερ, πάλι πανεράκια, μέσα τα μπουφάν, μέσα οι τσάντες, μέσα οι μπανάνες, τα μηχανήματα ξανασφυρίζουν πάλι σε όλους, ξανά σωματική έρευνα, ξανά ο διαστημικός εξοπλισμός επ' ώμου, στέκεται λίγο το αεροδρόμιο ακίνητο το αεροπλάνο, ευτυχώς δηλαδή, γιατί τα άλλα δύο αεροπλάνα ο ουρανός τα έστειλε πιο αργά και ο χρόνος άρχισε να επιβραδύνεται. Στάση, ευτυχής στάση, σχεδόν μια ώρα πριν ξεκινήσουν πάλι τα σύννεφα να περνούν μπροστά μας με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς νότον. Έπειτα ο ουρανός έκανε στροφή προς ανατολάς κι ήρθε καταπάνω μας το έδαφος, και μέσα στο αεροδρόμιο η ταχύτητα πλησίαζε πάλι την ταχύτητα του φωτός, ήρθε τρεχάτη η παραλαβή των αποσκευών, μού έφτυσε τη βαλίτσα στη μούρη, αλλά εγώ παραμένω ακίνητη, αμετάβλητη, δεν έχω καν αναπνεύσει μέσα σ' ένα σύστημα μεταβλητών, όμως ανάμεσα στο χρονικά αμετάβλητο δικό μου σύστημα και στο χρονικά μεταβλητό των γύρω μου πραγμάτων, η μόνη επίπτωση μιας ολίσθησης προς τα αριστερά της εξόδου είναι μια ίδια ολίσθηση της εισόδου, γιατί Fx(t) = y(t), οπότε και Fx(t+s) = y(t+s).

Ο χρόνος αποφασίζει να σταθεί και το τρένο σε κάποια αποβάθρα, κάποιου σταθμού είναι ακίνητο, μέχρι οι ράγες να αποφασίσουν να το φέρουν με το πάσο τους μια ώρα αργότερα, στο κέντρο της Κοπεγχάγης.
-Χρειάζεται ν΄αλλάξω τρένο στη Fredericia;
-Όχι, πάει κατευθείαν Kolding.
Ανακοίνωση: "Λόγω ατυχήματος, οι επιβάτες για Γιουτλάνδη θα περιμένουν το επόμενο τρένο για Fredericia στο σταθμό της Roskilde." Η βαλίτσα σπεύδει στο χέρι μου, οι διάδρομοι τρέχουν για να βρεθεί η σωστή αποβάθρα κι ένα άλλο ακίνητο τρένο το φέρνουν μπροστά οι ράγες, το σκαλοπάτι ακολουθεί, ένα κάθισμα κι ένα βιβλίο βγαίνει μόνο του απ' την τσάντα, το βιβλίο είναι του Γκάιλς Μίλτον "Χαμένος Παράδεισος, Σμύρνη 1922" βυθίζομαι στ' αρώματα της Ανατολής, τους Έλληνες και τους Λεβαντίνους, το Σπόρτινγκ Πάλας, (για φαντάσου, ίδιο όνομα όπως και ο κινηματογράφος της Νέας Σμύρνης!), τα ημερολόγια της γεροντοκόρης Ορτάνς Γουντ και τις παραξενιές της Μαγκντελέιν Ουίτταλ, ζάπλουτης αυταρχικής δέσποινας με 13 παιδιά και 91 εγγόνια.

Κι πλησιάζει η πατρίδα του Άντερσεν του παραμυθά, η Odense, δεύτερη ανακοίνωση απ' το μικρόφωνο "οι επιβάτες με προορισμό το Kolding θα αλλάξουν τρένο στον επόμενο σταθμό" και την κυρία Ουίτταλ θα τη μεταφέρει ο προσωπικός της φρουρός, ο καβάσης και πρώην φοβερός και τρομερός ληστής με το κόκκινο ζωνάρι του με τα μαχαίρια, τα πιστόλια του και τ' άλλα φονικά του σύνεργα σε μέρος ασφαλές.


Πιο κάτω μια παρέα μεσηλίκων Δανών τραγουδά και γελά.
-Εεε, εσύ!
Γυρίζω και κοιτάζω, κοιτάζω και πίσω μου.
-Ναι, εσύ, λέει μια γυναίκα γελώντας.
Το κάθισμά της πλησιάζει.
-Τον βλέπεις τον κύριο δεξιά σου;
Χαμογελώ.
-Ναι.
-Έχει γενέθλια και τα γιορτάζουμε. Μήπως σου βρίσκεται κανένα ποτό, γιατί ξεμείναμε;
-Λυπάμαι, όχι.
Χαμογελώ στο εορτάζον κουνουπίδι και του εύχομαι ευγενικά χρόνια πολλά.

Και κάπου εκεί ήρθε το Kolding και σταμάτησε για λίγο ο δρόμος, πριν με οδηγήσει στο χωριό μου που λέγεται Vejen, ό μεθερμηνευόμενον εστί εις την Ελληνικήν "ο Δρόμος". Για πού; Δεν το γνωρίζω.



© Ελένη Καλλιανέζου, Kolding 22 Φεβρουαρίου 2009

buzz it!

Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2008

Ευχές – Μαγικά - Ιστορίες απ' την Ιαπωνία και Χάρτινα Καράβια



Ηieronymus Bosch, Ο Τσαρλατάνος (The Conjuror), 1475-1480, Δημοτικό Μουσείο, Saint-Germain-en-Laye


Μαγικά.

Τα μικρά παιδιά διακατέχονται συνήθως απ' την πίστη τους στην παντοδυναμία του μαγικού. Η αγάπη που τους δίνουν οι γονείς τους ριζώνει βαθειά, είναι αυτό το «αφού βρε εγώ σ' αγαπώ, δεν παθαίνεις τίποτα», που επεκτείνεται στην παιδική δεισιδαιμονία: Περπατώ στο πεζοδρόμιο στις πλάκες, προσέχοντας να μην πατήσω τις γραμμές για να εκπληρωθεί η ευχή μου, όποιος περνά τον αυλόγυρο του εγκαταλελειμένου σπιτιού πεθαίνει γιατί είναι στοιχειωμένο, προστατεύω αυτούς που αγαπώ – αν πάψω να τους αγαπώ, παθαίνουν κακό κι άλλα πολλά ων ουκ έστι αριθμός, που ακόμη και η εποχή μας που στερείται τόσο μαγείας και η φαντασία χλευάζεται δεν κατάφερε να ξεριζώσει.

Επεκτείνεται και στους ενήλικες με τη θρησκευτικότητα, το άναμμα ενός κεριού, το τάμα, τις τεχνικές διαλογισμού, τα τελετουργικά εξαγνισμού, τα φυλαχτάρια και τα γούρια.

Των Φώτων γίνεται ο αγιασμός και φεύγουν τα καλλικαντζάρια που μαγαρίζουν τα γλυκά, σπίτια λιβανίζονται για να ξορκίσουν τον Εξαποδώ, ο γρουσούζης φεύγει αν του ρίξεις πάνω του αλάτι κι ο ανεπιθύμητος δεν ξαναπατά, αν οι νοικοκυρές τοποθετήσουν τη σκούπα ανάποδα, η μαύρη γάτα είναι γρουσουζιά αν είναι ξένη και γούρι αν είναι δική σου, η 13η του μηνός είναι μέρα κακή, τα δίσεχτα έτη θεωρείται κακό να παντρεύεσαι...

Μερικές φορές, ακόμη και ο βαθειά σκεπτικιστής, όταν μια σειρά συμπτώσεων επιβεβαιώσει τις δεισιδαιμονίες και τις προλήψεις, θ' αρχίσει να φυλάγεται, μόλις δει ότι αυτές τον αγγίζουν.

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Νέα Σμύρνη σ' ένα σπίτι που έφερε τον αριθμό 13. Ο πατέρας μου παντρεύτηκε για δεύτερη φορά στις 13 Ιουλίου 1973. Η μητέρα μου πέθανε Παρασκευή και 13 έτους δίσεκτου, ο πατέρας μου πέθανε φέτος, πάλι έτος δίσεκτο. Η Μικρασιάτισσα γιαγιά πέθανε 29 του Φλεβάρη έτους δίσεκτου, ο Μεσολογγίτης παππούς στις 15 Μάρτη, πάνω στις Ειδούς, ίδια μέρα που δολοφονήθηκε ο Ιούλιος Καίσαρας το 44 π.Χ.

Το 2000 συμμετείχα σ' ένα διαγωνισμό διηγήματος της Ελευθεροτυπίας και ήμουν μέσα στους 13 που ξεχώρισαν. Το διήγημα μιλούσε για το Φρήντριχ Βίλχελμ Χέρσελ που ανακάλυψε τον πλανήτη Ουρανό στις 13 Μάρτη του 1781 και βγήκε σε βιβλίο μαζί με τα υπόλοιπα διηγήματα και τίτλο 13 Νέοι Συγγραφείς.

Σχεδόν αστείο...



Οριγκάμι – Ευχές – Μια Ιστορία από την Ιαπωνία

Οριγκάμι είναι το καλλιτεχνικό δίπλωμα χαρτιού, τέχνη πανάρχαια της Ιαπωνίας. Τα χάρτινα καράβια και οι σαΐτες των παιδικών μας χρόνων είναι κι αυτές οριγκάμι. Ο σκοπός είναι να φτάξεις γεωμετρικές φόρμες, κατά προτίμηση από ένα μόνο χαρτί, χωρίς να χρησιμοποιήσεις κόλλα. Μια παλιά γιαπωνέζικη παράδοση λέει πως αν κάποιος φτιάξει 1000 οριγκάμι και κάνει μια ευχή, τότε η ευχή του πραγματοποιείται.
Χρησιμοποιούνται και στα μαθηματικά στη μελέτη της συμμετρίας.

Η Sadako Sasaki ήταν ένα κορίτσι απ' την Ιαπωνία που γεννήθηκε το 1943 κοντά στη Χιροσίμα και πέθανε το 1955. Διαγνώστηκε ότι έπασχε από λευχαιμία, από τη ραδιενέργεια της βόμβας.

Βάλθηκε λοιπόν να φτιάξει 1000 οριγκάμι με την ευχή να γιατρευτεί. Οι συμμαθητές της στο σχολείο άρχισαν κι αυτοί να φτιάχνουν οριγκάμι για να ξαναβρει η Sadako την υγειά της. Η μικρή πέθανε πριν ολοκληρωθούν τα 1000 οριγκάμι. Ωστόσο, οι συμμαθητές της συνέχισαν να διπλώνουν χαρτιά, τούτη τη φορά για την ειρήνη.

Έμεινε από τότε συνήθειο σχολειά απ' όλο τον κόσμο να στέλνουν στη Χιροσίμα οριγκάμι εις μνήμην του μικρού κοριτσιού στην επέτειο της ρίψης της βόμβας.






Χάρτινες βαρκούλες.

Το καλοκαίρι του 2007 στη Δανία μέσα σε προσωπικά αδιέξοδα βάλθηκα να φτιάχνω κι εγώ οριγκάμι. Χάρτινες βαρκούλες από πολύχρωμα χαρτιά. Μην ξέροντας τι ευχή να βάλω, μιας και όσο προσδιορίζεις αυτά που επιθυμείς, τόσο μεγαλύτερες οι πιθανότητες να τα αποκτήσεις με τα καλά τους – αλλά και τα αρνητικά τους, είπα μόνο μια λέξη: Ελευθερία. Ύστερα δεν έλεγα πια τίποτα. Έφτιαξα 1000 χάρτινες βαρκούλες κι είναι ακόμη στο σπίτι μου στη Δανία σ' ένα καλάθι λυγαριάς.

Ύστερα ήρθε έτος δίσεχτο. Και τώρα πάει να φύγει, αν και ακούγεται ότι το 2009 θα είναι μάλλον δυσοίωνο.

Και μόλις τώρα, προς το τέλος του ανακάλυψα ότι πραγματική ελευθερία είναι να μην επιθυμείς απολύτως τίποτα. Γιατί όσο ο άνθρωπος επιθυμεί, τόσο περισσότερο εγκλωβίζεται στις πεθυμιές του.

Ευχή για το 2009: Καμία. Για να γεμίσει με φως. Γιατί οι πολλές επιθυμίες είναι πολύχρωμες κι όλα τα χρώματα του κόσμου συνθέτουν το μαύρο. Κι αν υπάρξουν στο διάστημα πολλές μαύρες τρύπες, ο χώρος και ο χρόνος θα εγκλωβιστούν. Και δεν κατέχουν πολλοί την τεχνική να βγαίνουν απ' τις μαύρες τρύπες σε παράλληλα σύμπαντα. Οι πραγματικοί μάγοι είναι λιγοστοί κι οι τσαρλατάνοι αυξάνουν.


© Ελένη Καλλιανέζου, Αθήνα 31 Δεκεμβρίου 2008

buzz it!

Τρίτη 19 Αυγούστου 2008

Ουκ Άνευ

Ωραίος ως Έλληνας, ασυνήθιστος, αντισυμβατικός, οξυδερκής, ευφυής, μέγας θεωρητικός, εφευρετικός, δεινός ρήτορας, θυμικός και παράφορος, ευρύνους, επαναστάτης με και χωρίς αιτία, ασυμβίβαστος, ανικανοποίητος, αντιφατικός, έντονος, ετοιμόλογος, εγωκεντρικός, τρυφερός, διορατικός, χλευαστικός, ακαταπόνητος, ανταγωνιστικός, μαγνητικός, απόμακρος, γοητευτικός, αντιπρότυπο οικογενειάρχη, αιρετικός, ευσεβής και ταυτόχρονα ασεβής, πανέμορφος Άνθρωπος με βαθειές πατημασιές.


26 Ιανουαρίου 1937 - 16 Αυγούστου 2008.


Καλό ταξίδι, Συμεών!


Ave atque vale ad Romam aeternam...





© Ελένη Καλλιανέζου, Αθήνα 19 Αυγούστου 2008


buzz it!

Παρασκευή 8 Αυγούστου 2008

Σ' αγαπώ, γιατί θα πεθάνεις...

Είχανε όλα τ' αδέρφια νοικιάσει ένα σπίτι στην οδό Νεόφρονος στο Παγκράτι. Είχε αυλίτσα, ανέβαινες μια σκάλα, η είσοδος, απέναντι το μπάνιο με μια μπανιέρα παλαιού τύπου με ποδαράκια.

Δυο δωμάτια στα αριστερά, πρώτο το «σαλόνι», δεύτερο το δωμάτιο των κοριτσιών, βαμμένο σ' ένα πρόστυχο ροζ, δεξιά ένα μεγαλύτερο των αγοριών, τοίχοι σε χρώμα γαλάζιο. Τρία κρεβάτια σε σχήμα Π. Αριστερά του θειου μου του Ανδρέα, φοιτητή της Νομικής, μια ζωή τον θυμάμαι να κοιμάται μ' ένα φαρδύ σώβρακο με πουά, στη μέση του Διονύση, στα δεξιά του πατέρα μου.

Η θεια μου η Σπυριδούλα, αξιωματικός νοσοκόμα στο Ναυτικό Νοσοκομείο μ' έπαιρνε κάμποσες φορές τα πρωϊνά μαζί της. Μου φτιάχνανε με χαρτί ένα καπέλο νοσοκόμας και γινόμουν η ατραξιόν στους γιατρούς. Πες μας αυτό. Το έλεγα. Μετά το τάδε τραγούδι. Το τραγουδούσα. Ύστερα σλόγκαν από διαφημίσεις: «Τσιντουράτο Πιρέλλι. Σηκώνει βάρη και δεν κλατάρει.» Ή «Όλη η Ελλάδα αγαπά το λευκό. Αγαπά το ROL».

H θεια μου η Καλλιρρόη έπλενε με ROL, ενώ η γιαγιά μου η Μαρίκα με πράσινο σαπούνι. Το ROL έκανε περισσότερο αφρό και ο αφρός μου άρεσε. Σε τέτοιο σημείο, που κάθε φορά που ταξίδευα με καράβι πήγαινα και καθόμουν στην πρύμνη, έβλεπα τον αφρό απ' τα κύματα και φανταζόμουν ότι κάποιος κάνει μπουγάδα στη θάλασσα με ROL. Αν παραμέσα η θάλασσα είχε κύματα η μητέρα μου έλεγε: «Κύματα – προβατάκια». Τα συνδύαζα. Πίσω απ' το καράβι η μπουγάδα, παραμέσα τα πρόβατα. Καθαρά προβατάκια, γιατί η θάλασσα πλένει με ROL.

Οι γιατροί του Ναυτικού Νοσοκομείου επιδοτούσαν τις παραστάσεις και τις αγορεύσεις μου, πότε με σοκολάτες, πότε με καραμέλες και πότε με χρήμα. Είχα και μια σακούλα και τη γέμιζα φραγκάκια. Όταν ερχόταν και η γιαγιά η Ελένη απ' το Μεσολόγγι, η σακούλα πέρα απ' τα κέρματα που κέρδιζα απ' τις «παραστάσεις» μου, γέμιζε και με κατοστάρικα και πενηντάρικα. Ήμουν ζάπλουτη, αλλά γιαλαντζή ζάπλουτη, αφού, άμα τη επιστροφή στη μαμά τα λεφτά έπρεπε να μπουν σε κουμπαράδες, για να αποταμιευτούν, για να μην τα αγγίξω ποτέ, διότι έπρεπε να μάθω τα οφέλη της αποταμίευσης, και δώστου «φασούλι το φασούλι γεμίζεις το σακούλι» και μπλα, μπλα, μπλα και δεν υπήρχε καν τηλεόραση να μάθω από τότε την ατάκα του Αυλωνίτη ότι «φασούλι το φασούλι δε φτιάχνεις περιουσία, αλλά φασολάδα».

Όμως αίσθημα ιδιοκτησίας στη σακούλα με τα φραγκάκια είχα. Ο θειος μου ο Αντρέας το βράδυ γκρίνιαζε στη μάνα του:

-Δώσε κανένα φράγκο, θα βγω με τη Γιούλα.

Αρχίζανε:

-Η έτσι, η μπήξε, η δείξε. Που αντί να κάθεσαι να διαβάσεις να περάσεις κανένα μάθημα πας με την καθεμιά τάδε και αλλιώς. Και μάσα – ξάπλα – τεμπελιά, ρεμπεσκέ.

Καταλήγανε σε καυγά.

-Η Γιούλα δεν είναι πουτάνα. Είναι καλό κορίτσι.

-Να πας στο καλό κορίτσι τότε, να δούμε τα χαΐρια σου, ρε.

Ερχόταν ο πατέρας μου απ' τη δουλειά.

-Σοβαρευτείτε, ρε! Κοτζάμ γαϊδούρια! Αξιοπρέπεια δεν έχετε; Τι να πω πια;

-Τις είδαμε και τις δικές σου προκοπές! Που πήγες και παντρεύτηκες τη μάνα σου, να σ' έχει κάθε βδομάδα στα δικαστήρια και να παθαίνεις έλκος και να σε τρέχουμε στα νοσοκομεία!

Μετά θυμόντουσαν το παιδί.

-Σσσστ, ακούει.

Το σκηνικό άλλαζε.

Ο θειος μου ο Αντρέας ερχόταν προς το μέρος μου.

-Δε μου λες; Αν σου δώσω ένα ταληράκι, θα μου δώσεις το πενηντάρικο; Κοίτα! Το πενηντάρικο είναι χάρτινο. Σκίζεται.

'Εσκιζε ένα χαρτί, για να μου το αποδείξει.

Συνέχιζε.

-Ενώ το ταληράκι είναι μεταλλικό. Παθαίνει τίποτα; Όχι. Το ρίχνεις κάτω. Σπάει; Όχι. Έλα, ρε Λενάκι!

-Πριτς! Αφού το πενηντάρικο είναι πιο πολλά λεφτά απ' το τάληρο. Δώσε κατοστάρικο.

-Τι περιμέναμε από σένα; Παιδί του πατέρα σου! Σε λίγο θα μας λες και να σοβαρευτούμε!

-Ο μπαμπάς μου έχει δίκιο! Να σοβαρευτείτε. Κι εσύ να διαβάζεις να περάσεις κανένα μάθημα!

Καμάρι οι υπόλοιποι.


Κυριακές μεσημέρι μ' ένα ραδιόφωνο να παίζει ποδόσφαιρο. Η Παναθηναϊκάρα. Μου αγοράζει κι ο πατέρας μου μια φανέλλα με το Δομάζο και το 10.

-Τι ομάδα είσαι;

-Παναθηναϊκός.

Το ρεπερτόριο πλουτίστηκε με σλόγκαν εποχής: «Ολυμπιακοί – Κουρέλες». Μέχρι εκεί. Γιατί ένα τρίχρονο δεν μπορεί να μυηθεί και στο τι κάνουν οι μανάδες και οι αδερφές των Ολυμπιακών στο λιμάνι και στο Πασαλιμάνι. Δική τους δουλειά και θέμα αυστηρώς προσωπικό.

Μέχρι να τελειώσει ο αγώνας, ο πατέρας μου με μια τράπουλα στο χέρι έκανε μαγικά. Εξαφάνιζε τραπουλόχαρτα.

-Πωπώ! Μπαμπά είσαι μάγος!

Μετά «κατάπινε» μαχαίρια.

-Μηηη!

Από καιρού εις καιρόν, ο πατέρας μου αναστέναζε:

-Ωχ, θα πεθάνω μια μέρα...

Μ' ενοχλούσε η φράση, τσαντιζόμουν.

-Λενάκι, τον αγαπάς το μπαμπά σου;

-Πολύ.

-Γιατί; Ρωτούσε τότε ο μπαμπάς μου.

-Θα στο πω στ' αυτί να μην τ' ακούσουν οι άλλοι.

Έσκυβε.

Το ψιθύριζα πολύ σιγά, δεν ακουγόταν τίποτα.

-Δεν ακούω τίποτα. Πιο δυνατά. Γιατί μ' αγαπάς;

-Σ' αγαπώ, γιατί θα πεθάνεις.

-Γι' αυτό μ' αγαπάς; Γιατί θα πεθάνω;

Αναπηδούσε απ' τη θέση του κι οι άλλοι σοκάρονταν. Δεν καταλάβαιναν. Ούτε κι εγώ όμως καταλάβαινα. Ούτε και τώρα καταλαβαίνω.




© Ελένη Καλλιανέζου, Αθήνα 8 Αυγούστου 2008

buzz it!

Τρίτη 29 Ιουλίου 2008

ΕΠΕΙΓΟΝ ΜΗΝΥΜΑ

Σοβαροί οικογενειακοί λόγοι με υποχρεώνουν να ταξιδέψω αύριο για Ελλάδα και για χρονικό διάστημα που δε δύναμαι να προσδιορίσω. Πρόσβαση σε υπολογιστή θα είναι από δύσκολη έως αδύνατη.
Ευχαριστώ θερμά τους πάντες που συμμετέχετε στο σχολιασμό των αναρτήσεων, προσθέτοντας ο καθένας τη δική του πινελιά, ώστε κάθε ανάρτηση να μην παραμένει στην ανάρτηση, αλλά να την υπερβαίνει στα σχόλια και (μέσα στις όλες μου ιδιοτροπίες), όπου κάλλιστα μπορούμε να συνεχίσουμε κουβέντα επί σοβαρού ή να παίξουμε, ακόμη και στις παλιές αναρτήσεις, χωρίς να χρειαστεί να ανατυπωθούν, αναθεωρώντας όπου χρειάζεται. Και μέσα απ' το παιχνιδίζειν μπορούμε να καταλήξουμε σε κάτι βαθύ. Η σοβαροφάνεια είναι μόνο για τους "δήθεν". Ο πραγματικά σοβαρός έχει και χιούμορ και γνωρίζει και να διασκεδάζει τα δεινά του.
Όσοι έχετε διαβάσει όλο μου το ιστολόγιο και όλα τα σχόλια, ίσως θα έχετε αντιληφθεί ότι το πρόσωπο που βρίσκεται πίσω απ' το ψευδώνυμο Αστερόεσσα έχει παραπάνω της μιας πτυχής.
Γελάει, θυμώνει, κλαίει, σαρκάζει, παίζει, σκέφτεται, φτιάχνει παραμυθάκια και ιστοριούλες με το τίποτα, γράφει σα μανιακή, αμφιβάλλει, είναι γεροπαράξενη και φαντασιόπληκτη, είναι ανικανοποίητη, είναι τελειοθήρας, αλλά παραμένει μια αδιόρθωτη ρομαντική ξεροκέφαλη που πιστεύει ακόμη στις νεράιδες και στα πλασματάκια που μπορούν να ζουν μέσα σ' ένα κουκούτσι βερυκοκιάς και στην ομορφιά που ο καθένας κρύβει μέσα του - ακόμη και σε σπαργώσα κατάσταση, αρνούμενη πεισματικά να δεχθεί νόρμες, κλισέ και δόγματα και πολεμώντας με το δικό της τρόπο την ασχήμεια.

Με την αγάπη μου σε όλους που εμφανίζονται σχολιάζοντας και σ' αυτούς που δεν εμφανίζονται και απλώς διαβάζουν.

Ελένη Καλλιανέζου

Η παρούσα ανάρτηση θα σβηστεί από το ιστολόγιό μου, άμα τη επιστροφή μου σε ομαλές συνθήκες.

(Πιθανόν και να μην τη σβήσω τελικά, μόνο και μόνο επειδή... μου το είπε ο b|a|s|n\i/a)

Υ.Γ. O εν λεοντή θηρίου primitif αποικιακός κι εδώδιμος σπηλαιάνθρωπος μου επεσήμανε στα σχόλια ότι ξέχασα να αναφέρω μέσα στις πτυχές μου και ότι το ξύνω. Δε μας διευκρίνησε βεβαίως τι, οπότε και συμπληρώνω: Ξύνω το κεφάλι μου, να κατεβάσω ιδέες. Βοηθάει.

buzz it!

Τρίτη 17 Ιουνίου 2008

Memorabilia

Θυμάσαι τότε που γυρνάγαμε απ’ το σχολείο, έξω απ’ το στοιχειωμένο σπίτι με τις τσουκνίδες, που όποιος άγγιζε τον αυλότοιχό του θα πέθαινε και πήγα και τον άγγιξα, να δω αν πιάνει η κατάρα;

Θυμάσαι το σπίρτο που σου πλησίαζαν στο πρόσωπο, όντας βρέφος, να σβήσεις τη φλόγα;

Θυμάσαι εκείνο το στενό δρομάκι με τις πλήθρες στην Κύθνο, την Παναγιά την Κανάλα, (δε μου άρεσε το «Κανάλα», θα προτιμούσα το Παναγιά η Θαλασσινή).

Θυμάσαι στην Ικαρία την κοιλάδα του Να, που εσείς ανεβήκατε ψηλά σκαρφαλώνοντας στα βράχια κι έμεινα εγώ πίσω μοναχή μου, βέβαιη πως με λίγη αυτοσυγκέντρωση θα μιλούσα στα αερικά; Έπιασε το κόλπο, άκουσα τα θροΐσματα, άκουσα και κουδουνίσματα και γέλια και σας το ‘πα, αλλά εσείς γελάσατε. Θυμάσαι;

Θυμάσαι τότε που αποφάσισα ένα ολόκληρο καλοκαίρι να μη φάω τροφή μαγειρεμένη κι έτρωγα μόνο φρούτα, μέλι και γιαούρτι κι ανέβαινα σε μια καρέκλα στο γραφείο κι έκανα ασκήσεις πτήσης; Κι αυτό το μαγικό έπιασε. Κάθε φορά που το πόδι μου άγγιζε το πάτωμα ο χρόνος διαστελλόταν, η κίνηση γινόταν slow motion, στ’ αλήθεια πετούσα.

Θυμάσαι το κηπάκι με τις γαρδένιες και τα λόγια της γριάς «Οι γαρδένιες είναι φυτό ερωτιάρικο. Ποτέ μην έχεις μια γλάστρα, πάντα δυο, όλες σε ζευγάρια, αλλιώς μαραίνονται»;

Θυμάσαι το κρασί που ήπιαμε στην παραλία σε κολωνάτα ποτήρια κι η θάλασσα τρεμούλιαζε και τα κορμιά μας τρεμούλιαζαν και το φεγγάρι τρεμούλιαζε κι έφευγε διακριτικά και χανόταν πέρα απ’ τα βουνά για να μας αφήσει να σμίξουμε;

Θυμάσαι τη σκονισμένη λυγαριά, τα «χαίρε» και τα «όχι», τα νερά, τις πλατωσιές του ορίζοντα, τα μαγικά σουσάμια, τους κλέφτες τις νύχτας, που όλα τ’ άλεσα στο μεγάλο μου γουδί, μυκτηρισμούς κι απόηχους του Γκρίζου και του Τότε;

Θυμάσαι εκείνο το ταψί με τα γεμιστά που έφτιαξα στο ξενοδοχείο και το κουβαλούσα στο λιμάνι σκεπασμένο μ’ εφημερίδες για να το μοιραστούμε με την παρέα στο καφενείο;

Θυμάσαι που περπατούσα μονάχη μου με το φλάουτο στο σακίδιο στα δάση στον Ταΰγετο, για να παίξω χωρίς να μ’ ακούει κανείς στις όχθες του Κνακύωνα;

Θυμάσαι εκείνο τον αδέσποτο σκύλο, το Mr Brown, που τον βάλαμε μέσα στο αυτοκίνητο να μας κάνει παρέα σ’ εκείνη την ταβέρνα που είχε δεμένες δίπλα της σχεδίες και πλατσουρίζαμε στα νερά για να ανεβούμε στη σχεδία να τρώμε και να λικνιζόμαστε με το κύμα και φοβόταν ο σκύλος και γάβγιζε; Φουκαρά, Mr Brown, σε φόλιασαν μπαμπέσικα...

Θυμάσαι στη Σίφνο τον Αράπη, το Σκύλο, το Μαύρο, τον Ταμ – Ταμ, ταμ, ταμ, ταμ, κι η βρόχα έπεφτε στρέιτ θρου;

Θυμάσαι εκείνον τον Αλβανό στην ανασκαφή, που φοβόταν το μιλλένιουμ κι έλεγε ότι το 2000 οι άνθρωποι θα γεννιούνται Κοντορεβυθούληδες και θα περπατάνε κάτω απ’ τις μαργαρίτες; «Εσύ, ντεν είσαι γκυναίκα», έλεγε. «Γκυναίκα, μέσα στο σπίτι, μαγκειρεύει, πλένει, σιντερώνει, ντεν είναι έξω στις λάσπες, ντεν σκάβει, ντεν πίνει, ντεν καπνίζει, κάνει παιντιά, εσύ είσαι άντρας» κι εγώ γελούσα;

Θυμάσαι εκείνο το καφενεδάκι στη Βαυαρία με τις μπύρες που συναντιόμαστε; «Πίνω για να κάνω το μυαλό μου να σωπάσει, σου έλεγα, γιατί οι εικόνες με κατακλύζουν, οι ήχοι μου τριβελίζουν το μυαλό, πατ - πατ - πατ, όλο φτιάχνω ιστορίες, κουράστηκα, θέλω λίγο να ησυχάσω, να δω πώς είναι να είναι κανείς ‘φυσιολογικός’».

Θυμάσαι εκείνη τη μυρωδιά από τζάκι σ’ εκείνο το χωριουδάκι στον Παντοκράτορα στην Κέρκυρα; Το κρασί και το τραγούδι στο Κανόνι, που σταματούσε η ορχήστρα για να τραγουδήσω a capella:

Σύρτε μάτια, σύρτε φρύδια, σύρτε στο καλό
της αγάπης μου να πείτε πως παντρεύτηκα.
Πήρα μάγισσα γυναίκα, μάγισσας παιδί,
που μαγεύει τα πουλάκια και δεν κελαηδούν,
που μαγεύει τα ποτάμια και δεν τρέχουνε,
που με μάγεψε κι εμένα και δεν έρχουμαι. [1]

Ε, ακόμη υπό την επιρροή εκείνου του μαγέματος τελώ. Να, γιατί δεν έρχομαι.

_________

[1] Παραδοσιακό τραγούδι της Θράκης.

© Ελένη Καλλιανέζου, Vejen, 17 Ιουνίου 2008

buzz it!