Είχανε όλα τ' αδέρφια νοικιάσει ένα σπίτι στην οδό Νεόφρονος στο Παγκράτι. Είχε αυλίτσα, ανέβαινες μια σκάλα, η είσοδος, απέναντι το μπάνιο με μια μπανιέρα παλαιού τύπου με ποδαράκια.
Δυο δωμάτια στα αριστερά, πρώτο το «σαλόνι», δεύτερο το δωμάτιο των κοριτσιών, βαμμένο σ' ένα πρόστυχο ροζ, δεξιά ένα μεγαλύτερο των αγοριών, τοίχοι σε χρώμα γαλάζιο. Τρία κρεβάτια σε σχήμα Π. Αριστερά του θειου μου του Ανδρέα, φοιτητή της Νομικής, μια ζωή τον θυμάμαι να κοιμάται μ' ένα φαρδύ σώβρακο με πουά, στη μέση του Διονύση, στα δεξιά του πατέρα μου.
Η θεια μου η Σπυριδούλα, αξιωματικός νοσοκόμα στο Ναυτικό Νοσοκομείο μ' έπαιρνε κάμποσες φορές τα πρωϊνά μαζί της. Μου φτιάχνανε με χαρτί ένα καπέλο νοσοκόμας και γινόμουν η ατραξιόν στους γιατρούς. Πες μας αυτό. Το έλεγα. Μετά το τάδε τραγούδι. Το τραγουδούσα. Ύστερα σλόγκαν από διαφημίσεις: «Τσιντουράτο Πιρέλλι. Σηκώνει βάρη και δεν κλατάρει.» Ή «Όλη η Ελλάδα αγαπά το λευκό. Αγαπά το ROL».
H θεια μου η Καλλιρρόη έπλενε με ROL, ενώ η γιαγιά μου η Μαρίκα με πράσινο σαπούνι. Το ROL έκανε περισσότερο αφρό και ο αφρός μου άρεσε. Σε τέτοιο σημείο, που κάθε φορά που ταξίδευα με καράβι πήγαινα και καθόμουν στην πρύμνη, έβλεπα τον αφρό απ' τα κύματα και φανταζόμουν ότι κάποιος κάνει μπουγάδα στη θάλασσα με ROL. Αν παραμέσα η θάλασσα είχε κύματα η μητέρα μου έλεγε: «Κύματα – προβατάκια». Τα συνδύαζα. Πίσω απ' το καράβι η μπουγάδα, παραμέσα τα πρόβατα. Καθαρά προβατάκια, γιατί η θάλασσα πλένει με ROL.
Οι γιατροί του Ναυτικού Νοσοκομείου επιδοτούσαν τις παραστάσεις και τις αγορεύσεις μου, πότε με σοκολάτες, πότε με καραμέλες και πότε με χρήμα. Είχα και μια σακούλα και τη γέμιζα φραγκάκια. Όταν ερχόταν και η γιαγιά η Ελένη απ' το Μεσολόγγι, η σακούλα πέρα απ' τα κέρματα που κέρδιζα απ' τις «παραστάσεις» μου, γέμιζε και με κατοστάρικα και πενηντάρικα. Ήμουν ζάπλουτη, αλλά γιαλαντζή ζάπλουτη, αφού, άμα τη επιστροφή στη μαμά τα λεφτά έπρεπε να μπουν σε κουμπαράδες, για να αποταμιευτούν, για να μην τα αγγίξω ποτέ, διότι έπρεπε να μάθω τα οφέλη της αποταμίευσης, και δώστου «φασούλι το φασούλι γεμίζεις το σακούλι» και μπλα, μπλα, μπλα και δεν υπήρχε καν τηλεόραση να μάθω από τότε την ατάκα του Αυλωνίτη ότι «φασούλι το φασούλι δε φτιάχνεις περιουσία, αλλά φασολάδα».
Όμως αίσθημα ιδιοκτησίας στη σακούλα με τα φραγκάκια είχα. Ο θειος μου ο Αντρέας το βράδυ γκρίνιαζε στη μάνα του:
-Δώσε κανένα φράγκο, θα βγω με τη Γιούλα.
Αρχίζανε:
-Η έτσι, η μπήξε, η δείξε. Που αντί να κάθεσαι να διαβάσεις να περάσεις κανένα μάθημα πας με την καθεμιά τάδε και αλλιώς. Και μάσα – ξάπλα – τεμπελιά, ρεμπεσκέ.
Καταλήγανε σε καυγά.
-Η Γιούλα δεν είναι πουτάνα. Είναι καλό κορίτσι.
-Να πας στο καλό κορίτσι τότε, να δούμε τα χαΐρια σου, ρε.
Ερχόταν ο πατέρας μου απ' τη δουλειά.
-Σοβαρευτείτε, ρε! Κοτζάμ γαϊδούρια! Αξιοπρέπεια δεν έχετε; Τι να πω πια;
-Τις είδαμε και τις δικές σου προκοπές! Που πήγες και παντρεύτηκες τη μάνα σου, να σ' έχει κάθε βδομάδα στα δικαστήρια και να παθαίνεις έλκος και να σε τρέχουμε στα νοσοκομεία!
Μετά θυμόντουσαν το παιδί.
-Σσσστ, ακούει.
Το σκηνικό άλλαζε.
Ο θειος μου ο Αντρέας ερχόταν προς το μέρος μου.
-Δε μου λες; Αν σου δώσω ένα ταληράκι, θα μου δώσεις το πενηντάρικο; Κοίτα! Το πενηντάρικο είναι χάρτινο. Σκίζεται.
'Εσκιζε ένα χαρτί, για να μου το αποδείξει.
Συνέχιζε.
-Ενώ το ταληράκι είναι μεταλλικό. Παθαίνει τίποτα; Όχι. Το ρίχνεις κάτω. Σπάει; Όχι. Έλα, ρε Λενάκι!
-Πριτς! Αφού το πενηντάρικο είναι πιο πολλά λεφτά απ' το τάληρο. Δώσε κατοστάρικο.
-Τι περιμέναμε από σένα; Παιδί του πατέρα σου! Σε λίγο θα μας λες και να σοβαρευτούμε!
-Ο μπαμπάς μου έχει δίκιο! Να σοβαρευτείτε. Κι εσύ να διαβάζεις να περάσεις κανένα μάθημα!
Καμάρι οι υπόλοιποι.
Κυριακές μεσημέρι μ' ένα ραδιόφωνο να παίζει ποδόσφαιρο. Η Παναθηναϊκάρα. Μου αγοράζει κι ο πατέρας μου μια φανέλλα με το Δομάζο και το 10.
-Τι ομάδα είσαι;
-Παναθηναϊκός.
Το ρεπερτόριο πλουτίστηκε με σλόγκαν εποχής: «Ολυμπιακοί – Κουρέλες». Μέχρι εκεί. Γιατί ένα τρίχρονο δεν μπορεί να μυηθεί και στο τι κάνουν οι μανάδες και οι αδερφές των Ολυμπιακών στο λιμάνι και στο Πασαλιμάνι. Δική τους δουλειά και θέμα αυστηρώς προσωπικό.
Μέχρι να τελειώσει ο αγώνας, ο πατέρας μου με μια τράπουλα στο χέρι έκανε μαγικά. Εξαφάνιζε τραπουλόχαρτα.
-Πωπώ! Μπαμπά είσαι μάγος!
Μετά «κατάπινε» μαχαίρια.
-Μηηη!
Από καιρού εις καιρόν, ο πατέρας μου αναστέναζε:
-Ωχ, θα πεθάνω μια μέρα...
Μ' ενοχλούσε η φράση, τσαντιζόμουν.
-Λενάκι, τον αγαπάς το μπαμπά σου;
-Πολύ.
-Γιατί; Ρωτούσε τότε ο μπαμπάς μου.
-Θα στο πω στ' αυτί να μην τ' ακούσουν οι άλλοι.
Έσκυβε.
Το ψιθύριζα πολύ σιγά, δεν ακουγόταν τίποτα.
-Δεν ακούω τίποτα. Πιο δυνατά. Γιατί μ' αγαπάς;
-Σ' αγαπώ, γιατί θα πεθάνεις.
-Γι' αυτό μ' αγαπάς; Γιατί θα πεθάνω;
Αναπηδούσε απ' τη θέση του κι οι άλλοι σοκάρονταν. Δεν καταλάβαιναν. Ούτε κι εγώ όμως καταλάβαινα. Ούτε και τώρα καταλαβαίνω.
© Ελένη Καλλιανέζου, Αθήνα 8 Αυγούστου 2008