Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μνήμες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μνήμες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 14 Μαΐου 2017

Μάνα στο Πατάρι

-"Θα μου δώσεις αυτή την καρφίτσα;"

Της την έδινα. 

-"Όταν δίνουμε μια καρφίτσα, δεν την κρατάμε από το κεφάλι, αλλά από τη μύτη, γιατί ο άλλος μπορεί να αγκυλωθεί!"

Της την ξανάδινα κρατώντας την απ' τη μύτη. Με τσιμπούσε, έτρεχε αίμα, έβαζα τα κλάματα. Δίπλα της είχε ένα μαγνητόφωνο NIVICO και μαγνητοφωνούσε το κλάμα μου, για να μείνει ενθύμιο. Είχα πολύ κακόηχο κλάμα.

Θυμάμαι άλλες φορές να ουρλιάζει για κάποιο ασήμαντο παιδικό παράπτωμα, το οποίο διανθιζόταν από τις Γραφές "Ευχαί γονέων στηρίζουσι τέκνα, κατάρα δε μητρός εκριζοί θεμέλια οίκων" και την επωδό "την κατάρα μου να 'χεις!" ή τις δεκάδες φορές που την  άκουσα να μου λέει να μη σώσω ή να φτύσω αίμα.

Ή -άλλες φορές στις δύο τα ξημερώματα να κάνει έφοδο στα συρτάρια μου, να πετάει ρούχα και βιβλία στο πάτωμα και να βάζει υστερικές φωνές "Δεν είναι τακτοποιημένα! Σήκω τώρα αμέσως και φτιάξτα!" Και σηκωνόμουν. Και τα τακτοποιούσα. Και μετά τα ξαναπετούσε κάτω, γιατί πάλι δεν ήταν όπως έπρεπε. 





Η νονά μου. Αδερφή της μάνας μου (τον περισσότερο καιρό ήταν τσακωμένες). Όταν η μάνα μου το πρατράβαγε, μ' έπαιρνε από κοντά. "Το νου σου, τα μάτια σου δεκατέσσερα, μη γίνεις σαν τη μάνα σου! Τη βλέπεις. Δεν είναι σωστά πράματα αυτά"




Θυμάμαι τότε, που, για το ατενσιοχοριλίκι της έγραφε στο Πρωτάτο του Αγίου Όρους επιστολές ότι είναι μια δυστυχισμένη μάνα, που την εγκατέλειψε ο σύζυγός της και η κόρη της πήρε το δρόμο της αμαρτίας, έβγαινε και στο ραδιοφωνικό σταθμό της Πειραϊκής εκκλησίας και τα 'λεγε χωρίς αιδώ, γιατί έπρεπε να πλάσει το μύθο της αγίας. Οι Άγιοι Πατέρες της υποσχέθηκαν ότι θα κάνουν γέφυρα προσευχής να φωτίσει ο Θεός τη δύστυχη Ελένη να βρει το δρόμο του Θεού. Την επισκέπτονταν και διάφορες θεούσες. Δεν έλεγε ποτέ "Από εδώ η κόρη μου". Έλεγε "από εδώ η κ. Καλλιανέζου". Μια και δεν είχαμε το ίδιο επίθετο, με περνούσαν κι εμένα ως αδερφή του ελέους που συνδράμει μια ατυχήσασα, που την εγκατέλειψαν όλοι, ακόμη κι η κόρη της. Δεν έμπαινα στον κόπο να τους διαλύσω το μύθο. Είδα στην κηδεία της αργότερα άλλες θεούσες, που δεν είχα ξαναδεί, να ορμούν επάνω μου και να μου λένε "Εσύ την πέθανες!". 

Ήταν τυχερή, γιατί κατάφερα ν' αγαπήσω την εικόνα της μέσα από παλιές φωτογραφίες, τα ποιήματά της, την ερωτική αλληλογραφία της. Μια εικόνα που δεν κατάφερε ποτέ να τη βγάλει σ' εμένα. Ήταν τυχερή γιατί στους γέροντες και τους ανήμπορους φέρομαι τρυφερά.  Ήταν τυχερή γιατί την είδα σα γυναίκα και σαν άνθρωπο. Κάποια στιγμή συγκινήθηκα, όταν μια φίλη της μου εκμυστηρεύτηκε ότι της είπε "Δεν ήμουν καλή μάνα. Της φέρθηκα απίστευτα σκληρά". Εκεί επάνω λύγισα. Δεν ξέρω αν τη συγχώρησα, κι ας έχει πια πάνω από 20 χρόνια πεθαμένη. Πάντως καλά είναι εκεί που βρίσκεται. Χρόνια μετά την είδα στον ύπνο μου να έρχεται απ' το νεκροταφείο, να ψάχνει με τη μαγκούρα της κάποιους μπόγους με πράγματα που ετοιμαζόμουν να πετάξω και να με ελέγχει "Αυτό γιατί το πετάς; Το άλλο γιατί το πετάς;" κι ύστερα να ανακοινώνει "Δε μου αρέσει το νεκροταφείο! Είναι στενόχωρα εκεί πέρα. Αποφάσισα να έρθω να μείνω εδώ, μαζί σου. Να, θα κοιμάμαι εδωνά, στο πατάρι".





© Ελένη Καλλιανέζου, Toftlund, Κυριακή 14 Μαΐου 2017

buzz it!

Πέμπτη 27 Απριλίου 2017

Almost Total Recall

Όταν διάβασα την περίπτωση της Rebecca Sharrock, άρχισα να σκέφτομαι πως κάπου στον κόσμο έχω μια αδερφή ψυχή και πως το HSAP δεν πρέπει να είναι τόσο σπάνιο. Αντίθετα, η μέχρι τώρα κρατούσα άποψη των ψυχιάτρων, ότι δεν είναι δυνατόν να ανακαλέσεις μνήμες κάτω από τα τέσσερά σου, με πίεζε αφόρητα, γιατί με ήθελε περισσότερο ούφο απ' όσο είμαι.

Δε γνωρίζω αν πάσχω από υπερθυμησία, η μνήμη μου είναι επιλεκτική, όμως πάει πολύ μακριά· σίγουρα η παπαγαλία μου είναι μαρτύριο, ένα πρόχειρο γκούγκλισμα σου βγάζει κι άλλα, κι αν δώσω ιστορικό σ' έναν καλό κι όχι σκιντζή ψυχίατρο, ίσως βρει και κάποια γενετική μου ανωμαλία κληρονομική, μιας κι ο ετεροθαλής αδερφός μου έχει σύνδρομο Asperger.

Πάντως, οι μνήμες που έχω δεν είναι εμφυτευμένες, δεν είναι θέμα κατοπινών συζητήσεων, αφού δεν μπορούν όλες τους να κριθούν "τραυματικές",  πολλές είναι φωτογραφικές και αδιάφορες.

Όπως για παράδειγμα, τότε που με είχε πάρει ο πατέρας μου  -νοίκιαζε με τ' αδέρφια του όσο ήταν σε διάσταση με τη μάνα μου ένα σπίτι στην οδό Νεόφρονος στο Παγκράτι. Το σπίτι είχε μια σκάλα, που οδηγούσε στην υπερυψωμένη είσοδο, η οποία χωριζόταν από το κυρίως χωλ κι έκλεινε με δεύτερη πόρτα. Δεξιά ήταν το μπάνιο, είχαν μέσα κι ένα κλουβί με καναρίνι και μπανιέρα με ποδαράκια. Ήμουν μόνη με το μικρό αδερφό του πατέρα μου, το θείο Αντρέα, που ήταν φοιτητής της Νομικής, οι θειάδες μου έλειπαν. Εκείνος διάβαζε καθιστός σ' ένα ντιβάνι και περίμενε τηλέφωνο απ' τη Γιούλα, τη λεγάμενη, την επονομαζομένη από τις γεροντοκόρες αδερφές και πουτάνα. Περπατούσα και μιλούσα, αλλά δε χρησιμοποιούσα ακόμη γκιογκιό.  Τα είχα κάνει στο βρακί μου και πάω και του λέω:

-Έκανα κακά, θα με αλλάξεις;

-Πουφ, φύγε από 'δω, βρωμάς, μου λέει.

Περίμενα τον μπαμπά μου, είχα σχεδόν συγκαεί.

-Καλά, ρε δεν μπορούσες ν' αλλάξεις το παιδί τόση ώρα χεσμένο; Του λέει ο πατέρας μου.

-Δικό σου παιδί είναι, όχι δικό μου, του απαντάει αυτός.

Ο πατέρας μου με παίρνει, με χώνει στην μπανιέρα με τα ποδαράκια, μου βγάζει το νάιλον βρακί που συγκρατεί τις πάνες από ύφασμα και με πλένει με την μπαταρία. Με αλλάζει και μου βάζει και προδέρμ, που μυρίζει ωραία.
..........

Θυμάμαι και το άλλο σπίτι που νοίκιαζαν πιο πριν, πάνω απ' το ζαχαροπλαστείο Το Λυχνάρι. Τη διαρρύθμιση του σπιτιού δεν την καλοθυμάμαι, θυμάμαι όμως ότι έπινε ο πατέρας μου φραπέ στο ζαχαροπλαστείο και μου 'δωσε να δοκιμάσω με το καλαμάκι. Μια φορά έβαφαν οι θειάδες μου τα νύχια τους κόκκινα. 

-Θα μου τα βάψεις κι εμένα; ρωτώ τη θεία μου την Μπέμπα.

Μου τα 'βαψε τσάτρα πάτρα κι ήμουν πολύ χαρούμενη. Όταν με επέστρεψαν στη μάνα μου, εκείνη θύμωσε και μου τα ξέβαψε με ασετόν αμέσως. Νόμιζα ότι έκανα κάτι κακό.

....

Θυμάμαι τον πατέρα μου να τηλεφωνεί να με πάρει και τη μάνα μου να του κάνει γυμνάσια. "Δεν μπορείς να πάρεις το παιδί, έχει 41 πυρετό!" Ήμουν μια χαρά κι έπαιζα κι άκουγα και κατάλαβα με ποιον μιλούσε, όπως καταλάβαινα πάντα κι όταν μιλούσαν συνθηματικά για το λεγάμενο, για να μην καταλάβω. Στη λέξη λεγάμενος έστηνα περισσότερο αυτί.

Μια άλλη φορά πάλι είχαν δώσει ραντεβού να της δώσει διατροφή, θα περνούσε απ' το σπίτι.  Ακούω στην πόρτα τον πατέρα μου, αδημονώ. Τρέχω στο χωλ ξωπίσω της, με σπρώχνει βίαια και κλειδώνει πίσω της την πόρτα κι άρχισα να κλαίω γοερά.

....


Θυμάμαι ένα χειμωνιάτικο απόγευμα να ξυπνώ από την υποχρεωτική μεσημεριανή σιέστα -αλλιώς σ' έπαιρνε ο Μεσημεράς- μονάχη μου στο σπίτι. Η γιαγιά μου κι η μάνα μου ήταν δίπλα στης νονάς μου για καφέ. Εγώ δεν μπορούσα να σκαρφαλώσω ακόμη τα κάγκελα του κρεβατιού κι αισθάνομαι πως είμαι μόνη, παρατημένη. Κλαίω.

Θυμάμαι πώς με σήκωναν απ' το κρεβάτι το απόγευμα και με τύλιγαν σε μια κουβέρτα το χειμώνα με μερικά παιχνίδια τριγύρω μου και βιβλία που χάζευα τις εικόνες τους.  Κάποιες με τρόμαζαν, ήταν από κακές μάγισσες, αλλά παραδόξως έμοιαζαν στη γιαγιά μου τη Μαρίκα που την αγαπούσα.


Θυμάμαι πώς με τύλιγε η μάνα μου με κουβέρτες στο κρεβάτι μου με τα κάγκελα, και πώς καρφίτσωνε με παραμάνες ασφαλείας τις κουβέρτες στο στρώμα, για να μην ξεσκεπαστώ, θυμάμαι πώς ίδρωνα απ' το βάρος, η τελευταία ήταν και στρατιωτική χακί κι αγκύλωνε· θυμάμαι τη μυρωδιά της καμφοράς, όταν κρυολογούσα, που με ζάλιζε.

Θυμάμαι μια φορά, που πήρα κουτρουβάλα την πίσω σκάλα της κουζίνας. Κάτω της ήταν έναν ποδόμακτρο από αλουμίνιο για να παίρνει τις λάσπες. Θυμάμαι πώς έσκισα τα γόνατά μου, θυμάμαι πόσο έτσουζε το ιώδιο.

...


Θυμάμαι γιατί κρατούσα μούτρα στο νονό μου στη βάφτισή μου και δεν τον ήθελα. Νονός μου ήταν ο πρώτος μου ξάδερφος, γιος της αδερφής της μάνας μου, 14 χρονών τότε. Ήταν γιατί μ' έπαιρνε αγκαλιά και με πετούσε στον αέρα, μ' έπαιζε βίαια κι εγώ φοβόμουν. Ήμουν 13 μηνών, όταν με βάφτισαν.

Θυμάμαι τη βάφτισή μου. Πόσο με τρομοκρατούσε η θέα του αχνιστού νερού κι έβαλα τα κλάματα από πριν, γιατί η μάνα μου στο μπάνιο πάντα με ζεματούσε. Θυμάμαι πως ήθελα να σβήσω τα κεριά της κολυμπήθρας. Όταν άναβαν τσιγάρο, μου έτειναν πάντα το σπίρτο κι εγώ το έσβηνα.  Μ' άρεσε να σβήνω φλόγες.

...

Θυμάμαι πώς με βάζανε να λέω ποίηματα, ατάκες από διαφημίσεις ή να τραγουδώ και μου 'διναν χαρτζιλίκι, καραμέλες, σοκολάτες.

Θυμάμαι πόσο μου άρεσε να περπατώ με μεγάλους στο πεζοδρόμιο δίπλα σε μάντρες. Ήθελα να με ανεβάζουν στο πεζούλι κι εγώ να περπατώ παράλληλα, να είμαι πιο ψηλή απ' αυτούς.

...

Θυμάμαι πόσο ντροπαλή ήμουν, πώς κρυβόμουν πίσω απ' του μπαμπά μου τα παντελόνια και πόσο γαλιάντρα γινόμουν, όταν μου έδιναν θάρρος.



Θυμάμαι τη γλώσσα των αδερφών και των αδερφάδων του πατέρα μου, όταν κατέβαζαν Χριστοπαναγίες, ιδίως για τη μάνα μου. Καταλάβαινα ότι κάπου υπάρχει κάτι κακό και παπαγάλιζα αυτολογοκρινόμενη στο μέρος που μου φαινόταν ύποπτο. Δεν έβρισκα τίποτα κακό να πω "την Παναγία σου", "το Χριστό σου", η κακιά λέξη ήταν εκτός κι εγώ φώναζα το Χριστούλη και την Παναγίτσα.  Η μάνα μου όμως καταλάβαινε.

-Ποιος τα λέει αυτά, παιδί μου; Ο μπαμπάς σου; Ρωτούσε.

-Όχι, ο θείος ο Νιόνιος. 

Μήνυση μετά στο θείο Νιόνιο και πυρετοί δικοί μου που έφταναν το 42. "Δεν μπορείς να πάρεις το παιδί, ψήνεται στον πυρετό".

...


Θυμάμαι το ανέβα μήλο, κατέβα ρόδι, θυμάμαι τη γιαγιά μου που μου έβαζε κεράσια στ' αυτιά για σκουλαρίκια.

Θυμάμαι πόσο αθώο κι εύπιστο ήμουν, όπως τότε που μου έφερε η νονά μου ένα σκουπάκι κι ένα φαρασάκι νεροχύτη και μου λέει "Μ' αυτό αύριο να σκουπίσεις όλη την αυλή. Όταν γυρίσω απ' τη δουλειά, δε θέλω να δω ούτε ένα φυλλαράκι χάμω!", και κοψομεσιαζόμουν μικρό τοσοδά, να σκουπίζω κοτζαμάν αυλή με τόσο λιλιπούτειο σκουπάκι.

Κι άλλη μια φορά, που η νονά μου έφερε στη μάνα μου αυγό ζεστό από κάποια που είχε κότες κι έκανε κολπάκια πως δε μου το δίνει και θα το δώσει του γιου της, γιατί δεν ήμουν φαγανό και στήσανε σκευωρία με τη μάνα μου "Όχι, εμείς θα σου το πάρουμε" και γυρίζει και λέει η νονά μου:

-Σας το δανείζω λίγο να το πάρετε σπίτι σας να το δείτε, αλλά μην το φάτε, είναι το Δημήτρη μου. 

Κι όταν πήγαμε σπίτι, μου λέει η μάνα μου 

-Ε, λοιπόν, θα τη γελάσουμε. Θα το φας, αλλά δε θα το καταλάβει.

-Και πώς δε θα το καταλάβει; 

-Να, θα κάνουμε από πάνω μια μικρή τρυπούλα και μετά θα κολλήσουμε ένα χαρτί από πάνω και δε θα φαίνεται τίποτα.

-Μα θα ξεκολλήσει.

-Μη σε νοιάζει, θα το κολλήσουμε με σελοτέιπ.


Και το 'φαγα και του κολλήσαμε και χαρτί και της πάμε το τσόφλι του αυγού

-Να, ορίστε, μόνο το είδαμε!

-Δεν το βλέπω όπως σας το έδωσα, κάτι έχει εδώ πάνω, λέει η νονά.

-Δεν έχει τίποτα, λέει η μάνα μου.

-Δε φαντάζομαι να το έφαγε η Λένα, δυσπιστεί εκείνη.

-Όχι, όχι, δεν το έφαγα.

-Σα να μη μου λες αλήθεια. Κάτι βλέπω να γράφει στο μέτωπό σου. "φλου...", "φλουδ...", δε φαίνεται καλά!

-Φλουρί!, πετιέται η μάνα μου ολοκληρώνοντας τη σκευωρία κι εγώ χαιρόμουν, που της ξεφύγαμε!




© Ελένη Καλλιανέζου, Toftlund Τετάρτη 26 Απριλίου 2017





buzz it!

Παρασκευή 21 Απριλίου 2017

Παίξε, πέσε κάτω, κυλήσου!

Ήταν ένα άθλιο ροζ συνολάκι, το κονόμησα απ' τη θεία μου την Αλέκα την άνοιξη του '74. Εγώ όμως το λάτρευα, ήταν ροζ και οι βασιλοπούλες φορούν ροζ μακρύ φόρεμα με γαλάζια λουλούδια ή -εναλλακτικά στις μεγάλες γιορτές- λαμέ χρυσαφί ή ασημί ή και τα δυο, π.χ. χρυσό φόρεμα με ασημένια κάπα.

Η μάνα μου είχε να το λέει πόσο πρόσεχα τα παιχνίδια μου, δεν τα κακομεταχειριζόμουν ποτέ· κατά βάσιν δε μου επέτρεπε να παίζω με τα παιχνίδια μου, τα έβγαζα από το κουτί τους μόνο, τα στόλιζα, τα κοίταζα, έπληττα, τα ξανάβαζα στο κουτί τους και μετά στο ράφι της ντουλάπας που προοριζόταν για τα παιχνίδια. 



Εξαίρεση ήταν "Το Παλαιοπωλείο". Το Παλαιοπωλείο ήταν ένα μεγάλο ξεχαρβαλωμένο καλάθι βαμμένο με λαδομπογιά καφέ και κίτρινο, ματισμένο με σπάγγο. Μέσα είχε τα αυτοκινητάκια που έβαζε δέλεαρ το κουτί της Οβομαλτίνης και του μουρουνόλαδου, γκαζές, καλειδοσκόπια, κουδούνια χωρίς γλωσσίδι, στρακαστρούκες, καναδυό τάκα τάκα που είχε απαγορεύσει η χούντα, μερικά στρατιωτάκια, κουτιά άδεια, πλαστικά βραχιόλια που μου έφερνε με το σωρό απ' τη φαρμακοβιομηχανία που δούλευε η νονά μου, άδεια μπουκαλάκια από κολόνιες και φάρμακα ή καραμούζες και μια πλαστική κιθάρα με κομμένα τέλια. Αυτά μπορούσα να τα κάνω ό,τι θέλω, μπορούσα και να τα παίξω. Με αποζημίωσαν, γιατί μου χάρισαν ωραία ταξιδέματα, κυρίως οι γκαζές, όταν από μέσα τους κοιτούσα το φεγγάρι.

Στις επισκέψεις ήμουν τύπος και υπογραμμός. Όπου μ' έβαζες, καθόμουν, συχνά χωρίς να κουνηθώ για ώρες. Ήμουν ευγενική, ήσυχη, σιωπηλή -εκτός των ωρών που με έβαζαν να απαγγείλω ένα ποίημα, που το έλεγα θεατρικά, με  τις σωστές παύσεις στα κόμματα και στις τελείες. Κοντολογίς, ήμουν το παιδί "Να-μας-ξανάρθετε".

Σε μια τέτοια επίσκεψη στη θεία Αλέκα ανακοινώνει η μάνα μου "και θα της φορέσω τα καλά της, να την πάω επιτέλους στην Παιδική Χαρά του Σκυλίτση, δεν αξιώθηκα ακόμη να την πάω". Το μόνο που ήξερα για τον Σκυλίτση ήταν οι οδοκαθαριστές που τους είχε ντύσει παγωτατζήδες, είχα δει και καμπόσους, νύχτα, γυρνώντας  με τη μάνα μου από κάποιους "Να-μας-ξανάρθετε" στον Πειραιά.

Κι έρχεται η αποφράς ημέρα. Και φοράω τη ροζ κουστουμιά και παίρνουμε το τρόλεϊ και βγήκαμε Φάληρο. Στην παιδική χαρά δεν υπήρχε ψυχή ζώσα, μόνο εγώ με τις τεράστιες τσουλήθρες και τους κύβους και τα σκάμματα με την άμμο κι η εντολή "Παίξε, πέσε κάτω, κυλήσου ελεύθερα στην άμμο!" Κι εγώ δεν ήθελα, αλλά έπεφτα κάτω και κυλιόμουν, μην παρακούσω τη μαμά.

Γυρίσαμε σπίτι και τότε έπεσε κι η ανακοίνωση στη γιαγιά: "Έπαιξε και κυλίστηκε, πολύ το ευχαριστήθηκε!"


© Ελένη Καλλιανέζου, Toftlund, Παρασκευή 21 Απριλίου 2017


buzz it!

Κυριακή 9 Απριλίου 2017

Θυμάσαι την 9η Απριλίου;


Το 2011 είχα ακόμη το παλιό σπίτι στο Vejen, με κομμένη τη θέρμανση και το ίντερνετ. Σχεδόν κάθε μέρα περπατούσα με το σακίδιο με το παλιό λάπτοπ τρία χιλιόμετρα για τη βιβλιοθήκη του Brørup, του κοντινού χωριού. Από την ώρα που άνοιγε ως την ώρα που έκλεινε. Εκεί είχε ζέστη, είχε δωρεάν ίντερνετ κι είχε και τη φιγούρα της βιβλιοθηκαρίου να κινείται ανάμεσα στα ράφια με τα βιβλία, από τις λίγες ανθρώπινες παρουσίες που γλύκαινε λίγο την αγριάδα της μοναξιάς μου. Δεν τη γνώριζα, δεν είχαμε ανταλλάξει και πολλές κουβέντες, ήταν όμως μια παρουσία που την είχα οικειοποιήσει εν αγνοία της.

Δεν είχα λεφτά ούτε για την περιβόητη licens, την άδεια δηλαδή για ίντερνετ και ραδιοτηλεόραση κι έτσι ούτε καν ραδιόφωνο δεν μπορούσα να έχω στο σπίτι ν' ακούω μια κουβέντα, να μην αγριεύω εντελώς. 

Δανειζόμουν κόμιξ του Storm P., βιβλία τεχνικής για πλέξιμο, audio-βιβλία και κινηματογραφικές ταινίες που έβλεπα στο σπίτι στο λάπτοπ κουκουλωμένη με το πάπλωμα, στην αρχή με τη γάτα πάνω μου, μετά, όταν πέθανε η γατούλα, με νήματα πλεξίματος που είχα από την Ελλάδα, μια Καινή Διαθήκη, σπανιότερα με κάποιο ελληνικό βιβλίο που ξετρύπωνα από τις κλειστές ακόμη κούτες της μετακόμισης από Ελλάδα. 

H επιλογή στα ηχητικά βιβλία ήταν περιορισμένη κι επειδή εκείνο το φεγγάρι δεν άντεχα βιβλία για παιδιά, έβρισκα κάποια ιστορικά μυθιστορήματα, ο Θεός να τα κάνει, για να κάνω εξάσκηση και στα δανέζικα. Κακογραμμένα τα περισσότερα, άρλεκιν του σωρού με μεσαιωνικό ντεκόρ, τα ερωτικά πάθη της καμαριέρας της Σοφίας του Μινσκ, της γυναίκας του Βάλντεμαρ του Μεγάλου, που της διέφθειρε την παρθενία το καθίκι ο διάδοχος, ο μετέπειτα επονομαζόμενος Βάλντεμαρ ο Νικητής, και την κατέστησε έγκυο κι αυτή εξηπατήθη και δεν ήξερε πώς να κρύψει την ντροπή της, αλλά έπρεπε και να το βουλώσει, γιατί ο λεγάμενος δεν ήταν δα κι ο πάσα εις

Μάθαινα πλέξεις καθώς ο διάδοχος τη φιλούσε κι αυτή ριγούσε, εκνευριζόμουν, για να έρθω στα ίσα μου πάταγα από πάνω μια μουσική μπαρόκ, αλλά επέστρεφα στην ακουστική παπάρα του δράματος της καμαριέρας, όντας ψυχαναγκαστική· μια και το άρχισα έπρεπε και να το τελειώσω. Ύστερα το γύριζα στις ταινίες. Οι περισσότερες που δανειζόμουν ήταν δραματικές, κάτι δραματοποιημένες σειρές του BBC του Ντίκενς -όπου οι ήρωες με τα χρέη καταλήγουν στη φυλακή, την Πείνα του Henning Carlsen του '66 βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Χάμσουν, το Άκου, δε γέλασε κάποιος;" πάλι του Henning Carlsen, με τον ήρωα που είναι άνεργος στην Κοπεγχάγη του '30 και μένει κι άστεγος στο τέλος και γελάει κι ο Θεός με το χάλι του. 

Κάποια στιγμή μέσα στις ταινίες δανείστηκα και το Flammen og Citronen, Φλόγα και Λεμόνι, στην Ελλάδα έμαθα κυκλοφόρησε με τον τίτλο Μέρες Θυμού, Κύριος οίδε γιατί. Η υπόθεση εκτυλίσσεται στη Δανία τον καιρό της Κατοχής και διηγείται την ιστορία δυο σαμποτέρ, που παίρνουν το όνομά τους ο ένας από τα κατακόκκινα μαλλιά του, ο άλλος από την κιτρινιάρικη όψη του. Με πρόσχημα ότι θα κάνω εξάσκηση στα δανέζικα, περισσότερο για να είμαι απασχολημένη να μην σκέφτομαι, κάθισα και κατέγραψα όλους τους διαλόγους της ταινίας, σταματώντας την ανά τρίλεπτο. Η ταινία άρχιζε έτσι: 


"Kan du huske, da de kom? Kan du huske den 9. april? Det tror jeg, du kan. Det kan alle. De var pludselig alle vegne. Gestapo, Wehrmaht, Abwehr, SS. Alle de tyske korps. Tyske nazister. Danske nazister. De kom alle frem fra mørket. De havde bare ventet på dagen. Gik du ud og så på det? Hvad tænkte du?"1


Ένα χρόνο μετά, το '12 γνωρίστηκα με το γατούλη. Πέντε χρόνια από σήμερα. "Έναρξη κατοχής της Δανίας", σχολίασε. Η κατοχή στη Δανία έληξε στις 5 Μάη του 1945. Κράτησε πέντε χρόνια. Δεν είχα ποτέ μου αίσθημα κτητικότητας σ' ανθρώπους. Αλλά περιμένω να περάσει η 5η του Μάη. Να δω τι σόι απελευθέρωση προοιωνίζεται. 



© Ελένη Καλλιανέζου, Toftlund, Κυριακή των Βαΐων 9 Απριλίου 2017 


1 Μπορείς να θυμηθείς τότε που ήρθαν; Μπορείς να θυμηθείς την 9η Απριλίου; Νομίζω μπορείς. Όλοι μπορούν. Ήταν ξαφνικά παντού. Η Γκεστάπο, η Βέρμαχτ, η Αντικατασκοπεία, τα SS. Όλα τα γερμανικά σώματα. Οι Γερμανοί ναζιστές. Οι Δανοί ναζιστές. Βγήκαν όλοι απ' τα σκοτάδια. Περίμεναν απλώς τη μέρα. Βγήκες έξω να τους δεις; Τι σκέφτηκες;

buzz it!

Κυριακή 7 Ιουνίου 2009

O Βοσκός, Ο Πιστός του Φίλος, Ο κυρ-Μήτσος κι ο Τοτός κι ένα Ιντερλούδιο για τις Ευρωεκλογές





Ο Βοσκός.





«Κάλλιο λάχανο με γλύκα, παρά ζάχαρη με πίκρα» [1]




Πολιτικό intermezzo [2]




__________________________________




[1] Διασκευή Μύθου του Αισώπου
[2] Το κείμενο στα αγγλικά είναι το μόνο που δεν είναι από τα δικά μου παιδικά χρόνια.


© Ελένη Καλλιανέζου ~☺~ Vejen 7 Ioυνίου 2009




Στο ιστολόγιο ΕΥ-ΩΝΥΜΑ, 8 Ιουνίου 2009: Ευρωεκλογές στην Ευρώπη 2009. Μήνυμα ελήφθη;

buzz it!

Πέμπτη 7 Μαΐου 2009

Στην Ελλάδα Όλοι Ζουν Κατά Τύχη

Ικαρία.

Η Νανά είναι φίλη, έχει ιστολόγιο για την Ικαρία. Η τελευταία της ανάρτηση «Ραδιενεργές Βιταμίνες;». Κλιμάκια του National Geographic με επικεφαλής τον Νταν Μπιούτνερ κατέφθασαν στην Ικαρία προσπαθώντας να ερευνήσουν τους παράγοντες μακροζωΐας στο νησί, μεταξύ των οποίων εξέτασαν το ρόλο που μπορεί να παίζει το ραδόνιο που εκλύεται. Η Νανά στο blog της μετέφρασε στα ελληνικά το ρεπορτάζ του Μπιούτνερ, ενώ χθες έπεσα πάνω σ’ ένα άρθρο από ΤΟ ΒΗΜΑ του Δημήτρη Χαραλάμπους, απ’ όπου και αντιγράφω:

[...Μακροβιότητα και τύχη, σε ένα νησί που ζει μονάχο και ξεχασμένο, «κατά λάθος». Ο Μανώλης Ταμπακάκης, ελληνοαμερικανός εικονολήπτης του CNN, κατά τη διάρκεια γυρίσματος στα Θερμά Ικαρίας και στην προσπάθειά του να πάρει το καλύτερο πλάνο έχασε την ισορροπία του, έπεσε από βράχο ύψους τριών μέτρων και τραυματίστηκε σοβαρά στο κεφάλι. Παθολόγος και Ωτορινολαρυγγολόγος στο νοσοκομείο του Αγίου Κήρυκου του παρείχαν τις πρώτες βοήθειες. Αξονικός τομογράφος δεν υπάρχει και η μεταφορά του κρίθηκε επιτακτική. Κινητοποιήθηκαν το CNN, η αμερικανική πρεσβεία και τέσσερα υπουργεία για τη διαμετακόμισή του στην Αθήνα. Με ένα C130, πέντε (!) ώρες μετά το ατύχημα, εισαγόταν σε αθηναϊκό νοσοκομείο, όπου νοσηλεύεται ακόμη.

Οκτώ χιλιάδες ψυχές τον χειμώνα και πολλαπλάσιες το καλοκαίρι, αφημένες στην τύχη τους από το κράτος κάθε κομματικής απόχρωσης. Αν ο άτυχος Μανώλης ήταν ένας ταπεινός Ικαριώτης, ντόπιος και εν δυνάμει αιωνόβιος, ίσως πέθαινε αβοήθητος πριν την ώρα του. Ισως πάλι έβγαινε ανεπανόρθωτα λαβωμένος από κάποιο δωμάτιο του νοσοκομείου του Αγίου Κήρυκου, περιμένοντας τον τομογράφο, τη μονάδα αυξημένης φροντίδας, τον ειδικευμένο γιατρό, το καράβι, το ελικόπτερο, το θαύμα.

Αν υπάρχει ένα δίδαγμα από την επίσκεψη του «National Geographic» και του CNN στο νησί του Ικάρου και τη μεγάλη έρευνα για τη μακροβιότητα, αυτό είναι τα θλιμμένα λόγια του Ηλία, μόλις το τηλέφωνο στη «Θέα» χτύπησε και τα νέα της ασφαλούς μεταφοράς του Μανώλη έφτασαν, χαρίζοντας ένα πικρό χαμόγελο: «Ζούμε πολύ και μάλλον κατά τύχη».
]

Και η Νανά το Αγρίμι συμπληρώνει στο άρθρο: «Λοιπόν, η λύση εδώ και τώρα. Όποιος πέσει και κτυπήσει, αρρωστήσει (κούφια η ώρα), γεννήσει στην Ικαρία, κατευθείαν τηλεφωνάκι στο CNN!»


Κέρκυρα.

Πρώτη μου μέρα σε ανασκαφές στην Κέρκυρα, όταν στο διάλειμμα τα παιδιά έφεραν αναψυκτικά κι εγώ έκανα το λάθος να πιω λεμονίτα κατευθείαν απ’ το κουτί, αλλά την ίδια ιδέα είχε και μια μέλισσα που έκανε μακροβούτι κατευθείαν μέσα και απολάμβανε λεμονάδα με την ησυχία της. Για κακή τύχη της μέλισσας (και δικής μου) την κατάπια κι αυτή με τσίμπησε στο λάρυγκα. Αμέσως άρχισα να πρήζομαι, ενώ κάποιοι εργάτες με τη χαρακτηριστική Κερκυραϊκή αφέλεια με ρωτούσαν «είσαι αλλεργική, τζόγια μου; Γιατί άμα είσαι, μπορεί και να πεθάνεις σε πέντε λεπτά, ψυχή μου». Χαμογέλασα στην ωραία παρηγοριά που μου έδωσαν, κατάφερα να πω «δεν ξέρω, ρε παιδιά, δε μου έχει ξανατύχει...», αλλά ένας εργάτης με πήγε με τη μηχανή του στο Κέντρο Υγείας. Κοντά σε όλα τ’ άλλα έπρεπε να περιμένουμε και στην ουρά. Ο ειδικός ΩΡΙΛΑ είχε έξω απ’ την πόρτα του κουδούνι, όπως και τα σπίτια, κι όταν επιτέλους μας άνοιξε με ρωτά τι μου συνέβη:

-Κατάπια μια μέλισσα που με τσίμπησε στο λαρύγκι.

-Και πώς το ξέρεις ότι κατάπιες μέλισσα; Μπορεί να έχεις καταπιεί γυαλιά ή κάποιο καρφί.

-Μα, δεν κατάπια γυαλιά ή καρφί.

-Γιατί; Έχεις ποτέ καταπιεί γυαλιά και καρφί;

-Όχι.

-Ε, τότε πώς το ξέρεις;

-Εικάζω ότι αυτό που κατάπια ήταν μέλισσα, δεν βάζει κάποιος από χόμπι στο αναψυκτικό που μόλις ανοίγει γυαλιά και καρφιά, για να τα καταπιεί και να σπάσει πλάκα.

-Ααααα.

-Και τώρα γιατί ήρθες εδώ;

-Ξέρω κι εγώ; Είπα ότι σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις μάλλον χρειάζεται γιατρός.

-Ααααα. Και τι θες τώρα, ψυχή μου να σου κάνουμε;

-Το ζήτημα δεν είναι τι εγώ θέλω, αλλά τι πρέπει να γίνει σε αυτές τις περιπτώσεις.

-Είσαι αλλεργική;

-Δεν το γνωρίζω, αλλά τόση ώρα που περιμένω και με ρωτάτε, αν ήμουν, θα είχα πεθάνει.

-Μάλλον έχεις δίκιο... Θες τώρα να πας επάνω σ’ ένα κρεβάτι να ξαπλώσεις να ξεκουραστείς; Θες να σου βάλουμε κι έναν ορρό;

-Εσείς είστε ο γιατρός, εσείς ξέρετε αν πρέπει να μου βάλετε ορρό.

-Μμμμμ, καλά... Τότε κάτσε απέξω κι αν κλείσει τελείως ο λάρυγκας και δεν μπορείς ν’ αναπνεύσεις, τότε θα σου κάνω μια τραχειοτομή.

Ευτυχώς, η καλή μου τύχη με βοήθησε, γιατί συνέχισα να αναπνέω χωρίς να χρειαστεί να μου βάλει αυτός το χέρι απάνω μου, μια και η φαντασία μου άρχισε να οργιάζει από τις πιθανές επιπλοκές που ένας ατυχής ασθενής μπορεί να έχει στα χέρια ενός τέτοιου μαθητή του Ιπποκράτη. Ρώτησα τον εργάτη αν τον ξέρει τον γιατρό κι αν είναι τόσο ηλίθιος όσο δείχνει, και μου απάντησε ότι είναι λίγο παράξενος γεροντοκόρος κι ότι σκοπός της ζωής του είναι να προστατεύει τις χελώνες και άλλα αδέσποτα ζώα κι ότι ήταν μέλος σε πάρα πολλές οργανώσεις ζωοφίλων, αλλά οι πληροφορίες αυτές δε συνηγόρησαν για να πειστώ ότι έχω απέναντί μου έναν άνθρωπο επιστήμονα κι υπεύθυνο, πολλώ δε μάλλον ότι η νοημοσύνη του δεν είναι μικρότερη από μιας βιονικής αγκινάρας.


Αμοργός.

Ο Γιάννης είχε ταβέρνα στη Χώρα της Αμοργού κι είχε παντρευτεί Ολλανδέζα. Είχαν κι ένα μωρό με τα πιο όμορφα μπλε μάτια που έχω δει σε βρέφος. Όχι αυτά τα μπλε των βρεφών που βυζαίνουν, αλλά ένα γαλάζιο μεταξύ τοπαζιού κι ακουαμαρίνας. Ύστερα έμαθα ότι τον μικρό τον πάνε κάθε τόσο στους γιατρούς, γιατί ήταν παράλυτος απ’ τη μέση και κάτω. Κι αιτία η κακή οξυγόνωση κατά την ώρα της γέννας, όταν η Μαριπόλ συνηθισμένη στα της Ευρώπης ότι οι γέννες δεν είναι νοσοκομειακό γεγονός και κάλλιστα μπορείς να γεννήσεις σπίτι σου με την εξειδικευμένη μαμμή στο πλευρό σου και το νοσοκομείο κοντά για περιπτώσεις επιπλοκών, έκανε το λάθος να θελήσει στην Αμοργό να γεννήσει στο σπίτι της με κάποια μαμμή.


Μεσολόγγι.

Αγόρασε ο πατέρας μου ένα κτηματάκι στο Μεσολόγγι κι ήταν περιχαρής που αγόρασε γη στην πατρίδα του. Έδωσε ραντεβού με το Δήμο να περάσουν να του συνδέσουν σωλήνες νερού, άργησαν, τον έστησαν, χόλωσε ο Συμεών κι επέστρεψε το μεσημέρι κάτωχρος στο σπίτι της αδερφής του, δεν πρόλαβε να χτυπήσει το κουδούνι, έκανε εμετό, σωριάστηκε και κατουρήθηκε. Τον πήγαν στο νοσοκομείο. Ο γιατρός διέγνωσε δηλητηρίαση. Ευτυχώς ή δυστυχώς, η πίεσή του, που έπεσε στο 2, βοήθησε αρκούντως ώστε να βγάλουν επιτέλους οι γιατροί τη σωστή διάγνωση. Δεν ήταν δηλητηρίαση. Ήταν έμφραγμα του μυοκαρδίου. Τον πήγανε στο νοσοκομείο στο Ρίο κι ύστερα στην Πάτρα και τη σκαπούλαρε ο Συμεών κι έζησε κι άλλα 17 χρόνια και πέθανε τελικά από άλλη αιτία.


Ο θείος ο Τάκης.

Ο θείος ο Τάκης ήτανε άνθρωπος γλυκής κι ευχάριστος μ’ ένα σπίτι γεμάτο βιβλία, κοσμοπολίτης χωρίς λεφτά, συχνά τον έβλεπες μ’ ένα βιβλίο στο χέρι γερμανικό ή γαλλικό. Κάποια στιγμή διαγνώστηκε ότι είχε καρκίνο στο συκώτι. Πήγε στον Άγιο Σάββα σε γιατρό γκραν. Έκανε κι εγχείρηση. Η μακαρίτισσα η θεία η Ρένα τραβάει στις Τράπεζες και μετά την εγχείρηση βάζει σ’ ένα χοντρουλό φάκελλο 800.000 δραχμές τότε, το 1985. Του λέει:

-Ελπίζω, γιατρέ να μη σας προσβάλλω, ήθελα να σας κάνω δώρο ένα στυλό, αλλά φαντάστηκα ότι είχατε.

Εκείνος κοίταξε το περιεχόμενο του φακέλλου και της λέει:

-Μαντάμ, για ψιλικατζή με περάσατε;

Η θεία η Ρένα πούλησε ένα κτήμα στη Ραφήνα που είχε για το γιο της και του λέει:

-Με συμπαθάς, γιε μου, το σπίτι το έγραψα ήδη στην αδερφή σου, σε ρίχνω.

Έτσι, ο γιατρός –που δεν ήταν ψιλικατζής- πήρε το τίμημα που θα είχε, αντί της ΕΒΓΑΣ που του πρόσφερε αρχικά η θεία Ρένα, ένα Mini Market. Έξι μήνες μετά, ο θείος ο Τάκης πέθανε.


Ο θείος ο Θωμάς.

Ο θείος ο Θωμάς δούλευε μια ζωή σε μηχανουργεία, μουντζούρη τον ανέβαζαν, μουντζούρη τον κατέβαζαν, κάποια στιγμή πιάστηκε κι έφυγε απ’ την Κοκκινιά κι αγόρασε και σπίτι στο Χαϊδάρι κι αμάξι, κι έπρεπε να κάνει εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς. Ο θείος ο Τάκης, που εμπιστευόταν τα δημόσια νοσοκομεία είχε ήδη πεθάνει, αλλά παθώς – μαθώς ο θείος ο Θωμάς προτίμησε τα ιδιωτικά και τα ‘σκασε χοντρά. Η εγχείρηση πέτυχε κι ήταν πάρα πολύ χαρούμενος και ζωηρός, ένοιωθε και καρδαμωμένος, ίσα που στεκόταν στο νοσοκομείο «μέχρι να του κόψουν τα ράμματα». Και του τα κόψανε. Μαζί και την κεντρική αορτή, γιατί το ράμμα είχε δεθεί κόμπος γύρω απ’ αυτήν ώστε όταν κόπηκε, κόπηκε και η αρτηρία.


Η σκύλα.

Η μακαρίτισσα η μητέρα μου ήταν διοικητική υπάλληλος στο ΙΚΑ. Είχε τη φήμη της σκύλας. Ήταν που την είχαν μεταθέσει σε καινούργιο τμήμα, και κάνοντας εκκαθάριση στο γραφείο που την πήγαν, βρήκε συρτάρια και αρχεία γεμάτα εκκρεμότητες.

Ξεφύλλισε τους φακέλους, ανάμεσά τους η αίτηση ενός ανάπηρου που ζητούσε απ’ το ΙΚΑ να του εγκρίνει ξύλινο πόδι, χρονολογείτο πέραν της διετίας και χρόνιζε. Βούτηξε το φάκελο και φρόντισε να τον περάσει από επιτροπή, το πόδι εγκρίθηκε κι εκείνη μες στην καλή χαρά ειδοποιεί το δικαιούχο. Στο τηλέφωνο ήταν η γυναίκα του:

-Θα έπρεπε να ντρέπεστε που μου τηλεφωνείτε, της λέει. Ο άντρας μου πέθανε εδώ κι ενάμιση χρόνο.

Όταν πήρε προαγωγή κι έγινε τμηματάρχης, κάθε φορά που κατευθυνόταν στο γραφείο της, άκουγε τα συρτάρια του προσωπικού να κλείνουν βιαστικά, ρωτούσε πού είναι ο τάδε και η δείνα της έλεγαν «τουαλέτα» ή «εδώ στο Μητρώο πήγε πριν από δύο λεπτά». Μια μέρα παίρνει τον κλητήρα με τα εφεδρικά κλειδιά ν’ ανοίξει όλα τα συρτάρια που κλείνανε μαγικά κάθε φορά που έκανε εμφάνιση. Βρήκε μέσα βερνίκι για τα νύχια, πλεκτά, κεντήματα, περιοδικά και σε καναδυό γραφεία βιβλία.

Πήρε τα βερνίκια και τα έχυσε επιδεικτικά στο καλάθι του γραφείου, έσκισε τα κεντήματα, ξήλωσε τα πλεκτά, έκανε φύλλο και φτερό τα περιοδικά και την επομένη έβγαλε εντολή οι κάτοχοι των βιβλίων να έρθουν να τα παραλάβουν απ’ το γραφείο της. Έκτοτε το τμήμα της λειτουργούσε ρολόι.

Κάποια στιγμή τους ξηγήθηκε:

-Είναι φυσιολογικό να θες να φύγεις νωρίτερα γιατί έχεις μωρό ή να θες να ψωνίσεις –δε με νοιάζει το είδος- αυτό το ζευγάρι τα παπούτσια που το ‘βαλες στο μάτι. Αλλά θα μου το πεις, να το ξέρω, να βγει κι η δουλειά.

Η δουλειά έβγαινε, αλλά πολύ φοβάμαι ότι δεν αρκεί να είσαι τμηματάρχης σκύλα, μανούλα. Γιατί δεν είναι μόνο στην Ικαρία που οι άνθρωποι ζουν κατά τύχη.

Σ’ όλη την Ελλάδα κατά τύχη ζουν. Έντεκα εκατομμύρια νοματαίοι έχουν όλοι κερδίσει τον πρώτο λαχνό.



Vejen 7 Mαΐου 2009



Y.Γ. Όποιος θέλει να παίξει μαζί μας το «Κουνήσου, μάγκα και ρίχτ' τα φράγκα», ας πατήσει με το μπροστινό του ποδαράκι εδώ


...Kαι επειδή η γρουσουζιά πρέπει να ξορκίζεται με τον απήγανο, διά πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν η Σαβίνα ψέλνει τις μαγικές της επωδούς.


Ballo Sardo και Cavall D'Aràbia με τον Miquel Gil, Βαρκελώνη 2006



Άλλο ένα πανίσχυρο ξόρκι υψηλής μαγείας εδώ



Vejen 13 Mαΐου 2009



© Ελένη Καλλιανέζου

buzz it!

Τρίτη 7 Απριλίου 2009

Empathy, Sympathy, Apathy


Johann Heinrich Füssli, Das Schweigen (Η Σιωπή), 1799 – 1801, Kunsthaus, Zυρίχη.


Ένα μπωλάκι σούπα κι ένα μαξιλάρι

Ήμουν περίπου δεκαπέντε χρονών, βράδυ, ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου, σ’ αυτήν την κατάσταση που χαλαρώνεις κι ετοιμάζεσαι να κοιμηθείς, αλλά είσαι ακόμη σε εγρήγορση, τα μάτια μου εστίαζαν στο παράθυρο και στο φως του δρόμου απ’ έξω και βρέθηκα σε μια δίνη, όλα γυρνούσαν, σκηνές περνούσαν μπροστά μου με ταχύτητα απ’ το παρελθόν, φλας μπακ με συνέπεια.

Ύστερα, ένα τίναγμα, ήμουν αλλού, ένα αγροτόσπιτο γύρω στα 1840, ήμουν βέβαιη για την ημερομηνία γιατί έβλεπα από ψηλά τρία πρόσωπα: δύο γυναίκες και έναν άνδρα, τους παρακολουθούσα κανονικά, εκείνοι δε με έβλεπαν και ήξερα τα πρόσωπα.

Η μια γυναίκα ήταν μελαχροινή, ξαπλωμένη στο κρεβάτι – άρρωστη, ο άντρας της δίπλα με μακρυές φαβορίτες και παντελόνι ιππασίας και η άλλη όρθια μ’ ένα μπωλάκι σούπα στο χέρι το πήγαινε στην άρρωστη. Ήταν ξανθιά με τα μαλλιά σε σινιόν κι εγώ την έβλεπα από πίσω και ήξερα αυτό που δεν ήξερε η άρρωστη, πως δηλαδή αυτή η γυναίκα με τη σούπα και ο άντρας της άρρωστης ήταν εραστές.

Ύστερα έγινα εγώ η άρρωστη στο κρεβάτι, η ξανθιά γυναίκα μου έφερνε τη σούπα, ο άντρας μου κοιτάχτηκε με την ξανθιά γυναίκα, ένευσαν σιωπηλά κι αρπάζει εκείνος ένα μαξιλάρι και με πνίγει, δεν μπορώ να πάρω ανάσα, πνίγομαι και λέω μέσα μου «τώρα πεθαίνω» και πάλευα και λέω «έτσι λοιπόν είναι να πεθαίνεις» κι αυτόματα γυρίζω το κεφάλι πλάγια και βλέπω τη μητέρα μου να με κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια επίμονα και τραντάχτηκα και γύρισα στο τώρα.



Francisco Goya, Ο Μέγας Τράγος, 1797 – 1798, Lazaro Galdiano Museum, Μαδρίτη

Το λιοντάρι στο διάδρομο

Πιτσιρίκα, ίσως μικρότερη από πέντε χρονών, ανασηκώνομαι στο κρεβάτι μου και βλέπω απ’ το διάδρομο ένα λιοντάρι αρσενικό με βυσσινιά χαίτη να με κοιτάζει, το λιοντάρι δε σάλευε, μόνο κοιταζόμαστε και τότε λέω:

-Μαμά, μαμά! Το λιοντάρι είναι εδώ. Διώξτο!

Κι εκείνη μου λέει:

-Πέσε κοιμήσου, δεν υπάρχει λιοντάρι.

Και υπάκουσα. Όμως λιοντάρι υπήρχε!

_________________________________

© Ελένη Καλλιανέζου, Vejen 7 Aπριλίου 2009

buzz it!

Δευτέρα 6 Απριλίου 2009

... Λάτρης σου, προξενών τερψίθυμον εντρύφημα στην ευαίσθητον νεανικήν μου ψυχήν...



To 1930 ανάμεσα στα οικογενειακά περιοδικά που κυκλοφορούν είναι και το "Μπουκέτο" ("Eβδομαδιαία Εικονογραφημένη Φιλολογική Επιθεώρησις διευθυνομένη υπό Ομάδος Λογίων"). Ποικίλης ύλης με εύπεπτα διηγηματάκια, ρομάντζα σε συνέχειες στη στήλη Οι Σπαραγμοί της Καρδιάς -όπου και δημοσιεύεται σε συνέχειες η Ρόζα Λαμπίρη υπό Χάρη Σταματίου ή το "Για την καρδιά της Αναμπέλλας", κοσμική κίνηση των Αθηνών, έρωτες φιλοσόφων - όπως η ωραία και γοητευτική, αρχοντοπούλα αλλά πάμφτωχη Μινέττα που συνεκίνησεν τον Ελβέτιο, ελληνικά διηγήματα, όπως "Η Πομπεμμένη" του Χριστοβασίλη, αισθηματικά διηγήματα τιτλούμενα "Τα Ρόδα της Πεθαμένης" υπό Vulfran και ποιήματα αναγνωστών -νέων κυρίως, που είναι βέβαιοι για το ταλέντο τους και διαμαρτύρονται γιατί δε δημοσιεύονται, για να πάρουν τσουχτερές απαντήσεις από τους συντάκτες του περιοδικού:

Αναφέρω παραδείγματα, διατηρώντας την ορθογραφία ως έχει, αλλά σε μονοτονικό:

"Αξιότιμοι Κύριοι Λόγιοι,

Είμαι ένας εκ των πολλών αναγνωστών Σας πολύ παλαιός. Σας είχα στείλλει ένα ποίημα, το οποίον μου απερρίψατε, ενώ αυτό που εκάνατε αντιβαίνει σε ωρισμένα σημεία..."

Ο νέος συνεχίζει περνώντας γενεές δεκατέσσερις το περιοδικό:

"Εγώ Σας είπα να διαβάσητε το ποίημά μου νηφάλιοι εντελώς και χωρίς νεύρα και πάθος, διότι επόμενον να είσθε θυμωμένοι και να το απορρίψητε. Γι' αυτό λοιπόν σας είπα να είσθε ουχί θυμωμένοι. Σεις το κάνατε αυτό; Αμφιβάλλω χωρίς να το θέλω.

Εντέλει για να μην πολυλογούμεν Σας στέλλω το νέον ποίημά μου ή μάλλον το ίδιο διορθωμένον καλά. Και θα δείτε έχω δίκηο που παραπονούμαι διότι στο κάτω-κάτω δεν γράφω τίποτε αηδίες, αλλά ένα ποίημα το οποίον έχει στίχους χαριτωμένους και έξυπνους, έτσι μου είπατε Σεις, φαντάζομαι ότι συνεννοούμεθα πολύ καλά.
Ιδού τέλος το ποίημα διορθωμένον.

-Τράβα ψαρά τα δίκτυα Σου, κι' η Μοίρα σου δουλεύει
μάθε (ξεύρε) πώς βρίσκει ό,τι ποθεί, εκείνος που γυρεύει.
-Τράβα ψαρά κι' η θάλασσα ποτέ της δε στερεύει
και ψάρια δίνει πρόθυμα σε κείνον που γυρεύει.
Ίσως να μη δικαίωσε, ακέρειες τις ελπίδες
κι' αντί μπαρμπούνια που ποθείς, να σου 'δωκε μαρίδες.
-Πρόσμενε όμως τον καιρό, που θάρθη η ευκαιρία
για να τσακώσεις (μαζέψης, ψαρέψης) ω ψαρά,
μπαρμπούνια μ' ευκολία.
-Τράβα ψαρά τα δίκτυα Σου, κι η Μοίρα σου δουλεύει
μάθε (ξεύρε) πως βρίσκει ό,τι ποθεί, εκείνος που γυρεύει.

Και τώρα για να ιδούμε τι θα γίνη.

Σας χαιρετώ επιφυλασσόμενος να Σας ευχαριστήσω δ' ιδιαιτέρας επιστολής μου."

Για να λάβει την απάντηση:

"Και τώρα τι λέτε; Έχουμε ή δεν έχουμε δίκηο να είμαστε αυστηροί προς τους νέους; Σας γράψαμε δυο καλά λόγια και σεις αφηνιάσατε. Λοιπόν, όχι, κ. Βος Δ. Βην, το ποίημά σας δεν είνε καλό, ούτε χαριτωμένο, ούτε έξυπνο, όπως το καταντήσατε μάλιστα τώρα, με τη διόρθωσι που του κάματε. Πάψτε λοιπόν να τα έχετε μαζί μας, δε σας φταίμε καθόλου."

Και σε έναν άλλο αναγνώστη:

"Αμάραντον, Ενταύθα. Το ποίημά σας πολύ τραγικό βέβαια, πολύ πένθιμο, μα όχι καλό, δυστυχώς. Το δημοσιεύουμε ωστόσο εδώ, αφού είνε το ... επιθανάτιον άσμα σας. Ιδού.

Σαν πεθάνω αγάπη μου
δε θέλω συ να κλάψης
μον θέλω στη κηδεία μου
μόλις το μάθης νάρθης.

Θέλω πίσ' απ' το φέρετρο
μονάχη να βαδίζης
ως ότου εις τον τάφο μου
το νεκρικό μ' αφήσης.

Θέλω εκεί κάθε πρωί
να έρχεσαι τρις μέρες
Για να μαθής το μυστικό
Που μούφαγε τις μέρες.

Θέλω μέσ' απ' το μνήμα μου
Ν' ακούω την πνοή σου
Για να νομίζω πως πονείς
Έστω και τη ψυχή σου.

Θέλω λουλούδι' αμάραντα
να φέρνης τρις ημέρες
Για να μεθάς με τ' άρωμα
του Πλούτωνα τις φρένες.

Και τώρα που τα έμαθες
όλα μου τα καημάκια
πάρε και την πνοούλα μου
και τα δροσάτα νειάτα.

Κι εγώ σ' αφήνω ήσυχη
με άλλον πια να ζήσης
αφού η δόλια μου καρδιά
μαράθη πριν ανθίση. "








Το 1930 η Αλίκη Διπλαράκου ψηφίζεται Μις Ευρώπη και αποθεώνεται. Το Μπουκέτο της αφιερώνει πολλά τεύχη και μέσω του περιοδικού δημοσιεύονται και πολλές επιστολές θαυμαστών και ερωτοχτυπημένων. Από ομογενείς μέχρι και μοναχούς του Αγίου Όρους:

"Beira 26 Μαΐου 1930

Αγαπημένη μου Αλίκη Έρρωσο.

Λάτρης σου προξενών εντρύφημα στην ευαίσθητον νεανικήν μου ψυχήν, η οποία ευμενώς ειλκύσθη υπ' υμών.

Ουδόλως επιχειρώ να εκθειάσω τα περικοσμούντα υμάς φυσικά και ηθικά δώρα, ως παντός εγκωμίου υπέρτερα.

Ει και δεν έχω την ευτυχίαν να γνωρίζω υμάς προσωπικώς, παρά πάντων όμως, ομογενών τε και ξένων ομολογείται η επιμεμελημένη σας αγωγή και μετ' εκπλήξεως θαυμάζεται η σοφία του Πλάστου του παντός, όστις συνήγαγεν εις περικόσμησιν υμών τα ενός εκάστου των πλασμάτων του καλά, άτινα εγγυώνται την αμοιβαίαν υμών ευδαιμονίαν.
[...] "

Αλλά τα ρέστα τα δίνει ο καλόγερος:





"Εν Αγίω Όρει τη 10/23 Ιουνίου 1930

Με την ψυχήν πλήρη συνγκίνησιν και ευγνωμοσύνην Σε γράφο αυτάς τας ολίγας ευχαριστηρίους λέξεις.

Πνευματική μου Αδελφή Αλίκη Διπλαράκου Χαίρετε.

Πνευματική Αδελφή! Χαίρωμε να είσε καλά, και Αγαπό πολύ όπος έχωμεν Αλληλογραφίαν τακτικά.

Η γλώσσα σου, κάλαμος γραμματέως οξυγράφου ωραία κάλλει. Παρά τους υιούς των Ανθρώπων εξεχύθη χάρις εν χείλεσί σου, διά τούτο ευλόγισέ σε ο Θεός εις τον αιώνα, τη ωραιότητί σου και τω κάλλει σου, και έντηνον και κατευοδού και Βασίλευε, ένεκεν αληθείας και πραότητος, και δικαιοσύνης, και οδηγήσει σε θαυμαστώς η Δεξιά σου. Πάσα η δόξα του Πατρός του έσωθεν εν κροσσωτοίς χρυσοίς περιβεβλημένη.

Απενηχθήσονται παρθένοι οπίσω αυτής, αι πλησίον σου αυτής. Απενεχθήσονταί σοι. Πολλαί γυναίκες ιπερίραν την Δύναμιν ουδέ ιπερίρας και ιπέρκσες υπέρ πάντας τας γυναίκας.

Ταύτα σε γράφο και σε χαιρετώ
μεθ' Αγάπης ο Πνευμ) Αδελφός

Υ.Γ. Περικαλό πολύ Απάνδισέ μου. "










Γιαγιάδες και παππούδες εν δράσει.



© Ελένη Καλλιανέζου, Vejen 6 Απριλίου 2009

buzz it!