Κυριακή 14 Μαΐου 2017
Μάνα στο Πατάρι
Πέμπτη 27 Απριλίου 2017
Almost Total Recall
Παρασκευή 21 Απριλίου 2017
Παίξε, πέσε κάτω, κυλήσου!
Κυριακή 9 Απριλίου 2017
Θυμάσαι την 9η Απριλίου;
Κυριακή 7 Ιουνίου 2009
Πέμπτη 7 Μαΐου 2009
Στην Ελλάδα Όλοι Ζουν Κατά Τύχη
Η Νανά είναι φίλη, έχει ιστολόγιο για την Ικαρία. Η τελευταία της ανάρτηση «Ραδιενεργές Βιταμίνες;». Κλιμάκια του National Geographic με επικεφαλής τον Νταν Μπιούτνερ κατέφθασαν στην Ικαρία προσπαθώντας να ερευνήσουν τους παράγοντες μακροζωΐας στο νησί, μεταξύ των οποίων εξέτασαν το ρόλο που μπορεί να παίζει το ραδόνιο που εκλύεται. Η Νανά στο blog της μετέφρασε στα ελληνικά το ρεπορτάζ του Μπιούτνερ, ενώ χθες έπεσα πάνω σ’ ένα άρθρο από ΤΟ ΒΗΜΑ του Δημήτρη Χαραλάμπους, απ’ όπου και αντιγράφω:
[...Μακροβιότητα και τύχη, σε ένα νησί που ζει μονάχο και ξεχασμένο, «κατά λάθος». Ο Μανώλης Ταμπακάκης, ελληνοαμερικανός εικονολήπτης του CNN, κατά τη διάρκεια γυρίσματος στα Θερμά Ικαρίας και στην προσπάθειά του να πάρει το καλύτερο πλάνο έχασε την ισορροπία του, έπεσε από βράχο ύψους τριών μέτρων και τραυματίστηκε σοβαρά στο κεφάλι. Παθολόγος και Ωτορινολαρυγγολόγος στο νοσοκομείο του Αγίου Κήρυκου του παρείχαν τις πρώτες βοήθειες. Αξονικός τομογράφος δεν υπάρχει και η μεταφορά του κρίθηκε επιτακτική. Κινητοποιήθηκαν το CNN, η αμερικανική πρεσβεία και τέσσερα υπουργεία για τη διαμετακόμισή του στην Αθήνα. Με ένα C130, πέντε (!) ώρες μετά το ατύχημα, εισαγόταν σε αθηναϊκό νοσοκομείο, όπου νοσηλεύεται ακόμη.
Οκτώ χιλιάδες ψυχές τον χειμώνα και πολλαπλάσιες το καλοκαίρι, αφημένες στην τύχη τους από το κράτος κάθε κομματικής απόχρωσης. Αν ο άτυχος Μανώλης ήταν ένας ταπεινός Ικαριώτης, ντόπιος και εν δυνάμει αιωνόβιος, ίσως πέθαινε αβοήθητος πριν την ώρα του. Ισως πάλι έβγαινε ανεπανόρθωτα λαβωμένος από κάποιο δωμάτιο του νοσοκομείου του Αγίου Κήρυκου, περιμένοντας τον τομογράφο, τη μονάδα αυξημένης φροντίδας, τον ειδικευμένο γιατρό, το καράβι, το ελικόπτερο, το θαύμα.
Αν υπάρχει ένα δίδαγμα από την επίσκεψη του «National Geographic» και του CNN στο νησί του Ικάρου και τη μεγάλη έρευνα για τη μακροβιότητα, αυτό είναι τα θλιμμένα λόγια του Ηλία, μόλις το τηλέφωνο στη «Θέα» χτύπησε και τα νέα της ασφαλούς μεταφοράς του Μανώλη έφτασαν, χαρίζοντας ένα πικρό χαμόγελο: «Ζούμε πολύ και μάλλον κατά τύχη». ]
Και η Νανά το Αγρίμι συμπληρώνει στο άρθρο: «Λοιπόν, η λύση εδώ και τώρα. Όποιος πέσει και κτυπήσει, αρρωστήσει (κούφια η ώρα), γεννήσει στην Ικαρία, κατευθείαν τηλεφωνάκι στο CNN!»
Κέρκυρα.
Πρώτη μου μέρα σε ανασκαφές στην Κέρκυρα, όταν στο διάλειμμα τα παιδιά έφεραν αναψυκτικά κι εγώ έκανα το λάθος να πιω λεμονίτα κατευθείαν απ’ το κουτί, αλλά την ίδια ιδέα είχε και μια μέλισσα που έκανε μακροβούτι κατευθείαν μέσα και απολάμβανε λεμονάδα με την ησυχία της. Για κακή τύχη της μέλισσας (και δικής μου) την κατάπια κι αυτή με τσίμπησε στο λάρυγκα. Αμέσως άρχισα να πρήζομαι, ενώ κάποιοι εργάτες με τη χαρακτηριστική Κερκυραϊκή αφέλεια με ρωτούσαν «είσαι αλλεργική, τζόγια μου; Γιατί άμα είσαι, μπορεί και να πεθάνεις σε πέντε λεπτά, ψυχή μου». Χαμογέλασα στην ωραία παρηγοριά που μου έδωσαν, κατάφερα να πω «δεν ξέρω, ρε παιδιά, δε μου έχει ξανατύχει...», αλλά ένας εργάτης με πήγε με τη μηχανή του στο Κέντρο Υγείας. Κοντά σε όλα τ’ άλλα έπρεπε να περιμένουμε και στην ουρά. Ο ειδικός ΩΡΙΛΑ είχε έξω απ’ την πόρτα του κουδούνι, όπως και τα σπίτια, κι όταν επιτέλους μας άνοιξε με ρωτά τι μου συνέβη:
-Κατάπια μια μέλισσα που με τσίμπησε στο λαρύγκι.
-Και πώς το ξέρεις ότι κατάπιες μέλισσα; Μπορεί να έχεις καταπιεί γυαλιά ή κάποιο καρφί.
-Μα, δεν κατάπια γυαλιά ή καρφί.
-Γιατί; Έχεις ποτέ καταπιεί γυαλιά και καρφί;
-Όχι.
-Ε, τότε πώς το ξέρεις;
-Εικάζω ότι αυτό που κατάπια ήταν μέλισσα, δεν βάζει κάποιος από χόμπι στο αναψυκτικό που μόλις ανοίγει γυαλιά και καρφιά, για να τα καταπιεί και να σπάσει πλάκα.
-Ααααα.
-Και τώρα γιατί ήρθες εδώ;
-Ξέρω κι εγώ; Είπα ότι σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις μάλλον χρειάζεται γιατρός.
-Ααααα. Και τι θες τώρα, ψυχή μου να σου κάνουμε;
-Το ζήτημα δεν είναι τι εγώ θέλω, αλλά τι πρέπει να γίνει σε αυτές τις περιπτώσεις.
-Είσαι αλλεργική;
-Δεν το γνωρίζω, αλλά τόση ώρα που περιμένω και με ρωτάτε, αν ήμουν, θα είχα πεθάνει.
-Μάλλον έχεις δίκιο... Θες τώρα να πας επάνω σ’ ένα κρεβάτι να ξαπλώσεις να ξεκουραστείς; Θες να σου βάλουμε κι έναν ορρό;
-Εσείς είστε ο γιατρός, εσείς ξέρετε αν πρέπει να μου βάλετε ορρό.
-Μμμμμ, καλά... Τότε κάτσε απέξω κι αν κλείσει τελείως ο λάρυγκας και δεν μπορείς ν’ αναπνεύσεις, τότε θα σου κάνω μια τραχειοτομή.
Ευτυχώς, η καλή μου τύχη με βοήθησε, γιατί συνέχισα να αναπνέω χωρίς να χρειαστεί να μου βάλει αυτός το χέρι απάνω μου, μια και η φαντασία μου άρχισε να οργιάζει από τις πιθανές επιπλοκές που ένας ατυχής ασθενής μπορεί να έχει στα χέρια ενός τέτοιου μαθητή του Ιπποκράτη. Ρώτησα τον εργάτη αν τον ξέρει τον γιατρό κι αν είναι τόσο ηλίθιος όσο δείχνει, και μου απάντησε ότι είναι λίγο παράξενος γεροντοκόρος κι ότι σκοπός της ζωής του είναι να προστατεύει τις χελώνες και άλλα αδέσποτα ζώα κι ότι ήταν μέλος σε πάρα πολλές οργανώσεις ζωοφίλων, αλλά οι πληροφορίες αυτές δε συνηγόρησαν για να πειστώ ότι έχω απέναντί μου έναν άνθρωπο επιστήμονα κι υπεύθυνο, πολλώ δε μάλλον ότι η νοημοσύνη του δεν είναι μικρότερη από μιας βιονικής αγκινάρας.
Αμοργός.
Ο Γιάννης είχε ταβέρνα στη Χώρα της Αμοργού κι είχε παντρευτεί Ολλανδέζα. Είχαν κι ένα μωρό με τα πιο όμορφα μπλε μάτια που έχω δει σε βρέφος. Όχι αυτά τα μπλε των βρεφών που βυζαίνουν, αλλά ένα γαλάζιο μεταξύ τοπαζιού κι ακουαμαρίνας. Ύστερα έμαθα ότι τον μικρό τον πάνε κάθε τόσο στους γιατρούς, γιατί ήταν παράλυτος απ’ τη μέση και κάτω. Κι αιτία η κακή οξυγόνωση κατά την ώρα της γέννας, όταν η Μαριπόλ συνηθισμένη στα της Ευρώπης ότι οι γέννες δεν είναι νοσοκομειακό γεγονός και κάλλιστα μπορείς να γεννήσεις σπίτι σου με την εξειδικευμένη μαμμή στο πλευρό σου και το νοσοκομείο κοντά για περιπτώσεις επιπλοκών, έκανε το λάθος να θελήσει στην Αμοργό να γεννήσει στο σπίτι της με κάποια μαμμή.
Μεσολόγγι.
Αγόρασε ο πατέρας μου ένα κτηματάκι στο Μεσολόγγι κι ήταν περιχαρής που αγόρασε γη στην πατρίδα του. Έδωσε ραντεβού με το Δήμο να περάσουν να του συνδέσουν σωλήνες νερού, άργησαν, τον έστησαν, χόλωσε ο Συμεών κι επέστρεψε το μεσημέρι κάτωχρος στο σπίτι της αδερφής του, δεν πρόλαβε να χτυπήσει το κουδούνι, έκανε εμετό, σωριάστηκε και κατουρήθηκε. Τον πήγαν στο νοσοκομείο. Ο γιατρός διέγνωσε δηλητηρίαση. Ευτυχώς ή δυστυχώς, η πίεσή του, που έπεσε στο 2, βοήθησε αρκούντως ώστε να βγάλουν επιτέλους οι γιατροί τη σωστή διάγνωση. Δεν ήταν δηλητηρίαση. Ήταν έμφραγμα του μυοκαρδίου. Τον πήγανε στο νοσοκομείο στο Ρίο κι ύστερα στην Πάτρα και τη σκαπούλαρε ο Συμεών κι έζησε κι άλλα 17 χρόνια και πέθανε τελικά από άλλη αιτία.
Ο θείος ο Τάκης.
Ο θείος ο Τάκης ήτανε άνθρωπος γλυκής κι ευχάριστος μ’ ένα σπίτι γεμάτο βιβλία, κοσμοπολίτης χωρίς λεφτά, συχνά τον έβλεπες μ’ ένα βιβλίο στο χέρι γερμανικό ή γαλλικό. Κάποια στιγμή διαγνώστηκε ότι είχε καρκίνο στο συκώτι. Πήγε στον Άγιο Σάββα σε γιατρό γκραν. Έκανε κι εγχείρηση. Η μακαρίτισσα η θεία η Ρένα τραβάει στις Τράπεζες και μετά την εγχείρηση βάζει σ’ ένα χοντρουλό φάκελλο 800.000 δραχμές τότε, το 1985. Του λέει:
-Ελπίζω, γιατρέ να μη σας προσβάλλω, ήθελα να σας κάνω δώρο ένα στυλό, αλλά φαντάστηκα ότι είχατε.
Εκείνος κοίταξε το περιεχόμενο του φακέλλου και της λέει:
-Μαντάμ, για ψιλικατζή με περάσατε;
Η θεία η Ρένα πούλησε ένα κτήμα στη Ραφήνα που είχε για το γιο της και του λέει:
-Με συμπαθάς, γιε μου, το σπίτι το έγραψα ήδη στην αδερφή σου, σε ρίχνω.
Έτσι, ο γιατρός –που δεν ήταν ψιλικατζής- πήρε το τίμημα που θα είχε, αντί της ΕΒΓΑΣ που του πρόσφερε αρχικά η θεία Ρένα, ένα Mini Market. Έξι μήνες μετά, ο θείος ο Τάκης πέθανε.
Ο θείος ο Θωμάς.
Ο θείος ο Θωμάς δούλευε μια ζωή σε μηχανουργεία, μουντζούρη τον ανέβαζαν, μουντζούρη τον κατέβαζαν, κάποια στιγμή πιάστηκε κι έφυγε απ’ την Κοκκινιά κι αγόρασε και σπίτι στο Χαϊδάρι κι αμάξι, κι έπρεπε να κάνει εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς. Ο θείος ο Τάκης, που εμπιστευόταν τα δημόσια νοσοκομεία είχε ήδη πεθάνει, αλλά παθώς – μαθώς ο θείος ο Θωμάς προτίμησε τα ιδιωτικά και τα ‘σκασε χοντρά. Η εγχείρηση πέτυχε κι ήταν πάρα πολύ χαρούμενος και ζωηρός, ένοιωθε και καρδαμωμένος, ίσα που στεκόταν στο νοσοκομείο «μέχρι να του κόψουν τα ράμματα». Και του τα κόψανε. Μαζί και την κεντρική αορτή, γιατί το ράμμα είχε δεθεί κόμπος γύρω απ’ αυτήν ώστε όταν κόπηκε, κόπηκε και η αρτηρία.
Η σκύλα.
Η μακαρίτισσα η μητέρα μου ήταν διοικητική υπάλληλος στο ΙΚΑ. Είχε τη φήμη της σκύλας. Ήταν που την είχαν μεταθέσει σε καινούργιο τμήμα, και κάνοντας εκκαθάριση στο γραφείο που την πήγαν, βρήκε συρτάρια και αρχεία γεμάτα εκκρεμότητες.
Ξεφύλλισε τους φακέλους, ανάμεσά τους η αίτηση ενός ανάπηρου που ζητούσε απ’ το ΙΚΑ να του εγκρίνει ξύλινο πόδι, χρονολογείτο πέραν της διετίας και χρόνιζε. Βούτηξε το φάκελο και φρόντισε να τον περάσει από επιτροπή, το πόδι εγκρίθηκε κι εκείνη μες στην καλή χαρά ειδοποιεί το δικαιούχο. Στο τηλέφωνο ήταν η γυναίκα του:
-Θα έπρεπε να ντρέπεστε που μου τηλεφωνείτε, της λέει. Ο άντρας μου πέθανε εδώ κι ενάμιση χρόνο.
Όταν πήρε προαγωγή κι έγινε τμηματάρχης, κάθε φορά που κατευθυνόταν στο γραφείο της, άκουγε τα συρτάρια του προσωπικού να κλείνουν βιαστικά, ρωτούσε πού είναι ο τάδε και η δείνα της έλεγαν «τουαλέτα» ή «εδώ στο Μητρώο πήγε πριν από δύο λεπτά». Μια μέρα παίρνει τον κλητήρα με τα εφεδρικά κλειδιά ν’ ανοίξει όλα τα συρτάρια που κλείνανε μαγικά κάθε φορά που έκανε εμφάνιση. Βρήκε μέσα βερνίκι για τα νύχια, πλεκτά, κεντήματα, περιοδικά και σε καναδυό γραφεία βιβλία.
Πήρε τα βερνίκια και τα έχυσε επιδεικτικά στο καλάθι του γραφείου, έσκισε τα κεντήματα, ξήλωσε τα πλεκτά, έκανε φύλλο και φτερό τα περιοδικά και την επομένη έβγαλε εντολή οι κάτοχοι των βιβλίων να έρθουν να τα παραλάβουν απ’ το γραφείο της. Έκτοτε το τμήμα της λειτουργούσε ρολόι.
Κάποια στιγμή τους ξηγήθηκε:
-Είναι φυσιολογικό να θες να φύγεις νωρίτερα γιατί έχεις μωρό ή να θες να ψωνίσεις –δε με νοιάζει το είδος- αυτό το ζευγάρι τα παπούτσια που το ‘βαλες στο μάτι. Αλλά θα μου το πεις, να το ξέρω, να βγει κι η δουλειά.
Η δουλειά έβγαινε, αλλά πολύ φοβάμαι ότι δεν αρκεί να είσαι τμηματάρχης σκύλα, μανούλα. Γιατί δεν είναι μόνο στην Ικαρία που οι άνθρωποι ζουν κατά τύχη.
Σ’ όλη την Ελλάδα κατά τύχη ζουν. Έντεκα εκατομμύρια νοματαίοι έχουν όλοι κερδίσει τον πρώτο λαχνό.
Vejen 7 Mαΐου 2009
Y.Γ. Όποιος θέλει να παίξει μαζί μας το «Κουνήσου, μάγκα και ρίχτ' τα φράγκα», ας πατήσει με το μπροστινό του ποδαράκι εδώ
...Kαι επειδή η γρουσουζιά πρέπει να ξορκίζεται με τον απήγανο, διά πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν η Σαβίνα ψέλνει τις μαγικές της επωδούς.
Ballo Sardo και Cavall D'Aràbia με τον Miquel Gil, Βαρκελώνη 2006
Άλλο ένα πανίσχυρο ξόρκι υψηλής μαγείας εδώ
Vejen 13 Mαΐου 2009
© Ελένη Καλλιανέζου
Τρίτη 7 Απριλίου 2009
Empathy, Sympathy, Apathy
Johann Heinrich Füssli, Das Schweigen (Η Σιωπή), 1799 – 1801, Kunsthaus, Zυρίχη.
Ένα μπωλάκι σούπα κι ένα μαξιλάρι
Ήμουν περίπου δεκαπέντε χρονών, βράδυ, ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου, σ’ αυτήν την κατάσταση που χαλαρώνεις κι ετοιμάζεσαι να κοιμηθείς, αλλά είσαι ακόμη σε εγρήγορση, τα μάτια μου εστίαζαν στο παράθυρο και στο φως του δρόμου απ’ έξω και βρέθηκα σε μια δίνη, όλα γυρνούσαν, σκηνές περνούσαν μπροστά μου με ταχύτητα απ’ το παρελθόν, φλας μπακ με συνέπεια.
Ύστερα, ένα τίναγμα, ήμουν αλλού, ένα αγροτόσπιτο γύρω στα 1840, ήμουν βέβαιη για την ημερομηνία γιατί έβλεπα από ψηλά τρία πρόσωπα: δύο γυναίκες και έναν άνδρα, τους παρακολουθούσα κανονικά, εκείνοι δε με έβλεπαν και ήξερα τα πρόσωπα.
Η μια γυναίκα ήταν μελαχροινή, ξαπλωμένη στο κρεβάτι – άρρωστη, ο άντρας της δίπλα με μακρυές φαβορίτες και παντελόνι ιππασίας και η άλλη όρθια μ’ ένα μπωλάκι σούπα στο χέρι το πήγαινε στην άρρωστη. Ήταν ξανθιά με τα μαλλιά σε σινιόν κι εγώ την έβλεπα από πίσω και ήξερα αυτό που δεν ήξερε η άρρωστη, πως δηλαδή αυτή η γυναίκα με τη σούπα και ο άντρας της άρρωστης ήταν εραστές.
Ύστερα έγινα εγώ η άρρωστη στο κρεβάτι, η ξανθιά γυναίκα μου έφερνε τη σούπα, ο άντρας μου κοιτάχτηκε με την ξανθιά γυναίκα, ένευσαν σιωπηλά κι αρπάζει εκείνος ένα μαξιλάρι και με πνίγει, δεν μπορώ να πάρω ανάσα, πνίγομαι και λέω μέσα μου «τώρα πεθαίνω» και πάλευα και λέω «έτσι λοιπόν είναι να πεθαίνεις» κι αυτόματα γυρίζω το κεφάλι πλάγια και βλέπω τη μητέρα μου να με κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια επίμονα και τραντάχτηκα και γύρισα στο τώρα.
Πιτσιρίκα, ίσως μικρότερη από πέντε χρονών, ανασηκώνομαι στο κρεβάτι μου και βλέπω απ’ το διάδρομο ένα λιοντάρι αρσενικό με βυσσινιά χαίτη να με κοιτάζει, το λιοντάρι δε σάλευε, μόνο κοιταζόμαστε και τότε λέω:
-Μαμά, μαμά! Το λιοντάρι είναι εδώ. Διώξτο!
Κι εκείνη μου λέει:
-Πέσε κοιμήσου, δεν υπάρχει λιοντάρι.
Και υπάκουσα. Όμως λιοντάρι υπήρχε!
_________________________________
© Ελένη Καλλιανέζου, Vejen 7 Aπριλίου 2009
Δευτέρα 6 Απριλίου 2009
... Λάτρης σου, προξενών τερψίθυμον εντρύφημα στην ευαίσθητον νεανικήν μου ψυχήν...
Αναφέρω παραδείγματα, διατηρώντας την ορθογραφία ως έχει, αλλά σε μονοτονικό:
"Αξιότιμοι Κύριοι Λόγιοι,
Είμαι ένας εκ των πολλών αναγνωστών Σας πολύ παλαιός. Σας είχα στείλλει ένα ποίημα, το οποίον μου απερρίψατε, ενώ αυτό που εκάνατε αντιβαίνει σε ωρισμένα σημεία..."
Ο νέος συνεχίζει περνώντας γενεές δεκατέσσερις το περιοδικό:
"Εγώ Σας είπα να διαβάσητε το ποίημά μου νηφάλιοι εντελώς και χωρίς νεύρα και πάθος, διότι επόμενον να είσθε θυμωμένοι και να το απορρίψητε. Γι' αυτό λοιπόν σας είπα να είσθε ουχί θυμωμένοι. Σεις το κάνατε αυτό; Αμφιβάλλω χωρίς να το θέλω.
Εντέλει για να μην πολυλογούμεν Σας στέλλω το νέον ποίημά μου ή μάλλον το ίδιο διορθωμένον καλά. Και θα δείτε έχω δίκηο που παραπονούμαι διότι στο κάτω-κάτω δεν γράφω τίποτε αηδίες, αλλά ένα ποίημα το οποίον έχει στίχους χαριτωμένους και έξυπνους, έτσι μου είπατε Σεις, φαντάζομαι ότι συνεννοούμεθα πολύ καλά.
Ιδού τέλος το ποίημα διορθωμένον.
-Τράβα ψαρά τα δίκτυα Σου, κι' η Μοίρα σου δουλεύει
μάθε (ξεύρε) πώς βρίσκει ό,τι ποθεί, εκείνος που γυρεύει.
-Τράβα ψαρά κι' η θάλασσα ποτέ της δε στερεύει
και ψάρια δίνει πρόθυμα σε κείνον που γυρεύει.
Ίσως να μη δικαίωσε, ακέρειες τις ελπίδες
κι' αντί μπαρμπούνια που ποθείς, να σου 'δωκε μαρίδες.
-Πρόσμενε όμως τον καιρό, που θάρθη η ευκαιρία
για να τσακώσεις (μαζέψης, ψαρέψης) ω ψαρά,
μπαρμπούνια μ' ευκολία.
-Τράβα ψαρά τα δίκτυα Σου, κι η Μοίρα σου δουλεύει
μάθε (ξεύρε) πως βρίσκει ό,τι ποθεί, εκείνος που γυρεύει.
Και τώρα για να ιδούμε τι θα γίνη.
Σας χαιρετώ επιφυλασσόμενος να Σας ευχαριστήσω δ' ιδιαιτέρας επιστολής μου."
Για να λάβει την απάντηση:
"Και τώρα τι λέτε; Έχουμε ή δεν έχουμε δίκηο να είμαστε αυστηροί προς τους νέους; Σας γράψαμε δυο καλά λόγια και σεις αφηνιάσατε. Λοιπόν, όχι, κ. Βος Δ. Βην, το ποίημά σας δεν είνε καλό, ούτε χαριτωμένο, ούτε έξυπνο, όπως το καταντήσατε μάλιστα τώρα, με τη διόρθωσι που του κάματε. Πάψτε λοιπόν να τα έχετε μαζί μας, δε σας φταίμε καθόλου."
Και σε έναν άλλο αναγνώστη:
"Αμάραντον, Ενταύθα. Το ποίημά σας πολύ τραγικό βέβαια, πολύ πένθιμο, μα όχι καλό, δυστυχώς. Το δημοσιεύουμε ωστόσο εδώ, αφού είνε το ... επιθανάτιον άσμα σας. Ιδού.
Σαν πεθάνω αγάπη μου
δε θέλω συ να κλάψης
μον θέλω στη κηδεία μου
μόλις το μάθης νάρθης.
Θέλω πίσ' απ' το φέρετρο
μονάχη να βαδίζης
ως ότου εις τον τάφο μου
το νεκρικό μ' αφήσης.
Θέλω εκεί κάθε πρωί
να έρχεσαι τρις μέρες
Για να μαθής το μυστικό
Που μούφαγε τις μέρες.
Θέλω μέσ' απ' το μνήμα μου
Ν' ακούω την πνοή σου
Για να νομίζω πως πονείς
Έστω και τη ψυχή σου.
Θέλω λουλούδι' αμάραντα
να φέρνης τρις ημέρες
Για να μεθάς με τ' άρωμα
του Πλούτωνα τις φρένες.
Και τώρα που τα έμαθες
όλα μου τα καημάκια
πάρε και την πνοούλα μου
και τα δροσάτα νειάτα.
Κι εγώ σ' αφήνω ήσυχη
με άλλον πια να ζήσης
αφού η δόλια μου καρδιά
μαράθη πριν ανθίση. "
Το 1930 η Αλίκη Διπλαράκου ψηφίζεται Μις Ευρώπη και αποθεώνεται. Το Μπουκέτο της αφιερώνει πολλά τεύχη και μέσω του περιοδικού δημοσιεύονται και πολλές επιστολές θαυμαστών και ερωτοχτυπημένων. Από ομογενείς μέχρι και μοναχούς του Αγίου Όρους:
"Beira 26 Μαΐου 1930
Αγαπημένη μου Αλίκη Έρρωσο.
Λάτρης σου προξενών εντρύφημα στην ευαίσθητον νεανικήν μου ψυχήν, η οποία ευμενώς ειλκύσθη υπ' υμών.
Ουδόλως επιχειρώ να εκθειάσω τα περικοσμούντα υμάς φυσικά και ηθικά δώρα, ως παντός εγκωμίου υπέρτερα.
Ει και δεν έχω την ευτυχίαν να γνωρίζω υμάς προσωπικώς, παρά πάντων όμως, ομογενών τε και ξένων ομολογείται η επιμεμελημένη σας αγωγή και μετ' εκπλήξεως θαυμάζεται η σοφία του Πλάστου του παντός, όστις συνήγαγεν εις περικόσμησιν υμών τα ενός εκάστου των πλασμάτων του καλά, άτινα εγγυώνται την αμοιβαίαν υμών ευδαιμονίαν. [...] "
Αλλά τα ρέστα τα δίνει ο καλόγερος:
"Εν Αγίω Όρει τη 10/23 Ιουνίου 1930
Με την ψυχήν πλήρη συνγκίνησιν και ευγνωμοσύνην Σε γράφο αυτάς τας ολίγας ευχαριστηρίους λέξεις.
Πνευματική μου Αδελφή Αλίκη Διπλαράκου Χαίρετε.
Πνευματική Αδελφή! Χαίρωμε να είσε καλά, και Αγαπό πολύ όπος έχωμεν Αλληλογραφίαν τακτικά.
Η γλώσσα σου, κάλαμος γραμματέως οξυγράφου ωραία κάλλει. Παρά τους υιούς των Ανθρώπων εξεχύθη χάρις εν χείλεσί σου, διά τούτο ευλόγισέ σε ο Θεός εις τον αιώνα, τη ωραιότητί σου και τω κάλλει σου, και έντηνον και κατευοδού και Βασίλευε, ένεκεν αληθείας και πραότητος, και δικαιοσύνης, και οδηγήσει σε θαυμαστώς η Δεξιά σου. Πάσα η δόξα του Πατρός του έσωθεν εν κροσσωτοίς χρυσοίς περιβεβλημένη.
Απενηχθήσονται παρθένοι οπίσω αυτής, αι πλησίον σου αυτής. Απενεχθήσονταί σοι. Πολλαί γυναίκες ιπερίραν την Δύναμιν ουδέ ιπερίρας και ιπέρκσες υπέρ πάντας τας γυναίκας.
Ταύτα σε γράφο και σε χαιρετώ
μεθ' Αγάπης ο Πνευμ) Αδελφός
Υ.Γ. Περικαλό πολύ Απάνδισέ μου. "
© Ελένη Καλλιανέζου, Vejen 6 Απριλίου 2009