Μνήμη Παπαδιαμάντη
Έγκειται το ταλέντο
τούτου του ανθρώπου πως σε μία ιστορία απλή όπου χωρά σε τρεις αράδες όλη κι
όλη καταφέρνει και σμιλεύει με τρόπο θαυμαστό τον τόπο, τον χρόνο και στο τέλος
εμένα και εσένα: Δικούς και διπλανούς αιώνιους καημούς.
Κι αναρωτιέσαι πως σε
τραβά ο λόγος του απαλά και πότε ήταν που χωρίς να καταλάβεις από εκείνα τα
μνημειώδη εξαιρετικά περίτεχνα προς-πίσω στις εποχές των αφηγήσεων (πολύ
κατόπιν, στην εποχή των εικόνων του κινηματογράφου τα ονομάσαμε flashback) και
από την ποιητική ζωγραφιά του τόπου περνά η γραφή του ίσα ως τα βάθη του
ανθρώπου και συμπαθείς και συμπάσχεις άξαφνα φόνισσες και δερβίσηδες. Αγίους
και αγρίους.
Εμπρός ακριβώς στην
ανεπανάληπτη του τέχνη στέκονται και θα στέκονται εκστατικοί του λόγου οι
επιστήμονες να αναλύουν πάλι και πάλι τους ταπεινούς του ήρωες. Τους κοινούς
θνητούς οπού ποτέ μάλλον και οι ίδιοι δεν φανταζόντουσαν την αθανασία που θα
τους χαριζόταν. Μέσα από το λιβάνι και τα στασίδια των ξωκλησιών, μέσα από τα
καλυβάκια και τα σοκάκια τους, μέσα από τα καπηλειά τους πιασμένοι από την πένα
του κυρ-Αλέξανδρου μας κοιτούν κάπως αμήχανα, εμάς, τους ένοικους μιας άλλης
εποχής.