Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιαννενα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιαννενα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 15 Μαΐου 2015

Πρωινό ξύπνημα


Κάθε που ερχόταν καλοκαίρι φιλοξενούσαμε στο σπίτι στο χωριό τα ξαδέρφια μου από την πόλη.

Η πόλη δεν ήταν απλά μία άλλη περιοχή ή κάποιο άλλο μέρος. Η πόλη – για μένα τουλάχιστον - ήταν σαν πελώριο αδιάβροχο κουτί, τυλιγμένο με χαρτί πολυτελείας, γυαλιστερό, με φιόγκο χρυσαφί, όπου μπαινόβγαιναν  άνθρωποι πολύ καθαροί, ευγενικοί, ψηλοί, με περιποιημένα νύχια και καινούργια παπούτσια. Δηλαδή καμιά σχέση με μας που παίζαμε πετροπόλεμο σε λασπωμένους δρόμους, τσακωνόμασταν μεταξύ μας για ψύλλου πήδημα, σκοτώναμε τα πουλιά με σφενδόνες, κλωτσάγαμε τις γάτες και το είχαμε ντροπή να λερώσουμε κουτάλι και πιρούνι όταν τρώγαμε. Αγρίμια ήμασταν μέσα στις πέτρες και στη σκιά του βουνού που μας εξουσίαζε και στον ύπνο και στον ξύπνιο.

Ευγενικά, καθαρά και όμορφα τα ξαδέλφια μου, αφού τα περιεργαζόμουν μια δυο μέρες, σιγά σιγά τα συνήθιζα. Ήταν λίγο μεγαλύτερα από μένα και τα αγαπούσα πολύ, όχι μόνο γιατί ήταν ξαδέλφια μου, αλλά γιατί μου έδιναν κάτι που οι άλλοι στο χωριό δεν είχαν. Μια γυαλάδα από την πόλη, μια συμμαχία ισχυρή, που με αναβάθμιζε στα μάτια των φίλων μου, με ενίσχυε καθοριστικά στα παιχνίδια μας, με βοηθούσε να ονειρεύομαι τις χώρες που έβλεπα στο βιβλίο της γεωγραφίας και, το κυριότερο, να εκφράζω την αγάπη μου με φιλιά κι αγκαλιές άφοβα, χωρίς να κινδυνεύω να με παρεξηγήσουν τα άλλα παιδιά.

Αποκαμωμένοι από την ατέλειωτη, γεμάτη παιχνίδια μέρα, ξαπλώναμε τις ζεστές καλοκαιρινές βραδιές στρωματσάδα, ό ένας δίπλα στον άλλον και μοιραζόμασταν κλεφτές νυχτερινές κουβέντες, αστεία και ιστορίες για τη Βούλα, την Έλσα, τη Δώρα μέχρι να μας πάρει για τα καλά ο ύπνος.

Ερχόταν η αυγή και μας μοίραζε χρώματα, πολλά χρώματα. Πορτοκαλί σαν τις κουρτίνες του δωματίου, κόκκινα σαν τα κεράσια που κλέβαμε από το περιβόλι της εκκλησίας, γαλάζια και ροζ, σαν τα θερινά φορέματα των κοριτσιών.

Ακούγαμε τα κελαηδήματα των πουλιών, τον αγέρα που ανασήκωνε τα φτερά τους, τη δροσιά που απλωνόταν στα φύλλα των δέντρων, τον τριγμό από τα πέταλα των λουλουδιών και τα φτερά των μελισσών όπως ξεδιπλώνονταν μέσα στις κυψέλες. Χανόμασταν πετώντας πάνω από το βουνό μέχρι αργά το πρωί και μετά, ξεκούραστοι ρουφούσαμε τη μέρα μέχρι που σκοτείνιαζε.

Οι διακοπές δυστυχώς κάποτε τελείωναν. Θυμάμαι τη μάνα μου να τους ξυπνά όλους εκτός από μένα. Εγώ θα έμενα πίσω στο σπίτι, τα ξαδέρφια μου θα επέστρεφαν στην πόλη. Άκουγα να διαμαρτύρονται για το πρωινό ξύπνημα, να σιγοψιθυρίζουν  και να γελούν χαρούμενα που θα επέστρεφαν πίσω στους φίλους τους, στους ωραίους δρόμους και τα φώτα.

Ξύπνιος από ώρα καθόμουν ατάραχος, κρυμμένος στο σεντόνι, σαν ψάρι φοβισμένο στην βαθειά φωλιά του. Καθόμουν και κάπου κάπου έριχνα καμιά ματιά τριγύρω. Το σεντόνι με πλάκωνε, βαρύ, πέτρινο, ασήκωτο, γεμάτο χαραμάδες. Από αυτές παραμόνευα.

Οι μέρες που είχαν περάσει με έδεναν στο πάτωμα και το στόμα μου σφάλιζαν για να μην ουρλιάξω.
Πού πάτε; Καθίστε λίγο ακόμη.

Όταν όλοι ήταν έτοιμοι για αναχώρηση, άκουγα:
«Ξυπνήστε τον να χαιρετίσει».
Άστον, έλεγαν οι μεγάλοι, κοίτα τι ύπνο έχει.

Έρχονταν, με φιλούσαν κι έφευγαν. Εγώ σαν σκορπιός, ακίνητος, πεθαμένος, ατάραχος. Έκλεινε η πόρτα κι άρχιζε το μαρτύριο. Εγώ, το αγρίμι, γέμιζα δάκρυα. Πλημμύριζε το δωμάτιο θάλασσα, βαρκούλα αναζητούσα να ταξιδέψω να χαθώ. Το σώμα μου έμενε μετέωρο, η γης χανόταν κι απ’ τον ουρανό ούτε ένα σύννεφο. Πλάκα μαύρη, αδιαπέραστη. Κανένας θόρυβος, όλα πεθαμένα, κρύα, άγνωστα, μικρά και υπόγεια. Αν κινιόμουν, κινδύνευα να διαλυθώ.

Και διαλυόμουν. Περνούσαν μέρες για να αναζητήσω τα κομμάτια μου. Περνούσαν ακόμα περισσότερες για να συνηθίσω τα μέλη μου και τη λειτουργία τους να ανακαλύψω γι’ ακόμη μια φορά.

Με τα χέρια πιάνεις.
Με τα πόδια περπατάς.
Με τα μάτια βλέπεις.
Με την καρδιά πεθαίνεις και ανασταίνεσαι.
*


(Από την συλλογή διηγημάτων του Γιάννη Πάσχου, Μία νύξ δι’ έν έτος, εκδόσεις Μελάνι.)

Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

Μια ακατέργαστη άνοιξη.





Θα πίνω καφέ και θα θυμάμαι.

Μια ηλιόλουστη πόλη που για χατίρι  μου είχε στρώσει στο χώμα καταπράσινο χαλί γεμάτο άσπρες μαργαρίτες με κίτρινη η καρδιά. Σαν τον ήλιο από πάνω, κίτρινος και αυτός.

 Η πόλη σίγουρα είχε κέφια. Με ξενάγησε στην λίμνη που έχει ένα νησάκι μέσα, καμάρωσε με τα καράβια της που πάνε κ έρχονται σ΄αυτό. Με περπάτησε στο κάστρο, πολιτεία ολάκερη κλεισμένη εκεί μέσα, νωχελική και ήρεμη, με  τα σπιτάκια και τις αυλίτσες της,  με τις ανθισμένες  κερασιές.

 Στην κορυφή του κάστρου, ακόμα κόβει βόλτες ο Αλή- πασάς και αγναντεύει από ψηλά την λίμνη παρέα με την επιθυμία  και  τις τύψεις του για την  ωραία γυναίκα, την κυρά Φροσύνη. Δίπλα του  παιδιά παίζουν ξέγνοιαστα και με δυνατές φωνές οριοθετούν  την παρουσία τους, αγνοώντας τις σκιές και τους αλαφροΐσκιωτους επισκέπτες.





Θα πίνω καφέ και θα θυμάμαι.

Ένα χωριό- στολίδι στα Τζουμέρκα, έναν φιλόξενο καφενέ που ευωδιάζει τσίπουρο, χορτόπιτα και πατάτες φούρνου, το σπίτι του Γιάννη και της Έλενας, που μοσχοβολάει άνοιξη και αγριολούλουδα, καφέ ελληνικό και τσουρέκι με κάστανο. 

Όσοι τυχεροί βρεθήκαμε εκεί, αγαπηθήκαμε μεμιάς και ποθήσαμε να γίνουμε ένα με το χωριό ή  και μεταξύ μας, έστω για λίγο και το καταφέραμε στ αλήθεια. 

Αυτές οι ώρες σίγουρα  θα μείνουν ανεξίτηλα χαραγμένες στην εσώτερη μνήμη μας, και κάθε που μια μαργαρίτα θα μοσχοβολάει κάτω απ τον ήλιο, θα χαμογελάμε σιωπηλά και θα ανασύρουμε κουβέντες, γέλια και στιγμές, σαν θεραπευτικό ίαμα στην επαναλαμβανόμενη κούραση της καθημερινότητάς μας. 

Ο θεός της άνοιξης να μας έχει καλά...