Άντα Καλογήρου 1 και Ντούσκα Ούρεμ-Κώτσου 2
ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Εισαγωγή
Πήλινα δοχεία όλων των ειδών και μεγεθών, ψημένα στη φωτιά, σπάνια
ολόκληρα, συνήθως σπασμένα σε χιλιάδες κομμάτια («όστρακα»), αποτελούν για
τους αρχαιολόγους τα κατ’ εξοχήν τεκμήρια με βάση τα οποία επιχειρούμε να
χρονολογήσουμε, αλλά και να ανασυνθέσουμε τις πολύπλευρες δραστηριότητες των
ανθρώπων που τα έφτιαξαν, τα χρησιμοποίησαν, τα πέταξαν, τα δώρισαν και τα
αντάλλαξαν στο πέρασμα του χρόνου.
Τα κεραμικά σκεύη, κατά παράδοση, άμεσα συνδέονται με τη νεολιθική
εποχή και τον νεολιθικό τρόπο ζωής, καθώς σχετίστηκαν με τη μόνιμη εγκατάσταση
των ανθρώπινων πληθυσμών σε έναν τόπο και με τη μεταβολή από τη συλλογή της
τροφής στην παραγωγή της μέσω της άσκησης της γεωργίας και της κτηνοτροφίας
σαν κύριες παραγωγικές και οικονομικές δραστηριότητες. Τα πρώτα αγγεία ωστόσο
άρχισαν να κατασκευάζονται ήδη από το τέλος της παλαιολιθικής εποχής στην Άπω
Ανατολή (Ιαπωνία, Κίνα και χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης) και επομένως
προηγούνται αυτής της αλλαγής. Σε άλλες περιοχές συμβαδίζουν με την αλλαγή στον
τρόπο ζωής και στην παραγωγή της τροφής, δεν συνδέονται όμως με το μαγείρεμά
της, παρά μόνο με την κατανάλωσή της.
Στον ελλαδικό χώρο το ξεκίνημα της νεολιθικής περιόδου τοποθετείται στην
η
7 χιλιετία προ Χριστού και συγκεκριμένα ανάμεσα στο 6800 και στο 6500 π.Χ. Η
αρχική αυτή φάση της νεολιθικής αναφέρεται στη σχετική βιβλιογραφία είτε σαν
«Προκεραμική» είτε σαν «Ακεραμική» κι αυτό γιατί, ενώ υπάρχουν όλα τα βασικά
πολιτισμικά χαρακτηριστικά που σηματοδοτούν τη νεολιθική (για παράδειγμα
καλλιέργεια δημητριακών και οσπρίων, εξημερωμένα οικόσιτα ζώα, ενδείξεις
μόνιμης κατοίκησης), απουσιάζουν τα κεραμικά αγγεία.
Στη Μακεδονία, η «Προκεραμική» ή «Ακεραμική» φάση δεν έχει
αναγνωριστεί μέχρι σήμερα σε κανέναν ανασκαμμένο νεολιθικό οικισμό. Ανεξάρτητα
όμως από τη χρησιμοποιούμενη ορολογία, γεγονός παραμένει ότι μόνο σε ελάχιστες
θέσεις στον ελλαδικό χώρο (σε αντίθεση με την Εγγύς και τη Μέση Ανατολή)
αναφέρεται αρχαιολογικό στρώμα με αναγνωρίσιμα κατάλοιπα νεολιθικής
δραστηριότητας και με χαρακτηριστικά γεωργοκτηνοτροφικής οικονομίας χωρίς
κεραμικά αγγεία. Ενδεικτικά παραδείγματα τέτοιων αρχαιολογικών θέσεων
αποτελούν το Σπήλαιο Φράγχθι της Αργολίδας, η Άργισσα στην Θεσσαλία και η
Κνωσός στην Κρήτη.
Για τη συζήτηση που ακολουθεί έχει υιοθετηθεί το ακόλουθο χρονολογικό σχήμα:
• Αρχαιότερη Νεολιθική (6700/6500-5800/5600 π.Χ.)
• Μέση Νεολιθική (5800/5600-5400/5300 π.Χ.)
• Νεότερη Νεολιθική (5400/5300-4700/4500 π.Χ.)
• Τελική Νεολιθική (4700/4500-3300/3100 π.Χ.)
Δρ. Προϊστορικής Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Ινδιάνα, Η.Π.Α
[email protected]
Λέκτορας Προϊστορικής Αρχαιολογίας, Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας,
Δημοκρίτειο Πανεπιστημίου Θράκης,
[email protected]
1
2
1
Η εμφάνιση της κεραμικής
Τη διεθνή αρχαιολογική έρευνα έχει απασχολήσει εκτενώς το ζήτημα της
«εφεύρεσης» ή υιοθέτησης της κεραμικής από μόνιμα εγκατεστημένες αγροτικές
κοινότητες σε διαφορετικά μέρη του κόσμου, στα οποία μάλιστα επικρατούν
διαφορετικές περιβαλλοντικές συνθήκες και κοινωνικο-πολιτισμικές παράμετροι.
Πριν την εμφάνιση των πρώτων κεραμικών αγγείων, υποθέτουμε ότι θα πρέπει να
είχε προηγηθεί μια περίοδος πειραματισμών είτε με την πρώτη ύλη αυτή καθ’ αυτή,
δηλαδή τον πηλό, είτε σε σχέση με τη χρήση, τη συντήρηση και τον έλεγχο της
φωτιάς, την αποκαλούμενη «πυροτεχνολογία».
Εκτός από τον πηλό, οι νεολιθικές κοινότητες χρησιμοποιούσαν και άλλα
υλικά, όπως δέρμα, ψάθα, ξύλο, πέτρα και όστρεα, για να φτιάξουν δοχεία. Ωστόσο,
τα δοχεία που ήταν κατασκευασμένα από οργανικά υλικά δε διατηρήθηκαν στο
περιβάλλον ταφής μέσα στο χώμα και γι’ αυτό αποτελούν και εξαιρετικά σπάνιο
εύρημα. Πρέπει λοιπόν να έχουμε κατά νου ότι, εκτός από τα κεραμικά δοχεία τα
οποία βρίσκουμε σε μεγάλο αριθμό στις νεολιθικές ανασκαφές, μέρος της οικοσκευής
του νεολιθικού νοικοκυριού αποτελούσαν σκεύη φτιαγμένα και από άλλου είδους
υλικά.
Στη ΝΑ Ευρώπη, οι περισσότεροι αρχαιολόγοι έχουν συνδέσει την έναρξη της
παραγωγής κεραμικών αγγείων με τα πλεονεκτήματα που αυτά προσφέρουν κυρίως
σε σχέση με την προετοιμασία, την επεξεργασία, το μαγείρεμα και την κατανάλωση
της τροφής. Ωστόσο, σύμφωνα με μερικούς ερευνητές, τα πρώτα νεολιθικά αγγεία
του ελλαδικού χώρου δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι χρησιμοποιούνταν στην
τροφοπαραγωγική διαδικασία και μάλιστα στο μαγείρεμα. Η ευρεία χρήση των
κεραμικών αγγείων στις καθημερινές δραστηριότητες που σχετίζονται με την
προετοιμασία, το σερβίρισμα και την κατανάλωση του φαγητού, με την αποθήκευση
τροφής και μεταφορά υγρών, με το μαγείρεμα, κ.λ.π. φαίνεται ότι παγιώνεται σε
κατοπινότερες φάσεις της Νεολιθικής.
Μέσω της μελέτης της τεχνολογίας και της χρήσης των κεραμικών σκευών η
σημερινή αρχαιολογική έρευνα μπορεί να προσεγγίσει μια σειρά ζητημάτων που
συμβάλουν στην κατανόηση της καθημερινής ζωής των νεολιθικών ανθρώπων και
της κοινωνίας που συνιστούσαν, όπως είναι τα θέματα της πολιτισμικής και ατομικής
ταυτότητας των κατασκευαστών και των χρηστών των αγγείων, των διατροφικών
τους συνηθειών, των σχέσεων που αναπτύσσονται στα πλαίσια της ετοιμασίας και της
κατανάλωσης τροφής κ.α.
Η τεχνολογία των νεολιθικών αγγείων
Οι αρχαιολόγοι διαθέτουμε σήμερα ένα πλήθος μεθοδολογικών και
επιστημονικών εργαλείων με τη βοήθεια των οποίων μπορούμε, σε ορισμένες
μάλιστα περιπτώσεις με αρκετή ασφάλεια, να ανασυστήσουμε τα στάδια κατασκευής
ενός νεολιθικού αγγείου. Μέσα από τη λεπτομερή μορφολογική και μακροσκοπική
ανάλυση των αγγείων και των οστράκων τους στη διάρκεια και στη συνέχεια της
ανασκαφής, με εργαστηριακές αναλύσεις, μέσα από πειραματισμούς, αλλά και
συστηματική παρατήρηση και καταγραφή του τρόπου δουλειάς σύγχρονων
κεραμέων, μπορούμε να ανασυνθέσουμε την πολύπλοκη διαδικασία μέσα από την
οποία μια φυσική πρώτη ύλη, ο πηλός, μετασχηματίζεται σε κεραμικό.
2
Επειδή το πήλινο αγγείο μπορεί, σε οποιοδήποτε στάδιο της κατασκευής του
πριν το ψήσιμο, να καταστραφεί από τον κεραμέα και να φτιαχτεί από την αρχή,
σχεδόν πουθενά, με βάση τα στοιχεία που διαθέτουμε μέχρι σήμερα, δε βρέθηκαν οι
πρώτες δοκιμές, οι πρώτες απόπειρες κατασκευής αγγείων ούτε αγγεία που θα
μπορούσαν να χαρακτηριστούν σαν αποτυχημένα ή απορριπτέα.
Τέλος, ας σημειωθεί ότι τα στάδια της αλυσίδας των πρακτικών και
διαδικασιών που περιγράφονται διεξοδικά στη συνέχεια και αφορούν τους πιθανούς
τρόπους κατασκευής ενός νεολιθικού αγγείου είναι συμβατικά και συχνά μας
προβληματίζουν ως προς την επάρκειά τους για την περιγραφή και αναπαράσταση
του τρόπου με τον οποίο οι νεολιθικοί κεραμείς (άντρες; γυναίκες;) αντιλαμβάνονταν,
μάθαιναν και βίωναν τη σχετική διαδικασία.
Στάδια κατασκευής
Το πρώτο στάδιο της κατασκευής ενός αγγείου αφορά τον εντοπισμό της
πρώτης ύλης, δηλαδή των κατάλληλων πηλών, την εξόρυξή τους με τα χέρια ή με
κάποια απλά εργαλεία, τη μεταφορά τους στο χώρο κατασκευής χωρίς υποζύγια, τον
καθαρισμό και την προετοιμασία του πηλού για το πλάσιμο. Γι’ αυτά τα
προπαρασκευαστικά, αλλά απαραίτητα στάδια της παραγωγής, μόνο υποθέσεις
μπορούμε να κάνουμε βασιζόμενοι κυρίως σε έμμεσες ενδείξεις.
Η άργιλος, υλικό πολύ διαδεδομένο στη φύση, αποτελεί το κύριο συστατικό
του πηλού. Ενώ σχεδόν όλα τα χώματα περιέχουν άργιλο σε μικρότερη ή μεγαλύτερη
αναλογία, δεν είναι όλα κατάλληλα για την κατασκευή κεραμικών δοχείων. Ιδιότητες
όπως η πλαστικότητα (πόσο καλά κρατάει η πηλόμαζα το σχήμα του αγγείου), η
συστολή (πόσο «μαζεύει» η πηλόμαζα όταν στεγνώνει) και η καθαρότητα παίζουν
ρόλο στην καταληλλότητα ή όχι του πηλού για την κατασκευή του κεραμικού.
Απαιτείται λοιπόν ικανότητα αναγνώρισης όλων αυτών των ιδιοτήτων από τον/την
κεραμέα προκειμένου να γίνει η κατάλληλη επιλογή της πρώτης ύλης.
Ο πηλός σπάνια απαντάται σε καθαρή μορφή στη φύση. Περιέχει προσμίξεις,
ξένα δηλαδή σώματα, τα οποία αποκαλούμε «μη πλαστικές ύλες». Αυτές μπορεί να
είναι υπολείμματα ορυκτών που υπάρχουν στα πετρώματα από τα οποία προέρχονται
οι άργιλοι ή υπολείμματα ορυκτών και άλλων υλικών που προστέθηκαν κατά τη
μετακίνηση των αργίλων εξαιτίας της δράσης του νερού και του αέρα. Τα μεγάλα
κομμάτια αυτών των ξένων σωμάτων πρέπει να απομακρυνθούν από την πηλόμαζα,
είτε με τα χέρια είτε με κοσκίνισμα, γιατί μπορεί να προκαλέσουν ζημιά στο αγγείο
ιδιαίτερα κατά το στέγνωμα και το ψήσιμο.
Στους πηλούς των νεολιθικών αγγείων οι μη πλαστικές ύλες που απαντώνται
συχνότερα είναι ανόργανα υλικά, όπως η άμμος, το ανθρακικό ασβέστιο, η
μαρμαρυγία, ο χαλαζίας, ο άστριος, διάφορα οξείδια του σιδήρου και όστρεα.
Σπανιότερα, οι κεραμείς ανακάτευαν μαζί με τον πηλό κονιορτοποιημένα κομμάτια
από σπασμένα, προφανώς άχρηστα αγγεία (grog στα αγγλικά). Έκαναν, δηλαδή, ένα
είδος «ανακύκλωσης» των υλικών ενσωματώνοντας «το παλιό» αγγείο μέσα στο
καινούργιο. Η ανάμιξη υλικών φυτικής προέλευσης με τον πηλό, όπως για
παράδειγμα άχυρου, συνάγεται έμμεσα από τα αποτυπώματα που έχουν αφήσει στο
κεραμικό ή από τους πόρους που παρατηρούνται στην κεραμική μάζα μετά την
απανθράκωσή τους κατά τη διάρκεια του ψησίματος του αγγείου.
Ο πηλός, ιδιαίτερα αν ήταν πολύ πλαστικός, πιθανόν απλωνόταν πρώτα στον
αέρα για να στεγνώσει. Στη συνέχεια, με κάποιο εργαλείο (ξύλινο κόπανο ή μεγάλη
πέτρα), οι κεραμείς κοπάνιζαν τον πηλό για να σπάσει σε όσο το δυνατόν μικρότερα
3
κομμάτια. Στο στάδιο αυτό μπορεί να τον ανακάτευαν με κάποιες από τις μη
πλαστικές ύλες που αναφέρθηκαν παραπάνω. Στη συνέχεια τον ανακάτευαν με νερό.
Με τη σταδιακή εξάτμιση του νερού ο πηλός άρχιζε να πήζει.
Δεν ξέρουμε αν οι νεολιθικοί αγγειοπλάστες άφηναν τον πηλό να «σιτέψει», ή
αλλιώς να «ωριμάσει», διαδικασία που θα συντελούσε στην ομοιόμορφη κατανομή
του νερού και των κόκκων του πηλού στην πηλόμαζα και στην ανάπτυξη
μικροοργανισμών που θα βελτίωναν την πλαστικότητά του. Πριν όμως
χρησιμοποιηθεί, ο πηλός έπρεπε είτε να ζυμωθεί με τα πόδια ή τα χέρια είτε να
χτυπηθεί για να φύγει ο εγκλωβισμένος στην πηλόμαζα αέρας που θα μπορούσε να
προκαλέσει ζημιά στο αγγείο. Και πάλι, γι’ αυτά τα στάδια της προετοιμασίας μόνο
υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε.
Θα πρέπει ακόμη να σημειώσουμε ότι οι καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν
κάθε φορά, όπως το ποσοστό υγρασίας στην ατμόσφαιρα, ο αέρας, ο παγετός, κ.ά. θα
πρέπει οπωσδήποτε να επηρέαζαν την παραγωγική διαδικασία. Για το λόγο αυτό
πιστεύεται ότι η κατασκευή των κεραμικών αγγείων στη Νεολιθική ήταν εργασία
εποχική.
Τα νεολιθικά αγγεία είναι όλα χειροποίητα, δεδομένου ότι ο κεραμικός τροχός
εμφανίζεται στον ελλαδικό χώρο στην Εποχή του Χαλκού, μετά την 3η χιλιετία προ
Χριστού. Οι «τεχνικές μορφοποίησης», δηλαδή οι τρόποι με τους οποίους πλάθονταν
και χτίζονταν τα νεολιθικά αγγεία, περιλαμβάνουν τη λεγόμενη «τσιμπιτή» μέθοδο, η
οποία προσφέρεται κυρίως για την κατασκευή αγγείων μικρού μεγέθους, «με
κουλούρες» (επάλληλες ή ελαφρά εφαπτόμενες) και με πλάκες πηλού. Ανομοιογένεια
στη μάζα του πηλού ή κακό κόλλημα ανάμεσα στις κουλούρες ή τις πλάκες μπορούσε
να προκαλέσει το σπάσιμο του αγγείου στη διάρκεια του στεγνώματος ή του
ψησίματος. Ωστόσο, και μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του αγγείου, οι τυχόν
«ατέλειες» στην κατασκευή μπορούσαν να κάνουν το αγγείο λιγότερο ανθεκτικό στη
χρήση. Δεν είναι σπάνια η εύρεση στις ανασκαφές τμημάτων αγγείων (λαβές, βάσεις,
πόδια, λαιμοί, κλπ) που ξεκόλλησαν ακριβώς στο σημείο επαφής της επικόλλησης.
Αφού οι κεραμείς έδιναν το βασικό σχήμα, έξυναν στη συνέχεια τα τοιχώματα
του αγγείου με ξέστρο κατάλληλου σχήματος (π.χ. όστρακο, όστρεο) μέχρι να
επιτευχθεί η επιθυμητή κλίση και το επιθυμητό πάχος. Αξίζει να σημειωθεί ότι, σε
ορισμένους τύπους αγγείων, το πάχος του τοιχώματος φτάνει ακόμη και το ένα
χιλιοστό στην απόλειξη του χείλους. Στη συνέχεια ακολουθούσε η λείανση για να
εξομαλυνθούν πλήρως οι επιφάνειες του αγγείου εξωτερικά, αλλά και εσωτερικά
(κυρίως στα αγγεία ανοικτού σχήματος). Αυτά τα στάδια επεξεργασίας της
επιφάνειας φαίνεται ότι δεν εφαρμόζονταν με την ίδια επιμέλεια και φροντίδα ούτε σε
όλα τα είδη αγγείων, αλλά ούτε και σε όλες τις φάσεις της Νεολιθικής, όπως θα
αναπτυχθεί σε επόμενη ενότητα.
Χαρακτηριστική, αλλά και ιδιαίτερα επίπονη μέθοδος επεξεργασίας της
επιφάνειας των νεολιθικών αγγείων αποτελεί το στίλβωμα με λείο και σκληρό
εργαλείο, όπως για παράδειγμα με βότσαλο. Η επεξεργασία αυτή συμβάλλει, ως ένα
βαθμό και στη στεγανοποίηση του αγγείου, γιατί συντελεί στη μείωση των πόρων και
τη συμπίεση των τοιχωμάτων.
Το πόσο έντονη είναι η γυαλάδα που επιτυγχάνεται με τη στίλβωση
εξαρτάται, κυρίως, από τη γνώση και την εμπειρία του κεραμέα, το είδος του
εργαλείου, την ποιότητα του πηλού και τον βαθμό της υγρασίας του. Αν το αγγείο δεν
έχει πρώτα ξυστεί και λειανθεί καλά ή δεν έχει το κατάλληλο ποσοστό υγρασίας στην
επιφάνειά του, το γυάλισμα μπορεί να μην επιτευχθεί και η επιφάνεια του αγγείου
μετά το ψήσιμο να είναι θαμπή. Εντούτοις, πολλά νεολιθικά κεραμικά εντυπωσιάζουν
με το έντονο γυάλισμα της επιφάνειάς τους χιλιετίες μετά την κατασκευή τους.
4
Τη λείανση και το γυάλισμα της επιφάνειας του αγγείου ακολουθούσε η
διακόσμηση—συνήθως της εξωτερικής επιφάνειας—με χρώμα («γραπτή»
διακόσμηση), με χάραξη («εγχάρακτη»), με αυλακιές («αυλακωτή»), με πίεση
(«εμπίεστη»), με προσθήκη πηλού («πλαστική») ή με συνδυασμό δύο ή
περισσοτέρων τεχνικών.
Για τη γραπτή διακόσμηση, οι νεολιθικοί κεραμείς χρησιμοποιούσαν
διαλύματα πηλού (συχνά του ίδιου πηλού από τον οποίο ήταν φτιαγμένο το αγγείο),
τα οποία περιείχαν ή στα οποία πρόσθεταν οξείδια και υδροξείδια του σιδήρου και
του μαγγανίου. Χρησιμοποιούσαν επίσης τάλκη και γραφίτη, αλλά και οργανικά
υλικά όπως ρητίνη σημύδας.
Η διακόσμηση της επιφάνειας των αγγείων γινόταν κατά κανόνα πριν από το
ψήσιμο. Στη φάση της Νεολιθικής που αποκαλούμε «Τελική Νεολιθική» (βλ.
παρακάτω) κάποια, τουλάχιστον, αγγεία διακοσμούνταν και μετά το ψήσιμο με
επάλειψη χρώματος ανόργανης προέλευσης. Μετά το ψήσιμο διακοσμούνταν και
εκείνα τα αγγεία των οποίων η διακόσμηση γινόταν με οργανική ύλη (π.χ. ρητίνη).
Εκτός από χρώμα και οργανικά υλικά, δεν αποκλείεται τα αγγεία να διακοσμούνταν
και με διάφορα φθαρτά υλικά (π.χ. σχοινιά, ξύλα, φύλλα, φτερά), τα οποία βέβαια δεν
έχουν διατηρηθεί. Με τον τρόπο αυτό ένα αγγείο μπορούσε να αλλάξει όψη, να
«μεταμορφωθεί», αποκτώντας έτσι όχι μόνο διαφορετική χρήση, αλλά διαφορετική
σημασία και αξία.
Το ψήσιμο του αγγείου, αλλιώς «όπτηση», αποτελεί το τελευταίο και πιο
κρίσιμο στάδιο της κατασκευής. Για τη διαδικασία αυτή απαιτείται οργάνωση και
γνώση από μέρους των κεραμέων ώστε να μην καταστραφεί η παραγωγή, όσο μικρή
κι αν είναι αυτή. Η όπτηση μεταβάλλει το αγγείο κάνοντάς το σκληρό και συμπαγές
μέσα από μια διαδικασία χημικών αλλαγών που συντελούνται στη μάζα του πηλού.
Εύτηκτα στοιχεία που περιέχονται στον πηλό, όπως ο σίδηρος, το ανθρακικό
ασβέστιο, η σόδα, η ποτάσα, κ.ά. λιώνουν στη φωτιά συμπαρασύροντας και τα
υπόλοιπα στοιχεία της αργίλου.
Οι χημικές αλλαγές που υφίσταται ο πηλός στη διάρκεια του ψησίματος
εξαρτώνται από τη θερμοκρασία και τη σύστασή του. Το νερό που συγκρατείται στην
επιφάνεια των μορίων του πηλού γίνεται ατμός στη θερμοκρασία των 200-300
βαθμών Κελσίου. Ο άνθρακας, τα άλατα, τα ασβεστιούχα και τα θειούχα συστατικά
εξαερώνονται σε θερμοκρασία 500-600 βαθμών. Πάνω από τους 500 βαθμούς
Κελσίου τα ορυκτά της αργίλου υφίστανται μη-αναστρέψιμες αλλαγές. Παρόμοιες
αλλαγές υφίστανται και τα μη-πλαστικά, δηλαδή οι προσμίξεις που βρίσκονται μέσα
στη μάζα του πηλού.
Εξετάζοντας τη δομή των ορυκτών και της κεραμικής ύλης ενός ψημένου
αγγείου στο εργαστήριο, με συγκεκριμένες αναλυτικές μεθόδους, μπορούμε να
υπολογίσουμε τις συνθήκες και τη θερμοκρασία όπτησης. Αναλύσεις που έχουν γίνει
σε αγγεία προερχόμενα από νεολιθικές θέσεις της Β. Ελλάδας πιστοποιούν ότι η
θερμοκρασία όπτησης δεν πρέπει να ξεπερνούσε τους 850-900 βαθμούς Κελσίου, ενώ
πολλά νεολιθικά αγγεία δεν πρέπει να είχαν ψηθεί σε θερμοκρασία πολύ μεγαλύτερη
των 600 βαθμών.
Η όπτηση των αγγείων θα πρέπει να ακολουθούσε τρεις κύριες φάσεις: α) την
προθέρμανση, με στόχο το καλό στέγνωμα του αγγείου και την αποβολή όλης της
υγρασίας από τα τοιχώματά του, β) το κυρίως ψήσιμο και γ) το κρύωμα. Η διάρκεια
της όπτησης πρέπει να ήταν σύντομη.
Η ατμόσφαιρα κατά τη διάρκεια της όπτησης και ιδιαίτερα αυτή που επικρατεί
κατά το τελευταίο της στάδιο παίζει σημαντικό ρόλο στο χρωματισμό της πηλόμαζας
και, κυρίως, στην απόχρωση των χρωμάτων της επιφάνειας του αγγείου. Επιπλέον, οι
5
δύο αυτοί παράγοντες μπορεί να επηρεάσουν τη σκληρότητα του αγγείου και τον
βαθμό του πορώδους των τοιχωμάτων. Η ατμόσφαιρα λοιπόν μπορεί να είναι
οξειδωτική ή αναγωγική ανάλογα με την ποσότητα του οξυγόνου που υπάρχει στη
διάρκεια του ψησίματος. Αν υπάρχει αρκετό οξυγόνο, ο άνθρακας που εμπεριέχεται
στην πηλόμαζα καίγεται και το αγγείο αποκτάει ανοιχτό χρώμα. Αντίθετα, η
αναγωγική ατμόσφαιρα δίνει μαύρα ή γκρίζα αγγεία, γιατί ο άνθρακας που περιέχεται
στον πηλό δεν μπορεί να καεί πλήρως. Ένα αγγείο μπορεί όμως να αποκτήσει μαύρο
χρώμα αν αποτεθεί στην επιφάνειά του άνθρακας από την καύσιμη ύλη
(«κάπνισμα»).
Γενικότερα, το χρώμα, εκτός από τη διαδικασία ή την ατμόσφαιρα της
όπτησης, εξαρτάται από τη χημική σύσταση του πηλού και το μέγεθος των κόκκων
των συστατικών του. Το χρώμα της επιφάνειας μπορεί να διαφέρει σημαντικά ακόμα
και στο ίδιο αγγείο, φαινόμενο που παρατηρείται συχνά στη νεολιθική κεραμική.
Επίσης, μπορεί να είναι διαφορετικό το χρώμα μεταξύ του πυρήνα και της επιφάνειας
του αγγείου ανάλογα με τις συνθήκες όπτησης, το βαθμό οξείδωσης των οργανικών
συστατικών, τη διάρκεια της όπτησης, του κρυώματος, κ.ά.
Τα νεολιθικά αγγεία ψήνονταν, κατά κανόνα, σε ανοιχτή φωτιά, ενδεχομένως
μέσα σε αβαθείς λάκκους, όπου τα σκεύη βρίσκονταν σε επαφή με την καύσιμη ύλη
(π.χ. ξύλα ή στεγνή κοπριά). Ωστόσο, στη νεολιθική θέση Διμήνι της Θεσσαλίας,
κοντά στο Βόλο, έχει αναγνωριστεί ένα είδος κεραμικού «κλιβάνου», από τον οποίο
σώζεται μόνο το λίθινο κυκλικό θεμέλιο. Σύμφωνα με τους ανασκαφείς, ο κλίβανος
αυτός θα πρέπει να είχε χρησιμοποιηθεί στην επιτόπια παραγωγή εγχάρακτης
κεραμικής. Πρόσφατο εύρημα στη θέση Κερδύλλια του Ν. Σερρών επίσης
παραπέμπει στη χρήση κάποιου είδους κλιβάνου για την ελεγχόμενη όπτηση των
αγγείων. Ο κλίβανος από την Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης που περιλαμβάνεται στην
έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης είναι πολύ πιθανόν να
σχετίζεται με την παραγωγή αγγείων, μια χρήση στην οποία παραπέμπει το μέγεθος
και το σχήμα του. Και τα τρία αυτά παραδείγματα χρονολογούνται στη Νεότερη
Νεολιθική. Επισημαίνεται ότι οι κλίβανοι αυτοί διαφέρουν σημαντικά από αυτούς
που γνωρίζουμε από την Εποχή του Χαλκού ή τους ιστορικούς χρόνους, δεδομένου
ότι δεν υπάρχει ξεχωριστός θάλαμος για τα αγγεία και την καύσιμη ύλη, ενώ η
κατασκευή και λειτουργία τους είναι τελείως διαφορετικές.
Μια κατηγορία αγγείων της Νεότερης Νεολιθικής που γνωρίζουμε, κυρίως,
από τη Θεσσαλία, αλλά απαντάται και στη Μακεδονία, διακρίνεται από το
χαρακτηριστικό γκρίζο χρώμα της, το οποίο μπορεί να επιτευχθεί κάτω από πολύ
συγκεκριμένες συνθήκες όπτησης. Υποθέτουμε λοιπόν ότι για να επιτευχθεί ο
ιδιαίτερος αυτός χρωματισμός της επιφάνειας χρησιμοποιήθηκε κάποιο είδος
κλιβάνου. Εναλλακτικά, θα μπορούσαν να είχαν χρησιμοποιηθεί κομμάτια από
σπασμένα αγγεία σαν προστατευτικό κάλυμμα κατά την όπτηση. Με τον τρόπο αυτό,
οι κεραμείς θα μπορούσαν να ελέγξουν αποτελεσματικότερα την ένταση και την
κατεύθυνση της φωτιάς, αλλά και το ποσοστό του οξυγόνου που την τροφοδοτούσε
ώστε να πετύχουν τους επιθυμητούς χρωματισμούς.
Εξειδικευμένη και στενά ελεγχόμενη όπτηση οπωσδήποτε απαιτείτο και για
τα αγγεία της Νεότερης Νεολιθικής που αποκαλούμε «μελανοστεφή» (στα αγγλικά
black-topped) και των οποίων παραδείγματα υπάρχουν στην έκθεση. Τα αγγεία αυτά
χαρακτηρίζονται για τη διχρωμία ή ακόμη και τριχρωμία τους και, ειδικότερα, για την
ύπαρξη μιας μαύρης ζώνης στο πάνω τμήμα της εξωτερικής επιφάνειας του αγγείου.
Το υπόλοιπο μέρος του αγγείου είναι ανοιχτόχρωμο: μπεζ, καφέ ανοιχτό, πορτοκαλί ή
κόκκινο (Εικ. 5 και 6). Οι διαφορετικές αυτές χρωματικές «ζώνες» στην εξωτερική
6
επιφάνεια του αγγείου δεν οφείλονται λοιπόν στη χρήση κάποιας ιδιαίτερης
χρωστικής ουσίας, αλλά στον τρόπο όπτησης.
Στα νεολιθικά αγγεία παρατηρούμε πολλές φορές «ελαττώματα», τα οποία
οφείλονται στο ψήσιμο, αλλά, υποθέτουμε, και σε διάφορες αβλεψίες κατά την
κατασκευή. Βρίσκουμε, για παράδειγμα, αποφύσεις, λαβές και βάσεις που έχουν
αποκολληθεί από το τοίχωμα του αγγείου, δοχεία που έχουν στραβώσει (π.χ. λόγω
ανισόπαχων τοιχωμάτων) ή που έχουν σκάσει (από τις διακυμάνσεις της
θερμοκρασίας κατά το ψήσιμο, από υπερβολική υγρασία των τοιχωμάτων ή από
φούσκες αέρα που είχαν εγκλωβιστεί στον πηλό), ραγίσματα και «τινάγματα»,
δηλαδή σημάδια από φλούδες ψημένου πηλού που ξεκόλλησαν από την επιφάνεια
του αγγείου.
Εκτός από ένα ή δύο εξειδικευμένα «εργαστήρια» κατασκευής αγγείων που
έχουν αναγνωριστεί στη Θεσσαλία (βλ. παραπάνω) και τους δυο πιθανούς κλιβάνους
στην Μακεδονία, δεν έχουμε άμεσες ενδείξεις για την ύπαρξη μόνιμου και
συγκεκριμένου χώρου παραγωγής των νεολιθικών αγγείων μέσα στον οικισμό.
Επιπλέον, από τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας και με βάση συγκεκριμένα
κριτήρια, όπως η προέλευση των πρώτων υλών, η συχνότητα με την οποία απαντάται
σε μια θέση μια συγκεκριμένη ομάδα αγγείων με κοινά χαρακτηριστικά, το μέγεθος
των αγγείων, κ.ά., συμπεραίνουμε ότι η νεολιθική κεραμική παραγωγή ήταν τοπική
και μικρής κλίμακας. Οι γνώσεις μας για τη διακίνηση των αγγείων εκτός του τόπου
παραγωγής τους, καθώς και για τους μηχανισμούς ανταλλαγής είναι προς το παρόν
περιορισμένες. Σύμφωνα με τις πρόσφατες έρευνες ο τρόπος διακίνησης των
νεολιθικών αγγείων μπορεί να ήταν πιο σύνθετος από ότι γνωρίζαμε μέχρι πρόσφατα.
Η νεολιθική κεραμική της Μακεδονίας
Το 1929, στις εισαγωγικές παρατηρήσεις του αναφορικά με τις ανασκαφές του
νεολιθικού οικισμού της Ολύνθου στο Ν. Χαλκιδικής, ο Γεώργιος Μυλωνάς έγραψε
ότι η Μακεδονία μπορεί να αποδειχτεί μια από τις πιο ενδιαφέρουσες προϊστορικές
περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας. Παρόλο που η πρόβλεψή του αυτή επαληθεύτηκε,
γεγονός είναι ότι, μέχρι τη δεκαετία του ’80, η νεολιθική τουλάχιστον περίοδος δεν
είχε ερευνηθεί συστηματικά. Όμως, το πλήθος των ανασκαφών—κατά κανόνα
σωστικών—που διεξήχθησαν στη Μακεδονία την τελευταία τριακονταετία,
πρόσθεσαν στον προϊστορικό χάρτη της περιοχής μεγάλο αριθμό νεολιθικών
εγκαταστάσεων. Οι ανασκαφές αυτές ξεκίνησαν σε πολλές περιπτώσεις με αφορμή
την υλοποίηση μεγάλων δημόσιων έργων, όπως η Εγνατία Οδός, η νέα
σιδηροδρομική γραμμή του ΟΣΕ και η εθνική οδός Αθήνας-Θεσσαλονίκης-Ευζώνων.
Έτσι, διαθέτουμε πλέον έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών για τους οικισμούς και τις
δραστηριότητες των νεολιθικών κατοίκων της Μακεδονίας, πληροφορίες που
βρίσκονται στη φάση της επεξεργασίας και μελέτης για δημοσίευση. Επιπλέον,
εκτεταμένες επιφανειακές έρευνες σε διάφορες περιοχές (π.χ. στο Νομό Γρεβενών,
στο νότιο τμήμα της λεκάνης της Πτολεμαΐδας, στο Λαγκαδά, κ.α.) έχουν και αυτές
τροφοδοτήσει τη νεολιθική έρευνα με καινούργια στοιχεία, αλλά και με καινούργια
και ενδιαφέροντα ερωτήματα που αφορούν τη διασπορά των οικισμών στο χώρο, τη
χωροταξική τους οργάνωση, τη σχέση των οικισμών μεταξύ τους κ.ά.
Στο πλαίσιο της παρούσας δημοσίευσης είναι προφανές ότι δεν είναι δυνατόν
να παρουσιαστεί η νεολιθική κεραμική της Μακεδονίας στο σύνολό της, ούτε,
βέβαια, να γίνει διεξοδική αναφορά σε όλες τις ανασκαμμένες ή εντοπισμένες με
επιφανειακή έρευνα θέσεις, πόσο μάλλον να περιγραφεί η κεραμική με λεπτομέρεια.
7
Για το λόγο αυτό περιοριζόμαστε σε μια συνοπτική αναφορά των κυριότερων
χαρακτηριστικών της ανά φάση (αρχαιότερη, μέση, νεότερη, τελική) και, στο μέτρο
του δυνατού, ανά σύγχρονη διοικητική περιφέρεια (Δυτική και Κεντρική
Μακεδονία), εστιάζοντας στους οικισμούς που αντιπροσωπεύονται στην έκθεση.
Η ορολογία που έχουμε χρησιμοποιήσει στις σελίδες που ακολουθούν για την
περιγραφή της κεραμικής και την κατάταξή της σε ομάδες με κοινά χαρακτηριστικά
είναι, κατά κανόνα, αυτή των ανασκαφέων. Επισημαίνουμε ότι διαφορετικές απόψεις
υπάρχουν όχι μόνο ως προς την τρέχουσα ορολογία για την περιγραφή
συγκεκριμένων σχημάτων, τύπων αγγείων ή διακόσμησης, αλλά και ως προς την
αναλυτική προσέγγιση του κεραμικού υλικού per se, γεγονός που οπωσδήποτε
δυσχεραίνει όχι μόνο την πληρέστερη και σε βάθος κατανόηση της τεχνολογίας
κατασκευής και των μηχανισμών διακίνησης και κατανάλωσης της κεραμικής, αλλά
και τις συγκρίσεις μεταξύ γειτονικών θέσεων και περιοχών και εν τέλει της
ανθρώπινης δράσης στη διάρκεια των τριών χιλιετιών που διήρκεσε η νεολιθική
περίοδος.
Η κεραμική της αρχαιότερης νεολιθικής
Στον ελλαδικό χώρο τα κεραμικά αγγεία εμφανίζονται για πρώτη φορά στο
δεύτερο μισό της 7ης χιλετίας προ Χριστού, δηλαδή από το 6500 π.Χ και εξής, στην
Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα, τη Θεσσαλία και την Κρήτη. Στη Μακεδονία, το
«ξεκίνημα» της νεολιθικής περιόδου και η ακριβής χρονολόγηση των πρώτων
νεολιθικών αγγείων αποτελούν βασικό πρόβλημα της αρχαιολογικής έρευνας των
τελευταίων ετών. Πρόσφατες έρευνες δείχνου ότι και σε αυτή την περιοχή οι πρώτοι
νεολιθικοί οικισμοί οι οποίοι παρήγαγαν τα κεραμικά τους σκεύη, όπως τα
Παλιάμπελα Κολινδρού (νομός Πιερίας) και η Φυλλοτσαϊρι Μαυροπηγής (Νομός
Κοζάνης), ιδρύθηκαν στα μέσα της 7ης χιλιετίας.
Νεολιθικές θέσεις με κεραμική που χρονολογείται στην αρχαιότερη νεολιθική
έχουν εντοπιστεί την τελευταία δεκαπενταετία κατά μήκος του μέσου ρου της
κοιλάδας του ποταμού Αλιάκμονα στο Ν. Κοζάνης (π.χ. στις θέσεις Σέρβια V,
Παλιάμπελα-Ροδίτη, Γούλες-Βαρεμένοι και Κρανίδια-Κρυόβρυση). Άλλες θέσεις της
φάσης αυτής, κατακλύστηκαν στη δεκαετία του ’70 από τα νερά της τεχνητής Λίμνης
Πολυφύτου που δημιουργήθηκε στο σημείο εκείνο του ποταμού λόγω της
κατασκευής υδροηλεκτρικού φράγματος της ΔΕΗ.
Επίσης στο Ν. Κοζάνης και ειδικότερα στην περιοχή της Κίτρινης Λίμνης
(Σαριγκιόλ), εντοπίστηκαν και περισυλλέχτηκαν στη διάρκεια επιφανειακής έρευνας
από την τοπική εφορία αρχαιοτήτων όστρακα της αρχαιότερης νεολιθικής με
χαρακτηριστική διακόσμηση, αλλά και κατά τον καθαρισμό τάφρων που άνοιξαν στη
θέση «Μεγάλη Τούμπα Αγίου Δημητρίου» λαθρανασκαφείς καταστρέφοντας το
κεντρικό τμήμα του νεολιθικού οικισμού.
Στο Νομό Γρεβενών είναι γνωστές τουλάχιστον 15 θέσεις της αρχαιότερης
νεολιθικής, ενώ ανασκαφές διεξάγονται στη θέση Κρεμαστός στον οικισμό Κνίδης
του Δήμου Βεντζίου. Ανασκαφές της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας σε θέσεις της
περιοχής Γιαννιτσών του Νομού Πέλλας έχουν φέρει στο φως ένα σημαντικό
νεολιθικό οικισμό, γνωστό στη σχετική βιβλιογραφία με το όνομα «Γιαννιτσά Β», ο
οποίος χρονολογείται γύρω στο 6000 π.Χ. αν όχι και νωρίτερα.
Σε μικρή λεκάνη ανατολικά της Λίμνης Βεγορίτιδας και σε υψόμετρο 500
μέτρων, ανάμεσα στην εθνική οδό και τη σιδηροδρομική γραμμή, ανασκάφτηκε το
8
1992 ο οικισμός της Δροσιάς με ενδιαφέρουσα κεραμική που χρονολογείται στην
αρχαιότερη και σε μεταβατική φάση μεταξύ αρχαιότερης και μέσης νεολιθικής.
Στο Νομό Πιερίας, στρώματα που ανήκουν στην αρχαιότερη νεολιθική
αναγνωρίστηκαν πρόσφατα στον προϊστορικό οικισμό των Παλιάμπελων Κολινδρού
στο πλαίσιο αρχαιολογικού ερευνητικού προγράμματος που ξεκίνησε το 2000 από το
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο
Sheffield του Ηνωμένου Βασιλείου. Στα Ρεβένια Κορινού, στον ίδιο νομό,
ανασκάφθηκε τα τελευταία χρόνια άλλος ένας οικισμός στον οποίο αναγνωρίστηκαν
δυο φάσεις της αρχαιότερης νεολιθικής. Άλλοι δυο οικισμοί που πρέπει να
χρονολογούνται στο τέλος της αρχαιότερης νεολιθικής ερευνήθηκαν πρόσφατα στην
επαρχία Λαγκαδά. Ο πρώτος βρίσκεται 3 χλμ ανατολικά του σύγχρονου οικισμού της
Μικρής Βόλβης. Ο δεύτερος, γνωστός και ως Λητή ΙΙΙ, στο σημείο της Εγνατίας οδού
όπου σήμερα βρίσκεται ο Κόμβος Σερρών.
Παρόλο που στην έκθεση δεν υπάρχουν παραδείγματα αγγείων της
αρχαιότερης νεολιθικής, θεωρούμε σκόπιμο να περιγράψουμε τα κυριότερα
χαρακτηριστικά της, με βάση κυρίως τη δημοσιευμένη κεραμική από τον οικισμό της
Νέας Νικομήδειας του Νομού Πέλλας.
Ο οικισμός της Νέας Νικομήδειας ανασκάφτηκε συστηματικά τη δεκαετία του
’60 (1961-1964) από αγγλο-αμερικανική αρχαιολογική αποστολή. Η ανασκαφή
αποκάλυψε περίπου το 8% της συνολικής έκτασης της νεολιθικής εγκατάστασης, η
οποία είχε τότε χαρακτηριστεί «η παλαιότερη νεολιθική κοινότητα της Ευρώπης». Η
κεραμική είναι κυρίως μονόχρωμη (96% του συνόλου) και καλύπτεται, κατά κανόνα,
από παχύ επίχρισμα που, ανάλογα με τις συνθήκες όπτησης, μπορεί να έχει
χρωματισμούς που κυμαίνονται από ροζ μέχρι καφέ και κόκκινο. Το επίχρισμα
προέρχεται από την ίδια την πηλόμαζα του αγγείου και καλύπτει ολόκληρη την
επιφάνειά του, ενώ συχνά περιέχει μαρμαρυγία (mica), την οποία φαίνεται ότι
σκόπιμα πρόσθεταν οι νεολιθικοί κεραμείς έτσι ώστε η επιφάνεια του αγγείου να
λαμπυρίζει. Στη μονόχρωμη κεραμική συγκαταλέγονται και αγγεία χωρίς καθόλου
επίχρισμα.
Σύμφωνα με τη μελέτη της τεχνολογίας κατασκευής των αγγείων αυτών, οι
κεραμείς χρησιμοποίησαν δύο τουλάχιστον τεχνικές μορφοποίησης: την «τσιμπιτή»
και με «κουλούρες» ή συνδυασμό των δύο. Οι βάσεις των αγγείων είναι δισκοειδείς,
δακτυλιοειδείς ή και επίπεδες, καμιά φορά με αποτυπώματα ψάθας. Φαίνεται ότι οι
κεραμείς χρησιμοποιούσαν ψάθες είτε για να στεγνώνουν πάνω σ΄ αυτές τα αγγεία
μετά το πλάσιμο είτε για να τα περιστρέφουν κατά την κατασκευή έτσι ώστε να
μπορούν να τα επεξεργάζονται από όλες τις μεριές.
Στην ομάδα της διακοσμημένης κεραμικής περιλαμβάνονται αγγεία με
γραπτή, εμπίεστη και επίθετη διακόσμηση. Η πιο γνωστή στη βιβλιογραφία κεραμική
και αυτή που θεωρείται το «σήμα κατατεθέν» της Νέας Νικομήδειας είναι η γραπτή:
συμπαγή γεωμετρικά σχήματα (τρίγωνα, ρόμβοι, τετράγωνα), ταινίες και διάφορα
είδη γραμμών ζωγραφισμένα με λευκό χρώμα πάνω σε κόκκινο υπόβαθρο. Το είδος
αυτό της γραπτής διακόσμησης είναι κοινό σε ολόκληρη τη νότια Βαλκανική. Όμως,
οι τυχόν ομοιότητες και διαφορές ως προς τον τρόπο απόδοσης της διακόσμησης και
τις πρώτες ύλες που χρησιμοποιήθηκαν σε κάθε οικισμό ή περιοχή δεν έχουν ακόμη
μελετηθεί συστηματικά.
Εκτός από ζωγραφισμένα μοτίβα, οι κεραμείς διακοσμούσαν την επιφάνεια
του αγγείου με κομμάτια πηλού έτσι ώστε αυτό να πάρει τη μορφή ανθρώπου ή ζώου
ή κολλούσαν εξογκώματα, ταινίες, και άλλα παρόμοια. Το είδος αυτό της «επίθετης»
διακόσμησης είναι σχετικά σπάνιο στη Νέα Νικομήδεια. Τέλος, στην κατηγορία της
κεραμικής με «εμπίεστη» διακόσμηση περιλαμβάνονται αγγεία που έχουν στην
9
επιφάνεια βαθουλώματα—από την πίεση των δακτύλων στο υγρό τοίχωμα του
αγγείου—νυχιές ή τσιμπιές. Έτσι, με μοναδικό «εργαλείο» τα δάκτυλα των χεριών, η
εξωτερική επιφάνεια του αγγείου αποκτούσε μια ιδιαίτερη, τραχειά υφή.
Ποια μπορεί να ήταν η χρήση των πρώτων νεολιθικών αγγείων;
Αν και δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα συστηματική μελέτη της χρήσης των
αγγείων της αρχαιότερης νεολιθικής, τα μορφολογικά, τεχνολογικά και στιλιστικά
χαρακτηριστικά των πρώιμων κεραμικών σκευών παραπέμπουν σε χρήσεις που
σχετίζονται με την κατανάλωση φαγητού και υγρών. Ένας αριθμός αγγείων πιθανόν
να είχε αποθηκευτική χρήση, για παράδειγμα τη φύλαξη των σπόρων των
δημητριακών που ήταν απαραίτητοι για τη σπορά της επόμενης χρονιάς. Ανεξάρτητα
όμως από το σκοπό, η ποσότητα της αποθηκευμένης τροφής σε αγγεία δεν πρέπει να
ήταν ιδιαίτερα μεγάλη, κρίνοντας τουλάχιστον από το μέγεθός τους. Η χρήση έστω
και κάποιων αγγείων για το μαγείρεμα της τροφής φαίνεται λιγότερο πιθανή, καθώς
δεν υπάρχουν ισχυρά στοιχεία που να οδηγούν σ’ αυτό το συμπέρασμα.
Συνοψίζοντας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, όσον αφορά την κεραμική της
αρχαιότερης νεολιθικής, βασικά σχήματα των αγγείων είναι οι ημισφαιρικές φιάλες,
βαθειές και ρηχές, οι βαθιές σφαιρικές φιάλες, καθώς και τα σφαιρικά αγγεία με
κοντό λαιμό. Οι βάσεις στήριξης των αγγείων είναι επίπεδες, δισκοειδείς,
δακτυλιόσχημες ή ακόμα και κυρτές, ενώ εναλλακτικά το αγγείο μπορεί να
στηρίζεται σε χαμηλό κωνικό πόδι. Τα αγγεία είναι «άωτα» (δεν έχουν λαβές) παρά
μόνο διάτρητες ή μη μικρές κωνικές αποφύσεις και εξογκώματα που βοηθούσαν στη
μεταφορά ή ανάρτηση του αγγείου. Το μέγεθος των δοχείων κυμαίνεται από μικρό
μέχρι μεσαίο. Τα αγγεία της αρχαιότερης νεολιθικής δεν είναι πάντοτε συμμετρικά ως
προς τον κάθετο άξονα. Επίσης, έχουν τοιχώματα με ανόμοιο πάχος ή χείλος που δεν
είναι ίσιο.
Αρχικά η κεραμική είναι μονόχρωμη, χωρίς διακόσμηση, με βασικό γνώρισμα
την ποικιλία των χρωμάτων (βλ. παρακάτω). Τα πρώτα αγγεία μπορεί να είναι
ανοιχτών αποχρώσεων του μπεζ, καστανού ή κόκκινου χρώματος, αλλά και σκούρων
αποχρώσεων έως και πολύ σκούρου χρώματος. Η χαρακτηριστική γραπτή κεραμική
εμφανίζεται σε προχωρημένο στάδιο της αρχαιότερης νεολιθικής. Ευρύτερα
διαδεδομένη, ειδικά στην δυτική Μακεδονία, είναι η διακόσμηση με λευκό χρώμα
πάνω σε ερυθρό υπόβαθρο. Στην κεντρική Μακεδονία αναφέρονται και αγγεία με
κοκκινωπή γραπτή διακόσμηση σε κρεμ ή καστανό υπόβαθρο. Τα διακοσμητικά
σχέδια που εμφανίζονται συχνότερα στην πρώιμη γραπτή κεραμική είναι γραμμικά,
τεθλασμένες γραμμές, ημικύκλια ή καμπυλόγραμμα σχήματα και συμπαγή τρίγωνα.
Εκτός από γραπτή, τα αγγεία μπορεί να έχουν εμπίεστη διακόσμηση (γνωστή και με
τον ιταλικό όρο impresso) με αποτυπώματα νυχιών ή δακτύλων. Αντίστοιχα
παραδείγματα είναι γνωστά από τη Δυτική Ελλάδα και την Αδριατική, ενώ είναι
συχνά και στην κεντρική και βόρεια Βαλκανική. Τέλος, κάποια αγγεία είναι
ζωόμορφα ή ανθρωπόμορφα, στοιχείο με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη σημασία που
μπορεί να είχαν τα κεραμικά δοχεία στο συμβολικό σύμπαν των πρώτων αγροτικών
κοινωνιών.
Από τις λίγες μελέτες που έγιναν μέχρι σήμερα, φαίνεται ότι οι κεραμείς
συχνά προτιμούσαν ασβεστιούχους πηλούς. Η κεραμική ύλη αρκετών από τα αγγεία
της αρχαιότερης νεολιθικής έχουν διάφορες προσμίξεις, όμως αυτές δεν είναι ούτε
τόσες πολλές ούτε τόσο τυχαίες σε σύγκριση, για παράδειγμα, με τις προσμίξεις που
υπάρχουν στην κεραμική ύλη των περισσότερων αγγείων της τελικής νεολιθικής (βλ.
10
παρακάτω). Σίγουρα όμως, οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιούσαν ήταν συγκεκριμένες
και προέρχονταν κατά κανόνα από πηγές κοντά στον οικισμό.
Τα αγγεία ψήνονταν σε ανοιχτή πυρά και μάλλον σε χαμηλές θερμοκρασίες.
Στην εξωτερική τους επιφάνεια έχουν συχνά μαύρους «λεκέδες» από την επαφή της
καύσιμης ύλης με τα τοιχώματα του αγγείου στη διάρκεια της όπτησης ή ακόμα και
κηλίδες διαφόρων χρωμάτων (mottled ware). Το τελευταίο αυτό χαρακτηριστικό
δείχνει ότι ίσως δεν ήταν πάντα εύκολο για τους πρώτους κεραμείς, αφενός να
κρατήσουν σταθερή τη θερμοκρασία όπτησης στους αναγκαίους βαθμούς, αφετέρου
να ελέγξουν την ατμόσφαιρα κατά βούληση.
Έχει υποστηριχτεί, με βάση τη λεπτομερή εξέταση της κεραμικής από το
Σπήλαιο Φράγχθι της Αργολίδας, ότι το μέγεθος της κεραμικής παραγωγής κατά την
αρχαιότερη νεολιθική ήταν πολύ μικρό, της τάξης των 12-13 αγγείων το χρόνο,
άποψη όμως που δεν φαίνεται να υποστηρίζουν τα δεδομένα από τη Νέα Νικομήδεια.
Η αλήθεια είναι ότι γνωρίζουμε ελάχιστα για το μέγεθος της νεολιθικής κεραμικής
παραγωγής όχι μόνο για την αρχαιότερη φάση της αλλά και για κατοπινότερες,
δεδομένου ότι το ζήτημα αυτό δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο συστηματικής
μελέτης, ενώ λείπουν τα συγκριτικά στοιχεία. Είναι εύλογο όμως να υποθέσουμε ότι
η παραγωγή ήταν μάλλον περιορισμένης κλίμακας, μπορεί και εποχιακή
(τουλάχιστον στο ξεκίνημα της νεολιθικής), εφόσον ο αριθμός των ανδρών ή/και των
γυναικών που θα είχαν την ευκαιρία να πειραματιστούν με την καινούργια
τεχνολογία, να την υιοθετήσουν, να αναπτύξουν τις απαραίτητες δεξιότητες, να την
αφομοιώσουν και στη συνέχεια να τη μεταβιβάσουν στην επόμενη γενιά θα πρέπει να
ήταν περιορισμένος.
Η κεραμική της μέσης νεολιθικής
Η πλειονότητα των αγγείων της μέσης νεολιθικής εντυπωσιάζει με την υψηλή
ποιότητα κατασκευής, τα τολμηρά και σύνθετα σχήματα, την πολύπλοκη διακόσμηση
και τον έλεγχο της όπτησης, στοιχεία που μαρτυρούν ότι σημαντικός χρόνος
επενδυόταν στην κατασκευή και διακόσμηση των αγγείων από κεραμείς έμπειρους,
με αυξημένες γνώσεις και δεξιότητες, ενδεχομένως και εξειδικευμένους. Οι κεραμείς
της μέσης νεολιθικής φαίνεται ότι επεδίωκαν τους νεωτερισμούς, ήταν διατεθιμένοι
να πειραματιστούν με καινούργιες φόρμες, με καινούργια υλικά ή και συνδυασμούς
υλικών.
Ένας από τους πιο γνωστούς και σημαντικούς οικισμούς της μέσης νεολιθικής
στη Μακεδονία είναι αυτός των Σερβίων του Νομού Κοζάνης, οικισμός ο οποίος
βρίσκεται πλέον κάτω από τα νερά της τεχνητής Λίμνης Πολυφύτου. Εντοπίστηκε για
πρώτη φορά το 1909 από τον Άγγλο αρχαιολόγο Alan Wace. Στη δεκαετία του ’30
διεξήγαγε εκεί ανασκαφές, τις οποίες και δημοσίευσε σε ένα μνημειώδη τόμο για την
προϊστορική Μακεδονία, ο επίσης Άγγλος αρχαιολόγος William A. Heurtley. Στη
δεκαετία του ’70 και με αφορμή την κατασκευή του υδροηλεκτρικού φράγματος της
ΔΕΗ, ομάδα Ελλήνων και Άγγλων αρχαιολόγων διενήργησε σωστικές ανασκαφές
μεταξύ των ετών 1971 και 1973.
Στην έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης παρουσιάζονται
δύο χαρακτηριστικά αγγεία από τις προπολεμικές ανασκαφές του W. A. Heurtley, τα
οποία χρονολογούνται στη μέση και στη νεότερη νεολιθική αντίστοιχα. Το αγγείο της
μέσης νεολιθικής, δημοσιευμένο από τον Heurtley, είναι μια ανοιχτή ρηχή λεκανίδα,
με περιχείλωμα το οποίο σχηματίζει γωνία με το σώμα του αγγείου, δηλαδή ένα
11
σχήμα σχετικά σύνθετο. Στην εξωτερική επιφάνεια και στο πάνω μέρος του χείλους
έχει χαρακτηριστική για τη φάση αυτή γραπτή διακόσμηση.
Με βάση τα ευρήματα των ανασκαφών της δεκαετίας του ‘70, η κεραμική της
μέσης νεολιθικής από τα Σέρβια χωρίστηκε σε δύο υποφάσεις, την πρώιμη (Μέση
Νεολιθική Ι) και τη μέση (Μέση Νεολιθική ΙΙ).
Η κεραμική της πρώιμης φάσης (ΜΝΙ) είναι κυρίως μονόχρωμη, ακόσμητη με
πολύ λεπτά τοιχώματα. Η επιφάνεια των αγγείων είναι στιλβωμένη, ενώ το χρώμα της
επιφάνειας, ανάλογα με την όπτηση, κυμαίνεται σε χρωματισμούς από
καστανοκόκκινο μέχρι βαθύ κόκκινο. Στη Μέση Νεολιθική ΙΙ, εκτός από τη λεπτή
κεραμική, εμφανίζονται σε μικρή ποσότητα και αγγεία με παχύτερα τοιχώματα,
φτιαγμένα από χοντρόκοκκους πηλούς με αδρή επιφάνεια. Η εξωτερική επιφάνεια
των αγγείων μορφοποιείται με αυλακιές (από το πέρασμα του χεριού του κεραμέα
πάνω στον υγρό πηλό) ή με πρόσθετο στρώμα πηλού. Η τεχνική αυτή συχνά
αναφέρεται στη βιβλιογραφία με τον ξενόγλωσσο όρο «barbotine» (Εικ. 1). Το
ποσοστό της γραπτής κεραμικής αυξάνεται σταδιακά από τη μία υποφάση στην άλλη.
Οι ανασκαφείς των Σερβίων έχουν διακρίνει ένα πλήθος διακοσμητικών
συνδυασμών στα αγγεία της μέσης νεολιθικής, σε αντιστοιχία με ανάλογες
κατηγοριοποιήσεις γνωστές από τη Θεσσαλία, όπως για παράδειγμα, «ερυθρόχρωμη
διακόσμηση σε ωχροκίτρινη επιφάνεια», «λευκόχρωμη διακόσμηση σε ερυθρόχρωμη
επιφάνεια» και το αντίστροφο. Μάλιστα, η τελευταία αυτή κατηγορία αγγείων
θεωρείται ότι δεν αποτελεί τοπική παραγωγή, αλλά ότι έχει εισαχθεί από τη γειτονική
Θεσσαλία. «Ρυθμός των Σερβίων» (Servia style) έχει ονομαστεί ένα συγκεκριμένο
στιλ γραπτής διακόσμησης, διαγνωστικό στοιχείο του οποίου αποτελεί η ασάφεια στα
περιγράμματα των μοτίβων.
Τα ανοιχτά αγγεία κυριαρχούν με πιο αντιπροσωπευτικά σχήματα φιάλες με
προφίλ σε σχήμα S, «καρποδόχες ή φρουτιέρες», δηλαδή ρηχές ανοιχτές φιάλες πάνω
σε κωνική βάση, φιάλες ημισφαιρικές, αλλά και ανοιχτά αγγεία με κάθετα τοιχώματα
ή που σχηματίζουν γωνία. Τα κλειστά αγγεία είναι κατά κανόνα σφαιρικού σχήματος
με χαμηλό λαιμό, κυλινδρικό ή κωνικό, αλλά και με ψηλό κωνικό λαιμό. Οι βάσεις
είναι επίπεδες ή κωνικές, ενώ υπάρχουν και αγγεία που στηρίζονται σε κυλινδρικά
πόδια. Σε αντίθεση με την αρχαιότερη, στη μέση νεολιθική τα αγγεία, εκτός από
αποφύσεις, αποκτούν και πραγματικές λαβές, κάθετες ταινιωτές ή κυλινδρικές.
Εκτός από τη γραπτή διακόσμηση, στα αγγεία χρησιμοποιείται και η
ανάγλυφη barbotine διακόσμηση. Βρίσκουμε ακόμη παραδείγματα εγχάρακτης
διακόσμησης και εμπίεστης με νυχιές ή αποτυπώματα δακτύλων στην ονομαζόμενη
«χονδροειδή» κεραμική.
Εκτός από τα Σέρβια, αντίστοιχη κεραμική της μέσης νεολιθικής έχει
ανασκαφεί ή περισυλλεγεί στο πλαίσιο επιφανειακών ερευνών και σε άλλες θέσεις
της κοιλάδας του ποταμού Αλιάκμονα, καθώς επίσης και βορειότερα, στην περιοχή
της Κίτρινης Λίμνης (Σαριγκιόλ) του Ν. Κοζάνης, στις τούμπες Μαυροδενδρίου,
Δρεπάνου και Τετραλόφου, καθώς και στη Μεγάλη Τούμπα Αγίου Δημητρίου.
Στην περιοχή της Αριδαίας (Νομός Πέλλας), κοντά στο χωριό Άψαλος,
ανασκάφθηκε πρόσφατα οικισμός της μέσης νεολιθικής με ενδιαφέρουσα κεραμική
την οποία χαρακτηρίζει συχνή παρουσία barbotine (Εικ. 1) και γραπτής διακόσμησης.
Μεγάλο ποσοστό της γραπτής κεραμικής έχει διακοσμηθεί με οργανική ύλη μαύρου
χρώματος, γνωστή στην βιβλιογραφία ως bitumen (Εικ. 2). Χημικές αναλύσεις
έδειξαν ότι πρόκειται για ρητίνη σημύδας.
12
Εικ. 1. Αγγεία με barbotine διακόσμηση (Άψαλος Αριδαίας)
Εικ. 2. Κεραμική με γραπτή διακόσμηση γνωστή ως bitumen (Άψαλος Αριδαίας)
Στην κεντρική Μακεδονία, Μέση Νεολιθική κεραμική έχει έρθει στο φώς στη
Μεσημεριανή Τούμπα Τριλόφου, η οποία είναι γνωστή στη βιβλιογραφία κυρίως ως
οικισμός της Εποχής του Χαλκού. Αν και η κεραμική της μέσης νεολιθικής δεν έχει
παρουσιαστεί αναλυτικά, ως χαρακτηριστική για την φάση αυτή αναφέρεται η
κεραμική με γραπτή λευκή διακόσμηση σε κόκκινο στιλβωμένο υπόβαθρο.
Νεολιθικός οικισμός της μέσης νεολιθικής εντοπίστηκε το 1992 στο χώρο της
Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης. Η κεραμική είναι κατά κύριο λόγο μονόχρωμη,
καστανή με μέτρια στίλβωση. Η διακοσμημένη είναι στο μεγαλύτερο ποσοστό της
γραπτή με καστανά ή κόκκινα μοτίβα σε λευκό, ασβεστοειδές, αστίλβωτο επίχρισμα
ή σε ωχρό κίτρινο ή μπεζ στιλβωμένο υπόβαθρο. Υπάρχουν και κόκκινα ή καστανά
στιλβωμένα αγγεία με λεύκη γραπτή διακόσμηση, ενώ δεν λείπουν και αυτά με
εμπίεστη διακόσμηση με νυχιές. Η ποικιλία γραπτών διακοσμητικών θεμάτων είναι
μεγάλη. Αναφέρονται συμπαγή τρίγωνα, ζώνες με φλογόσχημα κοσμήματα,
κυματιστές ή διασταυρούμενες γραμμές, αλλά και παράσταση ανθρώπινης μορφής.
13
Στα σχήματα επικρατούν φιάλες με κάθετα ή κεκλιμένα τοιχώματα και ημισφαιρικές
φιάλες. Τα αγγεία συχνά φέρουν μικρές διάτρητες αποφύσεις και στηρίζονται σε
επίπεδες βάσεις ή ελαφρά κοίλες και χαμηλές δακτυλιόσχημες.
Κεραμική της μέσης νεολιθικής
εντοπίστηκε και στους οικισμούς στη
Θέρμη
και
στη
Σταυρούπολη
Θεσσαλονίκης. Στη Σταυρούπολη η
πλειονότητα της κεραμικής αυτής της
περιόδου είναι μονόχρωμη με κόκκινο
στιλβωμένο επίχρισμα, αλλά δεν
λείπουν και αγγεία γκρίζου έως
μαύρου χρώματος. Η διακοσμημένη
κεραμική φέρει γραπτό διάκοσμο
κόκκινου χρώματος σε υπόλευκο
Εικ. 3. Κεραμική με κοκκινωπή γραπτή
υπόβαθρο (Εικ. 3). Μικρό ποσοστό
διακόσμηση σε λευκό επίχρισμα
των αγγείων είναι διακοσμημένο με
(Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης)
επίθετη ανάγλυφη διακόσμηση τύπου
barbotine.
Στη Θέρμη ανασκάφτηκε τμήμα οικισμού του τέλους της μέσης νεολιθικής με
μονόχρωμη κεραμική, καστανή και κόκκινη στιλβωμένη. Η χαρακτηριστική
διακοσμημένη κεραμική είναι αυτή με γραπτά μοτίβα λευκού χρώματος σε
κοκκινωπό στιλβωμένο υπόβαθρο και με κοκκινωπά σε κρεμ βάθος, ενώ δεν λείπουν
και αυτά με ανάγλυφη διακόσμηση.
Στη λεκάνη του Λαγκαδά ανασκάφτηκαν πρόσφατα δυο οικισμοί, Λητή Ι και
Λητή ΙΙΙ, με κεραμική που χρονολογείται μάλλον στην αρχή της μέσης νεολιθικής.
Κυριαρχεί μονόχρωμη καστανή και κόκκινη στιλβωμένη κεραμική, ενώ απουσιάζουν
τα χονδροειδή αγγεία. Η γραπτή διακοσμημένη κεραμική αποτελεί μόλις το 1% του
συνόλου της κεραμικής με ιδιαίτερη ποικιλία χρωματικών συνδυασμών: καστανά
μοτίβα σε κρεμ υπόβαθρο, κόκκινα σε κοκκινωπό βάθος, καστανά σε καστανό,
καστανά ή κόκκινα σε υπόλευκο και μαύρα σε καστανή επιφάνεια.
Στο Νομό Πιερίας οικισμός μέσης νεολιθικής βρέθηκε στα Παλιάμπελα
Κολινδρού, με κεραμική η οποία παρουσιάζει έντονα χαρακτηριστικά της
Θεσσαλικής κεραμικής, τόσο ως προς τα σχήματα όσο και ως προς τα στιλιστικά της
χαρακτηριστικά.
Η κεραμική της νεότερης νεολιθικής
Ο πρωτοπόρος της νεολιθικής έρευνας στην Ελλάδα Δ. Ρ. Θεοχάρης, αλλά και
άλλοι Έλληνες και ξένοι αρχαιολόγοι έχουν υποστηρίξει ότι η Νεότερη Νεολιθική
αποτελεί μια περίοδο ανακατατάξεων και πολυμορφίας, μια περίοδο που
χαρακτηρίζεται από μια διαφορετική παράδοση σε σχέση με τις φάσεις που
προηγήθηκαν. Ένα από τα κύρια διαγνωστικά στοιχεία της πολιτισμικής αυτής
αλλαγής θεωρείται η επικράτηση νέων τύπων κεραμικής με γκρίζες και μαύρες
επιφάνειες και με νέους τύπος διακόσμησης.
Πράγματι, στο δεύτερο μισό της 6ης χιλιετίας εμφανίζονται αγγεία με κοινά
χαρακτηριστικά, τα οποία έχουν πλατειά διάδοση στο βορειοελλαδικό και βαλκανικό
χώρο. Τα αγγεία αυτά έχουν ταξινομηθεί σε δύο κύριες ομάδες, τη μελανόχρωμη
στιλβωμένη κεραμική (γνωστή στην αγγλική βιβλιογραφία ως black burnished) και
14
τη μελανοστεφή (black topped). Όπως φαίνεται από τη μέχρι τώρα έρευνα τα αγγεία
αυτά χρησιμοποιούνταν για την προσφορά και την κατανάλωση τροφής και υγρών.
Χαρακτηριστικά σχήματα της μελανόχρωμης κεραμικής, που είναι η
πρωιμότερη, αποτελούν οι φιάλες μικρού και μεσαίου μεγέθους και τα κύπελλα.
Υπάρχουν επίσης ανοιχτά αγγεία σε σχήμα καρποδόχης, καθώς και κλειστά αγγεία με
λαιμό. Οι φιάλες είναι ημισφαιρικές ή κωνικές με επίπεδη βάση, ενώ υπάρχουν και
φιάλες με χαμηλό λαιμό, μερικές από τις οποίες έχουν γωνιώδες προφίλ (Εικ. 4). Τα
αγγεία φαίνεται πως δεν έχουν επίχρισμα, αλλά είναι λειασμένα και στιλβωμένα. Το
χρώμα της εξωτερικής επιφάνειας των αγγείων οφείλεται στην όπτηση και κυμαίνεται
από πολύ σκούρο γκρίζο μέχρι μαύρο.
Εικ. 4. Μελανόχρωμη κεραμική (Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης)
Τα μελανόχρωμα αγγεία είναι διακοσμημένα στην εξωτερική επιφάνεια με
ανάγλυφα μοτίβα, συχνά δυσδιάκριτα, σε σχήμα παράλληλων κάθετων, οριζόντιων ή
πλαγιαστών ραβδώσεων (ribs), οι οποίες μπορεί να διασταυρώνονται ή να εφάπτονται
με διάφορους τρόπους. Συχνά συνδυάζονται με μικροσκοπικές αποφύσεις, σαν
κουμπιά σε σειρά, που περιτρέχουν το χείλος ή το πάνω μέρος του αγγείου. Τα
μελανόχρωμα αγγεία μπορεί να έχουν και διακόσμηση που έχει γίνει με το
στιλβωτήρα (pattern-burnished), ενώ δεν αποκλείεται και συνδυασμός τεχνικών.
Τέτοιου είδους αγγεία έχουν βρεθεί, για παράδειγμα, στις αποκαλούμενες από τους
ανασκαφείς «φάσεις 6 και 7» των Σερβίων, σε τούμπες της Κίτρινης Λίμνης
(Σαριγκιόλ), αλλά και σε πολλές άλλες θέσεις στην υπόλοιπη Μακεδονία και στη
Θεσσαλία («ρυθμός Λάρισσας»).
Κυριότερα σχήματα της μελανοστεφούς κεραμικής—όρος που παραπέμπει
σε ένα μόνο από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της—είναι οι φιάλες με έντονα
γωνιώδες προφίλ (Εικ. 5), οι φιάλες με γωνιώδες προφίλ και ψηλό λαιμό, οι λεκανίδες
κωνικού σχήματος, και τα κλειστά ευρύστομα αγγεία με γωνιώδες προφίλ και ψηλό
λαιμό. Τα ανοιχτά αγγεία υπερτερούν ποσοτικά.
Εικ. 5. Μελανοστεφή αγγεία με αυλακωτή διακόσμηση (Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης)
15
Τα μελανοστεφή αγγεία έχουν επίπεδες βάσεις, συχνά με ίχνη φθοράς
(τριψίματος) στην περίμετρό τους. Το πάχος των τοιχωμάτων, ιδιαίτερα των ανοιχτών
αγγείων, μπορεί να είναι εξαιρετικά μικρό, έως και ένα χιλιοστό κοντά στο χείλος!
Τα μελανοστεφή έχουν στην εξωτερική επιφάνεια λεπτό επίχρισμα από τον
ίδιο πηλό από τον οποίο κατασκευάζονταν, ενώ οι επιφάνειες είναι πολύ καλά
λειασμένες και στιλβωμένες με έντονο γυάλισμα. Τα δύο ή και τρία χρώματα σε
ζώνες που χαρακτηρίζουν την εξωτερική επιφάνεια των αγγείων αυτών είναι
αποτέλεσμα μιας ιδιαίτερης τεχνικής όπτησης (βλ. παραπάνω Στάδια Κατασκευής).
Εικ. 6 Μελανοστεφή αγγεία με λευκή γραπτή διακόσμηση (Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης)
Ένα εντυπωσιακό χαρακτηριστικό των μελανοστεφών αγγείων είναι η
λεγόμενη ρυτιδωτή (rippled) ή αυλακωτή διακόσμηση, που απαντάται τόσο στα
ανοιχτά όσο και στα κλειστά αγγεία με λαιμό (Εικ. 5). Η διακόσμηση γίνεται με
σκληρό εργαλείο πάνω στην υγρή επιφάνεια του αγγείου και αποτελείται από
επάλληλες τοξωτές, ρηχές αυλακιές που περιτρέχουν το λαιμό του αγγείου,
αλλάζοντας φορά ανά τακτά διαστήματα. Η διάταξη της διακόσμησης δίνει την
εντύπωση του συνεχόμενου κυματισμού. Η ρυτιδωτή διακόσμηση συμπίπτει πάντοτε
με το μαύρο μέρος του αγγείου (Εικ. 5). Αντί για τόξα, οι κεραμείς επίσης
χρησιμοποιούν και παράλληλες, πλαγιαστές αυλακιές. Πάνω στην τροπίδωση η
ρυτιδωτή διακόσμηση μπορεί να συνδυάζεται με εμπίεστα μοτίβα (π.χ. ομόκεντρους
κύκλους) ή με μικρές πλαστικές αποφύσεις.
Τα μελανοστεφή αγγεία μπορεί να διακοσμούνται και με λευκή γραπτή
διακόσμηση η οποία πάντα απαντάται στο μαύρο τμήμα του αγγείου (Εικ. 6). Η
16
μελανοστεφής είναι κεραμική εξαιρετικής ποιότητας και τεχνικής και είναι πιθανό να
κατασκευαζόταν από εξειδικευμένους κεραμείς.
Τα αγγεία της νεότερης νεολιθικής συχνά κοσμούνται και με γραπτή
διακόσμηση η οποία παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία τόσο ως προς το χρώμα και το
υλικό που χρησιμοποιήθηκε, όσο και ως προς τα μοτίβα. Μια από τις
χαρακτηριστικές κατηγορίες για την αρχή αυτής της περιόδου είναι η γραπτή
διακόσμηση «φαιό σε φαιό υπόβαθρο» που έχει βρεθεί σε αρκετές θέσεις της
νεότερης νεολιθικής στη Θεσσαλία, ενώ εμφανίζεται και στα Σέρβια, αλλά, όπως
φαίνεται, όχι βορειότερα. Γενικά, τέτοιου τύπου αγγεία δεν είναι συχνά στην
Μακεδονία. Στην έκθεση μπορεί κανείς να δει ένα βαθύ κωνικό αγγείο από τις
προπολεμικές ανασκαφές του Heurtley με πολύ λεπτά τοιχώματα και λειασμένη
επιφάνεια. Δέσμες γραμμών περιβάλλονται από πλατύτερες γραμμές ή ταινίες που
απλώνονται οριζόντια ή κάθετα στην εξωτερική επιφάνεια του αγγείου. Ενδιαφέρον
παρουσιάζει η ύπαρξη οπών επανασυγκόλλησης σε ζεύγη, που μαρτυρούν την
προσπάθεια των νεολιθικών χρηστών να συγκολλήσουν το αγγείο όταν έσπασε. Ο
τρόπος με τον οποίο οι κεραμείς πετύχαιναν το χρωματικό συνδυασμό δύο
τουλάχιστον αποχρώσεων του γκρίζου στην επιφάνεια των αγγείων δεν έχει ακόμη
εξακριβωθεί πλήρως παρόλο που έχουν γίνει και πειραματικές προσεγγίσεις
αναπαραγωγής.
Στην έκθεση παρουσιάζονται επίσης παραδείγματα γραπτής κεραμικής της
νεότερης νεολιθικής από τη Θέρμη και τη Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης, η οποία είναι
χαρακτηριστική για την πρώιμη φάση της περιόδου στην κεντρική Μακεδονία, όπως
αυτή με λευκό χρώμα πάνω στη μαύρη στιλβωμένη επιφάνεια του αγγείου και
κοκκινωπού ή ιώδους χρώματος σε υπόλευκο επίχρισμα. Τα αγγεία, ειδικά τα
κλειστά, συχνά φέρουν και γραπτή διακόσμηση κοκκινωπού χρώματος σε καστανό ή
πορτοκαλί υπόβαθρο. Στη Σταυρούπολη, στα κλειστά αγγεία της προχωρημένης
φάσης της νεότερης νεολιθικής, αναγνωρίστηκε πρόσφατα και μαύρη γραπτή
διακόσμηση σε πορτοκαλί υπόβαθρο, η οποία αποδίδεται με οργανική ύλη. Οι
χημικές αναλύσεις έδειξαν ότι πρόκειται για ρητίνη σημύδας. Στην ίδια φάση τα
ανοιχτά και κλειστά αγγεία φέρουν συχνά και σκουρόχρωμη ή μαύρη γραπτή
διακόσμηση σε καστανό ή πορτοκαλί υπόβαθρο, η οποία επιτυγχάνεται με τη χρήση
μαγγανιούχου υλικού. Για την προχωρημένη φάση της νεότερης νεολιθικής είναι
χαρακτηριστική και άλλη μια κατηγορία γραπτής κεραμικής, αυτή με μαύρη γραπτή
διακόσμηση σε κόκκινο υπόβαθρο (black on red), ενώ σπανιότερα συναντάται και με
σκούρα γραπτή διακόσμηση σε υπόλευκο βάθος. Η τελευταία απαντάται κυρίως στη
Θεσσαλία.
Τα αγγεία της νεότερης νεολιθικής διακοσμούνται και με εγχάρακτη
διακόσμηση. Ίσως ο πιο εντυπωσιακός τύπος εγχάρακτης διακόσμησης είναι ο
λεγόμενος τύπος «Cakran» από ομώνυμη θέση της Αλβανίας. Αγγεία με τέτοια
διακόσμηση έχουν βρεθεί στη δυτική (π.χ. Σέρβια) και στην κεντρική Μακεδονία
(π.χ. Θέρμη και Σταυρούπολη). Η διακόσμηση αυτή γίνεται κυρίως σε ανοιχτά αγγεία
και αποτελείται από παράλληλες σειρές από ταινίες, τεθλασμένες, τρίγωνα ή
γιρλάντες που «κρέμονται» από μια δέσμη γραμμών που περιτρέχουν το χείλος. Οι
εγχαράξεις είναι συχνά γεμισμένες με λευκή πάστα η οποία δημιουργεί έντονη
αντίθεση με τη μελανή ή σκουρόχρωμη επιφάνεια του αγγείου (Εικ. 7).
17
Εικ. 7. Κεραμική με εγχάρακτη διακόσμηση και λευκή πάστα τύπου Cakran
(Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης)
Εκτός από την πληθώρα των αγγείων που χρησιμοποιούνταν για σερβίρισμα,
κατανάλωση τροφής και ποτού και για την αποθήκευσή τους, μεγάλο ποσοστό
κεραμικών σκευών στην νεότερη νεολιθική χρησιμοποιούνταν και για το μαγείρεμα
της τροφής. Χύτρες κλειστού και ανοιχτού σχήματος, ποικίλων μορφών και μεγεθών,
με επίπεδη βάση, αλλά και αυτές που στηρίζονταν σε τρία ή τέσσερα πόδια, ταψιά
και άλλα ρηχά μαγειρικά σκεύη ήταν αναπόσπαστο μέρος της οικοσκευής των
σπιτιών της νεότερης νεολιθικής στη Μακεδονία. Η ποικιλομορφία που
παρουσιάζουν τα μαγειρικά σκεύη τόσο ως προς το μέγεθος, όσο και ως προς το
σχήμα δίνουν στοιχεία για τους τρόπους μαγειρικής. Σε συνδυασμό με τις χημικές
αναλύσεις των υπολειμμάτων τροφής που σώθηκαν μέσα στα τοιχώματά τους,
αναλύσεις που άρχισαν πρόσφατα να εφαρμόζονται στα νεολιθικά σκεύη της
Μακεδονίας, τα μαγειρικά σκεύη αποτελούν πολύτιμη πηγή πληροφοριών για της
διατροφικές συνήθειες των κατοίκων της Μακεδονίας κατά τη νεότερη νεολιθική,
αναδεικνύουν τις διαφορές και τις ομοιότητες μεταξύ των οικισμών, αλλά και μεταξύ
των κατοίκων εντός κάθε οικισμού.
Στην έκθεση παρουσιάζονται, εκτός από αγγεία, «βωμίσκοι», «τράπεζες» ή
«τράπεζες προσφορών», δηλαδή κεραμικά αντικείμενα με πόδια πάνω στα οποία
στηρίζεται μια επίπεδη επιφάνεια ή ρηχό δοχείο. Τα αντικείμενα αυτά απαντώνται σε
όλη τη βαλκανική χερσόνησο μέχρι και τη Ρουμανία από τη Νεότερη Νεολιθική
μέχρι και την Εποχή του Χαλκού. Εκτός από τετράπλευρα, κάποια από αυτά τα
κεραμικά αντικείμενα μπορεί να έχουν και τριγωνικό σχήμα με πόδια που ξεκινούν
από τις τρείς γωνίες. Το εξωτερικό τους τοίχωμα μπορεί να είναι εγχάρακτο,
στιλβωμένο και με άσπρο χρώμα μέσα στις εγχαράξεις για να αναδεικνύονται
καλύτερα. Τα μοτίβα που συναντάμε είναι η «σκακιέρα», τα κλιμακωτά, οι κύκλοι
και διάφορες γραμμές (Εικ. 8). Γεμισμένα με φυτικό λάδι ή λίπος ζώου και φυτίλι θα
μπορούσαν να χρησιμεύουν για το φωτισμό ή για την καύση αρωματικών ουσιών ή
ρετσινιού. Ίχνη φθοράς στο κάτω μέρος των ποδιών πάνω στα οποία στηρίζονταν
υποδηλώνει ότι δεν έμεναν σταθερά, αλλά ότι μετακινούνταν ανάλογα με τη χρήση.
Τα κεραμικά αυτά αντικείμενα έχουν συνδεθεί με την κοινωνική ζωή των οικισμών
και πιθανόν με οικιακές τελετουργίες.
18
Εικ. 8. "Τράπεζες" με εγχάρακτη διακόσμηση (Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης)
Η κεραμική της τελικής νεολιθικής
Πριν αναφερθούμε στην κεραμική της τελικής νεολιθικής, θα πρέπει να
σημειώσουμε εξαρχής ότι δεν υπάρχει συμφωνία μεταξύ των αρχαιολόγων ως προς
τον ορισμό και τη διάρκεια της τελευταίας αυτής φάσης της νεολιθικής περιόδου, η
οποία διαρκεί για περίπου 1.000 χρόνια. Κάποιοι δε διακρίνουν νεότερη και τελική
φάση και για το λόγο αυτό διαιρούν τη νεότερη νεολιθική σε υποφάσεις. Κάποιοι
πάλι θεωρούν ότι το τέλος της Νεολιθικής Περιόδου αποτελεί ξεχωριστή περίοδο, τη
«Χαλκολιθική», σε αντιστοιχία με τα Βαλκάνια και την Εγγύς και Μέση Ανατολή.
Γενικά θα λέγαμε ότι, η κεραμική της τελικής νεολιθικής από τη Μακεδονία
χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση καινούργιων κεραμικών προϊόντων, από
μεγαλύτερη ποικιλία σχημάτων σε σχέση με τις προηγούμενες φάσεις, αλλά και
μεγαλύτερο εύρος χωρητικότητας και μεγεθών. Ως προς την κατασκευή,
παρατηρείται η ταυτόχρονη χρήση πολλών και διαφορετικών πρώτων υλών, ενώ
φαίνεται ότι δε χρησιμοποιούνταν στην ίδια έκταση με προηγούμενες φάσεις
συγκεκριμένες «συνταγές» για συγκεκριμένους τύπους αγγείων.
Το «σήμα κατατεθέν» της τελικής νεολιθικής είναι τα λεγόμενα αλοιφωτά
(crusted) αγγεία. Η αλοιφωτή διακόσμηση απαντάται κυρίως σε μικρού και μεσαίου
μεγέθους αγγεία, όπως φιάλες, σκύφους και καρποδόχες. Μια παχιά στρώση
χρώματος (έντονο κόκκινο, ροζ, μωβ, πορτοκαλί), που σχημάτιζε και σχέδια,
απλωνόταν στην επιφάνεια του αγγείου μετά την όπτηση, με αποτέλεσμα το χρώμα
αυτό να απολεπίζεται εύκολα. Οι πιο συνηθισμένες χρωστικές που χρησιμοποιούνταν
ήταν διάφορα οξείδια του σιδήρου. Το πρόσθετο αυτό χρώμα θα μπορούσε να έχει
μπει πάνω στο αγγείο σε οποιαδήποτε φάση της ζωής του, αλλάζοντας την όψη του
και ενδεχομένως τη χρήση του.
Εκτός από τα αλοιφωτά, που είναι, κατά κανόνα, καλοφτιαγμένα, υπάρχουν
και πολλά αδρά αγγεία με χοντρά τοιχώματα η επιφάνεια των οποίων έχει δεχτεί
μικρή μόνο επεξεργασία. Κάποια αγγεία έχουν ξυστεί μετά το αρχικό πλάσιμο έτσι
ώστε τα τοιχώματά τους να έχουν ομοιόμορφο πάχος. Άλλα όμως φανερώνουν τον
τρόπο κατασκευής τους. Διακρίνονται, για παράδειγμα, οι ενώσεις ανάμεσα στις
19
κουλούρες, υπάρχουν βαθουλώματα από τα δάχτυλα του κεραμέα, αυλακιές από τα
διάφορα εργαλεία που χρησιμοποίησε, ακόμη και ίχνη από απόπειρες
μικροεπισκευών, τα οποία δεν έγινε προσπάθεια να εξαλειφθούν στη συνέχεια. Στις
βάσεις των αγγείων αυτών μπορεί να υπάρχουν αποτυπώματα από τις ψάθες πάνω
στις οποίες κατασκευάστηκαν ή στέγνωσαν. Τέλος, μπορεί να φέρουν εξωτερικά
«πλαστική διακόσμηση» (π.χ. κορδόνια και ταινίες) και σπανιότερα εγχάρακτη.
Με δεδομένο ότι η μελέτη της κεραμικής παραγωγής του τέλους της 5ης και
ης
της 4 χιλιετίας βρίσκεται ακόμη σε αρχικά στάδια, ενώ μεγάλο μέρους του υλικού
αυτού παραμένει αδημοσίευτο, δεν είναι δυνατή στην παρούσα φάση η εξαγωγή
γενικών συμπερασμάτων. Ωστόσο, οι αλλαγές στο σύστημα παραγωγής είναι φανερές
και για το λόγο αυτό θα πρέπει μελλοντικά να αναλυθούν με συστηματικό τρόπο.
Η εμφάνιση καινούργιων ειδών αγγείων και σκευών μας παραπέμπει σε
αλλαγή στους τρόπους παρασκευής και προσφοράς του φαγητού, αλλά και στην
ύπαρξη καινούργιων ειδών διατροφής, όπως για παράδειγμα γαλακτοκομικών
προϊόντων. Δεν αποκλείεται λοιπόν στην τελευταία φάση της νεολιθικής η χρήση των
κεραμικών αγγείων και σκευών να γενικεύεται και έτσι η κεραμική να συμμετέχει σε
ένα πολύ ευρύτερο πλέγμα κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων σε σχέση με
προηγούμενες φάσεις.
Επίλογος
Όπως εύστοχα έχει παρατηρηθεί η κεραμική συμπυκνώνει με τον καλύτερο
τρόπο τη νέα σχέση με το περιβάλλον που χαρακτηρίζει τη νεολιθική (Κωτσάκης
1996). Μια φυσική πρώτη ύλη, ο πηλός, μετασχηματίζεται, μεταμορφώνεται σε
αγγείο, το οποίο μετά το ψήσιμό του στη φωτιά γίνεται πια κεραμικό, γίνεται
τέχνεργο που αντέχει στο χρόνο. Θα προσθέταμε ότι, στην πολύπλοκη αυτή
διαδικασία του μετασχηματισμού συμμετέχουν όλες οι αισθήσεις. Ο/η κεραμέας
συμμετέχει με όλο του/της το σώμα. Πρέπει να έχει γνώση και πείρα, να ξέρει τις
κατάλληλες «συνταγές», να επενδύει χρόνο στην κατασκευή.
Στη νεολιθική κεραμική οι πειραματισμοί και νεωτερισμοί στην παραγωγή
της διαπιστώνονται σε κάθε φάση της νεολιθικής περιόδου. Μάλιστα, σε κάποιες
φάσεις (μέση – νεότερη), η παραγωγή ορισμένων τουλάχιστον τύπων αγγείων πρέπει
να ήταν στα χέρια εξειδικευμένων τεχνιτών. Είναι εύλογο λοιπόν να υποθέσουμε ότι
υπήρχε και ανταγωνισμός μεταξύ των νεολιθικών κεραμέων.
Όμως, η κεραμική τέχνη δεν είναι απλά η διαδικασία κατασκευής ενός
αγγείου, αλλά και το μέσο δήλωσης της ατομικής ή συλλογικής ταυτότητας, «του
ανήκειν» σε μια κοινότητα αυτού ή αυτής που το φτιάχνει και το χρησιμοποιεί. Έτσι,
τα κεραμικά αγγεία συμμετέχουν ενεργά στο κτίσιμο των σχέσεων μέσα σε μια
νεολιθική κοινότητα, αλλά και ανάμεσα σε γειτονικές ή πιο μακρινές περιοχές.
Ανταλλάσσονται για το περιεχόμενό τους, για κοινωνική προβολή, για επίδειξη
γοήτρου, ή για μια περίπτωση ανάγκης.
Στη νεολιθική, η χρήση κεραμικών αγγείων τεκμηριώνεται σε όλες σχεδόν τις
δραστηριότητες της καθημερινής ζωής, αλλά και σε ιδιαίτερες περιστάσεις όπως είναι
οι γιορτές ή τελετές. Για το λόγο αυτό κάθε νεολιθικό αγγείο αντιπροσωπεύει όχι
μόνο την τεχνογνωσία των κατασκευαστών του, αλλά τις αξίες τους και τον τρόπο
που έβλεπαν τον εαυτό τους και τον κόσμο γύρω τους, τόσο οι κατασκευαστές όσο
και οι χρήστες τους.
20
Ευχαριστίες
Θερμές ευχαριστίες οφείλουμε στους συναδέλφους Σταύρο Κώτσο (αρχαιολόγο της
ΙΣΤ' ΕΠΚΑ) για την ευγενική παραχώρηση των φωτογραφιών της κεραμικής από το
νεολιθικό οικισμό της Σταυρούπολης Θεσσαλονίκης, Δρ Αναστασία Χρυσοστόμου
(αρχαιολόγο της ΙΖ' ΕΠΚΑ), Άννα Παπαιωάννου, Τρισεύγενη Παπαδάκου και
Γαρυφαλλιά Βουζαρά για τις φωτογραφίες από το νεολιθικό οικισμό της Αψάλου
Αριδαίας.
ΚΥΡΙΟΤΕΡΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ασλάνης, Ι. 1992. Η Προϊστορία της Μακεδονίας Ι. Η Νεολιθική Εποχή.
Αθήνα: Ινστιτούτο του Βιβλίου-Μ. Καρδαμίτσα.
Βουζαρά, Γ. 2009. Άψαλος: Η κεραμική της τομής ΙΓ και η κεραμική με κόκκινο
επίχρισμα των ορυγμάτων του νεολιθικού οικισμού. Μεταπτυχιακή εργασία.
Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Α.Π.Θ.
Βούλγαρη, Ε., Σωφρονίδου, Μ., Τουλούμης, Κ. 1999. Από το όστρακο στο αγγείο.
Μια πρώτη προσέγγιση της κεραμικής από το νεολιθικό Δισπιλιό. Το
Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη 11 (1997), σελ. 9-17.
Γραμμένος, Δ. 1997. Νεολιθική Μακεδονία. Αθήνα: Ταμείο Αρχαιολογικών
Πόρων και Απαλλοτριώσεων, Υπουργείο Πολιτισμού, Δημοσιεύματα του
Αρχαιολογικού Δελτίου αρ. 56.
Γραμμένος, Δ. 1991. Νεολιθικές έρευνες στην κεντρική και ανατολική Μακεδονία.
Αθήνα.
Γραμμένος, Δ. και Μ. Φωτιάδης 1980. Από τους προϊστορικούς οικισμούς της
ανατολικής Μακεδονίας, Ανθρωπολογικά 1, σελ. 15-53.
Γραμμένος, Δ., Παππά, Μ., Ούρεμ-Κώτσου, Ντ., Σκουρτοπούλου, Κ., Γιαννούλη, Ε.
και Τσιγαρίδα, Μπ. 1990. Ανασκαφή νεολιθικού οικισμού Θέρμης:
ανασκαφική περίοδος 1987, Μακεδονικά ΚΖ, σελ. 244-254.
Γραμμένος, Δ., Παππά, Μ., Ούρεμ-Κώτσου, Ντ., Σκουρτοπούλου, Κ., Γιαννούλη, Ε.,
Μαραγκού, Χ., Βαλαμώτη, Σ., Συρίδης, Γ., Μαρκή, Ε. και Χρηστίδου, Ρ.
1992. Ανασκαφή νεολιθικού οικισμού Θέρμης Β και βυζαντινής
εγκατάστασης παρά τον προϊστορικό οικισμό Θέρμη Α, ανασκαφική περίοδος
1989, Μακεδονικά ΚΗ σελ. 394-407.
Γραμμένος, Δ. και Κώτσος, Σ. 2002. Σωστικές ανασκαφές στο νεολιθικό οικισμό
Σταυρούπολης Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη: Αρχαιολογικό Ινστιτούτο
Βόρειας Ελλάδας.
Γραμμένος, Δ. και Κώτσος, Σ. 2004. Σωστικές ανασκαφές στο νεολιθικό οικισμό
Σταυρούπολης Θεσσαλονίκης, μέρος ΙΙ (1998-2003). Θεσσαλονίκη:
Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Βόρειας Ελλάδας.
Δάνος, Μ. 1982. Η τεχνική της κεραμικής. Αθήνα: Ε.Ο.Μ.Μ.Ε.Χ.
Δεκαβάλλας, Ο. 2004. Οργανικά υπολείμματα στη νεολιθική κεραμική της
Σταυρούπολης Θεσσαλονίκης: ενδείξεις παρουσίας λιπαρών ουσιών ζωικής
και φυτικής προέλευσης. Στο Δ.Β. Γραμμένος και Σ. Κώτσος, Σωστικές
Ανασκαφές στο Νεολιθικό Οικισμό Σταυρούπολης, Θεσσαλονίκης, μέρος ΙΙ
(1998-2003) : 349-360.
Ζιώτα, Χ., Α. Καλογήρου, Μ. Φωτιάδης και Α. Χονδρογιάννη. 1993. Κίτρινη
Λίμνη, τέσσερα χρόνια έρευνας. Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και
Θράκη 4 (1990), σελ. 93-103.
21
Θεοχάρης, Δ.Ρ. 1973. Νεολιθική Ελλάδα. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα.
Ιντζέ, Ζ. 2011. Ο Νεολιθικός Οικισμός της Ρητίνης Πιερίας. Η Κεραμική από το
Μεγάλο Λάκκο. Μεταπτυχιακή διατριβή. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης.
Καλογήρου, Α. 2002. Η κεραμεική της Τελικής Νεολιθικής από την ανασκαφή στο
Μεγάλο Νησί Γαλάνης Ν. Κοζάνης. Στο Η προϊστορική έρευνα στην Ελλάδα
και οι προοπτικές της: θεωρητικοί και μεθοδολογικοί προβληματισμοί.
Πρακτικά διεθνούς συμποσίου στη μνήμη του Δ.Ρ. Θεοχάρη, ΘεσσαλονίκηΚαστοριά, 26-28 Νοεμβρίου 1998, σελ. 99-105. Θεσσαλονίκη: University
Studio Press.
Καραμήτρου-Μεντεσίδη, Γ. 2009. Αιανή και νομός Κοζάνης: δέκα χρόνια έρευνας.
Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη 20, σελ. 105-126
Καραμήτρου-Μεντεσίδη, Γ. 2007. Μαυροπηγή 2005: λιγνιτωρυχεία και αρχαιότητες.
Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη 19 (2005), σελ. 511-539
Καραμήτρου-Μεντεσίδη, Γ. 1986. Προϊστορικοί οικισμοί Κίτρινης Λίμνης
(Σαριγκιόλ) Κοζάνης. Στο Αμηττός, τιμητικός τόμος για τον καθηγητή Μ.
Ανδρόνικο, σελ. 391-416. Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη.
Κωτσάκης, Κ. και Halstead, P. 2004 Ανασκαφή στα νεολιθικά Παλιάμπελα
Κολινδρού. Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη 16 (2002), σελ.
407-415.
Κωτσάκης, K. 1996. Κεραμική Τεχνολογία. Στο Παπαθανασόπουλος, Γ.Α. (εκδ.),
Νεολιθικός πολιτισμός στην Eλλάδα, σελ. 107-109. Αθήνα: Ίδρυμα Ν.Π.
Γουλανδρή-Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης.
Λιούτας, Α. και Σ. Κώτσος 2008. Εγνατία οδός. Ανασκαφές στην περιοχή της Μικρής
Βόλβης. Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη 20 (2006), σελ.
241-248.
Μαλαμίδου, Δ. 1999. Ανασκαφή στον προϊστορικό οικισμό «Κρυονέρι» Ν.
Κερδυλλίων. Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη 11 (1997),
σελ. 509-522.
Μανιάτης, Γ., Κ. Κωτσάκης και P. Halstead υπό εκτύπωση
Νέες ραδιοχρονολογήσεις της αρχαιότερης νεολιθικής στη Μακεδονία.
Παλιάμπελα Κολινδρού, Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη
(2012).
Μπέσιος, Μ. 2010. Πιερίδων Στέφανος: Πύδνα, Μεθώνη και οι αρχαιότητες της
βόρειας Πιερίας. Εκδόσεις Α.Φ.Ε. Κατερίνης.
Μπέσιος, Μ., Α. Αθανασιάδου, Κ. Νούλας, Μ. Χρηστάκου-Τόλια 2005. Ανασκαφές
στον αγωγό ύδρευσης Βόρειας Πιερίας, Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία
και τη Θράκη 17 (2003), σελ. 435-441.
Μπέσιος, Μ. και Φ. Αδακτύλου 2006. Νεολιθικός οικισμός στα Ρεβένια Κορινού, Το
Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη 18 (2004), σελ. 357-366.
Ούρεμ-Κώτσου, Ντ., Ά. Παπαϊωάννου, T. Silva, Φ. Αδακτύλου και Μ. Μπέσιος υπό
εκτύπωση. Οικισμός αρχαιότερης και μέσης νεολιθικής στα Ρεβένια Κορινού.
Πρώτα αποτελέσματα της μελέτης της κεραμικής, Το Αρχαιολογικό Έργο στη
Μακεδονία και τη Θράκη (2012).
Ούρεμ-Κώτσου, Ντ., Κ. Κωτσάκης, Α. Χρυσοστόμου, Γ. Βουζαρά, Ν. Σαριδάκη, Τ.
Παπαδάκου, Α. Παπαϊωάννου και Χ. Πολουκίδου 2012. Πρώτοι γεωργοί και
κτηνοτρόφοι στην Αλμωπία: ένας οικισμός της Μέσης Νεολιθικής στην
Άψαλο. Στο Μ. Τιβέριος και Α. Χρυσοστόμου (επιμ.) Η Έδεσσα και η περιοχή
της. Ιστορία – Αρχαιολογία – Πολιτισμός. Μια διαχρονική παρουσίαση, σελ.
103-110.
22
Ούρεμ-Κώτσου, Ντ. 2006. Νεολιθική κεραμική του Μακρυγιάλου. Διατροφικές
συνήθειες και οι κοινωνικές διαστάσεις της κεραμικής. Διδακτορική διατριβή.
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Ούρεμ-Κώτσου, Ντ. και Γκιούρα, Ε. 2004. Η κεραμική των νέων ανασκαφών. Στο Δ.
Γραμμένος και Σ. Κώτσος, Σωστικές ανασκαφές στον νεολιθικό οικισμό της
Σταυρούπολης, Μέρος ΙΙ (1998-2003). Θεσσαλονίκη: Αρχαιολογικό
Ινστιτούτο Βόρειας Ελλάδας, σελ. 219-304.
Ούρεμ-Κώτσου, Ντ. και Σ. Δημητριάδης. 2002. Η τεχνολογία της κεραμικής της
νεολιθικής Σταυρούπολης. Στο Δ. Γραμμένος και Σ. Κώτσος, Σωστικές
ανασκαφές στον νεολιθικό οικισμό της Σταυρούπολης, Θεσσαλονίκη:
Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Βόρειας Ελλάδας, σελ. 627-682.
Ούρεμ-Κώτσου, Ντ. 2002. Η κεραμική ως ένδειξη για τις διατροφικές συνήθειες: ένα
παράδειγμα από το νεολιθικό οικισμό της Θέρμης. Στο Η προϊστορική έρευνα
στην Ελλάδα και οι προοπτικές της: θεωρητικοί και μεθοδολογικοί
προβληματισμοί. Πρακτικά διεθνούς συμποσίου στη μνήμη του Δ. Ρ. Θεοχάρη,
Θεσσαλονίκη-Καστοριά, 26-28 Νοεμβρίου 1998. Θεσσαλονίκη: University
Studio Press, σελ. 227-234.
Παντελίδου-Γκόφα, Μ. 1991. Κεραμικά εργαλεία. Αρχαιολογική Eφημερίς, σελ. 1-13.
Παπαδάκου, Τ., Ντ. Ούρεμ-Κώτσου και Κ. Κωτσάκης υπό εκτύπωση.
Κεραμική της αρχαιότερης νεολιθικής από τα Παλιάμπελα Κολινδρού. Το
Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη (2012).
Παπαδάκου, Τ. 2011. Η Κεραμική της Αρχαιότερης Νεολιθικής από τη Θέση
Παλιάμπελα Κολινδρού. Μεταπτυχιακή διατριβή. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης.
Παπαθανασόπουλος, Γ.Α. (επιμ.). 1996. Νεολιθικός πολιτισμός στην Eλλάδα. Ίδρυμα
Ν.Π. Γουλανδρή-Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, Αθήνα.
Παπαϊωάννου, Α. 2011. Η κεραμική από τους λάκκους 7 & 11 της πρώιμης νεολιθικής
θέσης Ρεβενίων Κορινού. Μεταπτυχιακή διατριβή. Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Παππά, Μ., Αδακτύλου, Φ., Νανόγλου, Σ. 2003. Νεολιθικός οικισμός Θέρμης 20002001, Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη 15 (2001), σελ. 271278.
Παππά, Μ., Νανόγλου, Σ. Νίτσου, Α. 2002. Ανασκαφή νεολιθικού οικισμού Θέρμης.
Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη 14 (2000), σελ. 179-186.
Παππά, Μ. 1997. Νεολιθική εγκατάσταση στο χώρο της Διεθνούς Έκθεσης
Θεσσαλονίκης. Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη 7 (1993),
σελ. 303-310.
Σαριδάκη, Ν. 2011. Άψαλος-Γραμμή: Η ανάλυση της κεραμικής υπό το πρίσμα της
πετρογραφίας. Μεταπτυχιακή εργασία. Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας,
Α.Π.Θ.
Τζαναβάρη, Κ., Κώτσος, Σ. και Γκιούρα, Ε. 2004. Λήτη ΙΙΙ. Μια νέα νεολιθική θέση
στη λεκάνη του Λαγκαδά. Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη
16 (2002), σελ. 211-222
Τζαναβάρη, Κ. και Φίλης, Κ. 2004. Λητή Ι. Προσδιορισμός της πιθανής θέσης του
νεολιθικού οικισμού. Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη 16
(2002), σελ. 197-210
Τσιρτσώνη, Ζ. 2002 Η κεραμική της νεότερης νεολιθικής στο Ντικιλή Τας. Το
Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη 14 (2000), σελ. 45-54
Φωτιάδης, Μ. 1980. Η αρχαιότερη νεολιθική κεραμική από τη θέση Τούμπα
Σερρών. Ανθρωπολογικά 1, σελ. 20-23.
23
Χονδρογιάννη-Μετόκη, Α. 2004. Αλιάκμων 2000-2002. Σωστική ανασκαφή σε δύο
οικισμούς της Αρχαιότερης και Μέσης Νεολιθικής περιόδου, Το Αρχαιολογικό
Έργο στη Μακεδονία και Θράκη 16 (2002), σελ. 557-570.
Χονδρογιάννη-Μετόκη, Α. 1993. Από την έρευνα στην παραποτάμιαπαραλίμνια περιοχή του Αλιάκμονα. Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία
και Θράκη 4 (1990), σελ. 105-119.
Χρυσοστόμου, Α., Α. Γεωργιάδου, Χ. Πολουκίδου και Α. Προκοπίδου. 2002.
Ανασκαφικές έρευνες στην επαρχιακή οδό Αψάλου-Αριδαίας κατά το 2000.
Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη 14 (2000), σελ. 491-504.
Χρυσοστόμου, Α., Χ. Πολουκίδου και Α. Προκοπίδου. 2003. Επαρχιακή οδός
Αψάλου-Αριδαίας. Η ανασκαφή του νεολιθικού οικισμού στη θέση Γραμμή.
Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη 15 (2001), σελ. 511-523.
Χρυσοστόμου, Π. 1997. Η νεολιθική κατοίκηση στη βόρεια παράκτια ζώνη του
άλλοτε Θερμαϊκού κόλπου (επαρχία Γιαννιτσών), Το Αρχαιολογικό Έργο στη
Μακεδονία και Θράκη 10Α (1996), σελ. 159-172.
Χουρμουζιάδης, Γ. 1977. Ένα ειδικευμένο εργαστήριο κεραμεικής στο νεολιθικό
Διμήνι. Athens Annals of Archaeology 10, σελ. 207-226.
ΚΥΡΙΟΤΕΡΗ ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Andreou, S., Fotiadis, M. και K. Kotsakis 2001. Review of Aegean Prehistory V: The
Neolithic and Bronze Age of Northern Greece. Στο T. Cullen (επιμ.) Aegean
Prehistory: A Review, American Journal of Archaeology Supplement 1,
Archaeological Institute of America, Boston, σελ. 259-327.
Arnold, D. E. 1985. Ceramic Theory and Cultural Process. Cambridge: Cambridge
University Press.
Barclay, K.. 2001. Scientific Analysis of Archaeological Ceramics. A Handbook of
Resources. Oxford: Oxbow.
Costin, C. L. 1991. Craft Specialization: Issues in Defining, Documenting and
Explaining the Organization of Production. Στο M.B. Schiffer (επιμ.)
Archaeological Method and Theory 3. The University of Arizona Press,
Tucson, σελ. 1-56.
Demoule, J.-P. και C. Perlès. 1993. The Greek Neolithic: A New Review. Journal
of World Prehistory 7(4), σελ. 355-416.
Elster, E. S. 1986. Tripods, Plastic Vessels, and Stands: A Fragmentary Collection of
Social Ceramics. Στο C. Renfrew, M. Gimbutas, and E. Elster (επιμ.),
Excavations at Sitagroi. A Prehistoric Village in Northeast Greece, Volume 1,
σελ. 303-344. University of California, Institute of Archaeology, Los Angeles.
Fotiadis, Μ., A. Hondroyanni-Metoki, A. Kalogirou, και C. Ziota. 1999. Megalo
Nisi Galanis (Kitrini Limni Basin) and the Later Neolithic of Northwestern
Greece. Στο S. Hiller και V. Nikolov (επιμ.), Karanovo Band III. Beiträge zum
Neolithikum in Südosteuropa, Phoibos Verlag, Βιέννη, σελ. 217-228.
Heurtley, W.A. 1939. Prehistoric Macedonia. Cambridge University Press,
Cambridge.
Hitsiou, E. 2003. Production and Circulation of the Late Neolithic Pottery from
Makrygialos (Phase II), Macedonia, Northern Greece. PhD dissertation.
University of Sheffield.
Kalogirou, A. 1994. Production and Consumption of Pottery in Kitrini Limni, West
24
Macedonia, Greece, 4500-3500 b.c. Ph.D. Dissertation. University Microfilms
International, Ann Arbor.
Kalogirou, A. 1997. Pottery Production and Craft Specialization in Neolithic Greece.
Στο R. Laffineur και Ph. P. Betancourt (επιμ.), TECHNE, Craftsmen,
Craftswomen, and Craftsmanship in the Aegean Bronze Age, AEGAEUM 16,
Université de Liège και University of Texas at Austin, σελ. 11-17.
Maniatis, Y. και M.S. Tite 1981. Technological Examination of Neolithic-Bronze
Age Pottery from Central and Southeast Europe and from the Near-East.
Journal of Archaeological Science 8, σελ. 59-76.
Mitkidou, S., E. Dimitrakoudi, D. Urem-Kotsou, D. Papadopoulou, K. Kotsakis , J.A.
Stratis και I. Stephanidou-Stephanatou 2008. Organic Residue Analysis of Neolithic
Pottery from North Greece. Microchemica Acta, 160 (4), σελ. 493-498.
Pappa, M., Halstead, P., Kotsakis, K. και D. Urem-Kotsou 2004. Evidence for largescale feasting at Late Neolithic Makriyalos, N Greece. Στο P. Halstead και J.
Barrett (επιμ.), Food, Cuisine and Society in Prehistoric Greece. Oxford:
Oxbow, σελ. 16-44.
Pappa, M. και Μ. Besios 1999. The Makriyalos Project: Rescue Excavations at the
Neolithic Site of Makriyalos, Pieria, Northern Greece. Στο P. Halstead (επιμ.)
Neolithic Society in Greece. Sheffield Academic Press, σελ.108-120.
Pappa, M. και Μ. Besios 1999. The Neolithic Settlement at Makriyalos, Northern Greece:
Preliminary Report on the 1993-1995 Excavations, Journal of Field
Archaeology 26 (2), σελ. 177-195.
Perlès, C. και K. D. Vitelli. 1994. Technologie et fonction des premières productions
céramiques de Grèce. Στο Terre cuite et société. La céramique, document
technique, économique, culturel. XIVe Rencontres Internationales
d’Archéologie et d’Histoire d’Antibes, Editions APDCA, Juan-les-Pins, σελ.
225-242.
Perlès, C. και K.D. Vitelli. 1999. Craft Specialization in the Neolithic of Greece. In
P. Halstead (επιμ.) Neolithic Society in Greece. Sheffield: Sheffield Academic
Press, σελ. 96-107.
Regert, M., Colinart, S., Degrand, L. και Decavallas, O. 2001. Chemical alteration
and use of beeswax through time: Accelerated ageing tests and analysis of
archaeological samples from various environmental contexts. Archaeometry,
43 (4), σελ. 549-569.
Rhomiopoulou, K. και C. Ridley. 1973. Prehistoric Settlement of Servia (West
Macedonia). Excavations 1972. Athens Annals of Archaeology 5, σελ. 419426.
Rhomiopoulou, K. και C. Ridley. 1974. Prehistoric Settlement of Servia (West
Macedonia). Excavations 1973. Athens Annals of Archaeology 7, σελ. 351360.
Ridley, C. και K. Rhomiopoulou. 1972. Prehistoric Settlement of Servia (W.
Macedonia). Excavations 1971. Athens Annals of Archaeology 5, σελ. 27-34.
Ridley, C. και K.A. Wardle. 1979. Rescue Excavations at Servia 1971-1973: A
Preliminary Report. Annual of the British School at Athens 74, σελ. 185-230.
Rice, P. M. 1987. Pottery Analysis. A Sourcebook. Chicago: The University of
Chicago Press.
Ridley, C., K.A. Wardle, και C. A. Mould, (επιμ.). Servia I, Anglo-Hellenic Rescue
Excavations 1971-1973 directed by Aikaterina Rhomiopoulou and Cressida
Ridley: The Stratigraphy, Architecture, Small Objects and Plant Remains.
British School at Athens: Supplementary Volume 32.
25
Robinson, D. M., Excavations at Olynthus, Parts 2-14. Johns Hopkins University
Studies in Archaeology (Baltimore, 1930-1952). (Part 1 is by George E.
Mylonas, and treats the Neolithic settlement on South Hill)
Rye, O. S. 1981. Pottery Technology. Principles and Reconstruction. Manuals on
Archaeology 4. Taraxacum Inc., Washington, D.C.
Shepard, Anna O. 1985 (επανεκτύπωση). Ceramics for the Archaeologist. Carnegie
Institution of Washington, Washington, D.C.
Silva, T. 2011. Early Neolithic Pottery from Revenia. Master’s thesis. University of
Sheffield.
Tsirtsoni, Z. και Youni, P. 2002. Neolithic cooking vessels from Dikili Tash (Eastern
Macedonia, Greece): a technological and functional approach. Στο V.
Kilikoglou, A. Hein και Y. Maniatis (επιμ.) Modern Trends in Scientific
Studies on Ancient Ceramics. British Archaeological Reports International
Series 1011. Oxford: Archaeopress, σελ. 103-110.
Urem-Kotsou, D., Kotsakis, K., Beck, C. και E. C. Stout 2008. Organic residues from
the Late Neolithic Makriyalos cooking pots. Στο Υ. Facorellis, N. Zacharias,
K. Polikreti (επιμ), Proceedings of the 4th Symposium of the Hellenic Society
for Archaeometry. British Archaeological Reports International Series 1746.
Oxford: Archaeopress, σελ. 619-629
Urem-Kotsou, D. και K. Kotsakis. 2007. Pottery, cuisine and community in the
Neolithic of North Greece. Στο J. Renard και Ch. Mee (επιμ.), Cooking up the
Past. Oxford: Oxbow
Urem-Kotsou, D, Copley, M. S. και R. P. Evershed 2004. The use of birch bark tar
on Late Neolithic pottery from Stavroupoli, North Greece. Στο Δ. Γραμμένος
και Σ. Κώτσος, Σωστικές ανασκαφές στον νεολιθικό οικισμό της
Σταυρούπολης, Μέρος ΙΙ (1998-2003). Θεσσαλονίκη: Αρχαιολογικό
Ινστιτούτο Βόρειας Ελλάδας, σελ 339-347.
Vitelli, K.D. 1984. Greek Neolithic Pottery by Experiment. Στο P.M. Rice (επιμ.),
Pots and Potters. Current Approaches in Ceramic Archaeology, σελ. 113-131.
Institute of Archaeology, Monograph 24. University of California, Los
Angeles.
Vitelli, K.D. 1989. Were Pots First Made for Foods? Doubts from Franchthi. World
Archaeology 21, σελ. 17-29.
Vitelli, K.D. 1993. Franchthi Neolithic Pottery. Volume 1: Classification and
Ceramic Phases 1 and 2. Excavations at Franchthi Cave, Greece, Fascicle 8.
Indiana University Press, Bloomington.
Vitelli, K.D. 1995. Pots, Potters, and the Shaping of Greek Neolithic Society. Στο
Barnett, W.K. και Hoopes, J.W. (επιμ.), The Emergence of Pottery:
Technology and Innovation in Ancient Societies, σελ. 55-63. Smithsonian
Institution Press, Washington, D.C.
Vitelli, K.D. 1999. Franchthi Neolithic Pottery. Volume 2: The Later Neolithic
Ceramic Phases 3 to 5. Excavations at Franchthi Cave, Greece, Fascicle 10.
Indiana University Press, Bloomington.
Washburn, D. K. 1984. A Study of the Red on Cream and Cream on Red Designs on
Early Neolithic Ceramics from Nea Nikomedeia. American Journal of
Archaeology 88, σελ. 305-324.
Youni, P. 1996. The Early Neolithic Pottery: Technology (κεφ. 4). The Early
Neolithic Pottery: Typology (κεφ. 5). The Early Neolithic Pottery: Functional
Analysis. Στο K.A. Wardle (επιμ.), Nea Nikomedeia I: The Excavation of an
26
Early Neolithic Village in Northern Greece 1961-1964. The British School at
Athens, supplementary volume no. 25.
Youni, P. 2001. Surface Treatment of Neolithic Vessels from Macedonia and
Thrace. Annual of the British School at Athens 96, σελ. 1-25.
27