Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εφηβεία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εφηβεία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2024

Η ΠΟΙΗΣΗ... τρόπος ενάντια στη βία

Όταν άρχισα να μεγαλώνω με βασάνιζαν τα δέντρα / γιατί χαμογελάτε; πήγε ο νους σας στην άνοιξη που είναι / σκληρή για τα μικρά παιδιά; / μ’ άρεσαν πολύ τα πράσινα φύλλα / νομίζω πως έμαθα λίγα γράμματα γιατί το στουπόχαρτο / πάνω στο θρανίο μου ήταν κι εκείνο πράσινο / με βασάνιζαν οι ρίζες των δέντρων όταν μέσα στη ζεστα-/ σιά τού χειμώνα ερχόντανε να τυλιχτούν γύρω στο / κορμί μου / δεν έβλεπα άλλα όνειρα σαν ήμουν παιδί· / έτσι γνώρισα το κορμί μου.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ. (1998). «Παιδί», στο: Ποιήματα. Αθήνα: Ίκαρος, σ. 115.

Το καλοκαίρι στα δεκαέξι μου χρόνια τραγούδησε μια ξένη / φωνή μέσα στ’ αφτιά μου / ήταν θυμούμαι στην ακροθαλασσιά, ανάμεσα στα κόκ- / κινα δίχτυα και μια βάρκα ξεχασμένη στην άμμο, / σκελετός / δοκίμασα να την πλησιάσω τη φωνή εκείνη βάζοντας την / ακοή μου πάνω στην άμμο / η φωνή χάθηκε / μα ένα πεφταστέρι / σα να ’βλεπα για πρώτη φορά ένα πεφταστέρι / και στα χείλια η αρμύρα του κυμάτου. / Τη νύχτα εκείνη δεν ήρθαν πια οι ρίζες των δέντρων. / Την άλλη μέρα ένα ταξίδι ανοίχτηκε μέσα στο νου μου / κι έκλεισε πάλι σα ζωγραφισμένο βιβλίο· / συλλογίστηκα να πηγαίνω κάθε βράδυ στ’ ακρογιάλι / να μάθω πρώτα τ’ ακρογιάλι κι έπειτα να πάρω το πέλαγο· / την τρίτη μέρα αγάπησα μια κοπέλα πάνω σε μια κορφή / είχε ένα άσπρο σπιτάκι σα ρημοκλήσι / μια γριά μάνα στο παραθύρι με σκυμμένα γυαλιά πάνω σε / βελόνες, πάντα σιωπηλή / μια γλάστρα βασιλικό μια γλάστρα γαρούφαλα / την έλεγαν νομίζω Βάσω Φρόσω ή Μπίλιω· / έτσι ξέχασα τη θάλασσα. / Μια Δευτέρα του Οχτώβρη / βρήκα μια σπασμένη στάμνα μπροστά στο άσπρο σπιτάκι / η Βάσω (για συντομία) φάνηκε μ’ ένα μαύρο φουστάνι / αχτένιστα μαλλιά και κόκκινα μάτια / όταν τη ρώτησα: «Πέθανε, ο γιατρός λέει πέθανε γιατί δε σφάξαμε το μαύρο / κόκορα στα θεμέλια… πού να βρεθεί μαύρος κόκορας / εδώ - πέρα… μονάχα άσπρα κοπάδια… και τα πουλιά / τα πουλούν μαδημένα στην αγορά». / Δε φανταζόμουνα έτσι τη θλίψη και το θάνατο / έφυγα και ξαναγύρισα στη θάλασσα. / Τη νύχτα πάνω στην κουβέρτα του «Αϊ-Νικόλα» ονει- / ρεύτηκα μια παμπάλαιη ελιά να δακρύζει.


ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ. (1998). «Έφηβος», στο: Ποιήματα. Αθήνα: Ίκαρος, σσ. 116-117.