G. Verbo Eimí
G. Verbo Eimí
G. Verbo Eimí
PRESENTE
INDICATIVO
SUBJUNTIVO OPTATIVO IMPERATIVO INFINITIVO PARTICIPIO
PRESENTE IMPERFECTO
(Yo sea) (Fuera o fuese) (¡Se!) (Ser) (Que es; Siendo)
(Soy) (Era)
εἰμί ἦν / ἦ ὦ εἴην ---- M. ὤν, ὄντος
Sing. εἶ ἦσθα ᾦς / ᾖς εἴης ἴσθι F. οὖσα, οὔσης
ἐστί(ν)1 ἦν ᾦ/ᾖ εἴη ἔστω N. ὄν, ὄντος
εἶναι
ἐσμέν ἦμεν ὦμεν εἴμεν ----
Plur. ἐστέ ἦτε ἦτε εἴτε ἔστε
εἰσί(ν) ἦσαν ὦσι(ν) εἴεν2 ἔστων3
FUTURO
(Seré) (Haber de ser) (Que será; Habiendo de ser)
ἐσοίμην
ἔσομαι M. ἐσομεν-ος, ἐσομένου
Sing. ἔσοιο
ἔσῃ / ἔσει F. ἐσομέν-η, ἐσομένης
ἔσοιτο
ἔσται ἔσεσθαι N. ἐσόμεν-ον, ἐσομένου
ἐσόμεθα ἐσοίμεθα
Plur. ἔσεσθε ἔσοισθε
ἔσονται ἔσοιντο
Compuestos de εἰμί: πάρειμι (estar presente [dat.]), ἄπειμι (estar ausente [gen.]) ἔνειμι (estar dentro [dat.]) μέτειμι (intervenir [dat.]) περίειμι (ser
superior, restar [gen.]) ὕπειμι (estar debajo [dat.]), πρόσειμι (estar junto a, ser añadido [dat.]), σύνειμι (estar en compañía de [dat.]).