Βρέθηκα η άτυχη σε λάθος τόπο
και αντίκρυσα το παρελθόν
με κοίταξε κι εκείνο κατάματα,
με κορόιδευε
Νόμιζες πως θα ξεχάσεις;
μου ψιθύρισε
πάγωσα στο άκουσμα του
μαρμάρωσε το σώμα, οι αισθήσεις
και άρχισαν μανιασμένες να ξεπηδούν οι αναμνήσεις.
το πρωινό μου ανόητο χαμόγελο, πριν σε δω
η λαχτάρα να βρεθώ κοντά σου
η αδιαφορία για την πραγματικότητα
η πίστη στις οφθαλμαπάτες
και ύστερα το βλέμμα σου
η πηγή που με τράβηξε αρχικά κοντά σου
το μόνο που δεν κατάφερα ποτέ να ερμηνεύσω
έπαιζες και το ξερα
δεν υποπτευόμουν όμως πόσο θα με επηρέαζε το παιχνίδι σου
έπαιζες μαζί μου μέχρι που έσπασα
και σε έβγαλα μια και καλή απ τη ζωή μου
ψέμα
μόνος σου έφυγες σαν κυνηγημένος
εγώ δεν θα είχα ποτέ τη δύναμη να σε διώξω.
όσο κι αν το θελα
γιατί πονάνε οι ανεκπλήρωτοι έρωτες
γίνονται απωθημένα που κατατρώνε τη σάρκα
πληγές ανίατες που ερεθίσματα πολλά μπορούν να βρουν στόχο και να ανοίξουν.
ανά πάσα στιγμή και από το πουθενά
σε εχω ξεπεράσει
κάτι που μπορώ με ειλικρίνεια να πω
αλλά είναι πέραν των δυνάμεων μου, να σε ξεχάσω εντελώς
ειδικά όταν άθελά τους
άλλοι σε θυμίζουν.
σε θυμήθηκα
δεν έκλαψα, το εχω υποσχεθεί
πως δεν θα σε αφήσω να κομμάτιαζεις άλλο την ψυχή μου
αλλά βούρκωσα
γιατί η ευαισθησία μου καταντάει αηδία πού και πού
γιατί υπάρχεις και θα υπάρχεις μέσα μου.
Δεν είναι επιλογή μου