Μετάβαση στο περιεχόμενο

Νατοϊκοί βομβαρδισμοί κατά της Γιουγκοσλαβίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Νατοϊκοί βομβαρδισμοί κατά της Γιουγκοσλαβίας
Τμήμα του Πολέμου του Κοσσυφοπεδίου
ΧρονολογίαΜάρτιος - Ιούνιος 1999
ΤόποςΟμοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας
Έκβαση
  • Εφαρμογή της Συνθήκης του Κουμάνοβου
  • Απόσυρση των γιουγκοσλαβικών δυνάμεων από το Κοσσυφοπέδιο
  • Ανάπτυξη της KFOR
  • Ίδρυση της UNMIK
  • Βαρειές καταστροφές στην οικονομία και τις υποδομές της Γιουγκοσλαβίας[1]
Αντιμαχόμενοι

NATO

Ηγετικά πρόσωπα
Δυνάμεις
  • Πάνω από 1.031 αεροσκάφη.
  • 30 πλοία και υποβρύχια.
  • 114.000 στρατιώτες.
  • 20.000 αστυνομικοί.
  • 240 αεροσκάφη, τα 14 σύγχρονα.
  • 100 πυραύλους SAM.
  • 1.270 τεθωρακισμένα.
  • 1.400 όπλα πυροβολικού.
Απολογισμός
  • 3 αεριωθούμενα αεροσκάφη, 2 ελικόπτερα και 25 μη επανδρωμένα αεροσκάφη καταρρίφθηκαν. 3 αεριωθούμενα αεροσκάφη καταστράφηκαν.
  • 2 στρατιώτες σκοτώθηκαν σε συντριβή ελικοπτέρου, 3 αιχμάλωτοι στρατιώτες.
  • Περίπου 1.100 στρατιώτες και αστυνομικοί σκοτώθηκαν.
  • 6 MiG-29 καταρρίφθηκαν ή συνετρίβησαν και 1 Soko J-22 Orao συνετρίβη.
  • 22 τεθωρακισμένα οχήματα και όπλα πυροβολικού καταστράφηκαν.
  • 2.500 άμαχοι πολίτες σκοτώθηκαν, τα 89 θύματα ήταν παιδιά.
  • Οικονομική καταστροφή ύψους 29.6 δις $[2].

Οι Νατοϊκοί βομβαρδισμοί κατά της Γιουγκοσλαβίας[3] ήταν στρατιωτική επιχείρηση του Οργανισμού Βορειοατλαντικού Συμφώνου (NATO) ενάντια στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Κοσσυφοπέδιο. Οι αεροπορικές επιδρομές διήρκεσαν από τις 24 Μαρτίου έως τις 10 Ιουνίου του 1999. Η επίσημη κωδική ονομασία της επιχείρησης του ΝΑΤΟ ήταν Operation Allied Force, στις Ηνωμένες Πολιτείες ονομαζόταν Operation Noble Anvil, ενώ στη Γιουγκοσλαβία η επιχείρηση ονομαζόταν λανθασμένα ως «Милосрдни анђео» (Ελεήμων άγγελος), ως αποτέλεσμα παρανόησης ή λανθασμένης μετάφρασης.[4]

Ένας πύραυλος κρουζ Τόμαχοκ εκτοξεύεται από το πίσω κατάστρωμα του αμερικανικού πολεμικού πλοίου USS Gonzalez τον Μάρτιο 31, 1999

Μετά τον Σεπτέμβριο του 1990, όταν το Γιουγκοσλαβικό Σύνταγμα του 1974 είχε καταργηθεί μονομερώς από τη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Σερβίας, η αυτονομία του Κοσσυφοπεδίου περιορίστηκε και η περιοχή αντιμετώπισε κρατική οργανωμένη καταπίεση: από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, το ραδιόφωνο και η τηλεόραση της αλβανικής γλώσσας περιορίστηκαν και οι εφημερίδες έκλεισαν. Οι Κοσοβάροι Αλβανοί απολύθηκαν σε μεγάλους αριθμούς από δημόσιες επιχειρήσεις και ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων τραπεζών, νοσοκομείων, ταχυδρομείων και σχολείων.[5] I Τον Ιούνιο του 1991, η συνέλευση του Πανεπιστημίου της Πρίστινα και πολλά συμβούλια σχολών διαλύθηκαν και αντικαταστάθηκαν από Σέρβους. Οι Αλβανοί δάσκαλοι του Κοσσυφοπεδίου δεν μπόρεσαν να εισέλθουν στις σχολικές εγκαταστάσεις για τη νέα σχολική χρονιά που ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 1991, αναγκάζοντας τους μαθητές να σπουδάσουν στο σπίτι.[5]

Αργότερα, οι Αλβανοί του Κοσσυφοπεδίου ξεκίνησαν μια εξέγερση κατά του Βελιγραδίου όταν ιδρύθηκε ο Απελευθερωτικός Στρατός του Κοσσυφοπεδίου το 1996. Ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ των δύο πλευρών ξέσπασαν στις αρχές του 1998. Στις 15 Οκτωβρίου υπογράφηκε εκεχειρία με τη διευκόλυνση του ΝΑΤΟ, αλλά και οι δύο πλευρές την έσπασαν δύο μήνες αργότερα και οι μάχες ξανάρχισαν.

Όταν ο φόνος 45 Κοσοβάρων Αλβανών στη σφαγή του Ράτσακ αναφέρθηκαν τον Ιανουάριο του 1999, το ΝΑΤΟ αποφάσισε ότι η σύγκρουση μπορούσε να διευθετηθεί μόνο με μια στρατιωτική ειρηνευτική δύναμη για να περιορίσει την βία και από τις δύο πλευρές.[6] Η Γιουγκοσλαβία αρνήθηκε να υπογράψει τις Συμφωνίες του Ραμπουγιέ, οι οποίες μεταξύ άλλων απαιτούσαν την υπάρξη 30.000 ειρηνευτικών στρατεύματων του ΝΑΤΟ στο Κοσσυφοπέδιο, ένα ελεύθερο δικαίωμα διέλευσης για τα στρατεύματα του ΝΑΤΟ στο γιουγκοσλαβικό έδαφος, το δικαίωμα χρήσης τοπικών δρόμων, λιμανιών, σιδηροδρόμων και αεροδρομίων χωρίς πληρωμή και επίταγμα δημόσιων εγκαταστάσεων για δωρεάν χρήση.[7][8] Το ΝΑΤΟ στη συνέχεια ετοιμάστηκε να εγκαταστήσει τις ειρηνευτικές δυνάμεις με τη βία, χρησιμοποιώντας αυτή την άρνηση για να δικαιολογήσει τους βομβαρδισμούς.

Ακολούθησε ο ΝΑΤΟϊκός βομβαρδισμός της Γιουγκοσλαβίας, μια επέμβαση κατά των Σερβικών δυνάμεων με βομβαρδισμό κυρίως, υπό τη διοίκηση του στρατηγού Γουέσλι Κλαρκ. Οι εχθροπραξίες τελείωσαν 2½ μήνες αργότερα με τη Συμφωνία του Κουμάνοβο. Το Κοσσυφοπέδιο τέθηκε υπό τον κυβερνητικό έλεγχο της Αποστολής Προσωρινής Διοίκησης των Ηνωμένων Εθνών στο Κοσσυφοπέδιο και τη στρατιωτική προστασία της Δύναμης του Κοσσυφοπεδίου (KFOR). Ο 15μηνος πόλεμος είχε αφήσει πίσω του χιλιάδες αμάχους νεκρούς και από τις δύο πλευρές και πάνω από ένα εκατομμύριο εκτοπισμένους.[6]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]