Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κνιαζ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μέχρι τον Βόρις Α΄ της Βουλγαρίας (852–889) ο τίτλος των Βουλγάρων μοναρχών ήταν κνιαζ (Кнѣзъ). Ο γιος του, Συμεών Α΄ της Βουλγαρίας (893–927), υιοθέτησε τον τίτλο Τσάρος (αυτοκράτορας), που έγινε ο τίτλος των επόμενων Βούλγαρων ηγεμόνων.

Κνιαζ ή Κνεζ είναι ιστορικός σλαβικός τίτλος, που χρησιμοποιείται τόσο ως βασιλικός όσο και ως αριστοκρατικός τίτλος σε διαφορετικές εποχές της ιστορίας και σε διαφορετικά αρχαία σλαβικά εδάφη. Συνήθως μεταφράζεται ως πρίγκιπας, δούκας ή κόμης, ανάλογα με το συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο και τα δυνητικά γνωστά λατινικά ισοδύναμα του τίτλου για κάθε φορέα του ονόματος. Στις λατινικές πηγές ο τίτλος μεταφράζεται συνήθως ως comes ή princeps, αλλά η λέξη προήλθε αρχικά από το πρωτογερμανικό kuningaz (βασιλιάς).[1]

Η θηλυκή μορφή που μεταγράφεται από τα βουλγαρικά και τα ρωσικά είναι κνιαγκίνια (княгиня), κνέγκινια στα σλοβενικά και σερβοκροατικά (σερβικά κυριλλικά: кнегиња), κνιαχινιά (княгіня) στα λευκορωσικά και κνιαζιούνα (князёўна) είναι η κόρη του πρίγκιπα, στα ουκρανικά. Στα ρωσικά, η κόρη ενός κνιαζ είναι κνιαζνά (княжна) και ο γιος είναι κνιαζίτς (княжич στην παλιά του μορφή).[2]

Ο τίτλος προφέρεται και γράφεται παρόμοια σε διαφορετικές ευρωπαϊκές γλώσσες. Στη σερβοκροατική και σε ορισμένες δυτικές σλαβικές γλώσσες, η λέξη αργότερα υποδήλωνε τον «άρχοντα» και στα τσεχικά, τα πολωνικά και τα σλοβακικά σημαίνει επίσης «ιερέας» (kněz, ksiądz, kňaz), καθώς και «δουκάς» (knez, kníže, książę, knieža).[3] Στα σορβικά σημαίνει απλώς «Κύριος» (από το «Δάσκαλος»). Σήμερα ο όρος κνεζ εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ως η πιο κοινή μετάφραση του «πρίγκιπα» στη σλοβενική, βοσνιακή, κροατική και σερβική λογοτεχνία. Το Κνεζ απαντάται επίσης ως επώνυμο στην Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας.[4]

Η έννοια του όρου άλλαξε κατά τη διάρκεια της ιστορίας. Αρχικά ο όρος χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον αρχηγό μιας σλαβικής φυλής. Αργότερα, με την ανάπτυξη του φεουδαρχικού κράτους, έγινε ο τίτλος του ηγεμόνα ενός κράτους και μεταξύ των Ανατολικών Σλάβων (ρωσικά: княжество, ουκρανικά: князівство, που παραδοσιακά μεταφράζεται ως δουκάτο ή πριγκιπάτο), για παράδειγμα, του Ρως του Κιέβου. Στις μεσαιωνικές λατινικές πηγές ο τίτλος αποδόθηκε είτε ως rex είτε ως dux. Στην Πρώτη Βουλγαρική Αυτοκρατορία, ο Βόρις Α΄ της Βουλγαρίας άλλαξε τον τίτλο του σε κνιαζ μετά τη μεταστροφή του στον Χριστιανισμό, αλλά ο γιος του, Συμεών Α΄, υιοθέτησε τον ανώτερο τίτλο του τσάρου σύντομα το 913. Στο Ρως του του Κιέβου, καθώς ο βαθμός συγκεντροποίησης μεγάλωνε, ο ηγεμόνας απέκτησε τον τίτλο Βελίκι Κνιαζ (Великий Князь, μεταφρασμένο ως Μέγας Πρίγκιπας ή Μέγας Δούκας).

Όταν το Ρως του Κιέβου κατακερματίστηκε τον 13ο αιώνα, ο τίτλος Κνιαζ συνέχισε να χρησιμοποιείται στις ανατολικές σλαβικές πολιτείες, όπως το Κίεβο, το Τσερνίχιβ, το Νόβγκοροντ, το Περεϊάσλαβ, το Μεγάλο Δουκάτο του Βλαντίμιρ, η Μοσχοβία, το Τβερ, το Βασίλειο της Ρουθηνίας και το Μεγάλο Δουκάτο της Λιθουανίας.[5]

Καθώς το Βασίλειο της Ρωσίας κέρδισε την κυριαρχία σε μεγάλο μέρος του πρώην Ρως του Κιέβου, ο Μεγάλος Κνιαζ (великий князь) Ιβάν Δ΄ της Ρωσίας στέφθηκε Τσάρος το 1547. Από τα μέσα του 18ου αιώνα και μετά, ο τίτλος Μεγάλος Κνιαζ αναβίωσε για να αναφέρεται σε γιους και εγγονούς Ρώσων Αυτοκρατόρων (αρσενικής γραμμής).

Ο τίτλος Κνιαζ (ρωσικά: князь) συνέχισε ως κληρονομικός τίτλος της ρωσικής ευγένειας που κατάγονταν από τον Ρούρικ ή τον Γκεντιμίνας. Τα μέλη των οικογενειών Ρουρικιδών ή Γκεντιμινιδών ονομάζονταν πρίγκιπες όταν κυβερνούσαν κυρίαρχα μεσαιωνικά πριγκιπάτα. Αφού οι δήμονές τους απορροφήθηκαν από τη Μοσχοβία, εγκαταστάθηκαν στην αυλή της Μόσχας και εξουσιοδοτήθηκαν να συνεχίσουν με τους πριγκιπικούς τους τίτλους.

Από τον 18ο αιώνα και μετά, ο τίτλος απονεμήθηκε περιστασιακά από τον Τσάρο, για πρώτη φορά από τον Πέτρο Α΄ της Ρωσίας στον συνεργάτη του, Αλεξάντρ Ντανίλοβιτς Μένσικοφ, και στη συνέχεια από την Αικατερίνη Β΄ της Ρωσίας στον εραστή της, Γκριγκόρι Ποτέμκιν. Μετά το 1801, με την ενσωμάτωση της Γεωργίας στη Ρωσική Αυτοκρατορία, διάφοροι τίτλοι πολυάριθμων τοπικών ευγενών αποδίδονταν αμφιλεγόμενα στα ρωσικά ως «κνιαζ». Παρομοίως, πολλοί μικροί ευγενείς των Τάταρων διεκδίκησαν το δικαίωμά τους να χαρακτηρίζονται «κνιαζ» επειδή κατάγονταν από τον Τζένγκις Χαν.

Πολωνική-Λιθουανική Κοινοπολιτεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όπως σημειώθηκε παραπάνω, ο τίτλος knyaz ή kniaz έγινε κληρονομικός ευγενής τίτλος στο Μεγάλο Δουκάτο της Μόσχας και στο Μεγάλο Δουκάτο της Λιθουανίας. Μετά την ένωση του Βασιλείου της Πολωνίας και του Μεγάλου Δουκάτου της Λιθουανίας, το κνιαζ έγινε αναγνωρισμένος τίτλος στην Πολωνική-Λιθουανική Κοινοπολιτεία. Μέχρι τη δεκαετία του 1630 –εκτός από τον τίτλο pan, που υποδήλωνε συμμετοχή στη μεγάλη τάξη των ευγενών σλάχτα – το κνιαζ ήταν ο μόνος κληρονομικός τίτλος που αναγνωρίστηκε επίσημα και χρησιμοποιήθηκε επίσημα στην Πολωνική-Λιθουανική Κοινοπολιτεία. Σημαντικοί κάτοχοι του τίτλου κνιαζ περιλαμβάνουν τον Ιερεμία Βισνιοβιέτσκι.

  1. de Madariaga, I. (1997) "Tsar into emperor: the title of Peter the Great", in Hatton, R.M. et al. Royal and Republican Sovereignty in Early Modern Europe, Cambridge University Press: Cambridge. (ISBN 9780521026512), p. 354
  2. Даль В. Толковый словарь живого великорусского языка в 4-х т. М., 1956. Т. 2, с. 126; Рабинович М. Г. Очерки этнографии феодального города. М., 1978, с. 228.
  3. "князь". "Vasmer's Etymological Dictionary" online
  4. Фроянов И. Я. Киевская Русь. Л., 1980. С. 17
  5. Великий князь // Слова давно минувших дней. Энциклопедия русской старины (speakrus.ru)
  • Mihaljčić, R. (1999) Knez. στο: Ćirković S.i R.Mihaljčić [ed.] Leksikon srpskog srednjeg veka, Βελιγράδι, σελ. 299-301