Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κάψα (βοτανική)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Άνθη και αναπτυσσόμενες κάψουλες καρπών της ορχιδέας εδάφους Σπαθογλωττίς η πτυχωτή (Spathoglottis plicata).

Στη βοτανική, η κάψα, κάψουλα ή το καψάκιο (capsule), είναι ένα είδος απλού αποξηραμένου καρπού, η οποία παράγεται από πολλά είδη ανθοφόρων φυτών.[1] Η κάψουλα είναι μια δομή που αποτελείται από δύο ή περισσότερα καρπόφυλλα.[Σημ. 1] Στα Αγγειόσπερμα (ανθοφόρα φυτά), ο όρος κοιλότητα (locule) χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε ένα θάλαμο εντός του καρπού. Αναλόγως του αριθμού των κοιλοτήτων στην ωοθήκη, ο καρπός μπορεί να χαρακτηριστεί ως μονόκοιλος (με μια θαλάμη), δίκοιλος, τρίκοιλος ή πολύκοιλος. Ο αριθμός των κοιλοτήτων που υπάρχουν σε ένα γυνακείον[Σημ. 2] ή καρπόφιλο, μπορεί να είναι ίσος ή μικρότερος από τον αριθμό των καρπόφυλλων. Οι κοιλότητες περιέχουν τα ωάρια ή τους σπόρους.

Στις περισσότερες περιπτώσεις η κάψουλα διανοίγεται, δηλαδή, κατά την ωρίμανσή της διασπάται (διαχωρίζεται), προκειμένου να απελευθερωθούν οι σπόροι που περικλείονται εντός αυτής. Μερικές μη διανοιγόμενες κάψουλες είναι, για παράδειγμα αυτές της Αδανσονίας της δακτυλωτής (Adansonia digitata), της Alphitonia και της Merciera. Σε ορισμένες κάψουλες, η διάσπαση λαμβάνει χώρα μεταξύ των καρπόφυλλων και ενώ σε άλλες, το κάθε καρπόφυλλο χωρίζει ανοικτό. Όταν μια κάψουλα χωρίζεται σε διακριτά μέρη, αυτές ονομάζονται βαλβίδες· τα όρια των βαλβίδων μπορούν ή δεν μπορούν να συμπίπτουν με τα όρια των καρπόφυλλων.

Αν η διάσπαση (dehiscence)[Σημ. 3] λαμβάνει χώρα κατά μήκος των κόμβων μεταξύ των καρπόφυλλων (δηλαδή κατά μήκος του διαφράγματος),[Σημ. 4] με τις βαλβίδες να παραμένουν στη θέση τους, η κάψουλα περιγράφεται ως διαφραγματική (septicidal). Αντιθέτως, όταν διασπάται σε κύτταρα (δηλαδή, όχι στο διάφραγμα) κατά μήκος της μεσαίας νεύρωσης ή ραχιαία ραφή του loculess, περιγράφεται ως κέλυφος κοιλοτητοποιήσεως (loculicidal). Το τελευταίο είναι κοινό μεταξύ πολλών μελών των Liliaceae.

Σε άλλες ακόμη μορφές κάψουλας, όπως αυτές της παπαρούνας, οι σπόροι απελευθερώνονται μέσω ανοιγμάτων ή πόρων που σχηματίζονται στην κάψουλα. Εάν είναι το άνω μέρος της κάψουλας που διανοίγεται, η κάψουλα επίσης ονομάζεται πυξίδα.[Σημ. 5]

Για παράδειγμα, το κάρυο της Βραζιλίας Βερθολλετία η υψικάρηνος (Bertholletia excelsa), ανοίγει το καπάκι της κάψουλας, αλλά είναι πάρα πολύ μικρό για να απελευθερωθούν η δωδεκάδα και πλέον των σπόρων του (το πραγματικό "κάρυο της Βραζιλίας" του εμπορίου) εντός. Αυτά φυτρώνουν στο εσωτερικό της κάψουλας αφού πέσει στο έδαφος.

Οι κάψουλες, κάποιες φορές κατατάσσονται λανθασμένα ως κάρυα, όπως για παράδειγμα το κάρυο της Βραζιλίας ή το horse chestnut (αγριοκάστανο - Αίσκουλος το ιπποκάστανον (Aesculus hippocastanum)). Μια κάψουλα δεν είναι ένα κάρυο, διότι απελευθερώνει τους σπόρους του και διαχωρίζεται. Τα κάρυα από την άλλη πλευρά, δεν απελευθερώνουν σπόρους καθώς είναι ένωσις ωοθηκών, οι οποίες περιέχουν τόσο έναν ενιαίο σπόρο όσο και τους καρπούς. Τα κάρυα επίσης, δεν διαχωρίζονται.

Παραδείγματα φυτών τα οποία παράγουν κάψουλες είναι νιγκέλλα (nigella), παπαρούνα (poppy), κρίνο (lily), ορχιδέα (orchid), ιτιά (willow), βαμβάκι (cotton) και στραμώνιο (jimson weed).

  1. Καρπόφυλλο είναι το γυναικείο αναπαραγωγικό όργανο ενός άνθους, το οποίο αποτελείται από την ωοθήκη, το στίγμα και συνήθως το στυλ. Μπορεί να εμφανιστεί μεμονωμένα ή ως ένα από την ομάδα.
  2. Το γυναικείον (gynoecium) (από το Αρχαίο Ελληνικό «γυνή» (gyne), που σημαίνει γυναίκα και το «οἶκος», που σημαίνει σπίτι), συνηθέστερα χρησιμοποιείται ως συλλογικός όρος για τα τμήματα του ενός λουλουδιού που παράγει ωάρια και που τελικά εξελίσσεται σε καρπό και σπόρους.
  3. Διασπόμενη στην ωρίμανση για να απελευθερωθεί το περιεχόμενο. Αναφέρεται π.χ. στο άνοιγμα των καρπών, για την απελευθέρωση των σπόρων, των ανθήρων να απελευθερωθεί η γύρη και των σποράγγειων να απελευθερωθούν τα σπόρια.
  4. Στη βιολογία, το διάφραγμα (Λατινικά: septum, για κάτι που περικλείει· Πληθυντικός: διαφράγματα) είναι ένα τοίχωμα, το οποίο διαιρεί μια κοιλότητα ή δομή σε μικρότερες.
  5. Λόγω του τρόπου που ανοίγει, μοιάζει με την πυξίδα. Πυξίς σημαίνει στα αρχαία Ελληνικά κουτί από ξύλο πυξαριού (πύξος ο αειθαλής (Buxus sempervirens)). Η πυξίδα (από το “πύξος” πυξάρι) ήταν μικρό κουτί (ξύλινο αρχικά από το ξύλο του πυξαριού, αλλά αργότερα και πήλινο ή μεταλλικό) για τη φύλαξη κυρίως κοσμημάτων (κοσμηματοθήκη). Στα νεότερα χρόνια, στο κέντρο ενός ξύλινου (μη μαγνητικού δηλαδή) κουτιού τοποθετήθηκε μια σταθερή μαγνητική βελόνα που δείχνει πάντα τον Βορρά· έτσι η πυξίδα έγινε όργανο προσανατολισμού· π.χ. η ναυτική πυξίδα.
  1.  Chisholm, Hugh, επιμ.. (1911) «Capsule» Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα (11η έκδοση) Cambridge University Press