Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αουρανγκζέμπ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αουρανγκζέμπ
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
اورنگ‌زیب عالمگیر (Περσικά)
Προφορά
Γέννηση3  Νοεμβρίου 1618[1][2][3]
Panchmahal district
Θάνατος3  Μαρτίου 1707[4][2][1]
Αχμεντναγκάρ
Τόπος ταφήςTomb of Aurangzeb
Παρατσούκλιمُحيي الدين, أبو المُظفَّر και اورنگ‌زیب
ΘρησκείαΙσλάμ
Εκπαίδευση και γλώσσες
Μητρική γλώσσαπερσικά
Ομιλούμενες γλώσσεςπερσικά
Αραβικά
Τσαγαταϊκή γλώσσα
Ινδουστανική γλώσσα
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταμονάρχης
Οικογένεια
ΣύζυγοςDilras Banu
Nawab Bai
Aurangabadi Mahal
Udaipuri Mahal
ΤέκναSultan Muhammad Akbar
Zeb-un-Nisa
Mehr-un-Nissa[5]
Μουχαμάντ Αζάμ Σαχ
Zinat un-nisa
Muhammad Sultan of Mughal
Μπαχαντούρ Σαχ Α΄
Zubdat-un-Nissa
Kam Bakhsh
Badr-un-Nissa Begum
ΓονείςΣα Τζαχάν και Μουμτάζ Μαχάλ
ΑδέλφιαJahanara Begum
Gauhar Ara Begum
Roshanara Begum
Shah Shuja
Dara Shikoh
Murad Bakhsh
ΟικογένειαΔυναστεία των Μουγκάλ
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΑυτοκράτορας των Μουγκάλ (1658–1707)
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Μουχί αλ-Ντιν Μουχάμαντ, γνωστός ως Αουρανγκζέμπ (περ. 16183 Μαρτίου 1707), που σημαίνει «κόσμημα του θρόνου», καθώς και με το βασιλικό του όνομα Αλαμγκίρ Α΄ (= «Κατακτητής της οικουμένης»), ήταν ο έκτος αυτοκράτορας της Μογγολικής Δυναστείας (Μουγκάλ) της Ινδίας, που βασίλευσε από το 1658 μέχρι τον θάνατό του το 1707. Υπό τη διοίκησή του η αυτοκρατορία του έφθασε τη μεγαλύτερη έκτασή της και κατελάμβανε σχεδόν όλη την Ινδική υποήπειρο.[6][7][8][9]

Ο Αουρανγκζέμπ ανήκε στη γενιά των Τιμουριδών, δηλαδή των απογόνων του Ταμερλάνου. Κατείχε διοικητικές και στρατιωτικές θέσεις επί της βασιλείας του πατέρα του Σαχ Τζαχάν. Αξιοσημείωτη ήταν η θητεία του ως αντιβασιλέως του Ντεκάν το 1636-1637 και κυβερνήτη του Γκουτζαράτ το 1645-1647. Συνέχισε τις εκστρατείες της αυτοκρατορίας σε γειτονικά εδάφη της Περσίας και διακρίθηκε ως στρατιωτικός διοικητής. Τον 1657, ο Σαχ Τζαχάν όρισε ως διάδοχό του στον θρόνο τον πρωτότοκο γιο του, τον Ντάρα Σίκοχ, μια πράξη που δεν δέχθηκε ο Αουρανγκζέμπ, ο οποίος αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας τον Φεβρουάριο του 1658. Τον Απρίλιο ο Αουρανγκζέμπ νίκησε τις ενωμένες στρατιές του Σίκοχ και του βασιλέα του Μαρουάρ (Τζοντπούρ) στη Μάχη του Νταρμάτ. Τον Μάιο μία ακόμα αποφασιστική νίκη του Αουρανγκζέμπ στη Μάχη του Σαμουγκάρ παγίωσε την κυριαρχία του, που αναγνωρίσθηκε σε όλη την Αυτοκρατορία. Αν και ο πατέρας του ανέρρωσε από μια ασθένεια τον Ιούλιο, ο Αουρανγκζέμπ διεκήρυξε ότι ήταν ανίκανος να κυβερνήσει και τον φυλάκισε στο Οχυρό Άγκρα.

Η βασιλεία του Αουρανγκζέμπ χαρακτηρίζεται από ταχεία στρατιωτική επέκταση, με αρκετά έως τότε ανεξάρτητα κράτη να αφομοιώνονται από την Αυτοκρατορία των Μουγκάλ. Επίσης η αυτοκρατορία του ξεπέρασε την Κίνα των Τσινγκ, καθιστάμενη έτσι η μεγαλύτερη οικονομία της τότε οικουμένης. Ο Αουρανγκζέμπ ήταν πιστός Μουσουλμάνος και ανέγειρε πολλά τζαμιά, απαγόρευσε «αμαρτωλές» για το Ισλάμ δραστηριότητες, ενώ υπεστήριξε προγράμματα αραβικής καλλιγραφίας. Κατά τη διάρκεια του σχεδόν μισού αιώνα της βασιλείας του (υπήρξε η μακρότερη στη Μογγολική Δυναστεία των Ινδιών), χρειάσθηκε να καταπνίξει αρκετές τοπικές εξεγέρσεις, ενώ διετήρησε εγκάρδιες σχέσεις με τα άλλα κράτη. Γενικώς άφησε πίσω του μια σύνθετη κληρονομιά.[10] Οι επικριτές του τονίζουν τις ενέργειές του κατά των μη Μουσουλμάνων στο θρήσκευμα και τη συντηρητική του ιδέα για το Ισλάμ, που έρχεται σε αντίθεση με την πλήρη ανεξιθρησκεία των άλλων Μογγόλων Αυτοκρατόρων της Ινδίας. Υπάρχουν ωστόσο και πολλοί που υποστηρίζουν ότι ο Αουρανγκζέμπ δεν έκανε διακρίσεις κατά των Ινδουιστών ή των Σιιτών και ότι προσέλαβε σαφώς περισσότερους Ινδουιστές στην αυτοκρατορική γραφειοκρατία από όσους οι προκάτοχοί του.

Ζωγραφιά (π. 1637) δείχνει τους αδελφούς (από αριστερά προς δεξιά) Σαχ Σουτζά, Αουρανγκζέμπ και Μουράντ Μπακς σε νεαρή ηλικία.

Ο Αουρανγκζέμπ γεννήθηκε στο Νταχόντ.[11][12][13] Πατέρας του ήταν ο Αυτοκράτορας Σαχ Τζαχάν, που βασίλευσε από το 1628 έως το 1658.[14] Μητέρα του Αουρανγκζέμπ ήταν η Μουμτάζ Μαχάλ, θυγατέρα του Πέρση ευγενή Αμπούλ Χασάν Ασάφ Χαν, υστερότοκου γιου του βεζίρη Μιρζά Γκιγιάς.[15] Ο Αουρανγκζέμπ γεννήθηκε όταν ακόμα αυτοκράτορας ήταν ο παππούς του, ο Τζαχανγκίρ, ο 4ος των Μογγόλων Αυτοκρατόρων των Ινδιών.

Τον Ιούνιο του 1626, μετά από μια αποτυχημένη εξέγερση του πατέρα του, ο οκτάχρονος Αουρανγκζέμπ και ο αδελφός του Ντάρα Σίκοχ στάλθηκαν στην αυλή των Μουγκάλ στη Λαχώρη ως όμηροι του παππού τους, στα πλαίσια συμφωνίας του πατέρα τους για συγχώρηση.[16][17] Μετά τον θάνατο του Τζαχανγκίρ το 1627, ο Σαχ Τζαχάν εξήλθε νικηφόρος από τον επακόλουθο πόλεμο διαδοχής και επανενώθηκε με τους γιους του στην Άγκρα.[18]

Ο Αουρανγκζέμπ δέχθηκε την τυπική πριγκιπική εκπαίδευση των Μουγκάλ, που κάλυπτε πρακτικά θέματα, όπως η στρατιωτική στρατηγική και η δημόσια διοίκηση. Ωστόσο διδάχθηκε και θεωρητικά θέματα, όπως οι ισλαμικές σπουδές και η λογοτεχνία, τόσο η περσική λογοτεχνία όσο και εκείνη των τουρκικών γλωσσών. Επίσης έμαθε καλά την ινδική γλώσσα (χίντι) της εποχής του.[19]

Στις 28 Μαΐου 1633 ο Αουρανγκζέμπ γλίτωσε τον θάνατο όταν ένας ισχυρός πολεμικός ελέφαντας πέρασε αφηνιασμένος μέσα από το αυτοκρατορικό στρατόπεδο των Μουγκάλ. Καβάλησε το άλογό του και έτρεξε μετωπικά προς τον ελέφαντα, χτύπησε την προβοσκίδα του με λόγχη[20] και απέφυγε επιτυχώς τον εαυτό του από τον συντριβή. Το θάρρος του Αουρανγκζέμπ εκτιμήθηκε από τον πατέρα του, ο οποίος του έδωσε τον τίτλο του Μπαχαντούρ (= «γενναίος») και τον έβαλε να ζυγιστεί χαρίζοντάς του το βάρος του σε χρυσό και επιπλέον δώρα αξίας 200.000 ρουπιών. Αυτό το γεγονός εξυμνήθηκε σε περσικούς και ουρντού στίχους και ο Αουρανγκζέμπ είπε[21]

«Εάν η μάχη [με τον ελέφαντα] είχε μοιραία για εμένα κατάληξη, αυτό δεν θα ήταν ντροπή. Ο θάνατος ρίχνει την αυλαία ακόμα και πάνω από αυτοκράτορες, δεν είναι ατίμωση. Το όνειδος έγκειται σε αυτό που έπραξαν οι αδελφοί μου!»

Πρώτες εκστρατείες και διοίκηση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πόλεμος στο Μπούντελκαντ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο στρατός των Μουγκάλ υπό τον Αουρανγκζέμπ ανακαταλαμβάνει την Όρτσχα τον Οκτώβριο του 1635.

Ο νεαρός Αουρανγκζέμπ ήταν ονομαστικά υπεύθυνος του σώματος στρατού που στάλθηκε στο Μπούντελκαντ με σκοπό να υποτάξει τον επαναστατημένο ηγεμόνα της Όρτσχα, τον Τζ. Σινγκ, ο οποίος είχε επιτεθεί σε άλλο έδαφος αψηφώντας την πολιτική του Σαχ Τζαχάν και αρνιόταν να εξιλεωθεί για τις πράξεις του. Κατόπιν συνεννοήσεως, ο Αουρανγκζέμπ έμεινε στο μετόπισθεν, μακριά από τις μάχες, και έλαβε τη συμβουλή των στρατηγών του καθώς ο Στρατός των Mughal συγκεντρώθηκε και άρχισε την πολιορκία της Όρτσχα το 1635. Η εκστρατεία ήταν επιτυχής και ο Σινγκ απομακρύνθηκε από την εξουσία.[22]

Αντιβασιλέας του Ντεκάν

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Εικόνα από το Παντσαχναμά του πρίγκιπα Αουρανγκζέμπ να αντιμετωπίζει έφιππος τον αφηνιασμένο πολεμικό ελέφαντα Σουντακάρ, τρυπώντας του την προβοσκίδα με τη λόγχη του.[23]

Ο Αουρανγκζέμπ διορίστηκε αντιβασιλέας του Ντεκάν[24] το 1636. Οι υποτελείς του Σαχ Τζαχάν καταστράφηκαν από την ανησυχητική επέκταση του Σουλτανάτου του Αχμαντναγκάρ κατά τη διάρκεια της βασιλείας του αγοριού-πρίγκιπα Μουρτάζα Νιζάμ Σαχ Γ΄, οπότε ο αυτοκράτορας έστειλε τον Αουρανγκζέμπ, ο οποίος το 1636 έβαλε τέλος στη δυναστεία των Νιζάμ Σαχί.[25] Το 1637 ο Αουρανγκζέμπ νυμφεύθηκε την πριγκίπισσα των Σαφαβιδών Ντιλράς Μπάνου Μπέγκουμ, μεταθανάτια γνωστή ως Ράμπια-ουντ-Νταουράνι.[26][27] Ήταν η πρώτη του σύζυγος, η κύρια σύζυγός του, καθώς και η πλέον αγαπημένη του.[28][29][30] Είχε επίσης έναν έρωτα με μια σκλάβα, τη Χίρα Μπάι (της έδωσε το περσικό όνομα Ζαϊναμπαντί Μαχάλ), της οποίας ο θάνατος σε νεαρή ηλικία τον επηρέασε πολύ. Στα γηρατειά του εξάλλου βρισκόταν κάτω από τη γοητεία μιας παλλακίδας του, της Ουνταϊπουρί Μαχάλ[31][32]. Αυτή ήταν στο παρελθόν συντρόφισσα του αδελφού του, του Ντάρα Σίκοχ.[33] Το ίδιο έτος, το 1637, ο Αουρανγκζέμπ τοποθετήθηκε ως υπεύθυνος για την προσάρτηση του μικρού βασιλείου (ρατζπούτ) της Μπαγκλάνα, κάτι που έκανε με ευκολία.[34] Το 1638 ο Αουρανγκζέμπ νυμφεύθηκε τη Ναουάμπ Μπάι, αργότερα γνωστή ως Ραχμάτ αλ-Νίσα.[27][26] Την ίδια χρονιά ο Αουρανγκζέμπ έστειλε στρατό για να υποτάξει το πορτογαλικό παράκτιο φρούριο του Νταμάν, ωστόσο οι δυνάμεις του συνάντησαν πεισματική αντίσταση και τελικώς αποκρούσθηκαν μετά από μακρά πολιορκία.[35][36] Κάποια στιγμή, ο Αουρανγκζέμπ νυμφεύθηκε και την Αουρανγκαμπαντί Μαχάλ, η οποία ήταν Κιρκασία ή Γεωργιανή.[37][26]

Το 1644 η αδελφή του Αουρανγκζέμπ, η Τζαχανάρα, υπέστη σοβαρά εγκαύματα όταν εύφλεκτες ουσίες στο άρωμά της αναφλέχθηκαν από μια κοντινή λάμπα ενώ βρισκόταν στην Άγκρα. Αυτό το γεγονός προκάλεσε μια οικογενειακή κρίση με πολιτικές συνέπειες. Ο Αουρανγκζέμπ προκάλεσε τη δυσαρέσκεια του πατέρα του με το να μην επιστρέψει στην Άγκρα αμέσως, αλλά τρεις εβδομάδες αργότερα. Ο Σαχ Τζαχάν περιποιόταν την Τζαχανάρα εκείνες τις εβδομάδες, ενώ χιλιάδες υποτελείς είχαν φθάσει στην Άγκρα για να αποτίσουν τα σέβη τους και να ευχηθούν περαστικά. Ο Σαχ Τζαχάν εξοργίστηκε όταν είδε τον Αουρανγκζέμπ να μπαίνει στα εσώτερα διαμερίσματα του ανακτόρου με στρατιωτική ενδυμασία και τον απέλυσε αμέσως από τη θέση του αντιβασιλέα του Ντεκάν. Επίσης τού απαγόρευσε να χρησιμοποιεί κόκκινες σκηνές ή να συσχετίζεται με το επίσημο στρατιωτικό έμβλημα του Αυτοκράτορα. Ωστόσο, σύμφωνα με άλλες πηγές ο Αουρανγκζέμπ απολύθηκε από τη θέση του επειδή άφησε τη ζωή της πολυτέλειας και έγινε φακίρης.[38]

Κυβερνήτης του Γκουτζαράτ και του Μπαλχ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1645 ο Αουρανγκζέμπ αποκλείστηκε από την αυτοκρατορική αυλή για επτά μήνες και ανέφερε τη θλίψη του σε συναδέλφους του διοικητές. Στη συνέχεια ο Σαχ Τζαχάν τον διόρισε κυβερνήτη του Γκουτζαράτ. Η διακυβέρνησή του στο Γκουτζαράτ χαρακτηρίσθηκε από θρησκευτικές διαμάχες, αλλά ανταμείφθηκε γιατί έφερε σταθερότητα.[39][40]

Το 1647 ο Αυτοκράτορας μετέθεσε τον Αουρανγκζέμπ από το Γκουτζαράτ στη θέση του κυβερνήτη του Μπαλχ, στο σημερινό Αφγανιστάν, αντικαθιστώντας έναν νεότερο γιο, τον Μουράτ Μπακς, ο οποίος είχε αποδειχθεί αναποτελεσματικός εκεί. Η περιοχή είχε δεχθεί επίθεση από φυλές Ουζμπέκων και Τουρκμενίων. Αν και το πυροβολικό και τα μουσκέτα των Μουγκάλ ήταν μια τρομερή δύναμη, το ίδιο ήταν και οι δεξιότητες των αντιπάλων τους στις αψιμαχίες. Οι δύο πλευρές ήταν σε αδιέξοδο και ο Αουρανγκζέμπ ανεκάλυψε ότι ο στρατός του δεν μπορούσε να ζήσει από τη γη, η οποία είχε καταστραφεί από τον πόλεμο. Με την έναρξη του χειμώνα, αυτός και ο πατέρας του χρειάσθηκε να κάνουν μια σε μεγάλο βαθμό μη ικανοποιητική συμφωνία με τους Ουζμπέκους, παραχωρώντας εδάφη σε αντάλλαγμα για την ονομαστική αναγνώριση της κυριαρχίας των Μουγκάλ. Η δύναμη των Mughal υπέφερε ακόμη περισσότερο από επιθέσεις από Ουζμπέκους και άλλες, ορεινές φυλές, καθώς υποχωρούσε μέσα από τα χιόνια προς την Καμπούλ. Μέχρι το τέλος αυτής της διετούς εκστρατείας, ένα τεράστιο ποσό χρημάτων είχε δαπανηθεί για μικρό κέρδος.[41]

Ακολούθησαν περαιτέρω ατυχείς στρατιωτικές εμπλοκές, καθώς ο Αουρανγκζέμπ διορίστηκε κυβερνήτης του Μουλτάν και του Σινδ. Οι προσπάθειές του το 1649 και το 1652 να εκτοπίσει τους Σαφαβίδες στην Κανταχάρ, την οποία είχαν ανακαταλάβει πρόσφατα μετά από μια δεκαετία ελέγχου των Μουγκάλ, κατέληξαν και οι δύο σε αποτυχία, καθώς πλησίαζε ο χειμώνας. Τα υλικοτεχνικά προβλήματα επιμελητείας του στρατού στο άκρο της αυτοκρατορίας, σε συνδυασμό με την κακή ποιότητα των εξοπλισμών, αναφέρθηκαν από τον John Richards ως λόγοι αποτυχίας, ενώ μια τρίτη προσπάθεια το 1653, με επικεφαλής τον Ντάρα Σίκοχ, είχε το ίδιο αποτέλεσμα.[42]

Δεύτερη θητεία αντιβασιλείας του Ντεκάν

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αουρανγκζέμπ έγινε αντιβασιλέας του Ντεκάν και πάλι αφού αντικαταστάθηκε από τον Ντάρα Σίκοχ στην προσπάθεια να ανακαταλάβει την Κανταχάρ. Ο Αουρανγκζέμπ λυπήθηκε για αυτό και αισθανόταν ότι ο Σικόχ είχε χειραγωγήσει την κατάσταση για να εξυπηρετήσει τους δικούς του σκοπούς. Τα δύο τζαγκίρ (επιχορηγήσεις σε γη) του Aurangbad μεταφέρθηκαν εκεί ως συνέπεια της επιστροφής του και, επειδή το Ντεκάν ήταν μια σχετικά φτωχή περιοχή, αυτό του προξένησε οικονομικές απώλειες. Τόσο φτωχή ήταν η περιοχή, ώστε απαιτήθηκαν επιχορηγήσεις από τη Μάλουα και το Γκουτζαράτ προκειμένου να διατηρηθεί η διοίκηση και η κατάσταση προκάλεσε δυσαρέσκεια μεταξύ πατέρα και γιου. Ο Σαχ Τζαχάν επέμεινε ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να βελτιωθούν εάν ο Αουρανγκζέμπ έκανε προσπάθειες να αναπτύξει την καλλιέργεια.[43] Ο Αουρανγκζέμπ διόρισε τον Μουρσίντ Κούλι Χαν για να επεκτείνει στο Ντεκάν το σύστημα εσόδων zabt που χρησιμοποιούσαν στη βόρεια Ινδία. Ο Μουρσίντ Κούλι οργάνωσε μια έρευνα για τη γεωργική γη και μια φορολογική εκτίμηση για το τι παρήγε. Προκειμένου να αυξήσει τα φορολογικά έσοδα, ο Μουρσίντ Κούλι χορήγησε δάνεια για σπόρους, ζωικό κεφάλαιο και υποδομές αρδεύσεως. Το Deccan επέστρεψε έτσι στην ευημερία.[24][44]

Ο Αουρανγκζέμπ πρότεινε να επιλυθεί η κατάσταση με επιθέσεις στους δυναστικούς «ενοίκους» της Γκολκόντα (τους Κουτμπ Σαχί) και της Μπιτζαπούρ (τους Αντίλ Σαχί). Ως συμπλήρωμα στην επίλυση των οικονομικών δυσκολιών, πρότεινε επίσης να επεκταθεί η επιρροή των Μουγκάλ συγκεντρώνοντας περισσότερες εκτάσεις.[43] Ο Αουρανγκζέμπ προέλασε εναντίον του Σουλτάνου της Μπιτζαπούρ και πολιόρκησε το Μπιντάρ. Ο κυβερνήτης της οχυρωμένης πόλεως, ο Σίντι Μαρτζάν, τραυματίστηκε θανάσιμα όταν εξερράγη γεμιστήρας πυρίτιδας. Μετά από είκοσι επτά ημέρες σκληρής μάχης, το Μπιντάρ αλώθηκε από τους Μουγκάλ και ο Αουρανγκζέμπ συνέχισε την προέλασή του.[45] Και πάλι πίστευε ότι ο Ντάρα είχε ασκήσει επιρροή στον πατέρα του: πιστεύοντας ότι βρισκόταν στα πρόθυρα της νίκης και στις δύο περιπτώσεις, ο Αουρανγκζέμπ ήταν απογοητευμένος που ο Σαχ Τζαχάν επέλεξε τότε να συμβιβαστεί με διαπραγματεύσεις με τις αντίπαλες δυνάμεις, αντί να πιέσει για την πλήρη νίκη.[43]

Ο πόλεμος της διαδοχής

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Σιπάι του Αυτοκράτορα Αουρανγκζέμπ έξω από το ανάκτορό του στο Αουρανγκαμπάντ το 1658

Οι 4 γιοι του Σαχ Τζαχάν είχαν όλοι διετελέσει κυβερνήτες επαρχιών κατά τη διάρκεια της βασιλείας του πατέρα τους. Ο αυτοκράτορας ευνοούσε τον πρωτότοκο, τον Ντάρα Σίκοχ.[46] Αυτό είχε προκαλέσει δυσαρέσκεια στους τρεις νεότερους γιους, οι οποίοι επεδίωξαν σε διάφορες περιόδους να ενισχύσουν συμμαχίες μεταξύ τους και εναντίον του Ντάρα. Ο λόγος ήταν ότι δεν υπήρχε παράδοση των Μογγόλων για τη μεταβίβαση της εξουσίας, μετά τον θάνατο ενός αυτοκράτορα, στον πρωτότοκο γιο του.[43] Αντίθετα, ήταν σύνηθες οι γιοι να ανατρέπουν τον πατέρα τους και οι αδελφοί να πολεμούν μέχρι θανάτου μεταξύ τους.[47] Ο ιστορικός Satish Chandra γράφει ότι «Ως έσχατη καταφυγή, οι δεσμοί μεταξύ των ισχυρών στρατιωτικών ηγετών και η στρατιωτική δύναμη και ικανότητα [ήταν] οι πραγματικοί παράγοντες».[43] Ο ανταγωνισμός για την εξουσία ήταν κυρίως μεταξύ του Ντάρα Σίκοχ και του Αουρανγκζέμπ επειδή, παρόλο που και οι 4 γιοι είχαν επιδείξει ικανότητες στους επίσημους ρόλους τους, γύρω από τους δύο κυκλοφορούσε κυρίως το υποστηρικτικό ρεύμα των αξιωματούχων και άλλων ανθρώπων με επιρροή.[48] Υπήρχαν και ιδεολογικές διαφορές: Ο Ντάρα ήταν διανοούμενος και θρησκευτικά φιλελεύθερος και ανεξίθρησκος, παρόμοια με τον Ακμπάρ, ενώ ο Αουρανγκζέμπ ήταν πολύ πιο συντηρητικός – αλλά, όπως γράφουν οι ιστορικοί Barbara D. Metcalf και Thomas R. Metcalf, «Το να εστιάσουμε σε αποκλίνουσες φιλοσοφίες παραμελεί το γεγονός ότι ο Ντάρα ήταν λιγότερο ικανός ως στρατηγός και ηγέτης. Αγνοεί επίσης το γεγονός ότι οι φατριακές γραμμές στη διαμάχη για τη διαδοχή δεν διαμορφώνονταν από την ιδεολογία».[49] Ο Marc Gaborieau, καθηγητής Ινδικών σπουδών στην École des Hautes Études en Sciences Sociales[50], εξηγεί ότι «η αφοσίωση [των αξιωματούχων και των ένοπλων δυνάμεών τους] φαίνεται ότι υποκινιόταν περισσότερο από τα δικά τους συμφέροντα, την εγγύτητα των οικογενειακών τους σχέσεων και πάνω από όλα τη χαρισματικότητα των διεκδικητών, παρά από ιδεολογικούς διαχωρισμούς».[47] Μουσουλμάνοι και Ινδουιστές δεν χώρισαν σε θρησκευτικές γραμμές στην υποστήριξή τους προς τον έναν ή τον άλλο, ούτε, σύμφωνα με τον Chandra, υπάρχουν πολλά στοιχεία που να υποστηρίζουν την πεποίθηση ότι η Τζαχανάρα και άλλα μέλη της βασιλικής οικογένειας διχάστηκαν ως προς την υποστήριξή τους. Η Τζαχανάρα, ασφαλώς, μεσολάβησε σε διάφορες στιγμές για λογαριασμό όλων των πριγκίπων και έχαιρε της εκτιμήσεως του Αουρανγκζέμπ, παρόλο που συμμεριζόταν τη θρησκευτική άποψη του Ντάρα.[51]

Το 1656 ένας στρατηγός της δυναστείας Κουτμπ Σαχί ονόματι Μουσά Χαν, οδήγησε έναν στρατό 12.000 μουσκετοφόρων για να επιτεθεί στον Αουρανγκζέμπ, ο οποίος πολιορκούσε τότε το φρούριο της Γκολκόντα. Αργότερα στην ίδια εκστρατεία, ο Αουρανγκζέμπ με τη σειρά του επέλασε εναντίον ενός στρατού αποτελούμενου από 8.000 ιππείς και 20.000 μουσκετοφόρους Καρνατάκι.[52][53]

Έχοντας ξεκαθαρίσει ότι η επιθυμία του ήταν να τον διαδεχθεί ο Ντάρα, ο Σαχ Τζαχάν ασθένησε με ουρολογικά συμπτώματα το 1657 και κλείστηκε υπό τη φροντίδα του αγαπημένου του γιου στη νεόδμητη πόλη Σαχτζαχαναμπάντ (το Παλαιό Δελχί). Οι φήμες για θάνατο του Σαχ Τζαχάν έβριθαν και οι νεότεροι γιοι ανησυχούσαν ότι ο Ντάρα μπορεί να το απέκρυπτε για μακιαβελικούς λόγους. Ανέλαβαν έτσι δράση: ο Σαχ Σούτζα από τη Βεγγάλη, όπου ήταν κυβερνήτης από το 1637, έφερε το ιππικό, το πυροβολικό και τον ποτάμιο στολίσκο του προς την Άγκρα. Κοντά στο Βαρανάσι οι δυνάμεις του αντιμετώπισαν έναν αμυντικό στρατό που στάλθηκε από το Δελχί υπό τη διοίκηση του πρίγκιπα Σουλεϊμάν Σίκοχ (ή Σούκοχ), γιου του Ντάρα, και του Raja Jai Singh[54], ενώ ο Μουράντ έκανε το ίδιο στο Γκουτζαράτ και ο Αουρανγκζέμπ στο Ντέκαν. Δεν είναι γνωστό εάν αυτές οι προετοιμασίες έγιναν με την εσφαλμένη πεποίθηση ότι οι φήμες για θάνατο του Αυτοκράτορα ήταν αληθινές ή αν οι αμφισβητίες απλώς εκμεταλλεύονταν την κατάσταση.[43]

Ο Αουρανγκζέμπ ως Αυτοκράτορας των «Μεγάλων Μογγόλων»

Αλλά η κατάσταση της υγείας του Σαχ Τζαχάν βελτιώθηκε, οπότε μετακόμισε στην Άγκρα και ο Ντάρα τον παρότρυνε να στείλει δυνάμεις για να αμφισβητήσει τον Σαχ Σούτζα και τον Μουράντ, οι οποίοι είχαν ανακηρύξει τους εαυτούς τους ηγεμόνες στις αντίστοιχες περιοχές τους. Ενώ ο Σαχ Σούτζα ηττήθηκε στο Βαρανάσι τον Φεβρουάριο του 1658, ο στρατός που στάλθηκε για να αντιμετωπίσει τον Μουράντ ανεκάλυψε με έκπληξη ότι αυτός και ο Αουρανγκζέμπ είχαν ενώσει τις δυνάμεις τους[51], καθώς τα δύο αδέλφια είχαν συμφωνήσει να μοιράσουν μεταξύ τους την αυτοκρατορία μόλις την αποκτούσαν[55]. Οι δύο στρατοί συγκρούσθηκαν στη Μάχη του Νταρμάτ τον Απρίλιο του 1658, με τον Αουρανγκζέμπ να είναι ο νικητής. Ο Σούτζα καταδιωκόταν στο Μπιχάρ και η νίκη του Αουρανγκζέμπ έδειξε ότι αυτή ήταν μια λανθασμένη επιλογή του Ντάρα Σίκοχ, ο οποίος τώρα είχε μια ηττημένη δύναμη στο ένα μέτωπο και μια επιτυχημένη δύναμη άσκοπα απασχολημένη στο άλλο. Συνειδητοποιώντας ότι οι ανακληθείσες δυνάμεις του στο Μπιχάρ δεν θα έφθαναν στην Άγκρα εγκαίρως για να αντισταθούν στην προέλαση του τολμηρού Αουρανγκζέμπ, ο Ντάρα προσπάθησε να συνάψει τοπικές συμμαχίες, αλλά διεπίστωσε ότι ο Αουρανγκζέμπ είχε ήδη «φλερτάρει» με βασικούς πιθανούς υποψηφίους. Όταν ο ετερόκλητος, βιαστικά συγκροτημένος στρατός του Ντάρα συγκρούστηκε με την καλά πειθαρχημένη, σκληραγωγημένη στη σύγκρουση δύναμη του Αουρανγκζέμπ, στη Μάχη του Σαμουγκάρ στα τέλη Μαΐου, ούτε οι άνδρες του Ντάρα, ούτε η στρατηγία του ήταν συγκρίσιμα με αυτά του Αουρανγκζέμπ. Ο Ντάρα είχε επίσης αποκτήσει υπερβολική αυτοπεποίθηση για τις ικανότητές του και, αγνοώντας τη συμβουλή να μην ηγηθεί στη μάχη όσο ο πατέρας του ήταν ζωντανός, εδραίωσε την ιδέα ότι είχε σφετερισθεί τον θρόνο.[51] «Μετά την ήττα του Ντάρα, ο Σαχ Τζαχάν φυλακίστηκε στο φρούριο της Άγκρα, όπου πέρασε οκτώ χρόνια υπό τη φροντίδα της αγαπημένης του κόρης Τζαχανάρα».[56]

Στη συνέχεια ο Αουρανγκζέμπ έσπασε τη συμφωνία του με τον Μουράντ, κάτι που πιθανότατα ήταν η πρόθεσή του εξ αρχής.[55] Αντί να θέλει να μοιράσει την αυτοκρατορία μεταξύ του ίδιου και του Μουράντ, διέταξε να συλληφθεί ο αδελφός του και να φυλακιστεί στο οχυρό Γκουαλιόρ. Ο Μουράτ εκτελέστηκε στις 4 Δεκεμβρίου 1661, υποτίθεται για τον φόνο του αρχιφοροεισπράκτορα του Γκουτζαράτ λίγο νωρίτερα. Ο ισχυρισμός ενθαρρύνθηκε από τον Αουρανγκζέμπ, ο οποίος παρότρυνε τον γιο του αξιωματούχου να ζητήσει τιμωρία για τον φόνο του πατέρα του, σύμφωνα με τις αρχές του νόμου της Σαρίας[57]. Στο μεταξύ, ο Ντάρα ανασυνέταξε τις δυνάμεις του και κινήθηκε προς το Παντζάμπ. Ο στρατός που στάλθηκε εναντίον του Σούτζα παγιδεύθηκε στα ανατολικά, οι στρατηγοί του, Τζάι Σινγκ και Ντιλίρ Χαν, υποτάχθηκαν στον Αουρανγκζέμπ, αλλά ο γιος του Ντάρα, Σουλεϊμάν Σίκοχ, διέφυγε. Ο Αουρανγκζέμπ προσέφερε στον Σαχ Σούτζα τη θέση του κυβερνήτη της Βεγγάλης. Αυτή η κίνηση είχε ως αποτέλεσμα την απομόνωση του Ντάρα Σίκοχ και την αυτομόληση περισσότερων στρατιωτικών μονάδων στον Αουρανγκζέμπ. Ο Σαχ Σούτζα, ο οποίος είχε αυτοανακηρυχθεί αυτοκράτορας στη Βεγγάλη, άρχισε να προσαρτά περισσότερα εδάφη και αυτό ώθησε τον Αουρανγκζέμπ να προελάσει από το Παντζάμπ με έναν νέο, μεγάλο στρατό, που πολέμησε στη Μάχη της Χάτζουα, όπου ο Σαχ Σούτζα και οι θωρακισμένοι πολεμικοί ελέφαντές του κατατροπώθηκαν από τις δυνάμεις που ήταν πιστές στον Αουρανγκζέμπ. Στη συνέχεια ο Σαχ Σούτζα κατέφυγε στο Αρακάν (στη Βιρμανία), όπου εκτελέσθηκε από τους τοπικούς ηγεμόνες.[58]

Με τους Σούτζα και Μουράντ εξουδετερωμένους, και με τον πατέρα του αιχμάλωτο στην Άγκρα, ο Αουρανγκζέμπ κατεδίωξε τον Ντάρα Σίκοχ στα βορειοδυτικά όρια της αυτοκρατορίας. Ο Αουρανγκζέμπ ισχυρίσθηκε ότι ο Ντάρα δεν ήταν πλέον Μουσουλμάνος και τον κατηγόρησε ότι δηλητηρίασε τον Μεγάλο Βεζίρη των Μουγκάλ Σααντουλάχ Χαν. Μετά από μια σειρά μαχών, με ήττες και υποχωρήσεις, ο Ντάρα προδόθηκε από έναν από τους στρατηγούς του, ο οποίος τον συνέλαβε και τον έδεσε. Το 1658 ο Αουρανγκζέμπ κανόνισε την επίσημη στέψη του στο Δελχί και στις 10 Αυγούστου 1659 εκτέλεσε τον Ντάρα με αποκεφαλισμό.[56] Αυτή ήταν η πρώτη εξέχουσα εκτέλεση με διαταγή του Αουρανγκζέμπ, που κατηγόρησε τον αδελφό του για ινδουιστικές επιρροές.[59] Ακολούθησε, όπως προαναφέρθηκε και η εκτέλεση του άλλου αδελφού του, του Μουράντ Μπακς.[60] Ο Αουρανγκζέμπ έχει κατηγορηθεί και ότι δηλητηρίασε τον φυλακισμένο ανηψιό του, τον Σουλεϊμάν Σίκοχ.[61] Με εξασφαλισμένη τη θέση του, ο Αουρανγκζέμπ κράτησε τον πατέρα του υπό περιορισμό στο Φρούριο της Άγκρα, αλλά δεν τον κακομεταχειρίστηκε: η αδελφή του Αουρανγκζέμπ, η Τζαχανάρα, τον φρόντισε μέχρι τον θάνατό του[55] το 1666.

Διοικητικός μηχανισμός

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Αυτοκρατορία των Μουγκάλ υπό τον Αουρανγκζέμπ περί το 1705

Ο αυτοκρατορικός διοικητικός μηχανισμός του Αουρανγκζέμπ προσέλαβε περισσότερους Ινδουιστές από όσους είχαν προσλάβει οι προκάτοχοί του αυτοκράτορες. Από το 1679 μέχρι το 1707 ο αριθθμός των Ινδουιστών στη διοίκηση του κράτους αυξήθηκε κατά το ήμισυ, στο 31,6% των θέσεων που κατελάμβαναν ευγενείς, το υψηλότερο ποσοστό σε όλη την περίοδο της Μογγολικής Αυτοκρατορίας της Ινδίας.[62][63] Πολλοί από αυτούς ήταν Μαράτι και Ρατζπούτ, πολιτικοί σύμμαχοι του Αυτοκράτορα.[62] Ωστόσο ο Αουρανγκζέμπ ενεθάρρυνε υψηλόβαθμους Ινδουιστές αξιωματούχους του κράτους να ασπασθούν το Ισλάμ.[64]

Υπό τη βασιλεία του Αουρανγκζέμπ η Αυτοκρατορία των Μουγκάλ συνέβαλε στο παγκόσμιο ΑΕΠ κατά σχεδόν 25%, ξεπερνώντας την Αυτοκρατορία της Κίνας και καθιστάμενη η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο και η μεγαλύτερη παραγωγική δύναμη, μεγαλύτερη από ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη. Η μεγαλύτερη και πλουσιότερη υποδιαίρεση της, ο Σουβάς της Βεγγάλης, σηματοδότησε την αρχή της πρωτοεκβιομηχάνισης.[65][66][67][68]

Η καθιέρωση του ισλαμικού νόμου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Αυτοκράτορας Αουρανγκζέμπ προσεύχεται ως πιστός Μουσουλμάνος.

Ο Αουρανγκζέμπ ήταν ένας πιστός Μουσουλμάνος ηγεμόνας. Μετά από τις πολιτικές των τριών προκατόχων του, προσπάθησε κατά τη βασιλεία του να καταστήσει το Ισλάμ κυρίαρχη δύναμη. Ωστόσο, αυτές οι προσπάθειες τον έφεραν σε σύγκρουση με τις δυνάμεις που ήταν αντίθετες σε αυτή την αναβίωση.[69] Ο Αουρανγκζέμπ ήταν οπαδός του Τάγματος Μουτζαντίντι και μαθητής του γιου του του Πουντζάμπι αγίου Αχμάντ Σιρχιντί. Επεδίωξε να εγκαθιδρύσει την ισλαμική κυριαρχία σύμφωνα με τις οδηγίες και την έμπνευση του.[70]

Η ιστορικός Κάθριν Μπράουν έχει σημειώσει ότι «το ίδιο το όνομα του Αουρανγκζέμπ φαίνεται να επενεργεί στη λαϊκή φαντασία ως σημαίνον πολιτικο-θρησκευτικού φανατισμού και καταστολής, ανεξάρτητα από την ιστορική ακρίβεια». Το θέμα έχει επίσης απήχηση στη σύγχρονη εποχή, με υιοθετούμενους από την κοινή γνώμη ισχυρισμούς ότι σκόπευε να καταστρέψει τους Βούδες του Μπαμιγιάν[71]. Ως πολιτικά και θρησκευτικά συντηρητικός, ο Αουρανγκζέμπ επέλεξε να μην ακολουθήσει τις κοσμικές θρησκευτικές απόψεις των προκατόχων του μετά την άνοδό του στον θρόνο. Δεν έκανε καμιά αναφορά στην περσική έννοια της συγγένειας, το Farr-i-Aizadi, και στηρίχθηκε στην κορανική έννοια της βασιλείας.[72] Ο Σαχ Τζαχάν είχε ήδη απομακρυνθεί από τον φιλελευθερισμό του Ακμπάρ, αν και με συμβολικό τρόπο και όχι με την πρόθεση να καταστείλει τον Ινδουισμό[73],και ο Αουρανγκζέμπ προχώρησε την αλλαγή περαιτέρω.[74] Αν και η προσέγγιση της πίστεως από τον Ακμπάρ, τον Τζαχανγκίρ και τον Σαχ Τζαχάν ήταν πιο συγκρητιστική από εκείνη του Μπαμπούρ, του ιδρυτή της δυναστείας, η θέση του Αουρανγκζέμπ δεν είναι τόσο προφανής.

Η έμφαση που έδινε ο Αουρανγκζέμπ στη σαρία ανταγωνιζόταν, ή βρισκόταν σε άμεση σύγκρουση, με την επιμονή του ότι τα zawabit (κοσμικά διατάγματα) θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν τη σαρία.[75] Ο αρχηγός Καζί αρνήθηκε να τον στέψει το 1659, οπότε ο Αουρανγκζέμπ είχε πολιτική ανάγκη να παρουσιασθεί ως «υπερασπιστής της σαρία» λόγω της λαϊκής αντιθέσεως στις ενέργειές του εναντίον του πατέρα και των αδελφών του.[76] Παρά τους ισχυρισμούς περί σαρωτικών διαταγμάτων και πολιτικών, υπάρχουν αντιφατικές αναφορές. Η ιστορικός Κάθριν Μπράουν έχει υποστηρίξει ότι ο Αουρανγκζέμπ δεν επέβαλε ποτέ πλήρη απαγόρευση της μουσικής.[77] Προσπάθησε να κωδικοποιήσει την ισλαμική νομική σχολή Χαναφί με το έργο πολλών εκατοντάδων νομικών, που ονομάσθηκε Fatawa Alamgiri.[77] Είναι πιθανό ο Πόλεμος της Διαδοχής και οι συνεχείς επιδρομές, σε συνδυασμό με τις προηγηθείσες δαπάνες του Σαχ Τζαχάν, κατέστησαν αδύνατες τις πολιτιστικές δαπάνες.[78]

Ο Αυτοκράτορας Αουρανγκζέμπ έμαθε ότι στο Μουλτάν, τη Θάττα, και ιδιαίτερα στο Βαρανάσι, οι διδασκαλίες των Ινδουιστών Βραχμάνων προσέλκυαν πολλούς Μουσουλμάνους. Διέταξε τους σουμπαχντάρ των επαρχιών αυτών να γκρεμίσουν τα σχολεία και τους ναούς των μη Μουσουλμάνων.[79] Ο Αουρανγκζέμπ διέταξε επίσης τους σουμπαχντάρ να τιμωρούν τους Μουσουλμάνους που ντύνονταν όπως οι αλλόθρησκοι. Οι εκτελέσεις του αντινομιστή Σούφι μυστικιστή Σαρμάντ Κασανί και του ένατου Γκουρού των Σιχ Τεγκ Μπαχαντούρ μαρτυρούν τη θρησκευτική πολιτική του Αουρανγκζέμπ. ο πρώτος αποκεφαλίσθηκε για πολλαπλές κατηγορίες αιρέσεως, ενώ ο δεύτερος, σύμφωνα με τους Σιχ, επειδή αντιτάχθηκε στους βίαιους εξισλαμισμούς του Αουρανγκζέμπ.[80][81][82] Ο Αουρανγκζέμπ είχε επίσης απαγορεύσει τον εορτασμό της ζωροαστρικής εορτής Nauroz (πρωτοχρονιάς), αλλά και άλλες μη ισλαμικές τελετές, ενώ ενεθάρρυνε τους προσηλυτισμούς στο Ισλάμ. αναφέρθηκαν επίσης περιπτώσεις διώξεων κατά συγκεκριμένων μουσουλμανικών φατριών.[83][84]

Φορολογική πολιτική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λίγο μετά την άνοδό του στην εξουσία, ο Αουρανγκζέμπ κατάργησε περισσότερους από 80 προϋπάρχοντες από μακρού φόρους, που επηρέαζαν όλους τους υπηκόους του.[85][86]

Ωστόσο, το 1679 ο Αουρανγκζέμπ επέλεξε να επιβάλει εκ νέου το «χαράτσι» (jizya), έναν κεφαλικό φόρο στους μη Μουσουλμάνους υπηκόους αντί για στρατιωτική θητεία, μετά από εκατό χρόνια, γεγονός που επικρίθηκε από πολλούς Ινδουιστές ηγεμόνες, μέλη της οικογένειας του Αουρανγκζέμπ και από Μουγκάλ αξιωματούχους της αυλής.[87][88][89] Το συγκεκριμένο ποσό κυμαινόταν ανάλογα με την κοινωνικοοικονομική κατάσταση ενός υπηκόου και η είσπραξη του φόρου συχνά αιρόταν για περιοχές που είχαν πληγεί από καταστροφές. Επίσης, οι Βραχμάνοι, οι γυναίκες, τα παιδιά, οι γέροντες, οι ανάπηροι, οι άνεργοι, οι άρρωστοι και παράφρονες εξαιρούνταν.[88][90] Οι φοροσυλλέκτες ήταν υποχρεωτικώς Μουσουλμάνοι.[87] Η πλειονότητα των σύγχρονων μελετητών απορρίπτει ότι η θρησκευτική εχθροπάθεια επηρέασε την επιβολή του χαρατσιού. Μάλλον η realpolitik –οικονομική στενότητα ως αποτέλεσμα πολλαπλών συνεχιζόμενων μαχών και η εδραίωση αξιοπιστίας με τους ορθόδοξους ουλεμάδες– θεωρείται ο πρωταρχικός παράγοντας.[91][92][93][94][95]

Ο Αουρανγκζέμπ επέβαλε επιπλέον υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση στους Ινδουιστές εμπόρους με ποσοστό 5% (έναντι 2,5% για τους Μουσουλμάνους εμπόρους), γεγονός που οδήγησε σε σημαντική αντιπάθεια για τις οικονομικές πολιτικές του, μια απότομη στροφή από τον ενιαίο φορολογικό κώδικα του Ακμπάρ. Σύμφωνα με τον Marc Jason Gilbert, ο Αουρανγκζέμπ διέταξε να πληρώνεται το χαράτσι αυτοπροσώπως, μπροστά σε έναν φοροεισπράκτορα, στον οποίο οι μη Μουσουλμάνοι έπρεπε να απαγγείλουν έναν στίχο από το Κοράνι που αναφερόταν στην κατώτερη θέση των μη Μουσουλμάνων. Αυτή η απόφαση οδήγησε σε διαμαρτυρίες και θρήνους μεταξύ των μαζών καθώς και των Ινδουιστών αξιωματούχων της αυτοκρατορικής αυλής. Για να καλύψει τις κρατικές δαπάνες, ο Αουρανγκζέμπ είχε διατάξει αυξήσεις και στους φόρους της γης, το βάρος των οποίων έπεσε βαρύ στους Ινδουιστές Τζατ.[85][96] Η εκ νέου επιβολή του χαρατσιού ενεθάρρυνε τους Ινδουιστές να καταφύγουν σε περιοχές υπό τη δικαιοδοσία της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών, στις οποίες επικρατούσαν πολιτικές θρησκευτικής ανεκτικότητας και παραλείψεως των θρησκευτικών φόρων.[97]

Πολιτική για ναούς και τεμένη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αουρανγκζέμπ εξέδωσε επιχορηγήσεις γης και παρείχε κεφάλαια για τη συντήρηση ιερών λατρείας, αλλά επίσης άλλες φορές (συχνά) διέταζε την καταστροφή τους.[98][99] Οι σύγχρονοι ιστορικοί απορρίπτουν τη σκέψη-σχολή των αποικιοκρατών και εθνικιστών ιστορικών ότι αυτές οι καταστροφές καθοδηγούνταν από θρησκευτικό ζήλο. Αντίθετα, τονίζεται η σύνδεση των ναών με την κυριαρχία, τη δύναμη και την εξουσία.[100][101]

Ενώ η ανέγερση τζαμιών θεωρείτο πράξη «βασιλικού καθήκοντος» προς τους υπηκόους, υπάρχουν επίσης αρκετά φιρμάνια στο όνομα του Αουρανγκζέμπ, που υποστηρίζουν ινδουιστικούς ναούς και μοναστήρια, ιερά και γκουντβάρα (ναούς των Σιχ), συμπεριλαμβανομένων του Ναού Mahakaleshwar του Ουτζάιν, ενός γκουντβάρα στο Ντεχραντούν και άλλων.[98][99][102][103][100]. Επίσης κτίστηκαν πολλοί νέοι ναοί.[102]

Τα τότε χρονικά της αυλής αναφέρουν εκατοντάδες ναούς που κατεδαφίστηκαν από τον Aurangzab ή τους αρχηγούς του, κατόπιν εντολής του.[99] Τον Σεπτέμβριο του 1669 διέταξε την καταστροφή του Ναού Κασί Βισβανάθ στο Βαρανάσι, επειδή ιδρύθηκε από τον Ράτζα Μαν Σινγκ, του οποίου ο εγγονός Τζάι πιστεύεται ότι διευκόλυνε τη διαφυγή του Σιβάτζ.[102] Μετά την εξέγερση των Τζατ στη Μαθούρα (αρχές του 1670), η οποία σκότωσε τον πάτρονα του τζαμιού της πόλης, ο Αουρανγκζέμπ κατέστειλε τους επαναστάτες και διέταξε να κατεδαφιστεί ο ινδουιστικός ναός της πόλης Κεσάβα Ντέο και να αντικατασταθεί με ένα αϊντγκά (υπαίθριο χώρο προσευχής των Μουσουλμάνων).[102] Το 1672-1673 ο Αουρανγκζέμπ διέταξε την επανέναρξη όλων των επιχορηγήσεων που κατείχαν οι Ινδουιστές σε ολόκληρη την αυτοκρατορία, αν και αυτό δεν ακολουθήθηκε απολύτως σε περιοχές όπως το Γκουτζαράτ.[104] Γύρω στο 1679 διέταξε την καταστροφή αρκετών επιφανών ναών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της Χαντέλα, του Ουνταϊπούρ, του Τσιτόρ και του Τζοντπούρ, οι οποίοι ήταν υπό την προστασία εξεγερμένων.[102] Το Τζάμα Μαστζίντ στην Γκολκόντα είχε παρόμοια μεταχείριση, όταν διαπιστώθηκε ότι ο τοπικός κυβερνήτης το είχε κατασκευάσει για να κρύβει έσοδα από το κράτος. Ωστόσο, η βεβήλωση των τζαμιών ήταν σπάνια.[102]

Σε μια συγκεκριμένη εντολή για το Βαρανάσι, ο Αουρανγκζέμπ επικαλείται τη Σαρία για να δηλώσει ότι στους Ινδουιστές θα χορηγηθεί κρατική προστασία και οι ναοί τους δεν θα κατεδαφιστούν (αλλά απαγορεύει την κατασκευή οποιουδήποτε νέου ναού). Μπορούν να εντοπιστούν και άλλες παρόμοιες διαταγές.[102][105] Ο Richard Eaton, μετά από κριτική αξιολόγηση των πρωτογενών πηγών, μετράει 15 ναούς που καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αουρανγκζέμπ.[106][99] Ο Ian Copland και άλλοι επαναλαμβάνουν τον Iqtidar Alam Khan, ο οποίος σημειώνει ότι, συνολικά, ο Αουρανγκζέμπ έκτισε περισσότερους ναούς από αυτούς που κατέστρεψε.[107]

Εκτέλεση αντιπάλων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1689 ο δεύτερος Τσατραπάτι (βασιλιάς) των Μαράτα, ο Σαμπατζί, εκτελέστηκε από τον Αουρανγκζέμπ. Σε μια δίκη-παρωδία κρίθηκε ένοχος για φόνο και βία, φρικαλεότητες[108] κατά των Μουσουλμάνων του Μπουρχανπούρ και του Μπαχαντουρπούρ στο Μπεράρ από Μαράτα υπό τις διαταγές του.[109]

Το 1675 ο ηγέτης των Σιχ Γκουρού Τεγκ Μπαχαντούρ συνελήφθη με εντολή του Αουρανγκζέμπ, κρίθηκε ένοχος για βλασφημία από τον καδή και εκτελέστηκε με αποκεφαλισμό.[110]

Ο 32ος Da'i al-Mutlaq (= «απόλυτος Απόστολος») της αιρέσεως Νταγούντι Μπόχρα (σχετίζεται με τους Σιίτες) εκτελέσθηκε για αίρεση από τον Αουρανγκζέμπ το 1648, όταν ακόμα ο δεύτερος ήταν Κυβερνήτης του Γκουτζαράτ, στο Αχμενταμπάντ.[111]

Επέκταση της Αυτοκρατορίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Αουρανγκζέμπ καθισμένος επί χρυσού θρόνου κρατάει ένα γεράκι. Μπροστά του στέκεται ο γιος του, Αζάμ Σαχ.

Το 1663, κατά την επίσκεψή του στο Λαντάχ, ο Αουρανγκζέμπ επέφερε άμεσο έλεγχο σε αυτό το τμήμα της Αυτοκρατορίας και πιστοί υποτελείς, όπως ο Ντελντάν Ναμγκυάλ, συμφώνησαν να υποσχεθούν φόρο υποτελείας και αφοσίωση. Ο Ναμγκυάλ είναι επίσης γνωστό ότι έκτισε ένα Μεγάλο Τζαμί στο Leh, το οποίο αφιέρωσε στην κυριαρχία των Μουγκάλ.[112]

Ο ηλικιωμένος Αουρανγκζέμπ δέχεται τον γιο και διάδοχό του πρίγκιπα Μουαζάμ. Βιβλιοθήκη Τσέστερ Μπήτυ, Δουβλίνο.

Το 1664 ο Αουρανγκζέμπ διόρισε τον Σαΐστα Χαν κυβερνήτη της Βεγγάλης. Ο Σαΐστα Χαν εξάλειψε Πορτογάλους και Αρακανούς πειρατές από την περιοχή και το 1666 ανακατέλαβε το λιμάνι του Τσιταγκόνγκ από τον Αρακανέζο βασιλιά Σάντα Θουντάμα (Sanda Thudhamma). Το Τσιταγκόνγκ παρέμεινε λιμάνι με καίριο ρόλο σε όλη τη μετέπειτα εποχή των Μουγκάλ.[113]

Το 1685 ο Αουρανγκζέμπ έστειλε τον γιο του, Μουχάμαντ Αζάμ Σαχ, με δύναμη σχεδόν 50.000 ανδρών για να καταλάβει το Φρούριο της Μπιτζαπούρ και να νικήσει τον Σικαντάρ Αντίλ Σαχ (ηγεμόνα της Μπιτζαπούρ) που αρνήθηκε να γίνει υποτελής. Οι Μουγκάλ δεν μπορούσαν να σημειώσουν καμία πρόοδο στο οχυρό αυτό[114], κυρίως λόγω της ανώτερης χρήσεως των συστοιχιών κανονιών και στις δύο πλευρές του. Εξοργισμένος από το αδιέξοδο ο ίδιος ο Αουρανγκζέμπ έφθασε στις 4 Σεπτεμβρίου 1686 και διέταξε την πολιορκία της Μπιτζαπούρ: μετά από οκτώ ημέρες μάχης, οι Μουγκάλ ήταν νικητές.

Μόνο ένας εναπομείνας ηγεμόνας, ο Αμπούλ Χασάν Κουτμπ Σαχ, κυβερνήτης της Γκολκόντα, αρνιόταν να παραδοθεί. Αυτός και οι στρατιώτες του οχυρώθηκαν στην Γκολκόντα και προστάτευσαν με πάθος το ορυχείο Κολλούρ, το οποίο τότε ήταν ίσως το πιο παραγωγικό αδαμαντωρυχείο στον κόσμο. Το 1687 ο Αουρανγκζέμπ οδήγησε τον μεγάλο στρατό του εναντίον του φρουρίου Ντεκάν Κουτμπσαχί και έλαβε χώρα η πολιορκία της Γκολκόντα. Ο αντίπαλός του είχε κατασκευάσει τεράστιες οχυρώσεις σε διαδοχικές γενιές σε έναν λόφο από γρανίτη πάνω από 120 μέτρα ψηλά με ένα τεράστιο τείχος μήκους οκτώ μιλίων που περιέκλειε την πόλη. Οι κύριες πύλες της Γκολκόντα είχαν την ικανότητα να αποκρούουν κάθε επίθεση με πολεμικούς ελέφαντες. Αν και οι αμυνόμενοι διατήρησαν το απόρθητο των τειχών τους, τη νύχτα ο Αουρανγκζέμπ και το πεζικό του έστησαν πολύπλοκα ικριώματα που τους επέτρεπαν να ανεβούν στα υψηλά τείχη. Κατά τη διάρκεια της οκτάμηνης πολιορκίας οι Μουγκάλ αντιμετώπισαν πολλές δυσκολίες, συμπεριλαμβανομένου του θανάτου του έμπειρου διοικητή τους Κιλίτς Χαν. Τελικώς όμως ο Αουρανγκζέμπ και οι δυνάμεις του κατάφεραν να διεισδύσουν στα τείχη καταλαμβάνοντας μια πύλη και η είσοδός τους μέσα στο φρούριο οδήγησε τον Αμπούλ Χασάν Κουτμπ Σαχ στο να παραδοθεί ειρηνικά.

Αποτίμηση και μνήμη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η βασιλεία του Αουρανγκζέμπ έχει γίνει αντικείμενο επαίνων και διαμάχης.[115][116]. Κατά τη διάρκεια της ζωής του, οι νίκες στον νότο επεξέτειναν την Αυτοκρατορία των Μουγκάλ σε 4 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα[117], και κυβέρνησε έναν πληθυσμό που υπολογίζεται σε πάνω από 158 εκατομμύρια υπηκόους.[9] Οι επικριτές του υποστηρίζουν ότι η σκληρότητα και ο θρησκευτικός φανατισμός του τον έκαναν ακατάλληλο να κυβερνήσει τον μεικτό πληθυσμό της αυτοκρατορίας του. Ορισμένοι επικριτές υποστηρίζουν ότι οι διώξεις Σιιτών, Σούφι και μη Μουσουλμάνων για την επιβολή πρακτικών «ορθόδοξου» ισλαμικού κράτους, όπως η σαρία και το χαράτσι στους μη Μουσουλμάνους, ο διπλασιασμός των τελωνειακών δασμών στους Ινδουιστές ενώ καταργήθηκε για τους Μουσουλμάνους, και η καταστροφή ναών οδήγησε τελικώς σε πολυάριθμες εξεγέρσεις.[118][119][120][121][122][123] Ο G.N. Moin Shakir και ο Sarma Festschrift υποστηρίζουν ότι συχνά χρησιμοποιούσε την πολιτική αντιπολίτευση ως πρόσχημα για θρησκευτική δίωξη[121], και ότι, ως αποτέλεσμα, ομάδες όπως οι Τζατ, Μαράτι, Σιχ, Σατνάμι και Παστούν ξεσηκώθηκαν εναντίον του.[124][121][125]

Οι πολλαπλές ερμηνείες της ζωής και της βασιλείας του Αουρανγκζέμπ από τους μελετητές έχουν οδηγήσει σε μια πολύ περίπλοκη αποτίμηση. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι οι πολιτικές του εγκατέλειψαν την κληρονομιά του πλουραλισμού και της θρησκευτικής ανεκτικότητας των προκατόχων του, επικαλούμενοι την εισαγωγή του κεφαλικού φόρου και άλλες πολιτικές που βασίζονται στην ισλαμική ηθική. Υπενθυμίζουν επίσης τις εκτελέσεις του μεγαλύτερου αδερφού του Ντάρα Σίκοχ, του βασιλιά των Μαράτι[126][127] και του ηγέτη των Σιχ Γκουρού Τεγκ Μπαχαντούρ[128][129], καθώς και την απαγόρευση ή επιτήρηση συμπεριφοράς και δραστηριοτήτων που απαγορεύονται στο Ισλάμ, όπως ο τζόγος, η πορνεία και η κατανάλωση αλκοόλ και ναρκωτικών[130][131]. Ταυτόχρονα, ορισμένοι ιστορικοί αμφισβητούν την ιστορική αυθεντικότητα των ισχυρισμών των επικριτών του, υποστηρίζοντας ότι οι αφηγήσεις για καταστροφή ναών είναι υπερβολικές[132] και σημειώνοντας ότι έκτισε περισσότερους ναούς από όσους κατέστρεψε[107], πλήρωνε για τη συντήρησή τους, απασχολούσε σημαντικά περισσότερους Ινδουιστές στην αυτοκρατορική γραφειοκρατία από τους προκατόχους του και αντιτάχθηκε στον φανατισμό κατά των Ινδουιστών και των Σιιτών.[62]

Ο Μουχάμαντ αλ-Μουνατζίντ έχει συγκεντρώσει ότι οι απόψεις από την ισλαμική ακαδημαϊκή κοινότητα προς τον Αουρανγκζέμπ είναι θετικές για τη γενική στάση του Αυτοκράτορα: Κατάργησε νεοτεριστικούς εορτασμούς, μουσικές και επίσης τα έθιμα της υποκλίσεως και του φιλήματος του εδάφους που έγιναν συνήθειο από τους προκατόχους του. Τηρούσε την πρακτική του Σαλαφισμού, ενώ εξακολουθούσε να διατηρείται θεωρητικώς εντός του δόγματος του Χαναφί. Προφανώς αυτή η άποψη του Αουρανγκζέμπ επηρεάσθηκε από τον Μουχάμαντ Σαλέχ Καμπόχ, που διετέλεσε δάσκαλός του.

Στο Πακιστάν, όπως γράφει ο συγγραφέας Χαρούν Χαλίντ, «ο Αουρανγκζέμπ παρουσιάζεται ως ένας ήρωας, που πολέμησε και επεξέτεινε τα σύνορα της ισλαμικής αυτοκρατορίας» και «τον φαντάζονται ως έναν αληθινό πιστό, που αφαίρεσε διεφθαρμένες πρακτικές από τη θρησκεία και την αυλή, και για άλλη μια φορά εξάγνισε την αυτοκρατορία».[133] Ο ακαδημαϊκός M. Faruqui πιστεύει επίσης ότι «το πακιστανικό κράτος και οι σύμμαχοί του στα θρησκευτικά και πολιτικά κατεστημένα τον περιλαμβάνουν στο πάνθεον των προνεοτερικών Μουσουλμάνων ηρώων, επαινώντας τον ιδιαίτερα για τον μιλιταρισμό του, την προσωπική του ευσέβεια και την κατά τα φαινόμενα προθυμία του να ενσωματώσει την ισλαμική ηθική εντός των στόχων του κράτους».[134]

Ο Μουχάμαντ Ικμπάλ, που θεωρείται ο πνευματικός ιδρυτής του Πακιστάν, θαύμαζε τον Αουρανγκζέμπ. Ο Σινγκ Σεβέα, στο βιβλίο του για την πολιτική φιλοσοφία του στοχαστή, γράφει ότι «ο Ικμπάλ θεώρησε ότι η ζωή και οι δραστηριότητες του Αουρανγκζέμπ αποτελούσαν το σημείο εκκινήσεως της μουσουλμανικής εθνικότητας στην Ινδία».[135] Ο Σαμπίρ Αχμάντ Ουσμάνι στον επικήδειο λόγο του, χαιρέτισε τον Μοχάμεντ Αλί Τζίνα, τον ιδρυτή του Πακιστάν, ως τον μεγαλύτερο Μουσουλμάνο μετά τον Αουρανγκζέμπ.[136] Ο Πακιστανοαμερικανός ακαδημαϊκός Ακμπάρ Αχμέντ περιέγραψε τον Πρόεδρο Ζία-Ουλ-Χακ, γνωστό για την «ισλαμοποίηση» του Πακιστάν, ως «εννοιολογικώς ... πνευματικό απόγονο του Αουρανγκζέμπ», επειδή ο Zia είχε μια ορθόδοξη, νομικιστική άποψη για το Ισλάμ.[137][138]

Πέρα από τις ατομικές εκτιμήσεις, ο Αουρανγκζέμπ είναι γονιμοποιός δύναμη για την εθνική αυτοσυνείδηση του Πακιστάν, καθώς η ιστορικός Ayesha Jalal, καθώς αναφέρεται στη διαμάχη για τα σχολικά βιβλία του Πακιστάν, μνημονεύει το A Text Book of Pakistan Studies του M.D. Zafar, όπου μπορούμε να διαβάσουμε ότι υπό τον Αουρανγκζέμπ «το πνεύμα του Πακιστάν συγκέντρωσε δύναμη», ενώ ο θάνατός του «αδυνάτισε το πνεύμα του Πακιστάν».[139] Ένας άλλος ιστορικός από το Πακιστάν, ο Mubarak Ali, που επίσης εξετάζει τα σχολικά βιβλία, και ενώ σημειώνει ότι ο Ακμπάρ «αγνοείται εύκολα και δεν αναφέρεται σε κανένα σχολικό βιβλίο, από την πρώτη τάξη έως το τέλος της δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως», ο Αουρανγκζέμπ «εμφανίζεται σε διαφορετικά συγγράμματα Κοινωνικών Σπουδών και γλώσσας Ούρντου ως καλός και ευσεβής Μουσουλμάνος, που αντιγράφει το Ιερό Κοράνι».[140] Αυτή η εικόνα του Αουρανγκζέμπ δεν περιορίζεται στην επίσημη ιστοριογραφία του Πακιστάν.

Ως το 2015, περίπου 177 μικρές πόλεις και χωριά της Ινδίας έχουν πάρει το όνομά τους από το Αουρανγκζέμπ.[141] Η ιστορικός Audrey Truschke επισημαίνει ότι το Κόμμα Μπαρατίγια Τζανάτα (BJP), οι υποστηρικτές των Hindutva και κάποιοι άλλοι εκτός ιδεολογίας Hindutva θεωρούν τον Αουρανγκζέμπ ως Μουσουλμάνο ζηλωτή στην Ινδία. Ο Τζαβαχαρλάλ Νεχρού έγραψε ότι, εξαιτίας της αντιστροφής του πολιτιστικού και θρησκευτικού συγκρητισμού των προηγούμενων αυτοκρατόρων των Μουγκάλ, ο Αουρανγκζέμπ ενήργησε «περισσότερο ως ένας Μουσουλμάνος παρά ως ένας Ινδός ηγεμόνας»[142], ενώ ο Μαχάτμα Γκάντι ήταν της απόψεως ότι υπήρχε μεγαλύτερος βαθμός ελευθερίας υπό την κυριαρχία των Μουγκάλ από ό,τι επί βρετανικής κυριαρχίας και συμπληρώνει: «στην εποχή του Αουρανγκζέμπ μπόρεσε να ανθήσει ένας Σιβάτζι. Εκατόν πενήντα χρόνια βρετανικής κυριαρχίας δημιούργησαν μήπως οποιονδήποτε Πρατάπ και Σιβάτζι;»[143]

Ο Αουρανγκζέμπ κατέχει εξέχουσα θέση στα παρακάτω έργα:

  • 1675 – Aureng-zebe, θεατρικό έργο του Τζον Ντράιντεν, γραμμένο και ανεβασμένο για πρώτη φορά στη σκηνή όταν ακόμα ο Αυτοκράτορας βρισκόταν στη ζωή
  • 1970 – Σαχενσάχ (μαράτι शहेनशहा), μυθιστορηματική βιογραφία του Αουρανγκζέμπ από τον συγγραφέα Nagnath S. Inamdar, που μεταφράσθηκε στην αγγλική το 2017 με τον τίτλο Shahenshah – The Life of Aurangzeb
  • 2017 – 1636: Mission to the Mughals, των Έρικ Φλιντ και Γκρίφιν Μπάρμπερ
  • 2018 – Aurangzeb: The Man and the Myth, της Ώντρεϋ Τράσκε (Audrey Truschke)
  • Ιστορικά μυθιστορήματα στην ινδική γλώσσα του Ατσάρυα Τσατουρσέν Σάστρι (Acharya Chatursen Shastri)[144]


  1. 1,0 1,1 1,2 (Αγγλικά) SNAC. w63r21st. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  2. 2,0 2,1 2,2 «Encyclopædia Britannica» (Αγγλικά) biography/Aurangzeb. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  3. 3,0 3,1 (Γερμανικά) Εγκυκλοπαίδεια Μπρόκχαους. aurangseb.
  4. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. 118651161. Ανακτήθηκε στις 17  Οκτωβρίου 2015.
  5. Ανακτήθηκε στις 3  Οκτωβρίου 2016.
  6. Chapra, Muhammad Umer (2014). Morality and Justice in Islamic Economics and Finance. Edward Elgar Publishing. σελίδες 62–63. ISBN 978-1-78347-572-8. 
  7. Bayly, C.A. (1990). Indian society and the making of the British Empire (1η έκδοση). Cambridge [England]: Cambridge University Press. σελ. 7. ISBN 978-0521386500. 
  8. Turchin, Peter; Adams, Jonathan M.; Hall, Thomas D. (Δεκέμβριος 2006). «East-West Orientation of Historical Empires». Journal of World-Systems Research 12 (2): 223. ISSN 1076-156X. http://jwsr.pitt.edu/ojs/index.php/jwsr/article/view/369/381. Ανακτήθηκε στις 12 September 2016. 
  9. 9,0 9,1 József Böröcz (2009). The European Union and Global Social Change. Routledge. σελ. 21. ISBN 978-1135255800. Ανακτήθηκε στις 26 Ιουνίου 2017. 
  10. Ali, A.· Thiam, I.D.· Talib, Y.A. (2016). The Different aspects of Islamic culture: Islam in the World today; Retrospective of the evolution of Islam and the Muslim world. The Different aspects of Islamic culture. UNESCO Publishing. σελ. 51. ISBN 978-92-3-100132-1. 
  11. Bibb, Sheila C.· Simon-López, Alexandra (2019). Framing the Apocalypse: Visions of the End-of-Times. Brill. ISBN 978-90-04-39944-0. 
  12. Spear, Percival. «Aurangzeb». Encyclopædia Britannica. https://www.britannica.com/biography/Aurangzeb. Ανακτήθηκε στις 6 April 2016. 
  13. Thackeray, Frank W.· Findling, John E., επιμ. (2012). Events that formed the modern world, from the European Renaissance through the War on TerrorΑπαιτείται δωρεάν εγγραφή. Santa Barbara, Calif.: ABC-CLIO. σελ. 248. ISBN 978-1598849011. 
  14. Waseem, M., επιμ. (2003). On Becoming an Indian Muslim: French Essays on Aspects of Syncretism. Νέο Δελχί: Oxford University Press. σελ. 103. ISBN 978-0-19-565807-1. 
  15. Tillotson 2008, σελ. 194.
  16. Eaton, Richard M. (2019). India in the Persianate Age: 1000-1765. University of California Press. σελ. 251. ISBN 978-0-520-97423-4. 
  17. Gandhi, Supriya (2020). The emperor who never was: Dara Shukoh in Mughal India. Cambridge, Massachusetts: Belknap Press. σελίδες 52–53. ISBN 978-0-674-98729-6. 
  18. Gandhi, Supriya (2020). The emperor who never was: Dara Shukoh in Mughal India. Cambridge, Massachusetts: Belknap Press. σελίδες 59–62. ISBN 978-0-674-98729-6. 
  19. Truschke, Audrey (2017). Aurangzeb: the life and legacy of India's most controversial king. Stanford, California: Stanford University Press. σελίδες 17–18. ISBN 978-1-5036-0259-5. 
  20. Schimmel, Annemarie (2004). The empire of the great Mughals. Λονδίνο: Reaktion Books. σελ. 54. ISBN 978-1-86189-185-3. 
  21. Waldemar Hansen (1986). The Peacock Throne: The Drama of Mogul India. Motilal Banarsidass. σελίδες 122–124. ISBN 978-81-208-0225-4. Ανακτήθηκε στις 23 Νοεμβρίου 2012. 
  22. Richards (1996, p. 130)
  23. Abdul Hamid Lahori (1636). «Prince Awrangzeb (Aurangzeb) facing a maddened elephant named Sudhakar». Padshahnama. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Ιανουαρίου 2014. 
  24. 24,0 24,1 Markovits, Claude, επιμ. (2004) [First published 1994 as Histoire de l'Inde Moderne]. A History of Modern India, 1480-1950 (2η έκδοση). Λονδίνο: Anthem Press. σελ. 103. ISBN 978-1-84331-004-4. 
  25. George Michell & Mark Zebrowski: Architecture and Art of the Deccan Sultanates, Cambridge University Press, 1999, σελ. 12
  26. 26,0 26,1 26,2 Mukerjee 2001, σελ. 23.
  27. 27,0 27,1 Sarkar 1912, σελ. 61.
  28. Eraly, Abraham (2007). The Mughal World: Life in India's Last Golden AgeΔωρεάν πρόσβαση υπoκείμενη σε περιορισμένη δοκιμή, συνήθως απαιτείται συνδρομή. Penguin Books India. σελ. 147. ISBN 978-0-14-310262-5. 
  29. Chandra, Satish (2002). Parties and politics at the Mughal Court, 1707-1740 (4η έκδοση). Oxford University Press. σελ. 50. ISBN 978-0-19-565444-8. 
  30. Krieger-Krynicki, Annie (2005). Captive princess: Zebunissa, daughter of Emperor Aurangzeb. Μτφρ. Hamid, Enjum. Oxford University Press. σελ. 92. ISBN 978-0-19-579837-1. 
  31. Mukerjee 2001, σελ. 53.
  32. Sarkar 1912, σελίδες 64–66.
  33. Brown, Katherine Butler (Ιανουάριος 2007). «Did Aurangzeb Ban Music? Questions for the Historiography of his Reign». Modern Asian Studies 41 (1): 82-84. doi:10.1017/S0026749X05002313. 
  34. Richards (1996, p. 128)
  35. The Calcutta Review, τόμ. 75, έτος 1882, σελ. 87
  36. Sir Charles Fawcett: The Travels of the Abbarrn India and the Near East, 1672 to 1674, εκδ. Hakluyt Society, Λονδίνο 1947, σελ. 167
  37. Krieger-Krynicki, Annie (2005). Captive Princess: Zebunissa, Daughter of Emperor Aurangzeb. Oxford University Press. σελίδες 3, 41. ISBN 978-0-195-79837-1. 
  38. Ahmad Fazl: Heroes of Islam, εκδ. Sh. Muhammad Ashraff, Λαχώρη 1993
  39. Campbell, James McNabb (1896). History of Gujarát. Βομβάη: Government Central Press. σελ. 280. Ανακτήθηκε στις 29 Απριλίου 2022. 
  40. Subramanian, Archana (2015-07-30). «Way to the throne». The Hindu. ISSN 0971-751X. https://www.thehindu.com/features/kids/rise-and-fall-of-aurangzeb/article7481718.ece. Ανακτήθηκε στις 2022-02-26. 
  41. Richards (1996, pp. 132–133)
  42. Richards (1996, pp. 134–135)
  43. 43,0 43,1 43,2 43,3 43,4 43,5 Chandra, Satish (2005). Medieval India: From Sultanat to the Mughals. 2. Har-Anand Publications. σελίδες 267–269. ISBN 978-8124110669. Ανακτήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 2012. 
  44. Richards (1996, pp. 140, 188)
  45. Prasad, Ishwari (1974). The Mughal Empire. Allahabad: Chugh Publications. σελίδες 524–525. 
  46. Mukhoty, Ira (17 Μαΐου 2018). «Aurangzeb and Dara Shikoh's fight for the throne was entwined with the rivalry of their two sisters». Scroll.in. 
  47. 47,0 47,1 Markovits, Claude, επιμ. (2004) [First published 1994 as Histoire de l'Inde Moderne]. A History of Modern India, 1480-1950 (2η έκδοση). Λονδίνο: Anthem Press. σελ. 96. ISBN 978-1-84331-004-4. 
  48. Richards (1996, pp. 151–152)
  49. Metcalf, Barbara D.· Metcalf, Thomas R. (2006). A Concise History of Modern India (2η έκδοση). Cambridge: Cambridge University Press. σελίδες 20–21. ISBN 978-0-521-86362-9. 
  50. «Marc Gaborieau» (στα Γαλλικά). Centre d'Études de l'Inde et de l'Asie du Sud. 6 Ιουλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 2 Μαΐου 2016. 
  51. 51,0 51,1 51,2 Chandra, Satish (2005). Medieval India: From Sultanat to the Mughals. 2. Har-Anand Publications. σελίδες 270–271. ISBN 978-8124110669. Ανακτήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 2012. 
  52. Syed, Anees Jahan (1977). Aurangzeb in Muntakhab-al Lubab. Somaiya Publications. σελίδες 64–65. 
  53. Kolff, Dirk H.A. (2002) [1990]. Naukar, Rajput, and Sepoy: The Ethnohistory of the Military Labour Market of Hindustan, 1450–1850 (εικονογραφημένη και αναθεωρημένη έκδοση). Cambridge University Press. σελ. 22. ISBN 978-0-521-52305-9. 
  54. Richards (1996, p. 159)
  55. 55,0 55,1 55,2 Chandra, Satish (2005). Medieval India: From Sultanat to the Mughals. 2. Har-Anand Publications. σελ. 272. ISBN 978-8124110669. Ανακτήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 2012. 
  56. 56,0 56,1 Sen, Sailendra (2013). A Textbook of Medieval Indian History. Primus Books. σελ. 183. ISBN 978-9-38060-734-4. 
  57. Richards (1996, p. 162)
  58. The Cambridge History of India, 1922, τόμ. IV, σελ. 481
  59. Larson, Gerald James (1995). India's Agony Over Religion. State University of New York Press. σελ. 111. ISBN 978-0-7914-2411-7. 
  60. Allan, J.· Haig, Sir T. Wolseley (1934). Dodwell, H.H., επιμ. The Cambridge Shorter History of India. Cambridge University Press. σελ. 416. 
  61. Smith, Vincent Arthur (1920). The Oxford History of India: From the Earliest Times to the End of 1911. Clarendon Press. σελ. 412. 
  62. 62,0 62,1 62,2 Truschke, Audrey (2017). Aurangzeb: The Life and Legacy of India's Most Controversial King. Stanford University Press. σελ. 58. ISBN 978-1-5036-0259-5. 
  63. Malik, Jamal (2008). Islam in South Asia: A Short History. Brill. σελ. 190. ISBN 978-9004168596. 
  64. Laine, James W. (2015). Meta-Religion: Religion and Power in World History. Univ. of California Press. σελ. 153. ISBN 978-0-520-95999-6. 
  65. Abhay Kumar Singh (2006). Modern World System and Indian Proto-industrialization: Bengal 1650-1800 (τόμος 1). Northern Book Centre. ISBN 978-8172112011. 
  66. Maddison, Angus: Development Centre Studies The World Economy Historical Statistics: Historical Statistics, OECD Publishing, 2003, ISBN 9264104143, σσ. 259-261
  67. Giorgio Riello, Tirthankar Roy (2009). How India Clothed the World: The World of South Asian Textiles, 1500-1850. Brill Publishers. σελ. 174. ISBN 978-9047429975. 
  68. Ahmed Sayeed (2020). Negate Fighting Faith. Oxford University Press. σελ. 201. ISBN 978-9388660792. 
  69. Holt, P.M.· Lambton, Ann K.S.· Lewis, Bernard, επιμ. (1977). The Cambridge History of Islam. 2a. σελ. 52. doi:10.1017/chol9780521219488. ISBN 9781139055048. 
  70. History of Indian Nation: Medieval India. K.K. Publications. 2022. σελ. 155. 
  71. Brown, Katherine Butler (January 2007). «Did Aurangzeb Ban Music? Questions for the Historiography of his Reign». Modern Asian Studies 41 (1): 78. doi:10.1017/S0026749X05002313. 
  72. Indian Archives: Volume 50. National Archives of India. 2001. σελ. 141. 
  73. Chandra, Satish (2005). Medieval India: From Sultanat to the Mughals. 2. Har-Anand Publications. σελίδες 255–256. ISBN 978-8124110669. Ανακτήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 2012. 
  74. Richards (1996, p. 171)
  75. Chandra, Satish (2006) [1999]. Medieval India: From Sultanate To The Mughals: Mughal Empire (1526-1748) (2η ανατύπωση έκδοση). Har-Anand Publications Pvt Ltd. σελ. 350. ISBN 978-8124110669. Ανακτήθηκε στις 24 Οκτωβρίου 2014. 
  76. Satish Chandra (2005). Medieval India: From Sultanat to the Mughals Part – II. Har-Anand Publications. σελ. 280. ISBN 978-81-241-1066-9. Although Aurangzeb had not raised the slogan of defending Islam before the battle of Samugarh with Dara, and had tried to befriend the Rajput rajas as we have seen, there were a number of factors which make it necessary for Aurangzeb to present himself as the defender of the sharia, and to try and win over the theologians. A principal factor was the popular revulsion against his treatment of his brothers, Murad and Dara, both of whom had the reputation of being liberal patrons of the poor and needy. Aurangzeb was shocked when as the time of his second coronation in 1659, the chief qazi refused to crown him since his father was still alive. 
  77. 77,0 77,1 Brown, Katherine Butler (Ιανουάριος 2007). «Did Aurangzeb Ban Music? Questions for the Historiography of his Reign». Modern Asian Studies 41 (1): 77. doi:10.1017/S0026749X05002313. 
  78. Zaman, Taymiya R. (2007). Inscribing Empire: Sovereignty and Subjectivity in Mughal Memoirs. University of Michigan. σελ. 153. ISBN 978-0-549-18117-0. 
  79. Mukhia, Harbans (2004). The Mughals of IndiaΔωρεάν πρόσβαση υπoκείμενη σε περιορισμένη δοκιμή, συνήθως απαιτείται συνδρομή. Wiley. σελ. 25. ISBN 978-0-631-18555-0. 
  80. «Religions – Sikhism: Guru Tegh Bahadur». BBC. 1 Οκτωβρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 29 Απριλίου 2012. 
  81. Sadiq Ali (1918), A Vindication of Aurangzeb: In Two Parts, σελ. 141, https://books.google.com/books?id=7xEdAAAAMAAJ 
  82. Vipul Singh, The Pearson Indian History Manual for the UPSC Civil Services Preliminary Examination, Pearson Education India, σελ. 152, ISBN 978-8131717530, https://books.google.com/books?id=wsiXwh_tIGkC&pg=RA1-PA152 
  83. Na, Abdullahi Ahmed An-Na'im· Naʻīm, Abd Allāh Aḥmad (2009). Islam and the Secular State. Harvard University Press. σελ. 145. ISBN 978-0-674-03376-4. 
  84. Richards, John F. (1993). The Mughal Empire. Cambridge University Press. σελ. 173. ISBN 978-0-521-56603-2. 
  85. 85,0 85,1 Pirbhai, M. Reza (2009). «Chapter Two: Indicism, Intoxication And Sobriety Among The 'Great Mughals'». Reconsidering Islam in a South Asian Context. Brill. σελίδες 67–116. doi:10.1163/ej.9789004177581.i-370.14. ISBN 978-90-474-3102-2. 
  86. Chandra, Satish (Σεπτέμβριος 1969). «Jizyah and the State in India during the 17th Century». Journal of the Economic and Social History of the Orient 12 (3): 322-340. doi:10.2307/3596130. ISSN 0022-4995. https://www.jstor.org/stable/3596130. 
  87. 87,0 87,1 Truschke, Audrey (2017). «5. Moral Man and Leader». Aurangzeb : The Life and Legacy of India's Most Controversial King. Stanford University Press. σελ. 70. doi:10.1515/9781503602595-009. ISBN 978-1-5036-0259-5.  Unknown parameter |s2cid= ignored (βοήθεια)
  88. 88,0 88,1 Lal, Vinay. «Aurangzeb's Fatwa on Jizya». MANAS. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Μαΐου 2017. Ανακτήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2021. 
  89. Khan, Iqtidar Alam (Ιαν.-Φεβρ. 2001). «State in the Mughal India: Re-Examining the Myths of a Counter-Vision». Social Scientist 29 (1/2): 16-45. doi:10.2307/3518271. ISSN 0970-0293. https://www.jstor.org/stable/3518271. 
  90. Truschke, Audrey (2017). «7. Later Years». Aurangzeb: The Life and Legacy of India's Most Controversial King. Stanford University Press. σελ. 94. doi:10.1515/9781503602595-011. ISBN 978-1-5036-0259-5. 
  91. Aggarwal, Dhruv Chand (άνοιξη 2017). «The Afterlives of Aurangzeb: Jizya, Social Domination and the Meaning of Constitutional Secularism». Rutgers Journal of Law & Religion 18: 109-155. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2022-10-09. https://ghostarchive.org/archive/20221009/https://lawandreligion.com/sites/law-religion/files/01_Aggarwal%20%281%29.pdf. Ανακτήθηκε στις 2023-11-25. 
  92. Husain, S.M. Azizuddin (2000-07-01). «Jizya – Its Reimposition During the Reign of Aurangzeb: An Examination». Indian Historical Review 27 (2): 87-121. doi:10.1177/0376983620000204. ISSN 0376-9836. https://doi.org/10.1177/0376983620000204. 
  93. Lal, Vinay. «Aurangzeb, Akbar, and the Communalization of History». Manas. 
  94. Kulke, Tilmann (2020). «Aurangzeb and Islam in India: 50 years of Mughal Realpolitik». Στο: Jacobsen, Knut A. Routledge Handbook of South Asian Religions. Routledge. σελ. 194. doi:10.4324/9780429054853-14. ISBN 978-0-429-05485-3. 
  95. Husain, S.M. Azizuddin (2002). Structure of Politics Under Aurangzeb, 1658–1707. Kanishka Publishers, Distributors. ISBN 978-81-7391-489-8. 
  96. Gilbert, Marc Jason (2017). South Asia in World History. Oxford University Press. σελίδες 96–97. ISBN 978-0-19-066137-3. 
  97. Smith, Haig Z. (2022). Religion and Governance in England's Emerging Colonial Empire, 1601-1698. Springer Nature. σελίδες 215, 216. ISBN 978-3-030-70131-4. 
  98. 98,0 98,1 Puniyani, Ram (2003). Communal politics: facts versus myths. Sage Publications. σελ. 60. ISBN 978-0-7619-9667-5. ...he kept changing his policies depending on the needs of the situation ... he had put a brake on the construction of new temples but the repair and maintenance of old temples was permitted. He also generously donated jagirs to many temples to win the sympathies of the people ... firmans include the ones from the temples of Mahakaleshwar (Ujjain), Balaji temple (Chitrakut), Umanand temples (Guwahati) and Jain temples of Shatrunjaya. Also there are firmans supporting other temples and gurudwaras in north India. 
  99. 99,0 99,1 99,2 99,3 Mukhia, Harbans (2004), For Conquest and Governance: Legitimacy, Religion and Political Culture, John Wiley & Sons, Ltd., σελ. 25-26, doi:10.1002/9780470758304.ch1, ISBN 978-0-470-75830-4, https://onlinelibrary.wiley.com/doi/abs/10.1002/9780470758304.ch1, ανακτήθηκε στις 2021-02-05 
  100. 100,0 100,1 Subodh, Sanjay (2001). «Temples Rulers and Historians' Dilemma: Understanding the Medieval Mind». Proceedings of the Indian History Congress 62: 334-344. ISSN 2249-1937. https://www.jstor.org/stable/44155778. 
  101. Pauwels, Heidi; Bachrach, Emilia (Ιούλιος 2018). «Aurangzeb as Iconoclast? Vaishnava Accounts of the Krishna images' Exodus from Braj». Journal of the Royal Asiatic Society 28 (3): 485-508. doi:10.1017/S1356186318000019. ISSN 1356-1863. https://www.cambridge.org/core/journals/journal-of-the-royal-asiatic-society/article/abs/aurangzeb-as-iconoclast-vaishnava-accounts-of-the-krishna-images-exodus-from-braj/E38DFDADE1A61737AC9D24394EF11F4C. 
  102. 102,0 102,1 102,2 102,3 102,4 102,5 102,6 Eaton, Richard (2000). «Temple Desecration and Indo-Muslim States». Journal of Islamic Studies 11 (3): 307-308. doi:10.1093/jis/11.3.283. «In early 1670, soon after the ring-leader of these rebellions had been captured near Mathura, Aurangzeb ordered the destruction of the city's Keshava Deva temple and built an Islamic structure (īd-gāh) on its site ... Nine years later, the emperor ordered the destruction of several prominent temples in Rajasthan that had become associated with imperial enemies. These included temples in Khandela ... Jodhpur ... Udaipur and Chitor.». 
  103. Truschke, Audrey (23 Φεβρουαρίου 2017). «What Aurangzeb did to preserve Hindu temples (and protect non-Muslim religious leaders)». Scroll.in (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2021. 
  104. Shafqat, Arshia (2008). Administration Of Gujarat Under The Mughals (A.D. 1572-1737) (PhD). Aligarh University. σελ. 194. 
  105. Asher, Catherine B., επιμ.. (1992), Precedents for Mughal architecture, The New Cambridge History of India, Cambridge: Cambridge University Press, σελ. 8, ISBN 978-0-521-26728-1, https://www.cambridge.org/core/books/architecture-of-mughal-india/precedents-for-mughal-architecture/087130D88C52F03255F9228F16A1E3C6, ανακτήθηκε στις 2021-02-05 
  106. Eaton, Richard M. (2000). «Temple Desecration and Indo-Muslim States». The Hindu (Chennai): σελ. 297. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 January 2014. https://web.archive.org/web/20140106040012/http://www.hindu.com/fline/fl1726/17260700.pdf. 
  107. 107,0 107,1 Ian Copland· Ian Mabbett· Asim Roy· Kate Brittlebank· Adam Bowles (2013). A History of State and Religion in India. Routledge. σελ. 119. ISBN 978-1-136-45950-4. 
  108. Stein, Burton (2010) [1998]. Arnold, David, επιμ. A History of India (2η έκδοση). Blackwell Publishers. σελ. 179. ISBN 978-1-4051-9509-6. 
  109. Richards (1996, p. 223)
  110. Syan, Hardip Singh (2012). Sikh Militancy in the Seventeenth Century: Religious Violence in Mughal and Early Modern India. I.B. Tauris. σελίδες 130–131. ISBN 978-1-78076-250-0. 
  111. Blank, Jonah (2001). Mullahs on the Mainframe: Islam and Modernity Among the Daudi Bohras. University of Chicago Press. σελ. 44. ISBN 978-0-226-05676-0. 
  112. Kaul, H.N. (1998). Rediscovery of Ladakh. Indus Publishing. σελ. 63. ISBN 978-8173870866. Ανακτήθηκε στις 29 Απριλίου 2012. 
  113. Markovits, Claude, επιμ. (2004). A History of Modern India, 1480-1950 (2η έκδοση). Λονδίνο: Anthem Press. σελ. 106. ISBN 978-1-84331-004-4. 
  114. Farooqui, Salma Ahmed (2011). A Comprehensive History of Medieval India: Twelfth to the Mid-Eighteenth Century. Pearson Education India. ISBN 978-8131732021. 
  115. Truschke, Audrey (2017). «Chapter 1: Introducing Aurangzeb». Aurangzeb : The Life and Legacy of India's Most Controversial King. Stanford University Press. ISBN 978-1503602595. Ανακτήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 2018. 
  116. Balabanlilar, Lisa (2015). Imperial Identity in the Mughal Empire: Memory and Dynastic Politics in Early Modern South and Central Asia. I.B. Tauris. σελ. 129. ISBN 978-0-85773-246-0. 
  117. Rein Taagepera (Σεπτέμβριος 1997). «Expansion and Contraction Patterns of Large Polities: Context for Russia». International Studies Quarterly 41 (3): 500. doi:10.1111/0020-8833.00053. http://www.escholarship.org/uc/item/3cn68807. 
  118. Pletcher, Kenneth, επιμ. (2010). The History of India. Britannica Educational Publishing. σελ. 183. ISBN 978-1-61530-201-7. 
  119. Joseph, Paul, επιμ. (2016). The SAGE Encyclopedia of War: Social Science Perspectives. Sage Publications. σελίδες 432–433. ISBN 978-1-4833-5988-5. 
  120. Gupta, R.K.· Bakshi, S.R. (2008). Dalit Literature: Our Response. Sarup & Sons. σελ. 77. ISBN 978-81-7625-841-8. 
  121. 121,0 121,1 121,2 Shakir, Moin, επιμ. (1989). Religion State And Politics in India. Ajanta Publications (India). σελ. 47. ISBN 978-81-202-0213-9. 
  122. Upshur, Jiu-Hwa L.· Terry, Janice J.· Holoka, Jim (2011). Cengage Advantage Books: World History. Cengage Learning. σελ. 527. ISBN 978-1-111-34514-3. 
  123. Chua, Amy (2009). Day of Empire: How Hyperpowers Rise to Global Dominance – and Why They Fall. Anchor Books. σελ. 189. ISBN 978-0-307-47245-8. 
  124. Edwardes, Stephen Meredyth· Garrett, Herbert Leonard Offley (1930). Mughal Rule in India. Atlantic Publishers and Distributors. σελ. 119. ISBN 978-8171565511. 
  125. Agrawal, Ashvini (1983). Studies in Mughal History. Motilal Banarsidass Publ. σελ. 15. ISBN 978-81-208-2326-6. 
  126. Mehta, J.L. (2005). Advanced Study in the History of Modern India: Volume One: 1707-1813. Sterling Publishers. σελ. 47. ISBN 978-1-932705-54-6. 
  127. Bhattacherje, S.B. (2009). Encyclopaedia of Indian Events & Dates. Sterling Publishers. σελίδες A80–A81. ISBN 978-81-207-4074-7. 
  128. Ayalon, David (1986). Studies in Islamic History and Civilisation. Brill. σελ. 271. ISBN 978-965-264-014-7. 
  129. Abraham Eraly: Emperors of the Peacock Throne: The Saga of the Great Mughals, Penguin Books, 2000, ISBN 978-0141001432, σσ. 398-399
  130. Haroon, Asif (2004). Muhammad Bin Qasim to General Pervez Musharraf: Triumphs, Tribulations. Λαχώρη: Sang-e-Meel. σελ. 70. ISBN 978-969-35-1624-1. 
  131. «Mughal dynasty | History, Map, & Facts». Encyclopædia Britannica. https://www.britannica.com/topic/Mughal-dynasty. Ανακτήθηκε στις 2018-10-06. 
  132. Truschke, Audrey (2017). Aurangzeb: The Life and Legacy of India's Most Controversial King. Stanford University Press. σελ. 85. ISBN 978-1-5036-0259-5. Nobody knows the exact number of temples demolished or pillaged on Aurangzeb's orders, and we never will. Richard Eaton, a leading authority on the subject, puts the number of confirmed temple destructions during Aurangzeb's rule at just over a dozen, with fewer tied to the emperor's direct commands. Other scholars have pointed out additional temple demolitions not counted by Eaton, such as two orders to destroy the Somanatha Temple in 1659 and 1706 (the existence of a second order suggests that the first was never carried out). Aurangzeb also oversaw temple desecrations. For example, in 1645 he ordered mihrabs (prayer niches, typically located in mosques) erected in Ahmedabad's Chintamani Parshvanath Temple, built by the Jain merchant Shantidas. Even adding in such events, however, to quote Eaton, "the evidence is almost always fragmentary, incomplete, or even contradictory". Given this, there were probably more temples destroyed under Aurangzeb than we can confirm (perhaps a few dozen in total?), but here we run into a dark curtain drawn across an unknown past. 
  133. Haroon Khalid (1 October 2018): "In India and Pakistan, religion makes one country's hero the other's villain", Quartz India. Retrieved 21 April 2019.
  134. Munis D. Faruqui: Βιβλιοπαρουσίαση του Aurangzeb: The Life and Legacy of India's Most Controversial King στο Journal of the American Academy of Religion, τόμ. 87, τεύχ. 1, Μάρτιος 2019, σελ. 300
  135. Sevea, Iqbal Singh (2012). The Political Philosophy of Muhammad Iqbal: Islam and Nationalism in Late Colonial India. Cambridge University Press. σελ. 168. ISBN 978-1-107-00886-1. 
  136. Dhulipala, Venkat (2015). Creating a New Medina: State Power, Islam, and the Quest for Pakistan in Late Colonial North India. Cambridge University Press. σελ. 489. ISBN 978-1-107-05212-3. 
  137. Ahmed, Akbar S. (2002) [1987]. Discovering Islam: Making Sense of Muslim History and Society (αναθ. έκδοση). Routledge. σελ. 82. ISBN 978-0-415-28525-4. 
  138. Irfani, Suroosh (Ιούλιος-Δεκέμβριος 1996). «Review Article: Discovering Islam: Making Sense of Muslim History and Society». Pakistan Journal of History and Culture 13 (2): 116. http://pjhc.nihcr.edu.pk/wp-content/uploads/2020/09/10-Review-Article.pdf. 
  139. Jalal, Ayesha (Φεβρουάριος 1995). «Conjuring Pakistan: History as Official Imagining». International Journal of Middle East Studies 27 (1): 79. doi:10.1017/S0020743800061596. https://archive.org/details/sim_international-journal-of-middle-east-studies_1995-02_27_1/page/79. 
  140. Ali, Mubarak (Σεπτ.-Οκτώβ. 1992). «Akbar in Pakistani Textbooks». Social Scientist 20 (9/10): 73-76. doi:10.2307/3517719. 
  141. Shaikh, Zeeshan (5 Σεπτεμβρίου 2015). «A capital road gone, Mughal king Aurangzeb lives in 177 towns and villages». The Indian Express. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουλίου 2023. 
  142. Truschke, Audrey (2017). Aurangzeb: The Life and Legacy of India's Most Controversial King. Stanford University Press. σελ. 7. ISBN 978-1-5036-0259-5. 
  143. Hasan, Farhat (2019-05-16). «Nationalist representations of the Mughal state: The views of Tilak and Gandhi». Studies in People's History (Sage Publications) 6 (1): 52-62. doi:10.1177/2348448919834791. ISSN 2348-4489. 
  144. Lokapally, Vijay (21 June 2016). «Understanding Aurangzeb». The Hindu. ISSN 0971-751X. http://www.thehindu.com/news/cities/mumbai/entertainment/Understanding-Aurangzeb/article14434624.ece. Ανακτήθηκε στις 13 December 2017. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Αουρανγκζέμπ
Δυναστεία Τιμουριδών
Γεννήθηκε: 1618 Πέθανε: 3 Μαρτίου 1707
Βασιλικοί τίτλοι
Διάδοχος του
Σαχ Τζαχάν
Αυτοκράτορας των Μουγκάλ
1658-1707
Διαδοχή από
Αζάμ Σαχ