Αμμοδορκάς
Αμμοδορκάς | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
| ||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Ammodorcas clarkei (Thomas, 1891)[2] | ||||||||||||||||
Γεωγραφική κατανομή της αμμοδορκάδος
|
Η αμμοδορκάς (λατινική και επιστημονική ονομασία Ammodorcas clarkei) ή γαζέλα του Κλαρκ ή ντιμπατάγκ (dibatag), είναι μια μεσαίου μεγέθους λεπτοκαμωμένη αντιλόπη, μοναδικό είδος του γένους Ammodorcas. Είναι ζώο ιθαγενές της νότιας Αιθιοπίας και της Σομαλίας. Παρά το ότι δεν είναι πραγματική γαζέλα, έχει παρόμοια εμφάνιση, με μακριά πόδια και λαιμό. Συχνά τη συγχέουν με το γκέρινουκ εξαιτίας της μεγάλης ομοιότητας των δύο ειδών. Το μέσο μήκος κεφαλής και σώματος είναι περίπου 103 έως 117 εκατοστόμετρα (cm), ενώ το ύψος περίπου 80 έως 90 cm. Οι αρσενικές ενήλικες αμμοδορκάδες ζυγίζουν μεταξύ 20 και 35 κιλών, ενώ οι θηλυκές ζυγίζουν από 22 έως 29 κιλά. Το μήκος που έχουν τα καμπύλα κέρατα, παρόντα μόνο στα αρσενικά[3], είναι συνήθως μεταξύ 10 και 25 cm. Το επάνω μέρος του σώματος έχει χρώμα από γκρίζο μέχρι μπεζ, ενώ η ράχη και τα πλευρά έχουν χρώμα από κανελλί μέχρι κεραμιδί (φαιοκόκκινο). Η κοιλιά, τα οπίσθια και η εσωτερική πλευρά των ποδιών είναι όλα λευκά. Χρωματικά σχέδια υπάρχουν μόνο στο πρόσωπο.
Τα ντιμπατάγκ βρίσκονται συνήθως σε εγρήγορση και είναι ζώα ντροπαλά, με τον χρωματισμό τους να τους προσφέρει υψηλής ποιότητας κάλυψη παραλλαγής (καμουφλάζ), ιδιότητες που τα καθιστούν από τα δυσκολότερα θηράματα ανάμεσα σε όλες τις αντιλόπες. Βόσκουν την ημέρα και κινούνται σε πολύ μικρές αγέλες. Αμφότερα τα φύλα φθάνουν σε ηλικία αναπαραγωγής όταν είναι 12 έως 18 μηνών. Μετά από κύηση 6 έως 7 μηνών, το θηλυκό γεννά ένα μόνο μικρό, συνήθως τους μήνες του φθινοπώρου του Βόρειου Ημισφαιρίου. Οι αμμοδορκάδες ζουν συνήθως κατά μέσο όρο από 10 έως 12 έτη. Κάποιες φορές θέτουν προσωρινά όρια περιοχών ενός ατόμου με εκκρίσεις ειδικών αδένων, ούρα ή και κόπρανα. Οι αμμοδορκάδες τρέφονται κυρίως με φύλλα, νεαρούς βλαστούς και θάμνους. Είναι καλά προσαρμοσμένες σε ημίξηρα ενδιαιτήματα, όντας ικανά να επιβιώνουν με πολύ μικρές ποσότητες νερού.
Αρκετοί παράγοντες, όπως η ανθρώπινη εγκατάσταση, η υποβάθμιση ενδιαιτήματος, η εντατική κτηνοτροφία, ο ένοπλες συγκρούσεις στα κράτη που αντιστοιχούν στη γεωγραφική κατανομή της αμμοδορκάδας, και η έλλειψη μέτρων προστασίας της στις δυο-τρεις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, έχουν μειώσει τον πληθυσμό της σε μόνο λίγες χιλιάδες. Σημαντικός είναι ακόμα ο αριθμός στο νότιο μέρος της Ογκαντέν (Αιθιοπία). Το είδος χαρακτηρίζεται από την IUCN ως «εκτεθειμένο».
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Heckel, J., Wilhelmi, F., Kaariye, X. και Amir, O.: «Ammodorcas clarkei» στον Κόκκινο κατάλογο της IUCN2 του 2016, σελ. e.T1141A50181613, doi= 10.2305/IUCN.UK.2016-2.RLTS.T1141A50181613.en, ανακτήθηκε στις 19 Νοεμβρίου 2021
- ↑ Thomas, O. (1 June 1891). «On some antelopes collected in Somali-land by Mr. T.W.H. Clarke». Proceedings of the Zoological Society of London: 206-212. https://archive.org/stream/proceedingsofgen91scie#page/207/mode/1up.
- ↑ Castelló, J.R. (2016). Bovids of the World: Antelopes, Gazelles, Cattle, Goats, Sheep, and Relatives. Princeton University Press. σελίδες 162–163. ISBN 978-0-691-16717-6.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Το ομώνυμο λήμμα στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμος 5, σελ. 28