Μετάβαση στο περιεχόμενο

Όπλο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Γενικά, ως όπλο χαρακτηρίζεται οποιοδήποτε μέσο χρησιμοποιείται με σκοπό την πρόκληση βλάβης σε ανθρώπους ή κατασκευές. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για επίθεση, άμυνα ή για εκφοβισμό. Παραδείγματος χάρη ο Νάσος Κοντογιάννης

Επίσης με το όνομα Όπλο φέρεται στράτευμα ειδικά εκπαιδευμένο κατά χώρο επιχειρήσεων και είδος αυτών, με όλα τα διατειθέμενα μέσα υπαγωγής του. Ειδικότερα στο Στρατό Ξηράς ως "Όπλα" χαρακτηρίζονται το Πεζικό, το Πυροβολικό, τα Τεθωρακισμένα, (στη θέση του άλλοτε Ιππικού), το Μηχανικό, οι Διαβιβάσεις και η Αεροπορία στρατού.

Στην εραλδική γλώσσα με τον όρο όπλα φέρονται οι θυρεοί.

Το "όπλον" στην αρχαία ελληνική γλώσσα ήταν η κυκλική ασπίδα που χρησιμοποιούσαν οι οπλίτες, δηλαδή οι στρατιώτες που έρχονταν αντιμέτωποι με τον εχθρό σώμα με σώμα και πεζοί.[1][2]

Εκτός της κατηγοριοποίησης των όπλων σε "επιθετικά" και "αμυντικά", τα όπλα αρχικά διακρίνονται σε δύο βασικές κατηγορίες στα αγχέμαχα για μάχες σώμα με σώμα και στα εκηβόλα που χτυπουν τον εχθρό από μεγάλη απόσταση. Κάθε μια από αυτές διακρίνονται επιμέρους σε φορητά όπλα και σε βαρέα όπλα. Κάθε μια από αυτή τη δεύτερη υποκατηγορία διακρίνεται επιμέρους σε "απλά ή μηχανικά όπλα", σε χημικά όπλα, σε "σύνθετα όπλα" και σε "πολυσύνθετα όπλα" που συνηθέστερα καλούνται οπλικά συστήματα, στην κατηγορία αυτών υπάγονται και τα λεγόμενα "ηλεκτρονικά όπλα".

Ανάλογα του χώρου χρήσης τους χαρακτηρίζονται "όπλα επιφανείας", που μπορεί να αφορούν επιφάνεια ξηράς ή θάλασσας, λεγόμενα και πεζικά όπλα, ή ναυτικά όπλα στα οποία περιλαμβάνονται και τα "ύφαλα όπλα", όπου η χρήση τους γίνεται υπό την επιφάνεια της θάλασσας, καθώς και τα όπλα αέρος ή "αεροπορικά όπλα".

Τα βαρέα όπλα επιφανείας ξηράς διακρίνονται σε "πεδινά,", "ορειβατικά" και "παντός εδάφους". Ειδικότερα στο πολεμικό πλοίο το σύνολο των πάσης φύσεως διαμετρήματος των φερομένων "πυροβόλων όπλων" ονομάζεται "πυροβολικό" (του πλοίου).

Ανάλογα του σκοπού για το οποίο προορίζεται η χρήση των φερομένων όπλων αυτά χαρακτηρίζονται γενικά: "κατά προσωπικού", "αντιαρματικά", "αντιαεροπορικά", και "ανθυποβρυχιακά όπλα".

Ιδιαίτερες κατηγορίες αποτελούν τα βλήματα αγχέμαχων και εκηβόλων όπλων.

Το σύνολο των φερόμενων όπλων, ανεξαρτήτως κατηγορίας, μιας στρατιωτικής μονάδας ονομάζεται οπλισμός π.χ. οπλισμός μαχητικού αεροσκάφους, οπλισμός πολεμικού πλοίου κ.λπ. Ο όρος "εξοπλισμός" χρησιμοποιείται περισσότερο είτε για τον οπλισμό που δίνεται σε νέα εντασσόμενη στρατιωτική μονάδα ή σε αντικατάσταση υπάρχοντος οπλισμού.

Νεολιθικά αντικείμενα, ανάμεσα τους και κεφαλές τσεκουριών και εργαλεία ακονισμού

Οι πρώτοι άνθρωποι άρχισαν να κατασκευάζουν οχυρωματικά έργα για την κατοικία τους και την προφύλαξή τους από τα διάφορα ζώα. Στη συνέχεια διάφορα φυσικά αντικείμενα σαν πρόχειρα όπλα, που αργότερα μετέτρεψαν σε πιο αποτελεσματικά με την κατεργασία τους,[3] ενώ παρόμοια συμπεριφορά έχει παρατηρηθεί και στη χρήση φυσικών αντικειμένων από χιμπατζήδες.[4] Τα πρώτα όπλα που εμφανίζονται είναι τα ρόπαλα από κόκαλο ή ξύλο, και τα παλαιότερα χρονολογούνται έως και 300.000 έτη πριν βάσει τεκμηρίων που ανακαλύφθηκαν στη Γερμανία.[5][6][7] Ακολουθούν τα δόρατα το τόξο και οι πρώτοι πελέκεις, που στην αρχή ήταν λίθινοι και με την πάροδο του χρόνου αντικαταστάθηκαν από μεταλλικούς.

Είναι γεγονός ότι η χρησιμοποίηση του μετάλλου για την κατασκευή όπλων, ακολούθησε την ανακάλυψη της φωτιάς, που άλλωστε αποτέλεσε κι ένα απ' τα πιο βασικά αμυντικά, αλλά κι επιθετικά όπλα. Με την ανακάλυψη όμως αυτής και τη χρησιμοποίησή της για την επεξεργασία των μεταλλικών όπλων, τα λίθινα όπλα κυρίως από πυριτόλιθο αχρηστεύονται. Η ύπαρξή τους διαπιστώνεται απ' τα άφθονα όπλα του είδους αυτού, που έχουν ανακαλυφτεί στα ερείπια πρωτόγονων οικισμών.[8]

Η ανακάλυψη του σιδήρου απετέλεσε πραγματική επανάσταση στη μέχρι τότε τέχνη του πολέμου. Στην αρχή τα πρώτα μεταλλικά όπλα ήταν από χαλκό που όμως ήταν μαλακός και δεν διατηρούσε κοφτερές άκρες. Έτσι άρχισε να χρησιμοποιείται ο κασσίτερος (2.500 π.Χ.) στην παραγωγή του μπρούντζου. Το μέταλλο αυτό ήταν σκληρότερο, κάλυπτε τις απαιτούμενες ανάγκες και ήταν πολύ πιό εύχρηστο. Σημειώνεται πως η εποχή του χαλκού προηγήθηκε της εποχής του σιδήρου (600 π.Χ.), η δε παραγωγή μπρούτζινων όπλων συνέχισε και μετά την εποχή του σιδήρου. Πάντως σήμερα θεωρείται βέβαιο ότι η κατεργασία του σιδήρου και παραγωγή όπλων εξ αυτού ήταν γνωστή στη Μικρά Ασία από την 3η χιλιετία π.Χ..[9][9]

Η ανακάλυψη και η χρησιμοποίηση των μετάλλων συντέλεσε επίσης στη δημιουργία δύο ειδών όπλων: των αμυντικών και των επιθετικών. Ο διαχωρισμός αυτός συναντάται σε μεγάλη κλίμακα στους αρχαίους Έλληνες και στους σύγχρονούς τους λαούς. Σαν κύρια επιθετικά όπλα χρησιμοποιούσαν το ξίφος, το δόρυ ή ακόντιο, ενώ η ασπίδα, η περικεφαλαία, ο θώρακας και οι περικνημίδες είχαν αμυντική αποστολή. Την εποχή αυτή γίνεται και η διάκριση των όπλων σε αγχέμαχα, σε όπλα δηλ. που χρησιμοποιούνταν για μάχες σώμα με σώμα, όπως το ξίφος και το ακόντιο και σε εκηβόλα (τηλέμαχα), που είχαν τη δυνατότητα να χτυπήσουν τον αντίπαλο από μακριά (τόξο, σφενδόνη). Μια πρώτη παραστατική εικόνα της εξέλιξης των όπλων μας παρέχουν οι Άθλοι του Ηρακλή στην αρχή το ρόπαλο στη συνέχεια ο δαυλός και ο πέλεκυς (τσεκούρι) και μετά το τόξο.[10][11][12]

Τα όπλα αυτά όμως ήταν ατομικά, δηλ. είχαν περιορισμένες καταστροφικές δυνατότητες. Για την επίτευξη δυσκολότερων σκοπών άρχισαν να εκπαιδεύουν και ζώα (άλογα, καμήλες, ελέφαντες κ.λπ) και να επιχειρούν μ΄ αυτά.[13] Στη συνέχεια χρησιμοποιούσαν τα δρεπανηφόρα άρματα και τις λεγόμενες πολιορκητικές και πολεμικές μηχανές,[14] όπως οι λιθοβόλοι, οι καταπέλτες, οι χελώνες, οι κριοί κ.ά., μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο Δούρειος Ίππος. Η απόβαση των αρχαίων Ελλήνων στην Τροία όσο και η πολιορκία της, (Τρωικός πόλεμος), θεωρούνται οι πρώτες αφηγήσεις τέτοιων πολεμικών επιχειρήσεων. Οι Έλληνες επίσης ναυπήγησαν πολεμικά πλοία, όπως τις τριήρεις που γνώρισαν μεγάλη εξέλιξη κατά τους ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους.[15]

Βαλλίστρα μεγάλου μεγέθους, χρησιμοποιούνταν σε πολιορκίες και σε επιθέσεις κατά προσωπικού κατά την αρχαιότητα και μεσαίωνα

Γενικά οι αρχαίοι Έλληνες διατηρούσαν στρατό από πολίτες που έφεραν ατομικό οπλισμό. Έτσι στην αρχαία Αθήνα οι πιο ευκατάστατοι ήταν και οι περισσότερο οπλισμένοι διατηρώντας και ίππους. Στην αρχαία Σπάρτη αντίθετα όλοι έφεραν τον ίδιο εξοπλισμό με μπρούτζινη περικεφαλαία, κυκλική ασπίδα, και με πιο σύνηθες το δόρυ. Παράλληλα όμως άρχισε να αναπτύσσεται και η οχυρωματική καθώς και η στρατηγική. Η επικράτηση των Ρωμαίων και η πολεμική οργάνωσή τους οφείλει πολλά στους Έλληνες και τους Ετρούσκους που έφθασαν στα εδάφη τους. Οι λεγεωνάριοι ήταν εξοπλισμένοι με κράνος, παραλληλόγραμμη ασπίδα, κοντό σπαθί, μακρύ δόρυ και μεταλλικό θώρακα, χωρίς περικνημίδες. Από τη μελέτη επίσης της Παλαιάς Διαθήκης παρέχονται πολλά στοιχεία για τα όπλα που χρησιμοποιούνταν στην περιοχή της Μέσης Ανατολής από τη Μεσοποταμία μέχρι τη Μεσόγειο στην προχριστιανική εποχή. Φαίνεται για παράδειγμα πως τα άρματα επινοήθηκαν την εποχή που οι αρχαίοι Αιγύπτιοι άρχισαν να επεκτείνονται προς βορρά με συνέπεια ν΄ αποτελέσουν μια ελαφρά πολεμική "μηχανή". Σύμφωνα δε με ευρήματα φέρονται ν΄ αναπτύχθηκαν επίσης και από τους Βαβυλωνίους.

Κατά τη διάρκεια της βυζαντινής εποχής γίνεται επίσης χρήση από τους Βυζαντινούς του υγρού πυρός.

Την ίδια εποχή στην Ευρώπη κάνουν την εμφάνισή τους οι πανοπλίες και οι κατάφρακτοι ιππότες. Οι πολεμιστές του είδους αυτού, αν και βραδυκίνητοι, είχαν τρομερή αποτελεσματικότητα στις συγκρούσεις εξ επαφής (εκ του συστάδην). Η πανοπλία που ήταν βασικά αμυντικό όπλο, βρέθηκε στο ζενίθ της χρησιμοποίησής της κατά τους χρόνους του μεσαίωνα. Την εποχή αυτή αναπτύσσεται έντονα η στρατηγική και η στρατιωτική τακτική παίρνει νέα δομή αξιοποιώντας σε γραμμή μετώπου τους τοξότες ενώ οι στρατιώτες είναι απλοί μισθοφόροι. Υπόψη ότι στη μάχη του Άντζικορτ, το 1415, (Εκατονταετής πόλεμος), οι Άγγλοι πέτυχαν περιφανή νίκη κατά των σαφώς υπέρτερων Γάλλων αξιοποιώντας τους τοξότες. Συνέχεια αυτών ήταν η ανάπτυξη της βαλλίστρας από την οποία και εκτοξεύονταν μικρότερα βέλη.

Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Γερμανική νάρκη του Α' Π.Π. (κρουστική)

Όπως γίνεται αντιληπτό η ιστορία του όπλου είναι παράλληλη με εκείνη των πολέμων χάρη στους οποίους τα όπλα συνεχώς εξελίσσονται. Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο παρατηρείται μια θεαματική παρουσία όπλων. Στη θάλασσα έχουν ήδη εμφανισθεί τα θωρηκτά που φαντάζουν σαν τεράστια πλωτά πυροβολεία. Στον αέρα εμφανίζονται ιπτάμενες μηχανές όπου και σημειώνονται οι από αέρος επιθέσεις. Τη θέση των βλημάτων τώρα καταλαμβάνουν οι βόμβες. Πρώτη τέτοια αεροπορική επίθεση με ρίψη βομβών έγινε από τον Έλληνα Δημήτρη Καμπέρο κατά των Τούρκων στη Θεσσαλία στη διάρκεια του Α' Βαλκανικού Πολέμου. Τα πυροβόλα όμως συνεχίζουν την εξέλιξη τους.

Το πολυβόλο τύπου Βίκερς ήταν σε χρήση από τον βρετανικό στρατό για 80 έτη

Η από αέρος αυτή εξέλιξη αναγκάζει τον Γερμανό καθηγητή Φον Έμπερχαρντ το 1916 να σχεδιάσει το πρώτο αντιαεροπορικό όπλο, την παραγωγή του οποίου αναλαμβάνει η εταιρεία Κρουπ. Το όπλο αυτό έφερε πολύ μακριά κάννη δημιουργώντας βεληνεκές πάνω από 100 χλμ.
Στο μεταξύ η μάχη του Σομμ δημιούργησε στρατιωτικό αδιέξοδο, που οδήγησε στον λεγόμενο «πόλεμο των χαρακωμάτων». Τότε άρχισαν να χρησιμοποιούνται τα λεγόμενα «όπλα της απελπισίας», όπως χαρακτηρίστηκαν τα χημικά όπλα, που απελευθέρωναν ασφυξιογόνα και δηλητηριώδη αέρια, όπως για παράδειγμα το λεγόμενο αέριο μουστάρδας που ήταν ισχυρό τοξικό και προκαλούσε σοβαρά εγκαύματα. Τότε οι στρατιώτες έπρεπε να φέρουν και αντιασφυξιογόνες μάσκες καθώς και ειδική εξάρτυση. Παράλληλα ένας νέος μεταλλικός γίγαντας αρχίζει να εμφανίζεται στα πεδία των μαχών: Το άρμα μάχης. Αν και το θωρακισμένο αυτό όχημα έκανε την πρώτη του εμφάνιση το 1904, στην πραγματικότητα χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στη Μάχη του Σομμ το 1916. Η ιδέα της «φόρτωσης» μεγάλου πυροβόλου σε θωρακισμένο ερπυστριοφόρο όχημα, ικανό έτσι να κινείται σε κάθε είδους εδάφη, ανήκει στον Άγγλο αντισυνταγματάρχη Έρνεστ Σουίντον.

Την ίδια εποχή εμφανίζονται και τα πρώτα «ύπουλα όπλα». Ξηρές και θάλασσες αρχίζουν να φιλοξενούν τις νάρκες. Και ενώ στη θάλασσα οι τορπίλες βρίσκονται σε εξέλιξη, μια άλλη παρουσία, επίσης «ύπουλη», γίνεται αισθητή, το μάτι του περισκοπίου. Τον Φεβρουάριο του 1917 τα γερμανικά υποβρύχια παύουν πλέον να τηρούν τον εθιμοτυπικό κώδικα της «μη βύθισης εμπορικών πλοίων» απειλώντας ακόμη και την αμερικανική ναυτιλία στον Ατλαντικό. Έτσι και οι ΗΠΑ που μέχρι τότε εφοδίαζε με πολεμικό υλικό τους Συμμάχους αναγκαστικά μπήκε στον πόλεμο.

Για την άριστη απόδοση των όπλων απαιτείται άριστη εκπαίδευση των χειριστών τους. Οι Γερμανοί υπερτερούσαν στον τομέα αυτό, με αποτέλεσμα στην αρχή των επιχειρήσεων όλα τα άλλα στρατεύματα των Συμμάχων να παρουσιάζουν αποκαρδιωτική εικόνα δίνοντας την εντύπωση ανεκπαίδευτων πολιτών. Η Αγγλία όπως και άλλες χώρες ήταν επαναπαυμένες στις δυνάμεις τους, όχι όμως στην εκπαίδευση και στη μέριμνα αποθεμάτων υλικού. Έτσι, με το ξέσπασμα του πολέμου βρέθηκαν απροετοίμαστες, όχι τόσο χωρίς στρατιώτες, αφού υπήρχε τεράστια ανεργία, όσο από την έλλειψη υλικών και πυρομαχικών. Αυτό είχε ως συνέπεια ακόμη και γυναίκες να εργαστούν σε εργοστάσια και ναυπηγεία προκειμένου να βοηθήσουν τη διεξαγωγή του πολέμου.

Ένα ακόμη ενδιαφέρον σημείο αποτελούν οι λεγόμενες μαζικές καταστροφές που σημειώθηκαν τότε και μάλιστα ολόκληρων κοινοτήτων. Τα νέα βαρέα όπλα που εισήλθαν στον πόλεμο με την εμβέλεια των 100 χλμ. μπορούσαν να βομβαρδίσουν πόλεις από ασφαλέστερη πλέον απόσταση για το πεζικό. Παρά ταύτα οι στρατηγοί όλων των εμπλεκομένων προτιμούσαν να ακολουθούν την παλαιά ακόμη τακτική της αντιτακτής (κατ' έναντι) παράταξης των στρατευμάτων τους.

Β' Παγκόσμιος Πόλεμος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το Ναγκασάκι το 1945
Το Ναγκασάκι μετά από τη ρίψη πυρηνικής βόμβας

Στις μάχες του πολέμου αυτού κυριαρχεί η μαζικότητα των όπλων και βεβαίως η εξελιγμένη και επιμελημένη πλέον τακτική σχεδίαση. Η τεχνολογία και τα λεγόμενα "όπλα μαζικής καταστροφής" κυριαρχούν. Στόλοι θωρηκτών, σμήνη βομβαρδιστικών και μαχητικών αεροσκαφών, καθώς και μεραρχίες τεθωρακισμένων δεσπόζουν των συγκρούσεων. Η παραγωγή όπλων είναι εκπληκτική. Τα γερμανικά εργοστάσια παράγουν ανά 8 λεπτά ένα άρμα μάχης (100 την ημέρα). Η εξέλιξη της ναυπηγικής ακολουθεί ομοίως. Οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί αποτελούν συνήθεια. Ως επακόλουθο, ο πόλεμος αυτός δημιούργησε και τις μεγαλύτερες μέχρι τότε συμμαχίες στον κόσμο.

Στη νέα τακτική, η αεροπορία πλέον είναι πρώτη δύναμη, που εξαπολύει επιδρομές στρατηγικών στόχων, πριν προλάβουν άλλες δυνάμεις, χερσαίες και θαλάσσιες, να επέμβουν. Στην υπηρεσία αυτής εμφανίζεται το αεροπλανοφόρο. Το 1937 οι Άγγλοι κατασκευάζουν τον αεροστρόβιλο κινητήρα, που όμως θ' αργήσει λίγο να χρησιμοποιηθεί στα αεριωθούμενα αεροσκάφη. Η πρώτη αερομαχία τέτοιων σκαφών θα πραγματοποιηθεί σε μια άλλη αναμέτρηση, στον Πόλεμο της Κορέας. Τα αερόπλοια τύπου Ζέπελιν ήδη αρχίζουν να παραχωρούν τη θέση τους σε μια νέα ιπτάμενη συσκευή που σχεδίασε το 1939 ο Ιγκόρ Σικόρσκι, το ελικόπτερο. Παράλληλα η ηλεκτρονική παρουσιάζει πρώτα το ραντάρ για ν' ακολουθήσει η τηλεκατεύθυνση των όπλων. Στην υπηρεσία του πολέμου σπεύδουν να προσφέρουν και άλλες επιστήμες και τεχνικές, η ψυχολογία των μαζών και εξ αυτής η προπαγάνδα που ανάγεται αμέσως σε όπλο, ομοίως και η κατασκοπεία. Μέσα σ΄ αυτή τη δίνη και ο διωγμός των Εβραίων, μεγάλος αριθμός των οποίων θανατώθηκε ή υπέστη ιδιαίτερες ταλαιπωρίες.

Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις του πολέμου αυτού ήταν η λεγόμενη "Μάχη της Αγγλίας" που ξεκίνησε τον Ιούλιο του 1940 με το όνομα "επιχείρηση Θαλάσσιος Λέων", (γερμανικό σχέδιο εισβολής στην Αγγλία) που κράτησε δύο μήνες και θεωρείται η μεγαλύτερη μάχη στην Ιστορία που διεξήχθη αποκλειστικά στον αέρα, ο ιαπωνικός βομβαρδισμός του Περλ Χάρμπορ που εισήγαγε τις Η.Π.Α. στον πόλεμο και ασφαλώς η απόβαση στη Νορμανδία.

Από την εποχή των πρώτων πυροβόλων όπλων έχει σημειωθεί - και σημειώνεται - μεγάλη εξέλιξη στο θέμα της κατασκευής καινούριων. Αύξηση του βεληνεκούς, ευθυβολία, εύκολη χρήση είναι προβλήματα που αντιμετωπίζονται με επιτυχία απ' τους κατασκευαστές όπλων σ' όλον τον κόσμο. Όπλα διάφορου μεγέθους (πιστόλια, καραμπίνες) επαναληπτικά και αυτόματα χρησιμοποιήθηκαν κατά εκατομμύρια από τους ανθρώπους. Στον πολεμικό χώρο η βιομηχανία (ή βιοτεχνία κατά τα παλιότερα χρόνια) κατασκευής όπλων έχει να επιδείξει νάρκες, όλμους, βαριά πολυβόλα, τηλεβόλα, ρουκέτες κ.ά. Ακόμα και χημικά αέρια χρησιμοποιήθηκαν σε μεγάλη κλίμακα κατά τον Α και λιγότερο κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, του οποίου το τέλος του σημάδεψε η παρουσία και χρήση των πυρηνικών όπλων, που χαρακτηρίστηκαν τέλεια όπλα «μαζικής καταστροφής», σε αντίθεση με τα άλλα που χαρακτηρίζονται «συμβατικά».

Από το τέλος του Β΄ Π.Π. υπολογίζεται πως έχουν πραγματοποιηθεί περισσότερες από 100 μεγάλες πολεμικές συγκρούσεις τουλάχιστον από 70 χώρες στον κόσμο, εκ των οποίων άλλες ήταν σποραδικές, άλλες περιορισμένες τοπικά, χωρίς συνασπισμούς συμμαχιών, αλλά και άλλες ικανές να πυροδοτήσουν έναν νέο πόλεμο. Στην τρίτη αυτή κατηγορία δεσπόζουν ο πόλεμος της Κορέας, η κρίση των πυραύλων της Κούβας, ο πόλεμος του Βιετνάμ, ο πόλεμος των Έξι Ημερών, η επιχείρηση στα νησιά Φώκλαντ, καθώς και ο πόλεμος του Κόλπου. Η "κούρσα των εξοπλισμών" ακολουθώντας τη φρενίτιδα της προπαγάνδας του ψυχρού πολέμου μόλις και μειώθηκε στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 με μια σειρά συμφωνιών περιορισμού των πυρηνικών εξοπλισμών, όπου πολλές πυρηνικές κεφαλές αφοπλίστηκαν. Πλην όμως νέες Χώρες απέκτησαν πυρηνικά όπλα με συνέπεια η υφήλιος να συνεχίζει να μένει υπό διαρκή απειλή πυρηνικού ολέθρου.[16]

Με την ορολογία όπλα ταυτίζονται πολλές φορες μονο τα βιομηχανικά κατασκευασμένα. Στην εικόνα ένα MP5k της Heckler & Koch

Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες απαγορεύεται η προσωπική κατοχή όπλων. Άδειες δίνονται για ειδικούς σκοπούς όπως το κυνήγι, η εξάσκηση στη σκοποβολή, η παροχή υπηρεσιών ασφάλειας και φύλαξης. Σε ειδικές περιπτώσεις, επιτρέπεται σε πολίτες να κατέχουν και να φέρουν όπλο (αν αποδειχθεί ότι διατρέχουν κάποιο σοβαρό κίνδυνο). Οι παραβάτες τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης.

Ιδιαίτερη κατηγορία όπλων αποτελούν τα κυνηγετικά όπλα. Αυτά είναι όπλα περιορισμένου βεληνεκούς κι ελαφριάς κατασκευής, που έχουν όμως το προτέρημα να διαθέτουν φυσίγγια με πολλά βλήματα (σκάγια) που σχηματίζουν ένα είδος θανάσιμου κώνου, μόλις βγουν απ' την κάννη του όπλου. Σύμφωνα με το νόμο 2168/93, τα κυνηγετικά όπλα είναι λειόκαννα. Απαγεορεύεται κατηγορηματικά η χρήση όπλων με ραβδωτή κάννη για κυνήγι. Τα όπλα αυτά χρησιμοποιούνται, βασικά, για να ικανοποιηθεί το πάθος των ανθρώπων που ασχολούνται με το σπορ του κυνηγιού.

Στη στρατιωτική ορολογία όπλο επίσης ονομάζεται και μια κατηγορία του μάχιμου στρατού, που έχει ομοιόμορφο οπλισμό κι εκπαίδευση και που είναι ενταγμένη στο στρατό ξηράς. Στον Στρατό Ξηράς, ο Γενικός Κανονισμός Υπηρεσίας εις το Στρατό (κωδικός: 20-1) ορίζει ως όπλα τα στοιχεία του στρατού τα οποία διεξάγουν τον αγώνα ή συμμετέχουν ενεργά σε αυτόν. Τα όπλα τα οποία διεξάγουν τον αγώνα (ονομάζονται Όπλα Μάχης) το πεζικό, το πυροβολικό και το ιππικό (που αντικαταστάθηκε από τα άρματα μάχης). Τα Όπλα το οποία συμμετέχουν ενεργά στον αγώνα (Όπλα Υποστήριξης Μάχης) είναι το μηχανικό, οι διαβιβάσεις και η αεροπορία στρατού (από το 1998).

  1. «Λεξικό της κοινής νεοελληνικής». www.greek-language.gr. Ανακτήθηκε στις 18 Ιουνίου 2016. 
  2. ὅπλον
  3. Weiss, Rick (February 22, 2007) "Chimps Observed Making Their Own Weapons", The Washington Post
  4. Pruetz, J. D.; Bertolani, P. (2007). «Savanna Chimpanzees, Pan troglodytes verus, Hunt with Tools». Current Biology 17 (5): 412–7. doi:10.1016/j.cub.2006.12.042. PMID 17320393. 
  5. Thieme, H. (1997). «Lower Palaeolithic hunting spears from Germany». Nature 385 (6619): 807. doi:10.1038/385807a0. 
  6. Thieme, Hartmut and Maier, Reinhard (eds.) (1995) Archäologische Ausgrabungen im Braunkohlentagebau Schöningen. Landkreis Helmstedt, Hannover.
  7. Thieme, Hartmut (2005). «Die ältesten Speere der Welt – Fundplätze der frühen Altsteinzeit im Tagebau Schöningen». Archäologisches Nachrichtenblatt 10: 409–417. 
  8. Lahr, M. Mirazón; Rivera, F.; Power, R. K.; Mounier, A.; Copsey, B.; Crivellaro, F.; Edung, J. E.; Fernandez, J. M. Maillo και άλλοι.. «Inter-group violence among early Holocene hunter-gatherers of West Turkana, Kenya». Nature 529 (7586): 394–398. doi:10.1038/nature16477. http://www.nature.com/doifinder/10.1038/nature16477. 
  9. 9,0 9,1 Gabriel, Richard A.· Metz, Karen S. «A Short History of War». au.af.mil. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Ιανουαρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 8 Ιανουαρίου 2010. 
  10. Miller, D. E.; Van Der Merwe, N. J. (2009). «Early Metal Working in Sub-Saharan Africa: A Review of Recent Research». The Journal of African History 35: 1–36. doi:10.1017/S0021853700025949. 
  11. Stuiver, Minze; Van Der Merwe, N.J. (1968). «Radiocarbon Chronology of the Iron Age in Sub-Saharan Africa». Current Anthropology. doi:10.1086/200878. 
  12. Gabriel, Richard A.· Metz, Karen S. «A Short History of War – Iron Age Revolution». au.af.mil. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Ιανουαρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 8 Ιανουαρίου 2010. 
  13. «Wheel and Axle Summary». BookRags.com. 2 Νοεμβρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 13 Ιουνίου 2011. 
  14. «Science Show: The Horse in History». abc.net.au. 13 Νοεμβρίου 1999. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Οκτωβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 13 Ιουνίου 2011. 
  15. «The Trireme (1/2)». Mlahanas.de. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Ιουνίου 2011. Ανακτήθηκε στις 13 Ιουνίου 2011. 
  16. Estabrooks, Sarah (2004). «Funding for new nuclear weapons programs eliminated». The Ploughshares Monitor 25 (4). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις June 20, 2007. https://web.archive.org/web/20070620191013/http://www.ploughshares.ca/libraries/monitor/mond04f.htm.  Report on congressional refusal to fund additional nuclear weapons research.There was a guy named Henry Bond he was around 74 years old

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]