Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ă

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το Ă (κεφαλαία) ή ă (πεζό) είναι γράμμα που χρησιμοποιείται στη πρότυπη ρουμανική γλώσσα, στα βιετναμικά και στην τσουβασική γλώσσα. Στη ρουμανική γλώσσα, χρησιμοποιείται για να αναπαραστήσει το μεσοκεντρικό μη στρογγυλοποιημένο φωνήεν, ενώ στα βιετναμικά εκπροσωπεί τον βραχύ ήχο a. Είναι το δεύτερο γράμμα των ρουμανικών, βιετναμικών και μαλαϊκών (πριν το 1972) αλφαβήτων, μετά από το a.

Το Ă/ă επίσης χρησιμοποιείται σε πολλές γλώσσες για την μεταγραφή του βουλγαρικού γράμματος Ъ/ъ.

Ο ήχος που εκπροσωπείται στα ρουμανικά από το ă είναι το μεσοκεντρικό φωνήεν ə. Υπάρχουν λέξεις όπου είναι το μόνο φωνήεν, όπως οι "măr" [/mər/] (μήλο) ή "văd" [/vəd/] (βλέπω). Επιπλέον, ορισμένες λέξεις που περιέχουν επίσης άλλα φωνήεντα μπορεί να έχουν το ă, όπως οι "cărțile" [/ˈkərt͡sile/] (τα βιβλία) και "odăi" [/oˈdəj/] (δωμάτια).

Το Ă είναι το 2ο γράμμα του βιετναμέζικου αλφαβήτου και αντιπροσωπεύει το [/a/]. Επειδή τα βιετναμικά είναι τονική γλώσσα, αυτό το γράμμα μπορεί να έχει ένα από τα 5 διακριτικά σύμβολα πάνω ή κάτω από αυτό (ή ακόμη και χωρίς τόνο, επειδή ο πρώτος τόνος στα βιετναμικά προσδιορίζεται από την έλλειψη διακριτικών συμβόλων). Αυτά είναι τα παρακάτω:

  • Ằ ằ
  • Ắ ắ
  • Ẳ ẳ
  • Ẵ ẵ
  • Ặ ặ

Στην μαλαϊκή ορθογραφία το ă χρησιμοποιήθηκε μέχρι το 1972. Εμφανιζόταν μόνο στη τελευταία συλλαβή της ρίζας λέξη όπως στη "mată" [/matə/] (μάτι). Το γράμμα αντικαταστάθηκε με το a στην νέα ορθογραφία του Ρούμι το 1972.

Σε κάποιες εκδόσεις το γράμμα χρησιμοποιείται και στα αγγλικά, για να αποδώσει τον ήχο /æ/.