Anastasia Kapandriti
Γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα, με καταγωγή από τη Ζάκυνθο. Σπούδασε αρχιτέκτων μηχανικός στην Πολυτεχνική Σχολή του Α.Π.Θ. και είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών, του ίδιου Πανεπιστημίου, στην Προστασία, Συντήρηση και Αποκατάσταση αρχιτεκτονικών μνημείων. Το 2013 ολοκλήρωσε τη διδακτορική της διατριβή με θέμα Η εκκλη-σιαστική λιθογλυπτική στα Επτάνησα (τέλη 16ου-αρχές 20ου αι.).
Συμμετείχε σε ερευνητικά προγράμματα της Επιτροπής Ερευνών, με αντικείμενο την καταγραφή έργων λιθογλυπτικής στις Κυκλάδες, την τεκμηρίωση - αποκατάσταση μνημείων διαφόρων εποχών, από την κλασική αρχαιότητα έως τους νεότερους χρόνους και την ανάδειξη αρχαιολογικών χώρων.
Στο διάστημα 2000-2020 υπηρέτησε ως μόνιμη υπάλληλος στο Υπουργείο Πολιτισμού - Εφορεία Αρχαιοτήτων Χαλκιδικής και Αγίου Όρους, όπου ασχολήθηκε με τη σύνταξη με-λετών, την αποκατάσταση – επανάχρηση και ανάδειξη μνημείων, ενταγμένων σε ευρω-παϊκά προγράμματα (Γ΄ Κ.Π.Σ., Ε.Σ.Π.Α.) και την επίβλεψη έκτακτων αναστηλωτικών έρ-γων σε αρχαιολογικούς χώρους. Επίσης, συμμετείχε στη διδακτική ομάδα υποστήριξης του εργαστηρίου Συντήρησης και Αποκατάστασης Αρχιτεκτονικών Μνημείων και Συνόλων του τμήματος αρχιτεκτόνων του Α.Π.Θ. και μαθημάτων του Διατμηματικού Προ-γράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών στη Συντήρηση – Αποκατάσταση Μνημείων, του ίδιου Πανεπιστημίου (Τεχνικές ανασκαφής, Μουσειακές χρήσεις σε Ιστορικά κτίρια και Τόπους, Θεωρία και Ιστορία της Προστασίας, Συντήρησης και Αποκατάστασης Μνημείων και Έργων Τέχνης).
Το 2021 εκλέχθηκε επίκουρος καθηγήτρια στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, με γνωστικό αντικείμενο: «Θεωρία Αρχιτεκτονικής, Μορφολογί-ας και Αποκαταστάσεις Μνημείων». Σήμερα, θεραπεύει τα μαθήματα Θεωρία της Αρχιτεκτονικής, Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής, Μορφολογίας – Ρυθμολογίας (I. Τεκμηρίωση, Α-νάλυση και Προστασία κτιρίων και μνημείων, II Τεκμηρίωση, Ανάλυση και Προστασία ι-στορικών οικιστικών συνόλων, ΙΙΙ. Διερεύνηση και Ένταξη σύγχρονου κτίσματος σε Ιστο-ρικό οικιστικό σύνολο, ΙV. Μορφολογική διερεύνηση, Ένταξη και Ανάδειξη μνημείων και αρχαιολογικών χώρων σε αστικά και μη περιβάλλοντα) και Αποκατάστασης, Επανασχεδιασμού και Αναβίωσης Ιστορικών Κτιρίων και Συνόλων (I & II),.
Έχει συμμετάσχει σε συνέδρια και ημερίδες με ατομικές και ομαδικές ανακοινώσεις και έχει δημοσιεύσει επιστημονικές εργασίες σε συλλογικούς τόμους και επιστημονικά, ελληνικά και διεθνή περιοδικά.
Συμμετείχε σε ερευνητικά προγράμματα της Επιτροπής Ερευνών, με αντικείμενο την καταγραφή έργων λιθογλυπτικής στις Κυκλάδες, την τεκμηρίωση - αποκατάσταση μνημείων διαφόρων εποχών, από την κλασική αρχαιότητα έως τους νεότερους χρόνους και την ανάδειξη αρχαιολογικών χώρων.
Στο διάστημα 2000-2020 υπηρέτησε ως μόνιμη υπάλληλος στο Υπουργείο Πολιτισμού - Εφορεία Αρχαιοτήτων Χαλκιδικής και Αγίου Όρους, όπου ασχολήθηκε με τη σύνταξη με-λετών, την αποκατάσταση – επανάχρηση και ανάδειξη μνημείων, ενταγμένων σε ευρω-παϊκά προγράμματα (Γ΄ Κ.Π.Σ., Ε.Σ.Π.Α.) και την επίβλεψη έκτακτων αναστηλωτικών έρ-γων σε αρχαιολογικούς χώρους. Επίσης, συμμετείχε στη διδακτική ομάδα υποστήριξης του εργαστηρίου Συντήρησης και Αποκατάστασης Αρχιτεκτονικών Μνημείων και Συνόλων του τμήματος αρχιτεκτόνων του Α.Π.Θ. και μαθημάτων του Διατμηματικού Προ-γράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών στη Συντήρηση – Αποκατάσταση Μνημείων, του ίδιου Πανεπιστημίου (Τεχνικές ανασκαφής, Μουσειακές χρήσεις σε Ιστορικά κτίρια και Τόπους, Θεωρία και Ιστορία της Προστασίας, Συντήρησης και Αποκατάστασης Μνημείων και Έργων Τέχνης).
Το 2021 εκλέχθηκε επίκουρος καθηγήτρια στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, με γνωστικό αντικείμενο: «Θεωρία Αρχιτεκτονικής, Μορφολογί-ας και Αποκαταστάσεις Μνημείων». Σήμερα, θεραπεύει τα μαθήματα Θεωρία της Αρχιτεκτονικής, Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής, Μορφολογίας – Ρυθμολογίας (I. Τεκμηρίωση, Α-νάλυση και Προστασία κτιρίων και μνημείων, II Τεκμηρίωση, Ανάλυση και Προστασία ι-στορικών οικιστικών συνόλων, ΙΙΙ. Διερεύνηση και Ένταξη σύγχρονου κτίσματος σε Ιστο-ρικό οικιστικό σύνολο, ΙV. Μορφολογική διερεύνηση, Ένταξη και Ανάδειξη μνημείων και αρχαιολογικών χώρων σε αστικά και μη περιβάλλοντα) και Αποκατάστασης, Επανασχεδιασμού και Αναβίωσης Ιστορικών Κτιρίων και Συνόλων (I & II),.
Έχει συμμετάσχει σε συνέδρια και ημερίδες με ατομικές και ομαδικές ανακοινώσεις και έχει δημοσιεύσει επιστημονικές εργασίες σε συλλογικούς τόμους και επιστημονικά, ελληνικά και διεθνή περιοδικά.
less
InterestsView All (30)
Uploads
Papers by Anastasia Kapandriti
Η θεματική ενότητα «Βιομηχανική Κληρονομιά», αποτελεί τα τελευταία χρόνια αναπόσπαστο μέρος της προετοιμασίας των νέων αρχιτεκτόνων μηχανικών και εν γένει της εκπαιδευτικής διαδικασίας στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΔΠΘ. Η εκπαίδευση υλοποιείται αρχικά ως μια προσπάθεια γνωριμίας και ευαισθητοποίησης των φοιτητών με τη Βιομηχανική Κληρονομιά και στη συνέχεια ως βασική συνθετική εκπαιδευτική διαδικασία, προκειμένου να δοθούν απαντήσεις, που αφορούν θέματα επεμβάσεων, αποκατάστασης και ανάδειξης της υλικής και άυλης υπόστασης του αντικειμένου του βιομηχανικού πολιτιστικού αποθέματος
Λαμβάνοντας υπόψη το υπάρχον θεωρητικό και μεθοδολογικό υπόβαθρο, το σύνολο των εργαστηριακών ασκήσεων, των ερευνητικών - διπλωματικών εργασιών και των εξειδικευμένων ερευνητικών προγραμμάτων, εξετάζονται διεξοδικά στα πλαίσια των αξόνων: α) αναλυτική φάση (τεκμηρίωση – ανάλυση, αξιολόγηση) και β) συνθετική φάση (συνθετικές επεμβάσεις με σκοπό την επανάχρηση και ανάδειξη).
Στην πρώτη φάση της τεκμηρίωσης-ανάλυσης, οι φοιτητές καλούνται να κατανοήσουν ότι κάθε βιομηχανικό κτήριο, εκτός από την ιστορικότητά του, διαθέτει και μια ιδιαίτερη συνθετική-λειτουργική πραγματικότητα, που βασιζόταν βασίζεται στο συνδυασμό της άυλης και της υλικής του λειτουργίας.
Κατά τη δεύτερη φάση (συνθετική), ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στην επιλογή της νέας χρήσης, με γνώμονα τη σύγχρονη λειτουργική και αισθητική αντίληψη ένταξης νέων χρήσεων-αποκατάστασης, καθώς και τη βιωσιμότητα της πρότασης.
Τέλος, επιδιώκεται να καλλιεργηθεί στους φοιτητές η αντίληψη της διάρκειας των ιστορικών κτηρίων και η δυνατότητα εναλλαγής των λειτουργιών τους μέσα στο χρόνο, προκειμένου να επιτυγχάνεται η διατήρηση της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς.
“Ξάνθη, η πόλη του καπνού και αρχιτεκτονική κληρονομιά. Από το χθες στο σήμερα”
η οποία θα πραγματοποιήθηκε στη Ξάνθη, στις 18-10-2022.
Θεματικοί άξονες:
Α. «ΙΣΤΟΡΙΑ, ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ & ΤΕΧΝΗ. ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ, ΑΝΑΛΥΣΗ - ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ & ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΥΛΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΥΛΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ»
Ο άξονας διαπραγματευόταν ζητήματα ιστορίας, καταγραφής, τεκμηρίωσης και αξιολόγησης της υλικής και άυλης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, που σχετίζεται με την καπνοκαλλιέργεια και τις επιδράσεις της στην παραγωγική διαδικασία και στον πολιτισμό της Ξάνθης.
Β. «ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ»
Ο άξονας προσέγγιζε ζητήματα προστασίας και διαχείρισης της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, με βάση τον σύγχρονο στοχασμό αποκατάστασης, τη νομοθεσία αλλά και την τρέχουσα πρακτική.
Γ. «ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ – ΕΠΑΝΑΧΡΗΣΗ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΩΝ - ΈΝΤΑΞΗ ΣΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΣΤΙΚΟ ΙΣΤΟ»
Ο άξονας περιλάμβανε έρευνες, μελέτες και εφαρμοσμένο έργο περίπτωσης από την Ξάνθη ή την γύρω περιοχή, στην αστική και κτιριακή κλίμακα, μεμονωμένων κτιρίων ή συγκροτημάτων.
Δ. «ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΥΑΙΣΘΗΤΟΠΟΙΗΣΗ - ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ»
Ο άξονας περιλάμβανε εκπαιδευτικά προγράμματα όλων των βαθμίδων, ερευνητικά προγράμματα, κινήματα πολιτών κ.λπ., σκιαγραφώντας τη σχέση του θέματος με την εκπαίδευση αλλά και το κοινωνικό πεδίο, μέσω πρωτοβουλιών και δράσεων.
The restoration and the reuse of the buildings was carried out between 2000 and 2016 by the Ephorate of Antiquities of Chalkidiki and Mount Athos, funded by the EU (Third Community Support Framework and National Strategic Reference Framework). The so-called Isolated Building (1909) was restored in 2002-2004 and 2006-2008, and now it is used as an Open Center for the Conservation of Antiquities. The Central Building (1884), which was also restored in 2002-2004, hosts the Byzantine Museum of Chalkidiki. The Central and the Old Building (1853) are connected and formed the south wing of the monastery enclosure. The Old Building was restored in 2010-2016 and is used as a multi-purpose and educational program room. A big part of the landscape design of the area including a parking space of 2760sqm and the reuse of the Kolligospita (farmers’ dwellings) are effectively completed in 2010-2016.
The monumental complex of Nea Flogita is the only one athonite metochion in Chalkidiki, which is used as a museum, introducing the public to one of the most important economic and social structures of medieval Chalkidiki
Σε αντίθεση με τα πυργοειδή, που έχουν ευθείες αναφορές στα βενετσιάνικα πρότυπα, τα επίπεδα αποτελούν επινόηση των Επτανησίων και εμφανίζονται μόνο στην περιοχή αυτή, στο πλαίσιο βέβαια της γενικότερης δυτικής επίδρασης. Πρόκειται για τη σύζευξη της σημειολογίας του ανεξάρτητου πυργοειδούς καμπαναριού με τη λιτότητα και την κατασκευαστική απλότητα των δυτικών καμπαναριών avele (ιστίο), ενός λιτού τύπου συμφυούς καμπαναριού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα την περίοδο του ρωμανικού και γοτθικού ρυθμού, κυρίως στους μικρούς ναούς και γενικεύτηκε στους ναούς του τάγματος των Φραγκισκανών, που άλλωστε είχε έντονη δραστηριότητα στην περιοχή.
Σε ολόκληρη τη βενετική περίοδο, υπάρχει ένας μόνο γενικός τύπος, με στιβαρή βάση (με ή χωρίς διαβατικό), τη διάτρητη ζώνη του κωδωνοστασίου και διακεκριμένη επίστεψη, ο οποίος εμφανίζεται σε διάφορες παραλλαγές, ως τοπικά ιδιώματα, ανά νησί και εφαρμόζεται αδιάλειπτα έως και τον 19ο αι.
In Ionian Islands, the belfries are representative works of local architecture that often complete the churches’ facades. However, because of the earthquakes, the existing belfries are limited, whilst in Lefkada they have been almost extinct.
There are two main types of belfries: the tower-bells and the flat belfries. Widespread, especially in the small churches, are the flat belfries, which, essentially, constitute the cut off facade of the tower-bells. Due to their small size, they are treated as single, independent compositions with particular interest in sculptural decoration. Here, the semiology of the independent tower-bell is combined with the simplicity and structural plainness of the western belfry a vele (in sail), which was widely used during the Romanesque and Gothic Styles and was generalized in the Fraggiskans’ churches.
Throughout the Venetian period, there is only one general type of flat belfry, with a solid base (with or without a passage), a perforated wall zone for the bells and a distinct crest, in which a purely baroque form with symmetrical double helices is generalized. This type appears in several variants, as local idioms, in each island and is applied continuously until the 19th century.
Among the Kefallonian and Zakynthian bellfries there is a certain relation, with main characteristic the introduction of baroque forms. The Corfiot belfries are simpler and mostly built constructions with coating decoration, which could, nevertheless, work as the archetype for the modern belfries, made of carved stones. The fine proportions and the tectonic character are the main elements for their distinction.
In the 19th century a considerable number of flat belfries exist, located outside the urban centres, where the whole of ecclesiastical architecture and sculpture have been transferred.
Το 2010, με πόρους του Ε.Σ.Π.Α., ξεκίνησε το έργο της αποκατάστασης με κέντρο το Μικρό Λουτρό. Πρόκειται πιθανότατα για εκείνο που ίδρυσε και αφιέρωσε ο Ισχάκ Πασά (πριν το 1487) στο Αλατζά Ιμαρέτ της Θεσσαλονίκης Αναπόσπαστο κεφάλαιο αποτέλεσε η ανασκαφική διερεύνηση, η αποκατάσταση και η ανάδειξη του περιβάλλοντος χώρου του μνημείου, όπως πρεσβεύουν οι τρέχουσες θεωρίες. Έτσι, επανήλθε στο φώς ένα εκτεταμένο συγκρότημα λουτρού - τεμένους, μαζί με τμήμα του παλαιού οδικού δικτύου δίπλα σε ψηλούς αναλημματικούς τοίχους, (το υπόγειο τμήμα των παρακείμενων κτιρίων), ανασυστήνοντας την εικόνα ενός πυκνού κλιμακωτού ιστού πάνω στο έντονο ανάγλυφο.
Μέσω ενός επισταμένου αλληλοσυσχετισμού των ανασκαφικών δεδομένων, της χαρτογράφησης και των ιστορικών πηγών, άρχισε να σκιαγραφείται η τοπογραφία της πόλης των Σιδηροκαυσίων: το συγκρότημα λουτρού-τζαμιού ήταν το κέντρο της πρώτης μουσουλμανικής συνοικίας (Çami-i-Şerif), που αποτελούσε το ιστορικό και εμπορικό κέντρο του οικισμού σε ολόκληρη την εξέλιξή του και περιλάμβανε την αγορά και Καραβάν Σεράι. Απέναντι, σε μία φυσικά οχυρή θέση, βρισκόταν το Κάστρο: το διοικητικό κέντρο με την έδρα του διοικητή των μεταλλείων και το νομισματοκοπείο. Σήμερα στη θέση αυτή δεσπόζουν δύο πύργοι του 15ου αι., που πρόκειται σύντομα να αποκατασταθούν. Ωστόσο, η οργανική σύνδεση του Κάστρου με τον ιστορικό - εμπορικό πυρήνα έχει διαρραγεί με τη διάνοιξη του επαρχιακού δρόμου. Για τον σκοπό αυτό, προγραμματίζεται σε συνεργασία με τον Δήμο, η κατασκευή πεζογέφυρας, η οποία θα συνδέει τον νέο αρχαιολογικό χώρο, που μόλις αποδόθηκε στο κοινό και το θεματικό πάρκο του Αριστοτέλη. Το πάρκο λειτουργεί αρκετά χρόνια στον χώρο του Κάστρου ως οργανωμένος χώρος αναψυχής και υποστηρίζεται από τις απαραίτητες υποδομές (πάρκινγκ, αναψυκτήριο).
Σε επόμενη φάση, περιλαμβάνεται η αποκατάσταση της σχέσης με τον ενοριακό ναό του 19ου αι., η ανίχνευση των αρχαίων δρόμων με ορειβατικά μονοπάτια ή και περισσότερο βιωματικές προσεγγίσεις, όπως λ.χ. η λειτουργία ενός χαμάμ. Έτσι, σε έναν χώρο, που εσφαλμένα είχε συνδεθεί με τον Αριστοτέλη, αποκαθίσταται σταδιακά η ιστορική ταυτότητα και εξοικειώνεται η τοπική κοινωνία με την πραγματική ιστορία.
μνημείο της βιομηχανικής κληρονομιάς, όπως επιβεβαιώνεται από τις πολλαπλές θεσμικές κηρύξεις του ΥΠ.ΠΟ.A, καθώς και τα ψηφίσματα διαφόρων φορέων για τη βιομηχανική κληρονομιά (TICCIH-ICOMOS). Δυστυχώς, σήμερα βρίσκεται σε εγκατάλειψη και χρήζει άμεσης προστασίας.
Στο πλαίσιο του μαθήματος «Μορφολογία – Ρυθμολογία IV: Μορφολογική Διερεύνηση, Ένταξη και Ανάδειξη Μνημείων και Αρχαιολογικών Χώρων σε Αστικά και μη Περιβάλλοντα», το οποίο διδάσκεται στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, διερευνώνται, από ομάδες φοιτητών του 4ου έτους, προτάσεις προστασίας, αποκατάστασης και επανάχρησης - ανάδειξης του συγκροτήματος. Ουσιαστικά, με την πολυετή ενασχόληση μέσα
από το μάθημα γίνεται μια μακρόπνοη έρευνα και μια σταδιακή ωρίμανση πάνω στο ζήτημα της ολιστικής διαχείρισης του σημαντικού αυτού ιστορικού συνόλου.
Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στην κατανόηση του μεταλλευτικού συγκροτήματος ως συνόλου, καθώς και στην αξιολόγηση των κτισμάτων ως μονάδων, προκειμένου να καθοριστεί ο βαθμός και ο τρόπος παρέμβασης σε καθένα από αυτά. Συγχρόνως, γίνεται διαπραγμάτευση ζητημάτων σχετικά µε την ένταξη νέων κατασκευών σε ιστορικά, προστατευόμενα περιβάλλοντα και οι φοιτητές εξοικειώνονται με θέματα, όπως: α) η κατανόηση των δομικών προβλημάτων των υφιστάμενων κτιρίων και η αντιμετώπιση των φθορών που έχουν υποστεί, β) η αποκατάσταση και η αισθητική αναβάθμιση ή ανάδειξη των κτισμάτων και του περιβάλλοντος χώρου, και γ) η λειτουργική αξιοποίηση και επανένταξη των διατηρητέων κελυφών στη ζωή του τόπου. Οι προτεινόμενες επεμβάσεις στοχεύουν στη επανασύνδεση των εγκαταλελειμμένων κελυφών και των στοιχείων του περιβάλλοντος χώρου, διασφαλίζοντας την αρμονική συνύπαρξη των προτεινόμενων προσθηκών με τις υφιστάμενες κατασκευές. Βασικό ζητούμενο των παρεμβάσεων είναι να εκφράζουν την εποχή στην οποία ανήκουν, αξιοποιώντας τις σύγχρονες τεχνολογίες και τα υλικά
Among the public buildings, one of the best preserved is the so called «small bath», the oldest (before 1487) of the two that were maintained until the early 19th c. It used to be a luxurious building (dimensions 22.35 × 8.80 m) which extends in three main zones (cold, tepid, warm) and a cistern. The masonry of the external walls is cloisonné. The domes have rich relief decoration. A two colored floral stripe runs around the internal walls. Before the monument’s restoration, what was preserved from the bath was the tepid and the warm room and the ruins of the cistern. The cold room was totally below the ground. Concerning the restoration of the building, it was
restored in its biggest part, while the cold room and the cistern were left as an open-air space. The restoration was conducted by the Ephorate of Antiquities of Chalkidiki and Mt Athos, with funds of the NSRF 2007-2013. The external and internal walls of the building were restored in order to regain static adequacy and the dome construction was rebuilt where necessary. A new self-supporting steel framed floor was constructed in the warm room and an electric underfloor heating system was installed. The internal plaster decoration was conserved and aestheticly restored.
In order to frame properly the monument, the restoration works were expanded to the neighbouring constructions. Architectural lighting was settled in the inner and outer part of the building as a way of displaying the views and security systems were placed to the building complex.
The restoration and the reuse of the buildings was carried out between 2000 and 2016 by the Ephorate of Antiquities of Chalkidiki and Mount Athos, funded by the EU (Third Community Support Framework and National Strategic Reference Framework). The so-called Isolated Building (1909) was restored in 2002-2004 and 2006-2008, and now it is used as an Open Center for the Conservation of Antiquities. The Central Building (1884), which was also restored in 2002-2004, hosts the Byzantine Museum of Chalkidiki. The Central and the Old Building (1853) are connected and formed the south wing of the monastery enclosure. The Old Building was restored in 2010-2016 and is used as a multi-purpose and educational program room. A big part of the landscape design of the area including a parking space of 2760sqm and the reuse of the Kolligospita (farmers’ dwellings) are effectively completed in 2010-2016.
The monumental complex of Nea Flogita is the only one athonite metochion in Chalkidiki, which is used as a museum, introducing the public to one of the most important economic and social structures of medieval Chalkidiki
κτίσθηκε ὁ σωζόμενος ἐνοριακὸς ναός τοῦ Ἁγίου Νικήτα. Πυρπολήθηκε, ὅπως ὅλοι οἱ ἐνοριακοὶ
ναοὶ τῆς Χαλκιδικῆς χερσονήσου, κατὰ τὴν φάση τῆς καταστολῆς τῆς ἐπαναστὰσεως, τὸν Ἰούνιο τοῦ
1821, ἐπισκευἀσθηκε κατὰ τὴν δεκαετία τοῦ 1830, καταστράφηκε καὶ πάλι ἀπὸ πυρκαιἀ (πιθανῶς
κατὰ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1854) καὶ ἐπισκευάσθηκε τὸ ±1920. Στὶς ἀρχικὲς τοιχοποιΊες του ἔχουν
διασωθῆ λίγες τοιχογραφίες τοῦ β᾽μισοῦ τοῦ 16ου αἰ. Κατὰ τὴν δεκαετία τοῦ 1930 πρέπει νὰ κατα-
σκευάσθηκε τὸ ὑπάρχον τέμπλο τοῦ ναοῦ, ἔργο ἔξοχου ξυλουργοῦ, ὁ ὁποῖος φαίνεται νὰ ἔχει ἐρ-
γασθῆ κοντὰ σὲ συνεργεῖο ποὺ εἶχε νεοκλασικὲς ἐμπειρίες. Οἱ εικόνες τοῦ τέμπλου εἶναι ἐξαιρετικὰ
ἔργα Ἁγιορειτικοῦ ἐργαστηρίου, τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ ἐθήτευσε κοντὰ σὲ ἐργαστήριο ποὺ ἐκτελοῦσε
παραγγελίες Ἁγιορειτῶν ρώσσων. Ἐπισημαίνουμε ὅτι οἱ είκόνες τοῦ τέμπλου ἔγιναν μὲ παραγγελία
τῶν γυναικῶν τῆς Νικήτης τῶν ὁποίων οἱ σύζυγοι πολεμοῦσαν στὴν Βόρειο Ἤπειρο, τὸ 1941.
The first known reference to the metochio dates back to 1311, wilst the existing buildings dated to the 19th century. Following the Greek – Turkish War of Asia Minor (1922) there were hosted temporarily group of refugees. Later in 1920’s – 1930’s there was established a hospital of the Red Cross until War World when the German Occupation Troops ordered a requisition of it and finally it was abandoned after a destractive fire.
According to the the master plan of the monumental ensemble, a Centre for Byzantine Culture of Chalkidice was founded, under the name Justinianus, which consists the Museum of Christian Chalkidiki in the Central and the Old Building and an Open Center for the Maintenance of Antiquities in the Isolated Building. Concerning the land scape of the monumental area, it haw been paved a multi-interest walk route. Visitors are guided through an "open-air museum", a cafe-refreshment at the Colliers, etc.
During 2002-2004, the Isolated Building was restorated in the framework of the 3rd CSF as a pilot project: the restoration of the building and the restoration of the Central Building were carried out in 2006-2008.
The Central Building was erected in 1884 during the latest phase of the metochio. In the 1920s, when a hospital was established in the complex, the building was modified in order to serve the use as main building. It is a two-floor building (28,70x14,40m.) made of carved limestone blocks, covered by a four-sided roof and two-sided roof in the protruding northwest corner of the chapel. In good condition were found the perimeter walls, partially the opening’ s frames and the floor of the chapel. That floor is mixed construction, made by metal beams and built-in shells.
Initial phase of the works was the restoration of the internal columns, which, (as there is no data about the shape and position) became metallic and covered the two floors at the height. That made possible the construction of the roof independently of the middle floor. The bearing frame of the roof was reconstructed by chipped chestnut wood and the cover was made by handcrafted french type tiles.
In the next phase the main conservation-restoration works were carried out. In order to improve the rigidity of the building were constructed two rigid "discs". At the bottom of the roof was constructed a new low frame by reinforced concrete. The roof frame was paved by a double layer of wooden planks. At the level of the ground floor, instead of the original wooden floor, was applied a mixed structure made of metal beams, in the positions of the wooden beams, trapezoidal sheet metal and thin concrete layer. The final cover was made by marble slabs.
The wooden floors on the floor were reconstructed from chipped chestnut wood. In the northern hagiati the shape of the parapets was reproduced with standing planks and large glass frames were installed according to the standards of the Russian monasteries. For the chapel floor, following a laboratory test for the material strength, it was decided the metal beams to be reinforced. That inevitably resulted the demolition and reconstruction of the built-in shells.
As there were no data for the initial staircase, a modern one was constructed at the center of the large hall. Extra attention was given to the conservation of the window frames, while the non-saved door panels were reconstructed on a new design.
The works at the chapel aimed to highlight its distinct role and included: conservation works of the gynekonite wooden structure, the originally believed arc was shaped during coating works and a modern chandelier was installed centrally.
The basement, due to its auxiliary use, had been constructed with different materials to the rest of the building. The walls were not coated and the floor was covered by smooth river stones. There was constructed new wooden floor with glass frames. Also, decoration illumination was instulled to highlight the walls.
are the only part of Hellenism, as well as of the Byzantine Empire, which was not essentially subject to Ottoman rule. Already from the fourteenth century, they were gradually incorporated in the Venetian Serenissima Republic following developments in Western Europe at all levels – political, economic, social and cultural. This fact set its seal on their status, poised between Byzantine tradition and Western European innovation, which shaped the Septinsular culture, while keeping alive the Greek national consciousness and the Orthodox Christian faith. A special chapter in the rich artistic output of the Ionian Islands are the icono - stases in the churches. In the seventeenth and eighteenth centuries in particular, the majority of iconostases are wood-carved and gilded with baroque decoration. Nonetheless, on Corfu there is a large number of stone (or more rarely marble) built iconostases, in the logic of carved
stone façades (with the icons hung as paintings). Specifically, from the mid seventeenth century onwards a particular style is adopted, expressing the ‘osmosis’ between the Byzantine Orthodox tradition of the Ionian Islands and the artistic reality of Italy. In essence, a local idiom is created, which is encountered in most of the churches in town and countryside, and which we name conventionally ‘Corfiot-type iconostasis’. It is based on the usual typology of iconostases in zones, but with clear influence from the baroque architecture of building façades. The iconostases of
Corfiot type are distinguished into early, of austere aspect and spare line, such as the iconostasis in the Virgin Antivouniotissa in the town of Corfu, and later, with extravagant baroque ornamentation (vegetal motifs, garlands, scrolls, masks, etc.), such as in St Paraskevi at Varypatades (1714). The baroque iconostasis, of curved plan and exquisite art, recalling the architecture of Bernini and Borromini, in the Middle Byzantine church of Sts Jason and Sosipatros, constitutes the epitome of this osmosis, while the imposing marble iconostasis in St Antony of the City (1753), work of a Corfiot carver, represents the influence of Palladio. Attempted in the icono -
stases of the Ionian Islands is the transition from the stone grid-iconostasis to a decorated and carefully-executed façade. This is a local artistic tradition of the region, part of the wider artistic production of the Ionian Islands – as, correspondingly, the Heptanesian School in painting – linked with local craftsmen and materials, which creatively and successfully resynthesizes elements from both the West and Byzantine tradition, and preserves them for centuries.
Παράλληλα με τις εργασίες αποκατάστασης – στερέωσης του μνημείου, η 10η Εφορεία Βυζα-ντινών Αρχαιοτήτων διαπραγματεύτηκε αρχιτε-κτονική προμελέτη διαμόρφωσης ενός αρχαιο-λογικού περιπάτου. Σκοπός της πρότασης είναι να αποκτήσει ο επισκέπτης τη δυνατότητα άμε-σης επαφής με το διατείχισμα σε όλο το μήκος του. Η εναλλασσόμενη σχέση του μνημείου με το ανάγλυφο και το τοπίο γενικότερα, σε συνδυασμό με τη μεγάλη κλίμακα του έργου, οδήγησε στην αντιμετώπιση της μελέτης σε 4 διακεκριμένους τομείς. Αναλυτικότερα, στον ανατολικό τομέα ο περίπατος εξελίσσεται πάνω σε μια ξύλινη πλατφόρμα, με ενσωματωμένα καθιστικά και κλίμακες καθόδου στην παραλία, η οποία ανασύρει αναφορές από τις ευτελείς κατασκευές των ψαράδων. Αυτή τοποθετείται σε επαφή με την εξωτερική πλευρά του τείχους και στη στάθμη του αρχικού φυσικού εδάφους του. Στη συ-νέχεια, καθώς το τείχος απομακρύνεται από την ακτογραμμή βασική πρόταση αποτελεί η πεζοδρόμηση του παραλιακού δρόμου. Βέβαια, στην περιοχή που ο δρόμος απομακρύνεται από το τείχος, προτείνεται ένας νέος σχεδιασμός πάρκου, διατηρώντας έτσι την αμεσότητα με το μνημείο. Πρόκειται για ένα συνεκτικό πλέγμα διαδρομών, σε συνδυασμό με καθιστικά και χώρους διαμορφωμένου πρασίνου, το οποίο έχει ως κεντρική ιδέα την εικόνα των αρχαιολογικών σκαμμάτων, όπου τα αλληλοτεμνόμενα ίχνη και οι επικαλύψεις υλικών φανερώνουν τις στρωματικές φάσεις ενός μνημείου.
Τέλος, στην δυτική απόληξη, η οποία βρίσκεται εξ’ ολοκλήρου μέσα στο νερό, η διαδρομή ε-κτρέπεται πάνω στο τείχος, ανακαλώντας την εικόνα της κυκλοφορίας στον περίδρομο. Ο αρ-χαιολογικός περίπατος ολοκληρώνεται στον τε-λευταίο πύργο, ο οποίος λόγω του μεγάλου διατηρούμενου ύψους του θα λειτουργήσει ως παρατηρητήριο.
As far as the main consept is concerned, this is an architectural composition into which the beloved pattern of 18th century Venetian Baroque is introduced, which is based on the Palladian usage of the anteposition of two façades. The altarscreen’ s innovation is that it is connected with ciborium of the altar to form a uniform whole, thus acquiring depth. Specifically, the raised dome behind the main façade recalls the familiar image of a domed basilica. In parallel with the innovative architecture of the altarscreen, its high-quality academic sculpture, which is strictly integrated into the architectural composition, is also noteworthy.
Η οθωµανική πόλη των Σιδηροκαυσίων αναπτύχθηκε την περίοδο µεταξύ 15 ου και 17 ου αιώνα στα δυτικά του οικισµού των σηµερινών Σταγείρων Χαλκιδικής. Στην περιοχή υπήρχε σηµαντική µεταλλευτική δραστηριότητα ήδη από τους βυζαντινούς χρόνους. Η αλµατώδης ανάπτυξη της πόλης συντελέστηκε κατά τους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας, όταν η οθωµανική διοίκηση επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα κοιτάσµατα αργύρου των Σιδηροκαυσίων. Με το όνοµα Siderokapsa ή Sidrekaissi αποτέλεσε έδρα του οµώνυµου nahiyesi (επαρχίας), το σηµαντικότερο αστικό κέντρο της Χαλκιδικής, όπως φανερώνει η λειτουργία νοµισµατοκοπείου και η µεγάλη έκταση των σωζόµενων ερειπίων. Στις αρχές του 18ου αιώνα, λόγω της πτώσης της παραγωγής των µεταλλείων, η πόλη παρακµάζει. Η ολοκληρωτική καταστροφή και εγκατάλειψη επέρχεται µε τον «χαλασµό» της Χαλκιδικής κατά την Επανάσταση του 1821. Ένα από τα δηµόσια κτίσµατα της πόλης, που διατηρήθηκε σε αρκετά καλή κατάσταση, είναι το οθωµανικό λουτρό. Ιδρύθηκε πιθανώς από τον Ισχάκ Πασά, µεγάλο βεζίρη και αργότερα βαλή της Θεσσαλονίκης, πριν το 1487, και αποτελούσε πρόσοδο για τη λειτουργία του Αλατζά Ιµαρέτ στη Θεσσαλονίκη, που ανήγειρε ο ίδιος. ∆ίπλα του αποκαλύφθηκε τζαµί και στα νοτιοδυτικά η λιθόστρωτη οδός (kaldırım), που συνδέει τα δύο κτίρια µε τον υπόλοιπο οικισµό.
Το Οθωµανικό Λουτρό – Εργασίες Αποκατάστασης
Το λουτρό αποτελείται από τρία λειτουργικά διαµερίσµατα σε σειρά: στα νότια ο τετράγωνος ψυχρός χώρος υποδοχήςαποδυτήρια (soyunmalîk), στη συνέχεια η επιµήκης χλιαρή ζώνη (soğukluk) και τέλος ο ευρύτερος θερµός χώρος (sîcaklîk) µε δύο τετράγωνα ιδιαίτερα διαµερίσµατα (halvet). Στη βόρεια πλευρά βρίσκεται δεξαµενή (hazna), όπου θερµαινόταν το νερό µέσω καζανιού ενσωµατωµένου στο πάτωµα. Για τη θέρµανση των χώρων διοχετευόταν κάτω από τα δάπεδα καπνός από την εστία µέσω συστήµατος υποκαύστων. Στον χλιαρό και στον θερµό χώρο οι τοιχοποιίες έφεραν δίχρωµα επιχρίσµατα µε σειρά σχηµατοποιηµένων διακοσµητικών ανθεµίων. Οι θόλοι διακοσµούνταν µε ανάγλυφους σταλακτίτες και αστερόσχηµα ανοίγµατα για τον φωτισµό. Οι εργασίες αποκατάστασης του λουτρού υλοποιήθηκαν από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Χαλκιδικής και Αγίου Όρους στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράµµατος «Μακεδονία - Θράκη, 2007 2013». Το λουτρό αποκαταστάθηκε ως κλειστό κέλυφος µε εξαίρεση τον ψυχρό χώρο και τη δεξαµενή νερού. Στις τοιχοποιίες του λουτρού έγιναν στερεώσεις και ανακτήσεις. Στον ψυχρό χώρο εντοπίστηκε η είσοδος, το λιθόστρωτο δάπεδο µε µαρµάρινη βάση σιντριβανιού και τα περιµετρικά έδρανα µε κόγχες για τα προσωπικά αντικείµενα των λουοµένων. Στους θερµούς χώρους ανακατασκευάστηκαν οι θόλοι και τοποθετήθηκε ανεξάρτητο µεταλλικό πάτωµα µε ενδοδαπέδια θέρµανση. Έγινε συντήρηση - αισθητική αποκατάσταση του εσωτερικού διακόσµου και ανάδειξη των υποκαύστων και του δικτύου διανοµής θερµού - ψυχρού νερού. Τέλος, στερεώθηκαν και αποκαταστάθηκαν οι αναληµµατικοί τοίχοι του περιβάλλοντα χώρου
Sidirokausia: History – Location
The Ottoman city of Sidirokausia flourished between the 15 th and the 17 th centuries at the west side of the modern village of Stageira in Chalcidice. An important mining activity had already been conducted in this area since the Byzantine era. The swiſt growth of the town occurred during the first centu- ries of the Ottoman rule when the Sultans showed a notable interest for the silver mines of Sidirokausia. Siderokapsa or Sidrekaissi was the principal city of the homonymous nahiye- si (i.e. province) and the most important urban center as it is evidenced on the one hand from the mint and on the other hand from the spread of the ruins. At the beginning of the 18 th century, due to the fall of the mining production, the city declined. The Revolution against the Ottoman Turks, 1821, resulted to the devastation of Chalcidice and the utter destruction and abandonment of Sidirokausia. One of the public buildings of the city, which was preserved in a very good condition, is the hammam. İshak Paşa, a grand Vizier and later on a Vali of Thessalonike, founded the hammam, probably before 1487, and the income was addressed in the establishment of Alaca İmaret in Thessaloniki. Beside the bath it was unearthed a mosque along with a stone-paved street (kaldırım) on the southwest that connects these two buildings with the settlement.
Ottoman Hammam – Conservation Works
The bath consists of three lined-up functional spaces: on the south there is the square, cold, disrobing room (soyunmalîk), subsequently, the elongated tepid section (soğukluk) and in the end the spacious hot room (sîcaklîk) with two square private rooms (halvet). On the north side, there is the water tank (hazna) where the water was heated through a cauldron incor- porated to the floor. Smoke was channeled from the fireplace through the flooring with a hypocaust system to heat the rooms. In the tepid and the hot rooms the walls were covered with a bicolor coating decorated with a line of stylized anthe- mions. The domes were decorated with embossed stalactites and star-shaped openings for lighting purposes. The Ephorate of Antiquities of Chalcidice and Mt Athos carried out the conservation works at the bath in the framework of the programme ‘Macedonia-Thrace 2007-2013’. The bath was restored as an enclosed space with the exception of the cold room and the water tank. Consolidation and restoration works were done on the bath walls. The entrance, the stone-paved floor with the marble base of the fountain and the perimetric divan with niches to store the bathers’ personal belongings were found in the cold room. In the hot rooms the domes were rebuilt and an independent metal floor with underfloor heating system was placed. Conservation and aesthetical restoration works was held on the inner wall decorations and also both the hypocaust and the heating-cooling installations were highlighted. Lastly, the retaining walls of the surrounding space were consolidated and restored. The ruins of the water tank and the fire stoking space in the north side of the hammam. The hammam before the restoration works. The dome of the tepid section. Common-use hot room.
Η θεματική ενότητα «Βιομηχανική Κληρονομιά», αποτελεί τα τελευταία χρόνια αναπόσπαστο μέρος της προετοιμασίας των νέων αρχιτεκτόνων μηχανικών και εν γένει της εκπαιδευτικής διαδικασίας στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΔΠΘ. Η εκπαίδευση υλοποιείται αρχικά ως μια προσπάθεια γνωριμίας και ευαισθητοποίησης των φοιτητών με τη Βιομηχανική Κληρονομιά και στη συνέχεια ως βασική συνθετική εκπαιδευτική διαδικασία, προκειμένου να δοθούν απαντήσεις, που αφορούν θέματα επεμβάσεων, αποκατάστασης και ανάδειξης της υλικής και άυλης υπόστασης του αντικειμένου του βιομηχανικού πολιτιστικού αποθέματος
Λαμβάνοντας υπόψη το υπάρχον θεωρητικό και μεθοδολογικό υπόβαθρο, το σύνολο των εργαστηριακών ασκήσεων, των ερευνητικών - διπλωματικών εργασιών και των εξειδικευμένων ερευνητικών προγραμμάτων, εξετάζονται διεξοδικά στα πλαίσια των αξόνων: α) αναλυτική φάση (τεκμηρίωση – ανάλυση, αξιολόγηση) και β) συνθετική φάση (συνθετικές επεμβάσεις με σκοπό την επανάχρηση και ανάδειξη).
Στην πρώτη φάση της τεκμηρίωσης-ανάλυσης, οι φοιτητές καλούνται να κατανοήσουν ότι κάθε βιομηχανικό κτήριο, εκτός από την ιστορικότητά του, διαθέτει και μια ιδιαίτερη συνθετική-λειτουργική πραγματικότητα, που βασιζόταν βασίζεται στο συνδυασμό της άυλης και της υλικής του λειτουργίας.
Κατά τη δεύτερη φάση (συνθετική), ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στην επιλογή της νέας χρήσης, με γνώμονα τη σύγχρονη λειτουργική και αισθητική αντίληψη ένταξης νέων χρήσεων-αποκατάστασης, καθώς και τη βιωσιμότητα της πρότασης.
Τέλος, επιδιώκεται να καλλιεργηθεί στους φοιτητές η αντίληψη της διάρκειας των ιστορικών κτηρίων και η δυνατότητα εναλλαγής των λειτουργιών τους μέσα στο χρόνο, προκειμένου να επιτυγχάνεται η διατήρηση της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς.
“Ξάνθη, η πόλη του καπνού και αρχιτεκτονική κληρονομιά. Από το χθες στο σήμερα”
η οποία θα πραγματοποιήθηκε στη Ξάνθη, στις 18-10-2022.
Θεματικοί άξονες:
Α. «ΙΣΤΟΡΙΑ, ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ & ΤΕΧΝΗ. ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ, ΑΝΑΛΥΣΗ - ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ & ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΥΛΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΥΛΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ»
Ο άξονας διαπραγματευόταν ζητήματα ιστορίας, καταγραφής, τεκμηρίωσης και αξιολόγησης της υλικής και άυλης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, που σχετίζεται με την καπνοκαλλιέργεια και τις επιδράσεις της στην παραγωγική διαδικασία και στον πολιτισμό της Ξάνθης.
Β. «ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ»
Ο άξονας προσέγγιζε ζητήματα προστασίας και διαχείρισης της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, με βάση τον σύγχρονο στοχασμό αποκατάστασης, τη νομοθεσία αλλά και την τρέχουσα πρακτική.
Γ. «ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ – ΕΠΑΝΑΧΡΗΣΗ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΩΝ - ΈΝΤΑΞΗ ΣΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΣΤΙΚΟ ΙΣΤΟ»
Ο άξονας περιλάμβανε έρευνες, μελέτες και εφαρμοσμένο έργο περίπτωσης από την Ξάνθη ή την γύρω περιοχή, στην αστική και κτιριακή κλίμακα, μεμονωμένων κτιρίων ή συγκροτημάτων.
Δ. «ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΥΑΙΣΘΗΤΟΠΟΙΗΣΗ - ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ»
Ο άξονας περιλάμβανε εκπαιδευτικά προγράμματα όλων των βαθμίδων, ερευνητικά προγράμματα, κινήματα πολιτών κ.λπ., σκιαγραφώντας τη σχέση του θέματος με την εκπαίδευση αλλά και το κοινωνικό πεδίο, μέσω πρωτοβουλιών και δράσεων.
The restoration and the reuse of the buildings was carried out between 2000 and 2016 by the Ephorate of Antiquities of Chalkidiki and Mount Athos, funded by the EU (Third Community Support Framework and National Strategic Reference Framework). The so-called Isolated Building (1909) was restored in 2002-2004 and 2006-2008, and now it is used as an Open Center for the Conservation of Antiquities. The Central Building (1884), which was also restored in 2002-2004, hosts the Byzantine Museum of Chalkidiki. The Central and the Old Building (1853) are connected and formed the south wing of the monastery enclosure. The Old Building was restored in 2010-2016 and is used as a multi-purpose and educational program room. A big part of the landscape design of the area including a parking space of 2760sqm and the reuse of the Kolligospita (farmers’ dwellings) are effectively completed in 2010-2016.
The monumental complex of Nea Flogita is the only one athonite metochion in Chalkidiki, which is used as a museum, introducing the public to one of the most important economic and social structures of medieval Chalkidiki
Σε αντίθεση με τα πυργοειδή, που έχουν ευθείες αναφορές στα βενετσιάνικα πρότυπα, τα επίπεδα αποτελούν επινόηση των Επτανησίων και εμφανίζονται μόνο στην περιοχή αυτή, στο πλαίσιο βέβαια της γενικότερης δυτικής επίδρασης. Πρόκειται για τη σύζευξη της σημειολογίας του ανεξάρτητου πυργοειδούς καμπαναριού με τη λιτότητα και την κατασκευαστική απλότητα των δυτικών καμπαναριών avele (ιστίο), ενός λιτού τύπου συμφυούς καμπαναριού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα την περίοδο του ρωμανικού και γοτθικού ρυθμού, κυρίως στους μικρούς ναούς και γενικεύτηκε στους ναούς του τάγματος των Φραγκισκανών, που άλλωστε είχε έντονη δραστηριότητα στην περιοχή.
Σε ολόκληρη τη βενετική περίοδο, υπάρχει ένας μόνο γενικός τύπος, με στιβαρή βάση (με ή χωρίς διαβατικό), τη διάτρητη ζώνη του κωδωνοστασίου και διακεκριμένη επίστεψη, ο οποίος εμφανίζεται σε διάφορες παραλλαγές, ως τοπικά ιδιώματα, ανά νησί και εφαρμόζεται αδιάλειπτα έως και τον 19ο αι.
In Ionian Islands, the belfries are representative works of local architecture that often complete the churches’ facades. However, because of the earthquakes, the existing belfries are limited, whilst in Lefkada they have been almost extinct.
There are two main types of belfries: the tower-bells and the flat belfries. Widespread, especially in the small churches, are the flat belfries, which, essentially, constitute the cut off facade of the tower-bells. Due to their small size, they are treated as single, independent compositions with particular interest in sculptural decoration. Here, the semiology of the independent tower-bell is combined with the simplicity and structural plainness of the western belfry a vele (in sail), which was widely used during the Romanesque and Gothic Styles and was generalized in the Fraggiskans’ churches.
Throughout the Venetian period, there is only one general type of flat belfry, with a solid base (with or without a passage), a perforated wall zone for the bells and a distinct crest, in which a purely baroque form with symmetrical double helices is generalized. This type appears in several variants, as local idioms, in each island and is applied continuously until the 19th century.
Among the Kefallonian and Zakynthian bellfries there is a certain relation, with main characteristic the introduction of baroque forms. The Corfiot belfries are simpler and mostly built constructions with coating decoration, which could, nevertheless, work as the archetype for the modern belfries, made of carved stones. The fine proportions and the tectonic character are the main elements for their distinction.
In the 19th century a considerable number of flat belfries exist, located outside the urban centres, where the whole of ecclesiastical architecture and sculpture have been transferred.
Το 2010, με πόρους του Ε.Σ.Π.Α., ξεκίνησε το έργο της αποκατάστασης με κέντρο το Μικρό Λουτρό. Πρόκειται πιθανότατα για εκείνο που ίδρυσε και αφιέρωσε ο Ισχάκ Πασά (πριν το 1487) στο Αλατζά Ιμαρέτ της Θεσσαλονίκης Αναπόσπαστο κεφάλαιο αποτέλεσε η ανασκαφική διερεύνηση, η αποκατάσταση και η ανάδειξη του περιβάλλοντος χώρου του μνημείου, όπως πρεσβεύουν οι τρέχουσες θεωρίες. Έτσι, επανήλθε στο φώς ένα εκτεταμένο συγκρότημα λουτρού - τεμένους, μαζί με τμήμα του παλαιού οδικού δικτύου δίπλα σε ψηλούς αναλημματικούς τοίχους, (το υπόγειο τμήμα των παρακείμενων κτιρίων), ανασυστήνοντας την εικόνα ενός πυκνού κλιμακωτού ιστού πάνω στο έντονο ανάγλυφο.
Μέσω ενός επισταμένου αλληλοσυσχετισμού των ανασκαφικών δεδομένων, της χαρτογράφησης και των ιστορικών πηγών, άρχισε να σκιαγραφείται η τοπογραφία της πόλης των Σιδηροκαυσίων: το συγκρότημα λουτρού-τζαμιού ήταν το κέντρο της πρώτης μουσουλμανικής συνοικίας (Çami-i-Şerif), που αποτελούσε το ιστορικό και εμπορικό κέντρο του οικισμού σε ολόκληρη την εξέλιξή του και περιλάμβανε την αγορά και Καραβάν Σεράι. Απέναντι, σε μία φυσικά οχυρή θέση, βρισκόταν το Κάστρο: το διοικητικό κέντρο με την έδρα του διοικητή των μεταλλείων και το νομισματοκοπείο. Σήμερα στη θέση αυτή δεσπόζουν δύο πύργοι του 15ου αι., που πρόκειται σύντομα να αποκατασταθούν. Ωστόσο, η οργανική σύνδεση του Κάστρου με τον ιστορικό - εμπορικό πυρήνα έχει διαρραγεί με τη διάνοιξη του επαρχιακού δρόμου. Για τον σκοπό αυτό, προγραμματίζεται σε συνεργασία με τον Δήμο, η κατασκευή πεζογέφυρας, η οποία θα συνδέει τον νέο αρχαιολογικό χώρο, που μόλις αποδόθηκε στο κοινό και το θεματικό πάρκο του Αριστοτέλη. Το πάρκο λειτουργεί αρκετά χρόνια στον χώρο του Κάστρου ως οργανωμένος χώρος αναψυχής και υποστηρίζεται από τις απαραίτητες υποδομές (πάρκινγκ, αναψυκτήριο).
Σε επόμενη φάση, περιλαμβάνεται η αποκατάσταση της σχέσης με τον ενοριακό ναό του 19ου αι., η ανίχνευση των αρχαίων δρόμων με ορειβατικά μονοπάτια ή και περισσότερο βιωματικές προσεγγίσεις, όπως λ.χ. η λειτουργία ενός χαμάμ. Έτσι, σε έναν χώρο, που εσφαλμένα είχε συνδεθεί με τον Αριστοτέλη, αποκαθίσταται σταδιακά η ιστορική ταυτότητα και εξοικειώνεται η τοπική κοινωνία με την πραγματική ιστορία.
μνημείο της βιομηχανικής κληρονομιάς, όπως επιβεβαιώνεται από τις πολλαπλές θεσμικές κηρύξεις του ΥΠ.ΠΟ.A, καθώς και τα ψηφίσματα διαφόρων φορέων για τη βιομηχανική κληρονομιά (TICCIH-ICOMOS). Δυστυχώς, σήμερα βρίσκεται σε εγκατάλειψη και χρήζει άμεσης προστασίας.
Στο πλαίσιο του μαθήματος «Μορφολογία – Ρυθμολογία IV: Μορφολογική Διερεύνηση, Ένταξη και Ανάδειξη Μνημείων και Αρχαιολογικών Χώρων σε Αστικά και μη Περιβάλλοντα», το οποίο διδάσκεται στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, διερευνώνται, από ομάδες φοιτητών του 4ου έτους, προτάσεις προστασίας, αποκατάστασης και επανάχρησης - ανάδειξης του συγκροτήματος. Ουσιαστικά, με την πολυετή ενασχόληση μέσα
από το μάθημα γίνεται μια μακρόπνοη έρευνα και μια σταδιακή ωρίμανση πάνω στο ζήτημα της ολιστικής διαχείρισης του σημαντικού αυτού ιστορικού συνόλου.
Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στην κατανόηση του μεταλλευτικού συγκροτήματος ως συνόλου, καθώς και στην αξιολόγηση των κτισμάτων ως μονάδων, προκειμένου να καθοριστεί ο βαθμός και ο τρόπος παρέμβασης σε καθένα από αυτά. Συγχρόνως, γίνεται διαπραγμάτευση ζητημάτων σχετικά µε την ένταξη νέων κατασκευών σε ιστορικά, προστατευόμενα περιβάλλοντα και οι φοιτητές εξοικειώνονται με θέματα, όπως: α) η κατανόηση των δομικών προβλημάτων των υφιστάμενων κτιρίων και η αντιμετώπιση των φθορών που έχουν υποστεί, β) η αποκατάσταση και η αισθητική αναβάθμιση ή ανάδειξη των κτισμάτων και του περιβάλλοντος χώρου, και γ) η λειτουργική αξιοποίηση και επανένταξη των διατηρητέων κελυφών στη ζωή του τόπου. Οι προτεινόμενες επεμβάσεις στοχεύουν στη επανασύνδεση των εγκαταλελειμμένων κελυφών και των στοιχείων του περιβάλλοντος χώρου, διασφαλίζοντας την αρμονική συνύπαρξη των προτεινόμενων προσθηκών με τις υφιστάμενες κατασκευές. Βασικό ζητούμενο των παρεμβάσεων είναι να εκφράζουν την εποχή στην οποία ανήκουν, αξιοποιώντας τις σύγχρονες τεχνολογίες και τα υλικά
Among the public buildings, one of the best preserved is the so called «small bath», the oldest (before 1487) of the two that were maintained until the early 19th c. It used to be a luxurious building (dimensions 22.35 × 8.80 m) which extends in three main zones (cold, tepid, warm) and a cistern. The masonry of the external walls is cloisonné. The domes have rich relief decoration. A two colored floral stripe runs around the internal walls. Before the monument’s restoration, what was preserved from the bath was the tepid and the warm room and the ruins of the cistern. The cold room was totally below the ground. Concerning the restoration of the building, it was
restored in its biggest part, while the cold room and the cistern were left as an open-air space. The restoration was conducted by the Ephorate of Antiquities of Chalkidiki and Mt Athos, with funds of the NSRF 2007-2013. The external and internal walls of the building were restored in order to regain static adequacy and the dome construction was rebuilt where necessary. A new self-supporting steel framed floor was constructed in the warm room and an electric underfloor heating system was installed. The internal plaster decoration was conserved and aestheticly restored.
In order to frame properly the monument, the restoration works were expanded to the neighbouring constructions. Architectural lighting was settled in the inner and outer part of the building as a way of displaying the views and security systems were placed to the building complex.
The restoration and the reuse of the buildings was carried out between 2000 and 2016 by the Ephorate of Antiquities of Chalkidiki and Mount Athos, funded by the EU (Third Community Support Framework and National Strategic Reference Framework). The so-called Isolated Building (1909) was restored in 2002-2004 and 2006-2008, and now it is used as an Open Center for the Conservation of Antiquities. The Central Building (1884), which was also restored in 2002-2004, hosts the Byzantine Museum of Chalkidiki. The Central and the Old Building (1853) are connected and formed the south wing of the monastery enclosure. The Old Building was restored in 2010-2016 and is used as a multi-purpose and educational program room. A big part of the landscape design of the area including a parking space of 2760sqm and the reuse of the Kolligospita (farmers’ dwellings) are effectively completed in 2010-2016.
The monumental complex of Nea Flogita is the only one athonite metochion in Chalkidiki, which is used as a museum, introducing the public to one of the most important economic and social structures of medieval Chalkidiki
κτίσθηκε ὁ σωζόμενος ἐνοριακὸς ναός τοῦ Ἁγίου Νικήτα. Πυρπολήθηκε, ὅπως ὅλοι οἱ ἐνοριακοὶ
ναοὶ τῆς Χαλκιδικῆς χερσονήσου, κατὰ τὴν φάση τῆς καταστολῆς τῆς ἐπαναστὰσεως, τὸν Ἰούνιο τοῦ
1821, ἐπισκευἀσθηκε κατὰ τὴν δεκαετία τοῦ 1830, καταστράφηκε καὶ πάλι ἀπὸ πυρκαιἀ (πιθανῶς
κατὰ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1854) καὶ ἐπισκευάσθηκε τὸ ±1920. Στὶς ἀρχικὲς τοιχοποιΊες του ἔχουν
διασωθῆ λίγες τοιχογραφίες τοῦ β᾽μισοῦ τοῦ 16ου αἰ. Κατὰ τὴν δεκαετία τοῦ 1930 πρέπει νὰ κατα-
σκευάσθηκε τὸ ὑπάρχον τέμπλο τοῦ ναοῦ, ἔργο ἔξοχου ξυλουργοῦ, ὁ ὁποῖος φαίνεται νὰ ἔχει ἐρ-
γασθῆ κοντὰ σὲ συνεργεῖο ποὺ εἶχε νεοκλασικὲς ἐμπειρίες. Οἱ εικόνες τοῦ τέμπλου εἶναι ἐξαιρετικὰ
ἔργα Ἁγιορειτικοῦ ἐργαστηρίου, τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ ἐθήτευσε κοντὰ σὲ ἐργαστήριο ποὺ ἐκτελοῦσε
παραγγελίες Ἁγιορειτῶν ρώσσων. Ἐπισημαίνουμε ὅτι οἱ είκόνες τοῦ τέμπλου ἔγιναν μὲ παραγγελία
τῶν γυναικῶν τῆς Νικήτης τῶν ὁποίων οἱ σύζυγοι πολεμοῦσαν στὴν Βόρειο Ἤπειρο, τὸ 1941.
The first known reference to the metochio dates back to 1311, wilst the existing buildings dated to the 19th century. Following the Greek – Turkish War of Asia Minor (1922) there were hosted temporarily group of refugees. Later in 1920’s – 1930’s there was established a hospital of the Red Cross until War World when the German Occupation Troops ordered a requisition of it and finally it was abandoned after a destractive fire.
According to the the master plan of the monumental ensemble, a Centre for Byzantine Culture of Chalkidice was founded, under the name Justinianus, which consists the Museum of Christian Chalkidiki in the Central and the Old Building and an Open Center for the Maintenance of Antiquities in the Isolated Building. Concerning the land scape of the monumental area, it haw been paved a multi-interest walk route. Visitors are guided through an "open-air museum", a cafe-refreshment at the Colliers, etc.
During 2002-2004, the Isolated Building was restorated in the framework of the 3rd CSF as a pilot project: the restoration of the building and the restoration of the Central Building were carried out in 2006-2008.
The Central Building was erected in 1884 during the latest phase of the metochio. In the 1920s, when a hospital was established in the complex, the building was modified in order to serve the use as main building. It is a two-floor building (28,70x14,40m.) made of carved limestone blocks, covered by a four-sided roof and two-sided roof in the protruding northwest corner of the chapel. In good condition were found the perimeter walls, partially the opening’ s frames and the floor of the chapel. That floor is mixed construction, made by metal beams and built-in shells.
Initial phase of the works was the restoration of the internal columns, which, (as there is no data about the shape and position) became metallic and covered the two floors at the height. That made possible the construction of the roof independently of the middle floor. The bearing frame of the roof was reconstructed by chipped chestnut wood and the cover was made by handcrafted french type tiles.
In the next phase the main conservation-restoration works were carried out. In order to improve the rigidity of the building were constructed two rigid "discs". At the bottom of the roof was constructed a new low frame by reinforced concrete. The roof frame was paved by a double layer of wooden planks. At the level of the ground floor, instead of the original wooden floor, was applied a mixed structure made of metal beams, in the positions of the wooden beams, trapezoidal sheet metal and thin concrete layer. The final cover was made by marble slabs.
The wooden floors on the floor were reconstructed from chipped chestnut wood. In the northern hagiati the shape of the parapets was reproduced with standing planks and large glass frames were installed according to the standards of the Russian monasteries. For the chapel floor, following a laboratory test for the material strength, it was decided the metal beams to be reinforced. That inevitably resulted the demolition and reconstruction of the built-in shells.
As there were no data for the initial staircase, a modern one was constructed at the center of the large hall. Extra attention was given to the conservation of the window frames, while the non-saved door panels were reconstructed on a new design.
The works at the chapel aimed to highlight its distinct role and included: conservation works of the gynekonite wooden structure, the originally believed arc was shaped during coating works and a modern chandelier was installed centrally.
The basement, due to its auxiliary use, had been constructed with different materials to the rest of the building. The walls were not coated and the floor was covered by smooth river stones. There was constructed new wooden floor with glass frames. Also, decoration illumination was instulled to highlight the walls.
are the only part of Hellenism, as well as of the Byzantine Empire, which was not essentially subject to Ottoman rule. Already from the fourteenth century, they were gradually incorporated in the Venetian Serenissima Republic following developments in Western Europe at all levels – political, economic, social and cultural. This fact set its seal on their status, poised between Byzantine tradition and Western European innovation, which shaped the Septinsular culture, while keeping alive the Greek national consciousness and the Orthodox Christian faith. A special chapter in the rich artistic output of the Ionian Islands are the icono - stases in the churches. In the seventeenth and eighteenth centuries in particular, the majority of iconostases are wood-carved and gilded with baroque decoration. Nonetheless, on Corfu there is a large number of stone (or more rarely marble) built iconostases, in the logic of carved
stone façades (with the icons hung as paintings). Specifically, from the mid seventeenth century onwards a particular style is adopted, expressing the ‘osmosis’ between the Byzantine Orthodox tradition of the Ionian Islands and the artistic reality of Italy. In essence, a local idiom is created, which is encountered in most of the churches in town and countryside, and which we name conventionally ‘Corfiot-type iconostasis’. It is based on the usual typology of iconostases in zones, but with clear influence from the baroque architecture of building façades. The iconostases of
Corfiot type are distinguished into early, of austere aspect and spare line, such as the iconostasis in the Virgin Antivouniotissa in the town of Corfu, and later, with extravagant baroque ornamentation (vegetal motifs, garlands, scrolls, masks, etc.), such as in St Paraskevi at Varypatades (1714). The baroque iconostasis, of curved plan and exquisite art, recalling the architecture of Bernini and Borromini, in the Middle Byzantine church of Sts Jason and Sosipatros, constitutes the epitome of this osmosis, while the imposing marble iconostasis in St Antony of the City (1753), work of a Corfiot carver, represents the influence of Palladio. Attempted in the icono -
stases of the Ionian Islands is the transition from the stone grid-iconostasis to a decorated and carefully-executed façade. This is a local artistic tradition of the region, part of the wider artistic production of the Ionian Islands – as, correspondingly, the Heptanesian School in painting – linked with local craftsmen and materials, which creatively and successfully resynthesizes elements from both the West and Byzantine tradition, and preserves them for centuries.
Παράλληλα με τις εργασίες αποκατάστασης – στερέωσης του μνημείου, η 10η Εφορεία Βυζα-ντινών Αρχαιοτήτων διαπραγματεύτηκε αρχιτε-κτονική προμελέτη διαμόρφωσης ενός αρχαιο-λογικού περιπάτου. Σκοπός της πρότασης είναι να αποκτήσει ο επισκέπτης τη δυνατότητα άμε-σης επαφής με το διατείχισμα σε όλο το μήκος του. Η εναλλασσόμενη σχέση του μνημείου με το ανάγλυφο και το τοπίο γενικότερα, σε συνδυασμό με τη μεγάλη κλίμακα του έργου, οδήγησε στην αντιμετώπιση της μελέτης σε 4 διακεκριμένους τομείς. Αναλυτικότερα, στον ανατολικό τομέα ο περίπατος εξελίσσεται πάνω σε μια ξύλινη πλατφόρμα, με ενσωματωμένα καθιστικά και κλίμακες καθόδου στην παραλία, η οποία ανασύρει αναφορές από τις ευτελείς κατασκευές των ψαράδων. Αυτή τοποθετείται σε επαφή με την εξωτερική πλευρά του τείχους και στη στάθμη του αρχικού φυσικού εδάφους του. Στη συ-νέχεια, καθώς το τείχος απομακρύνεται από την ακτογραμμή βασική πρόταση αποτελεί η πεζοδρόμηση του παραλιακού δρόμου. Βέβαια, στην περιοχή που ο δρόμος απομακρύνεται από το τείχος, προτείνεται ένας νέος σχεδιασμός πάρκου, διατηρώντας έτσι την αμεσότητα με το μνημείο. Πρόκειται για ένα συνεκτικό πλέγμα διαδρομών, σε συνδυασμό με καθιστικά και χώρους διαμορφωμένου πρασίνου, το οποίο έχει ως κεντρική ιδέα την εικόνα των αρχαιολογικών σκαμμάτων, όπου τα αλληλοτεμνόμενα ίχνη και οι επικαλύψεις υλικών φανερώνουν τις στρωματικές φάσεις ενός μνημείου.
Τέλος, στην δυτική απόληξη, η οποία βρίσκεται εξ’ ολοκλήρου μέσα στο νερό, η διαδρομή ε-κτρέπεται πάνω στο τείχος, ανακαλώντας την εικόνα της κυκλοφορίας στον περίδρομο. Ο αρ-χαιολογικός περίπατος ολοκληρώνεται στον τε-λευταίο πύργο, ο οποίος λόγω του μεγάλου διατηρούμενου ύψους του θα λειτουργήσει ως παρατηρητήριο.
As far as the main consept is concerned, this is an architectural composition into which the beloved pattern of 18th century Venetian Baroque is introduced, which is based on the Palladian usage of the anteposition of two façades. The altarscreen’ s innovation is that it is connected with ciborium of the altar to form a uniform whole, thus acquiring depth. Specifically, the raised dome behind the main façade recalls the familiar image of a domed basilica. In parallel with the innovative architecture of the altarscreen, its high-quality academic sculpture, which is strictly integrated into the architectural composition, is also noteworthy.
Η οθωµανική πόλη των Σιδηροκαυσίων αναπτύχθηκε την περίοδο µεταξύ 15 ου και 17 ου αιώνα στα δυτικά του οικισµού των σηµερινών Σταγείρων Χαλκιδικής. Στην περιοχή υπήρχε σηµαντική µεταλλευτική δραστηριότητα ήδη από τους βυζαντινούς χρόνους. Η αλµατώδης ανάπτυξη της πόλης συντελέστηκε κατά τους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας, όταν η οθωµανική διοίκηση επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα κοιτάσµατα αργύρου των Σιδηροκαυσίων. Με το όνοµα Siderokapsa ή Sidrekaissi αποτέλεσε έδρα του οµώνυµου nahiyesi (επαρχίας), το σηµαντικότερο αστικό κέντρο της Χαλκιδικής, όπως φανερώνει η λειτουργία νοµισµατοκοπείου και η µεγάλη έκταση των σωζόµενων ερειπίων. Στις αρχές του 18ου αιώνα, λόγω της πτώσης της παραγωγής των µεταλλείων, η πόλη παρακµάζει. Η ολοκληρωτική καταστροφή και εγκατάλειψη επέρχεται µε τον «χαλασµό» της Χαλκιδικής κατά την Επανάσταση του 1821. Ένα από τα δηµόσια κτίσµατα της πόλης, που διατηρήθηκε σε αρκετά καλή κατάσταση, είναι το οθωµανικό λουτρό. Ιδρύθηκε πιθανώς από τον Ισχάκ Πασά, µεγάλο βεζίρη και αργότερα βαλή της Θεσσαλονίκης, πριν το 1487, και αποτελούσε πρόσοδο για τη λειτουργία του Αλατζά Ιµαρέτ στη Θεσσαλονίκη, που ανήγειρε ο ίδιος. ∆ίπλα του αποκαλύφθηκε τζαµί και στα νοτιοδυτικά η λιθόστρωτη οδός (kaldırım), που συνδέει τα δύο κτίρια µε τον υπόλοιπο οικισµό.
Το Οθωµανικό Λουτρό – Εργασίες Αποκατάστασης
Το λουτρό αποτελείται από τρία λειτουργικά διαµερίσµατα σε σειρά: στα νότια ο τετράγωνος ψυχρός χώρος υποδοχήςαποδυτήρια (soyunmalîk), στη συνέχεια η επιµήκης χλιαρή ζώνη (soğukluk) και τέλος ο ευρύτερος θερµός χώρος (sîcaklîk) µε δύο τετράγωνα ιδιαίτερα διαµερίσµατα (halvet). Στη βόρεια πλευρά βρίσκεται δεξαµενή (hazna), όπου θερµαινόταν το νερό µέσω καζανιού ενσωµατωµένου στο πάτωµα. Για τη θέρµανση των χώρων διοχετευόταν κάτω από τα δάπεδα καπνός από την εστία µέσω συστήµατος υποκαύστων. Στον χλιαρό και στον θερµό χώρο οι τοιχοποιίες έφεραν δίχρωµα επιχρίσµατα µε σειρά σχηµατοποιηµένων διακοσµητικών ανθεµίων. Οι θόλοι διακοσµούνταν µε ανάγλυφους σταλακτίτες και αστερόσχηµα ανοίγµατα για τον φωτισµό. Οι εργασίες αποκατάστασης του λουτρού υλοποιήθηκαν από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Χαλκιδικής και Αγίου Όρους στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράµµατος «Μακεδονία - Θράκη, 2007 2013». Το λουτρό αποκαταστάθηκε ως κλειστό κέλυφος µε εξαίρεση τον ψυχρό χώρο και τη δεξαµενή νερού. Στις τοιχοποιίες του λουτρού έγιναν στερεώσεις και ανακτήσεις. Στον ψυχρό χώρο εντοπίστηκε η είσοδος, το λιθόστρωτο δάπεδο µε µαρµάρινη βάση σιντριβανιού και τα περιµετρικά έδρανα µε κόγχες για τα προσωπικά αντικείµενα των λουοµένων. Στους θερµούς χώρους ανακατασκευάστηκαν οι θόλοι και τοποθετήθηκε ανεξάρτητο µεταλλικό πάτωµα µε ενδοδαπέδια θέρµανση. Έγινε συντήρηση - αισθητική αποκατάσταση του εσωτερικού διακόσµου και ανάδειξη των υποκαύστων και του δικτύου διανοµής θερµού - ψυχρού νερού. Τέλος, στερεώθηκαν και αποκαταστάθηκαν οι αναληµµατικοί τοίχοι του περιβάλλοντα χώρου
Sidirokausia: History – Location
The Ottoman city of Sidirokausia flourished between the 15 th and the 17 th centuries at the west side of the modern village of Stageira in Chalcidice. An important mining activity had already been conducted in this area since the Byzantine era. The swiſt growth of the town occurred during the first centu- ries of the Ottoman rule when the Sultans showed a notable interest for the silver mines of Sidirokausia. Siderokapsa or Sidrekaissi was the principal city of the homonymous nahiye- si (i.e. province) and the most important urban center as it is evidenced on the one hand from the mint and on the other hand from the spread of the ruins. At the beginning of the 18 th century, due to the fall of the mining production, the city declined. The Revolution against the Ottoman Turks, 1821, resulted to the devastation of Chalcidice and the utter destruction and abandonment of Sidirokausia. One of the public buildings of the city, which was preserved in a very good condition, is the hammam. İshak Paşa, a grand Vizier and later on a Vali of Thessalonike, founded the hammam, probably before 1487, and the income was addressed in the establishment of Alaca İmaret in Thessaloniki. Beside the bath it was unearthed a mosque along with a stone-paved street (kaldırım) on the southwest that connects these two buildings with the settlement.
Ottoman Hammam – Conservation Works
The bath consists of three lined-up functional spaces: on the south there is the square, cold, disrobing room (soyunmalîk), subsequently, the elongated tepid section (soğukluk) and in the end the spacious hot room (sîcaklîk) with two square private rooms (halvet). On the north side, there is the water tank (hazna) where the water was heated through a cauldron incor- porated to the floor. Smoke was channeled from the fireplace through the flooring with a hypocaust system to heat the rooms. In the tepid and the hot rooms the walls were covered with a bicolor coating decorated with a line of stylized anthe- mions. The domes were decorated with embossed stalactites and star-shaped openings for lighting purposes. The Ephorate of Antiquities of Chalcidice and Mt Athos carried out the conservation works at the bath in the framework of the programme ‘Macedonia-Thrace 2007-2013’. The bath was restored as an enclosed space with the exception of the cold room and the water tank. Consolidation and restoration works were done on the bath walls. The entrance, the stone-paved floor with the marble base of the fountain and the perimetric divan with niches to store the bathers’ personal belongings were found in the cold room. In the hot rooms the domes were rebuilt and an independent metal floor with underfloor heating system was placed. Conservation and aesthetical restoration works was held on the inner wall decorations and also both the hypocaust and the heating-cooling installations were highlighted. Lastly, the retaining walls of the surrounding space were consolidated and restored. The ruins of the water tank and the fire stoking space in the north side of the hammam. The hammam before the restoration works. The dome of the tepid section. Common-use hot room.