Θ.Λειτουργία και αγωγή -Ευχαριστιακή προσέγγιση της χριστιανικής αγωγής (Μέρος πρώτο)
Μετάφραση άπό τά Σερβικά: Ιωάννης Νικόπουλος
Πρώτη δημοσίευση, "Αγία Σοφία", τευχ. 6, Ιουλιος-Σεπτέμβριος 1997
1. Έάν έθέταμε στόν εαυτό μας τό ερώτημα: Τί είναι καί σε τί έγκειται ή ταυτότητα της Όρθοδόξου Εκκλησίας καί θέλαμε νά λάβουμε μιά συγκεκριμένη, σύντομη καί σαφή απάντηση, τότε αύτη ή απάντηση χωρίς αμφιβολία θά ήταν - ότι ακριβώς ή Θεία Ευχαριστία, δηλ. ή Λειτουργία της Εκκλησίας μας, είναι ή σωστή καί αληθινή ταυτότητα της. Ή Θ. Ευχαριστία εδώ φυσικά εννοείται έτσι όπως τήν εννοεί καί τήν βιώνει ή ϊδια ή Εκκλησία μας: "Οχι ώς «έν έκ τών επτά μυστηρίων », άλλά ώς ή Λειτουργία της Εκκλησίας, ώς τό μυστήριον της iδιας της Εκκλησίας. Γιατί ή Θ. Λειτουργία, ώς μυστήριον - γεγονός, ώς έργον καί πράξη όλης της Εκκλησίας αποτελεί σέ κάθε τόπο καί σέ κάθε χρόνο, hic et hunc τήν αποκάλυψη καί τήν εκδήλωση σ'αυτόν τόν κόσμο ολοκλήρου της Εκκλησίας του Θεου έν Χριστώ, τήν επιφάνεια καί εξωτερίκευση της υπάρξεως καί της ταυτότητος της ιδιας της Εκκλησίας ώς τοιαύτης, ώς του Σώματος του Χριστού, ώς της Θεοσυγκλήτου συνάξεως του πιστού λαου του Θεου, ό όποιος μέ τήν πίστη στό Χριστό καί τήν Χάρη του Θεου συνάγεται γύρω άπό τόν επίσκοπο του (ή τόν Ιερέα του στό όνομα τοϋ επισκόπου) γιά νά προσφέρει στό Θεό «τά δώρα της αγίας Του Εκκλησίας» έν Χριστώ Ίησοϋ, μέ τήν Χάρη καί τήν ενέργεια του Άγ. Πνεύματος.
Κατ' αυτόν τόν τρόπο, κάθε τοπική Εκκλησία της όρθοδόξου πίστεως συγκαλούμενη γύρω άπό τόν Επίσκοπο καί τόν πρεσβύτερο στή Θ. Λειτουργία της, αποκαλύπτει καί φανερώνει τήν ταυτότητα της μέ ολόκληρη τήν Καθολική Εκκλησία του Θεου, ή οποία χάριν της Θ. Ευχαριστίας είναι παντού καί πάντοτε μία - τό ένα καί μοναδικό Σώμα του Χριστού καί στή γη καί στόν Ουρανό.
Ή Θ. Λειτουργία δέν αποτελεί, μόνο ένα άπό τά επτά μυστήρια στήν Εκκλησία, άλλά συγκροτεί καί αποκαλύπτει το ιδιο το μυστήριο της Εκκλησίας, «τό Μυστήριον του Χριστού» κατά τούς λόγους του Αποστόλου Παύλου (Έφ. 3, 3-4, 5, 32- Κολ. 1, 27, 2, 2, 4, 3) τό μυστήριο τό όποιο ονομάζεται και είναι ό Χριστός έν ήμΐν και ήμεις έν τω Χριστώ, κατά τούς λόγους του ιδίου Αποστόλου (Κολ. 1, 26-27, 3, IV Γαλ. 3, 26-28), πού σημαίνει τό μυστήριο της ταυτότητος του Χριστού καί της Εκκλησίας, τό μυστήριο της ενσωματώσεως μας στό ζωντανό Σώμα του Ζώντος Χριστού μέ τήν πίστη, τήν κοινωνία καί τήν χάρη του Αγ. Πνεύματος. Από αυτό εξάγεται ότι ή Λειτουργία της Εκκλησίας είναι στήν πραγματικότητα ή μεγαλύτερη, ή πληρέστερη καί ή πλέον συγκεκριμένη ομολογία καί μαρτυρία της περί της πίστεως της. Ομολογία καί μαρτυρία πρώτον περί του Θεου: Οτι ό Θεός είναι μεταξύ μας καί έμεις σέ κοινωνία μέ Αυτόν - τόν Δημιουργό καί Σωτήρα μας· κατόπιν ομολογία περί του κόσμου - της δημιουργίας του Θεου, καί περί τοϋ άνθρωπου - της εικόνος του Θεου, καθώς καί περί της Εκκλησίας - της κοινωνίας των υιών του Θεου, καί τούτο ομολογία μέ συγκεκριμένο καί πρακτικό τρόπο μέσω της Λειτουργίας ή οποία απεικονίζει τήν εκκλησιαστική θεώρηση τοϋ κόσμου καί τοϋ άνθρωπου στήν πράξη, ενώπιον του Θεου καί μετά του Θεου.
Πραγματικά, ή Λειτουργία της Όρθοδόξου Εκκλησίας απεικονίζει μιά ρεαλιστική στήν πράξη σύνοψη καί ανακεφαλαίωση της καθολικής πίστεως της Εκκλησίας. Γιατί ή τέλεση της Θείας Λειτουργίας τοϋ πιστού λαού του Θεου ό όποιος είναι ή Εκκλησία, μας φανερώνει τήν πραγματική παρουσία, τήν έκκλησιαστικο-μυστηριακή εκδήλωση όλης της Άποκαλύψεως τοϋ Ζώντος καί Αληθινού Θεου, μάς αποκαλύπτει καί φανερώνει τήν φιλάνθρωπο Οικονομία της σωτηρίας της Αγίας Ζωοποιού Τριάδος, ή οποία σωτηρία στή Θεία Λειτουργία φανερώνεται καί εκδηλώνεται ώς ευλογημένη Βασιλεία του Πατρός καί του Υίου καί του Αγ. Πνεύματος. Ή αρχική εκφώνηση της Θείας Λειτουργίας: «Ευλογημένη ή Βασιλεία του Πατρός καί του Υίου καί του Αγ. Πνεύματος» καθώς επίσης καί τά λόγια της Ευχαριστιακής Προσευχής: «Καί ούκ άπέστης πάντα ποιών, έως ημάς εις τόν ούρανόν ανήγαγες καί τήν βασιλείαν σου έχαρίσω τήν μέλλουσαν. Υπέρ τούτων απάντων εύχαριστοϋμεν σοι...», - μάς δείχνουν καί επισημαίνουν ότι έν τή Λειτουργία της ολόκληρη ή Εκκλησία εισέρχεται στή Βασιλεία τοϋ Θεοϋ καί ταυτίζεται μέ αυτήν.
Άλλά τί είναι αυτή ή Βασιλεία του Θεου, ή Βασιλεία της Αγίας Τριάδος; Αυτή είναι όλος ό κόσμος, ορατός καί αόρατος, τά κτιστά όντα καί ή άκτιστη Θεία Χάρη, ό κόσμος όπως ό Θεός τόν διενοήθη καί τόν έδημιούργησε γιά νά καταστεί Εκκλησία, πού σημαίνει νά καταστεί οίκος του Θεου Πατρός, Σώμα Χριστού, κατοικία του Αγίου Πνεύματος (Έφ. 2,18-22). Ό κόσμος έδημιουργήθη άπό τόν Θεό μέ σκοπό νά καταστεί Εκκλησία, γι' αυτό τό όνομα Εκκλησία είναι καθολικό καί συνοπτικό γιά όλα τά έργα του Θεου, γιά όλα τά αγαθά του Θεου καί όλα τά όντα καί τά κτίσματα τά όποια έδημιούργησε ό Θεός γιά νά τά εισαγάγει στή βασιλεία της αιωνίου Του ζωής.
2. Επειδή ό κόσμος είναι άπό τόν Θεό δημιουργημένος καί προορισμένος νά γίνει Εκκλησία καί επειδή χάριν τούτου πραγματοποιείται ή φιλάνθρωπος οικονομία του Θεου ώς «οικονομία του μυστηρίου του Χριστού» (Έφ. 3, 2.9) ή οποία εισάγει στήν αιώνια Βασιλεία του Θεου, είναι εμφανές, ότι οι κάτοικοι, οί πολίτες αυτής της Βασιλείας, δηλαδή όλα τά δημιουργημένα όντα στό κόσμο του Θεου, είναι προορισμένα νά εισέλθουν στήν Εκκλησία καί νά γίνουν μέλη της Εκκλησίας καί κληρονόμοι της Βασιλείας, ότι όλοι αυτοί πρέπει κατά τό λόγο του Άπ. Παύλου «νά ζουν καί νά συμπεριφέρονται όπως αρμόζει στόν οίκο του Θεου, ό όποιος είναι ή Εκκλησία του Θεου του ζώντος, ό στύλος καί τό έδραίωμα της αληθείας» (1 Τιμ. 3, 15). Αυτή όμως ή ζωή καί συμπεριφορά, αυτός ό τρόπος ζωής καί δράσεως, ό τρόπος πορείας καί ενεργείας διαγωγής καί ανατροφής, πρέπει νά είναι κατά τόν άγιο Απόστολο σύμφωνος καί ανάλογος πρός τό μέγα της Ευσέβειας Μυστήριον (1 Τιμ. 3, 16) στό όποιο συνίσταται καί περιέχεται όλο τό μυστήριο της Εκκλησίας καί του κόσμου. Αυτό τό «μυστήριο της ευσέβειας» είναι ή φανέρωση του Θεου έν σαρκί (1 Τιμ. 3,16), δηλ. ή ενσάρκωση καί ή ένανθρώπιση του Χριστού καί συγχρόνως - ή φανέρωση του άνθρωπου έν τω Θεώ δηλ. ή ανύψωση του άνθρωπου έν δόξη (1 Τιμ. 3,16) ή ή θέωση του άνθρωπου έν τω Χριστώ.
Όμως τί είδους είναι καί τί σημαίνει αυτή ή «συμπεριφορά» ή «διαγωγή» (πορεία) στόν οίκο του Θεου πού είναι ή Εκκλησία; Αυτή ή συμπεριφορά, ό τρόπος ζωής, ή διαγωγή, είναι σύμφωνη μέ τό βασικό μυστήριο πού τελείται στόν οίκο του Θεου, δηλ. σύμφωνη μέ τό μέγα της Ευσέβειας Μυστήριον, (1 Τιμ. 3, 15-16) καί σημαίνει τόν τρόπο του ύπαρκτικου βίου καί μετοχής σ' αυτό τό βασικό μυστήριο του κόσμου καί της ζωής. Ό τρόπος επομένως της συμπεριφοράς, ό τρόπος τών σχέσεων καί ενεργειών, ό τρόπος τής αγωγής σύμφωνα μέ αυτό τό Μυστήριο, συνίσταται σ' ένα τέτοιου είδους τρόπο ανθρωπινής ζωής καί δράσεως, ό όποιος θά ήταν μιά ακατάπαυστη θεοδιακονική λειτουργία, μιά θεοκεντρική διακονία, Θεο-διακονία συνεχής λατρεία του Θεου καί Κυρίου καί διακονία αύτου τοϋ αγίου καί μεγάλου Μυστηρίου. Μέ άλλα λόγια, αυτός θά ήταν ό τρόπος της ευχαριστιακής ζωής, δράσεως καί συμπεριφοράς του άνθρωπου ενώπιον του Θεου σ' αυτό τόν κόσμο καί τή ζωή.
Ό πρώτος άνθρωπος, ό Αδάμ στόν παράδεισο, έζουσε μιά τέτοια ζωή ευχαριστιακή, ζωή διακονίας του Θεου καί έαυτου, ζωή λειτουργική, σωτηριώδη. Σ' αυτή τήν πρώτη λειτουργία στόν παράδεισο, ό άνθρωπος προσέφερε εαυτόν στόν Θεό, ολόκληρη τήν υπαρξη καί τή ζωή του καί ολόκληρη τήν κτίση γύρω άπό αυτόν. Μέ αυτή τήν λειτουργική, θεοκεντρική του συμπεριφορά ό Αδάμ, μένοντας πιστός στόν Θεό καί στόν αληθινό του προορισμό, θά έφθανε μέχρι τήν πραγματοποίηση εκείνου του μεγάλου Μυστηρίου τής Ευσέβειας, δηλ. μέχρι τήν θέωσή του έν Χρστώ καί τή δοξοποίηση όλης τής κτίσεως, ώς τελικού προορισμού του άνθρωπου καί του κόσμου. Μέ τέτοια συμπεριφορά καί τρόπο ζωής αυτός έπρεπε νά αυξάνεται καί νά προοδεύει, νά διαπαιδαγωγειται = τελειώνεται όλο καί περισσότερο διά τής πληρώσεως τής θεοείδειάς του, γιατί είναι δημιουργημένος κατ' εικόνα Θεου μέ προορισμό νά φθάσει στήν πληρότητα τής αληθινής του θεομοιώσεως, νά φθάσει στό καθ' όμοίωσιν Θεοϋ στήν κεχαριτωμένη ταυτότητα μέ τόν Θεό. Ό Άγιος Ειρηναίος Λυώνος δικαίως λέγει ότι ό πρώτος άνθρωπος στήν άρχή ήταν ώς νήπιον (Εναντίον των αιρέσεων IV, 38, 1-2 ΡΟ 7, 1107) καί ότι έπρεπε νά αυξάνει, προοδεύει καί τελειουται μέχρι νά φθάσει στόν ώριμο καί τέλειο άνδρα «εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Έφ. 4,13).
Σέ μιά τέτοια ορθόδοξη αντίληψη του άνθρωπου, όφθαλμοφανώς, είναι παρών ένας ανθρωπολογικός δυναμισμός. Είναι σαφές, ότι ήδη έδώ στήν ίδια τήν άρχή τής χριστιανικής ανθρωπολογίας, υπάρχει πρωτίστως τόπος καί χώρος γιά τήν ανατροφή, χώρος γιά τήν διαπαιδαγώγηση, τήν οικοδομή καί ανύψωση του άνθρωπου, γιά τήν τελειοποίηση του. Ό άνθρωπος ήταν δημιουργημένος άπό τόν Θεό καλός καί τέλειος καί ήταν τοποθετημένος στό δρόμο τής δυναμικής αυξήσεως καί ελευθέρας εξελίξεως, στό δρόμο τής ελευθέρας αγωγής καί τελειοποιήσεως έαυτου, στό δυναμισμό τής αυξήσεως έκ του ενός πληρώματος στό άλλο, άπό δόξα σέ δόξα. Αυτή ακριβώς είναι καί ή αιτία πού ό Θεός έδωσε στόν άνθρωπο τήν εντολή στόν παράδεισο: Νά τόν βοηθήσει σ' αυτή τή διαπαιδαγώγηση του έαυτου του, στή συμπεριφορά καί στό τρόπο ζωής σύμφωνα μέ τόν προορισμό του, νά βοηθήσει τόν άνθρωπο νά ζήσει μιά ζωή αληθινά ελεύθερη καί όχι αναγκαστική άλλά καί έξ ολοκλήρου υπεύθυνη ζωή, ζωή προοδευτικής αυξήσεως καί ελευθέρας δυναμικής οικοδομής του έαυτου του διαπαιδαγωγήσεως καί πληρώσεως4 του έαυτου του, σύμφωνα μέ τήν θεοείδειά του καί ανάλογα πρός τήν θεομοίωσή του.
Άλλά, ώς γνωστόν, ό άνθρωπος αρνήθηκε αυτή τήν κλήση καί προορισμό του καί άντίνά καθοδηγείται, διαπαιδαγωγείται, πληρούται καί τελειουται διά τής ελευθέρας δημιουργικής του θελήσεως καί αγάπης τή μεσολαβήσει του Θεου καί τής Θείας δυνάμεως, σέ μιά λειτουργία ελευθέρας καί άλληλοαγαπητικής συνεργείας μέ τόν Φιλάνθρωπο Θεό, ό άνθρωπος επέλεξε συμπεριφορά καί διαγωγή κατά τή συμβουλή καί θέληση του διαβόλου. Καί έτσι ήλθε ή τραγωδία τής ανθρωπινής πτώσεως, δηλ. ό πνευματικός καί σωματικός θάνατος, ή διακοπή τής κοινωνίας μέ τόν ζωντανό καί αληθινό Θεό καί επομένως μιά ζωή παρά φύσιν μιά ζωή δίχως λειτουργία, ζωή αποτυχημένη, μικρή ζωή. Ό άνθρωπος, όπως λέγει ό π. Αλέξανδρος Σμέμαν, άρχισε νά ζει «μιά ζωή μή ευχαριστιακή σ' ένα κόσμο μή ευχαριστιακό».
Άλλά, ή φιλάνθρωπος Θεία οικονομία τής σωτηρίας μάς έδωσε τόν Χριστό. Ό Χριστός εισήγαγε καί μάς έχάρισε τήν «δευτέραν κοινωνίαν» μέ τόν Θεόν (Αγ. Γρηγόριος Θεολόγος, ΡΟ. 36, 633), πού σημαίνει, τή νέα σχέση καί τή νέα κοινωνία μεταξύ Θεου καί άνθρωπου, κοινωνία πού είχε διακοπεί μέ τήν ανθρωπινή πτώση στήν αμαρτία καί τήν απομάκρυνση άπό τόν Θεό. Αυτή ή νέα έν Χριστώ κοινωνία, όχι μόνο αποκατέστησε άλλά καί ύπερέβει καί ύπερπλήρωσε εκείνη τήν πρώτη λειτουργία ή οποία έτελεΐτο στόν παράδεισο. Καί ακριβώς στή Λειτουργία τής Εκκλησίας, ώς σώματος του Χριστού, εκδηλώνεται καί μεταδίδεται σέ μάς αυτή ή δευτέρα καί τελευταία (τελική, έσχα-τολογική) κοινωνία μέ τόν Θεό, κοινωνία ή οποία καί είναι τό μέγα τής Ευσέβειας Μυστήριον, δηλ. ή ένωση τοϋ Θεοϋ καί του άνθρωπου έν Χριστώ, ή θέωση του άνθρωπου διά τής ένσαρκώσεως, τής ζωής καί αγωγής, τουθανάτου καί τής αναστάσεως του Χριστού.(Συνεχίζεται)