Τα ψιθυρίσματά σου να με ξυπνήσουν. Nα ‘ρθείς.
Με ένα φιλί υπόσχεση να δώσεις. Φωτεινή.
Τα δώρα σου αργά να ξετυλίγω. Να μείνεις.
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ!
Morpheus: Let me tell you why you're here. You're here because you know something. What you know you can't explain, but you feel it. You've felt it your entire life, that there's something wrong with the world. You don't know what it is, but it's there, like a splinter in your mind, driving you mad.
(Έλαβα τις φωτογραφίες με mail. Ξεβράστηκε σε ακτή της Μαλαισίας. Πότε, που ακριβώς δεν αναφερόταν. Ούτε και κάποια άλλη πηγή επιβεβαίωσης)
αντιγράφω από wikipedia
Μετά την ήττα του Ουρανού (και τον επελθόντα κατακλυσμό του Δευκαλίωνα), η Γαία έσμιξε και με τον δεύτερο γιο της τον Ωκεανό (ιδεατή αντίληψη της πλημμυρίδας). Τα παιδιά τους είναι οι θεότητες της θάλασσας, των ποταμών, των λιμνών και γενικότερα του υγρού στοιχείου (δηλαδή οι εικόνες του υγρού στοιχείου όπως φάνηκαν μετά την άμπωτη).
Παιδιά του Πόντου και της Γαίας ήταν ο Νηρέας, ο Θαύμος, η Ευρυβία, ο Φόρκυς και η Κητώ. Ο Φόρκυς και η Κητώ (αδέρφια) "έσμιξαν" και έφεραν στον κόσμο τις τρεις Γραίες, επίσης τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, καθώς και τις τρεις Γοργόνες (Σθενώ, Ευρυάλη και Μέδουσα).
Όλα τα παραπάνω πλάσματα της Ελληνικής μυθολογίας προήλθαν πιθανώς από την πρώτη αντίληψη των μεγάλων γεωφυσικών ανακατατάξεων που συνέβησαν στο γενικότερο ελλαδικό χώρο, πλαισιωμένα άλλοτε με αισθήματα φόβου και άλλοτε ελπίδας, αλλά όμως από αποδεδειγμένη παρατήρηση σε ποιητική έκφραση.
Συγκεκριμένα τα ονόματα των Γοργόνων σημαίνουν τα εξής : Σθενώ = δύναμη, Ευρυάλη = μεγάλο άλμα και Μέδουσα ή Γοργώ = άγριο βλέμμα.
Λέγεται ότι ήταν Κενταύρισσες, τις οποίες μεταμόρφωσε σε απεχθή τέρατα η Αθηνά, εξαιτίας της Μέδουσας. Από τις τρεις μόνο η Γοργώ ήταν θνητή. Συχνά συνδέονται με τις Σειρήνες.
Αντιπροσωπεύουν τα άγρια κύμματα της θάλασσας.
Τα βιβλία είναι επικίνδυνα. Αλλάζουν το πεπρωμένο των ανθρώπων. Αυτό διαπιστώνει η πανεπιστημιακή κοινότητα του Κέιμπριτζ όταν η διακεκριμένη καθηγήτρια της Λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, Μπλούμα Λέννον βρίσκει άδοξο τέλος από χτύπημα διερχόμενου αυτοκίνητου την ώρα που διασχίζει μια διασταύρωση του Σόχο, βυθισμένη στην ανάγνωση ενός ποιήματος της Έμιλυ Ντίκινσον.Λίγες εβδομάδες αργότερα, ο διάδοχός της στην έδρα και πρώην εραστής της παραλαμβάνει ένα δέμα για κείνην από την Ουρουγουάη, που περιέχει ένα αντίτυπο της Γραμμής σκιάς του Τζόζεφ Κόνραντ, με μια παράξενη αφιέρωση και ίχνη τσιμέντου στο εξώφυλλο. (από το οπισθόφυλλο)
Η ΓΡΑΜΜΗ ΣΚΙΑΣ
Τζόζεφ Κόνραντ
εκδ. ΙΝΔΙΚΤΟΣ
(οπισθόφυλλο)
Η βαρύσκιωτη αυτή ιστορία δεν είναι μιά ιστορία φαντασμάτων, κι ας τη στοιχειώνουν τόσα πολλά. Είναι μια ιστορία κοινών ανθρώπων, συνηθισμένων, μικρών, που αποδεικνύονται μεγάλοι την ώρα της κρίσης. Υπάρχει ένα ανάλαφρο παιχνίδι που διασχίζει τούτο τον ζόφο, δοσμένο με άπειρη χάρη, το παιχνίδι ανάμεσα στο οικείο και το αλλότριο, ανάμεσα στο πεζό και στο θαυμαστό, στο ανεξήγητο και στη λογική του εξήγηση, στη βούληση και στη μοίρα.
Ο Κόνραντ , στη γραμμή σκιάς λέει ότι : «Ο κόσμος των ζώντων, όπως είναι, περιέχει ήδη αρκετά θαύματα και μυστήρια· θαύματα και μυστήρια που ενεργούν πάνω στα αισθήματα και τη διάνοιά μας με τρόπους τόσο ανεξήγητους, που θα είχαμε κάθε λόγο να θεωρούμε τη ζωή μια μαγική κατάσταση».
Και ο Ντομίνγκες συμπληρώνει «Η βιβλιοθήκη είναι μια πύλη στο χρόνο», λέει, επαναλαμβάνοντας τη ρήση του Μπόρχες, τονίζοντας ότι «βιβλίο που δεν βρίσκεται είναι βιβλίο που δεν υπάρχει», τοποθετώντας κάθε βιβλίο στη θέση που του αρμόζει, αποφεύγοντας να βάλει δίπλα δίπλα δύο μαλωμένους συγγραφείς.
Άραγε τα βιβλία έχουν τη δική τους μοίρα ; Τα επιλέγουμε ως αναγνώστες ή μας επιλέγουν ; Εμπλέκεται η δική τους μοίρα με τη δική μας ; Ki’ αν θεωρήσουμε ότι κάθε βιβλίο είναι ζωντανός οργανισμός, πόσο βάσιμη τελικά μπορεί να γίνει η πεποίθηση πως δημιουργώντας μια βιβλιοθήκη δημιουργούμε και μια ζωή.
Μονομανία, εμμονή ; Αυτό το μικρό « κάτι » που πολλοί έχουμε , κρατώντας το κρυμμένο και ανομολόγητο.
Το άρωμα του « φρέσκου » βιβλίου, που κανενός χέρι δεν έχει γυρίσει ακόμη τις σελίδες του.
Το χάϊδεμα του εξώφυλλου, απαλό, μετάξινο γεμάτο προσμονή.
Ένα πρώτο ξεφύλλισμα , αργό.
Και μετά , σαν βουτιά σε βάθη απύθμενα, η σταδιακή ένωση των δύο εγκεφάλων, των δύο ψυχολογιών – του αναγνώστη και του συγγραφέα – η ανταλλαγή, η εισχώρηση.
«Γαμάω το κάθε βιβλίο κι’ αν δεν αφήσω σημάδι δεν υπάρχει οργασμός» λέει ο Ντομίνγκες και εγώ, τελειώνοντας την υπογράμμιση της φράσης, χαμογελώ , ξεφυλλίζοντας ότι έχω ήδη διαβάσει, υπογραμμισμένο, με τσεκαρισμένες σελίδες, με σημειώσεις δίπλα, με ίχνη φθοράς από τα δικά μου χέρια.
Βέβαια ο Ντομίνγκες προειδοποιεί «πως μπορεί μεν τα βιβλία να αλλάζουν το πεπρωμένο των ανθρώπων, αλλά ο τρόπος με τον οποίο το κάνουν, όπως αποδεικνύεται σε αυτήν τη φανταστική αλληγορία, δεν είναι πάντα ο αναμενόμενος».