Academia.eduAcademia.edu

The New Testament in its Literary Environment: David E. Aune

Το βιβλίο του David E. Aune The New Testament in Its Literary Environment είναι ο όγδοος τόμος της σειράς Library of Early Christianity του Westminster Press, Philadelphia και εκδόθηκε το 1987.

1 Στ. Λαμνής Βιβλιοπαρουσίαση David E. Aune, The New Testament in its Literary Environment. Philadelphia: Westminster Press, 1987 Το βιβλίο του David E. Aune The New Testament in Its Literary Environment είναι ο όγδοος τόμος της σειράς Library of Early Christianity του Westminster Press, Philadelphia και εκδόθηκε το 1987. Ο συγγραφέας είναι καθηγητής της Θεολογίας με ειδίκευση στην Καινή Διαθήκη και τις απαρχές του Χριστιανισμού ( Professor of New Testament and Christian Origins σύμφωνα με την προσωπική του ιστοσελίδα http://www3.nd.edu/~daune/ ) στο Πανεπιστήμιο Notre Dame στην Ινδιάνα των ΗΠΑ, με πλούσιο συγγραφικό έργο1. Στην εισαγωγή ως σκοπός του βιβλίου προβάλλεται η σύγκριση των λογοτεχνικών ειδών και μορφών που ανιχνεύονται στην Καινή Διαθήκη με αυτές του αρχαίου Μεσογειακού κόσμου, ιδιαίτερα του Ελληνιστικού, αφού κατά το συγγραφέα «ο Χριστιανισμός της Καινής Διαθήκης αποτελεί γόνιμη σύνθεση Ιουδαϊκών κι Ελληνιστικών παραδόσεων σε μια νέα πραγματικότητα»2. Αυτό κατέστη δυνατό μόνο με τη στροφή της έρευνας από το αποκλειστικό ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία που απευθυνόταν στις ανώτερες μορφωτικά τάξεις (Hochliteratur) ώστε να συμπεριλάβει και τα λογοτεχνικά είδη που ως αποδέκτες είχαν τα λαϊκά στρώματα (Kleinliteratur), είδη στα οποία συγκαταλέγει και τα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Γίνεται αναφορά στις αλλαγές που συνέβησαν κατά τον 1ο μεταχριστιανικό αιώνα, οι οποίες κατέστησαν τον Χριστιανισμό από κίνηση που αφορούσε σε μια ολιγάριθμη ομάδα, αγροτικής και Ιουδαϊκής προέλευσης σε κίνημα κατεξοχήν αστικό, ελληνόφωνο και δυτικό που προσέλκυσε πολυάριθμους οπαδούς ειδωλολατρικής προέλευσης και κατέκλυσε το Μεσογειακό κόσμο. Επίσης γίνεται αναφορά στους όρους «λογοτεχνικά είδη» και «μορφή» κι υπενθυμίζεται ότι η Καινή Διαθήκη δεν αποτελεί ομοιογενές κείμενο αλλά corpus 27 συνθέσεων γραμμένων σε διάστημα 100 περίπου χρόνων, από διαφορετικούς συγγραφείς, σε γλώσσα και πολιτιστικό περιβάλλον ξένο για τον σημερινό αναγνώστη. Στο 1ο κεφάλαιο (The genre of the Gospels: Nonliterary and Literary “Parallels”) εξετάζεται το λογοτεχνικό είδος των Ευαγγελίων και η προέλευση του. Γι αυτό γίνεται αναφορά στις θέσεις της σύγχρονης κριτικής (λογοτεχνικής, ιστορικής, μορφοϊστορικής, κριτικής της σύνταξης και ειδολογικής) και στη συνέχεια εξετάζονται τα μη λογοτεχνικά «παρἀλληλα» των Ευαγγελίων. Παρουσιάζονται κατά σειρά οι απόψεις: α) Τα Ευαγγέλια ως είδος προέκυψαν από το κήρυγμα του οποίου αποτελούν ανεπτυγμένη μορφή. β) Τα Ευαγγέλια έχουν τις ρίζες τους στη λειτουργική ζωή και τη λατρεία της πρώιμης Εκκλησίας ως αναγνώσματα προς αντικατάσταση ή συμπλήρωση εκείνων της Παλαιάς Διαθήκης. Στη συνέχεια εξετάζεται εκτενέστερα το λογοτεχνικό είδος της βιογραφίας (βίοι ή vitae), αρχικά της Ελληνορωμαϊκής και κατόπιν της Ιουδαϊκής3. Η Ελληνορωμαϊκή Βιογραφία εξετάζεται σε σχέση με την Ιστοριογραφία (πχ. Ξεν. Ἀγησίλαος και Ἑλληνικά αναφέροντας παραδειγματικά τον ίδιο Λακεδαιμόνιο βασιλιά, Πολύβιος κ.ά, αν και αρκετοί αρχαίοι ιστοριογράφοι διακρίνουν ως προς την τυπολογία τα δύο είδη) και ρητορική (προσωποποιία και ηθοποιία και οι σχετικές συμβουλές του Αριστοτέλη στη Ρητορική, 2.12-14). Παρουσιάζονται οι 2 τύποι βιογραφιών και διερευνούνται τα χαρακτηριστικά του είδους ως προς τη μορφή, το περιεχόμενο και το χρηστικό ρόλο του. Στον Ιουδαϊκό κόσμο η βιογραφία απουσιάζει ως αυτόνομο είδος, εύκολα όμως ανιχνεύονται διηγήσεις βιογραφικού τύπου4 σε έργα ή επεισόδια του Παλαιοδιαθηκικού κανόνα (πχ. Ρουθ, Ιωνάς, Εσθήρ). Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στο βίο του Μωυσή (Ιδανική βιογραφία5) στη Γένεση και στον κύκλο Ηλία – Ελισαίου στα βιβλία των Βασιλειών ως λογοτεχνικά πρότυπα των Ευαγγελιστών για το βίο του Ιησού. Επίσης ο συγγραφέας αναφέρεται στη μεταβιβλική Ιουδαϊκή βιογραφία (πχ. βίοι Προφητών, Φίλων Αλεξανδρεύς, Χρονικό του Φλάβιου Ιώσηπου / Flavius Josephus από τη Γένεση ως το 2 Βασιλειών) και διαπιστώνει έντονες Ελληνιστικές επιδράσεις. Έτσι αποκλείει την προέλευση των Ευαγγελίων από το κήρυγμα και τις λειτουργικές ανάγκες λόγω των διαφορών σε περιεχόμενο, μορφή και χρηστικό ρόλο και τα συνδέει με το βιογραφικό λογοτεχνικό είδος, κυρίως του Ελληνιστικού κόσμου. Κατά συνέπεια στο 2ο κεφάλαιο (The Gospels as Ancient Biography and the Growth of Jesus Literature) τα Ευαγγέλια εξετάζονται ως βιογραφικό είδος, ως προς τη γλώσσα και το ύφος (γλώσσα κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων ή Ιουδαϊκά Ελληνικά ή Ελληνικά ενός «γκέτο», μιας μειοψηφίας όπως ήταν οι πρώτοι Χριστιανοί) και τη δομή (με την ευθύγραμμη χρονικά αφήγηση, την αρχή που στοχεύει να αποδείξει το κύρος και τη θεία αποστολή του βιογραφούμενου κ.ά). Παράλληλα επιχειρεί να ανιχνεύσει τις προηγούμενες προφορικές ή λογοτεχνικές φόρμες που φαίνεται να εντάχθηκαν στα ευαγγελικά κείμενα. Στην εξέταση του περιεχομένου των Ευαγγελίων ο συγγραφέας στέκεται σε τρία κυρίως σημεία: 1) την παρουσίαση των μαθητών να αμφιβάλλουν, να φοβούνται και να μην κατανοούν το κήρυγμα και την ταυτότητα του Ιησού, 2) την ανατροπή της κατηγορίας ότι ο Ιησούς εξασκούσε μαγεία και 3) την μυστικότητα που περιβάλλει την πραγματική ταυτότητα του Ιησού. Στη συνέχεια διαπραγματεύεται το ρόλο των Ευαγγελίων στην αφύπνιση και την ενδυνάμωση της πίστης μέσω του προσώπου του Ιησού, ο οποίος προβάλλεται ως το προς μίμηση παράδειγμα. Ο συγγραφέας αφιερώνει μεγάλο μέρος του κεφαλαίου στη σύνδεση των Ευαγγελίων με την Ελληνορωμαϊκή βιογραφία (λογοτεχνικό επίπεδο των Ευαγγελίων, τα Ευαγγέλια και η σχέση τους με την ιστοριογραφία, την προσπάθεια για «λογοτεχνοποίηση6» δηλ. κατάκτηση λογοτεχνικού ύφους, αρχαίες απόψεις για τα Ευαγγέλια7, κατηγορώντας προκαταβολικά τους σύγχρονους ερευνητές ότι δεν θεωρούν τα Ευαγγέλια βιογραφίες, επειδή αναζητούν σ’ αυτά σύγχρονα χαρακτηριστικά του είδους ενώ αυτά απουσιάζουν από την Ελληνιστική και Λατινική βιογραφία8. Στο τελευταίο μέρος του κεφαλαίου ο συγγραφέας διερευνά την μετέπειτα περί Ιησού λογοτεχνία, ιδιαίτερα το Διά Τεσσάρων του Τατιανού9, τις διηγήσεις για τον Ιησού, τις συλλογές των λογίων και τους διαλόγους με τον αναστάντα Χριστό. Στα δύο επόμενα κεφάλαια ο συγγραφέας ασχολείται με το βιβλίο των Πράξεων του Λουκά. Αρχικά (3ο κεφάλαιο: Luke-acts and Ancient Historiography) το έργο παρουσιάζεται ως «γενική ιστορία» (general history) γραμμένο από έναν ερασιτέχνη Ελληνιστή ιστορικό, εκπαιδευμένο στην ρητορική, όπως όλοι οι ιστοριογράφοι της Ελληνιστικής περιόδου, που είχε μεταστραφεί στο Χριστιανισμό, με πάτρωνα τον μυστηριώδη για μας Θεόφιλο, το Λουκά. Εξετάζεται το πρόβλημα της ένταξης σε κάποιο λογοτεχνικό είδος, αφού φαίνεται ότι αρχικά αποτελούσε ένα δίτομο ενιαίο έργο 3 με το Κατά Λουκά κι ο σημερινός τίτλος δόθηκε αργότερα, κατά το 150 μ.Χ. περίπου, όταν αποχωρίστηκαν τα δύο βιβλία ως ανεξάρτητα έργα. Γίνεται μια σύντομη περιήγηση σε άλλα έργα της Ελληνικής και Λατινικής λογοτεχνίας με παρόμοιο τίτλο (Πράξεις, Acta / Res gestae) ή περιεχόμενο καθώς και στην άποψη του Charles Talbert ( με επικριτική διάθεση) που συνέδεσε τις Πράξεις των Αποστόλων με τους Βίους Φιλοσόφων του Διογένη Λαέρτιου ως διαδοχική βιογραφία. Επίσης σύντομα εκτίθεται η σχέση των Πράξεων με το Ελληνορωμαϊκό μυθιστόρημα. Στη συνέχεια παρουσιάζεται εκτενώς η Ελληνιστική ιστοριογραφία (και οι Ελληνικές της ρίζες), ως προς τις μεθόδους και τις πηγές, τις σχέσεις με την ρητορική, τη μορφή και το περιεχόμενο (γενεαλογία, μυθογραφία, ταξιδιωτικές περιγραφές, τοπική ιστοριογραφία, χρονογραφία και ιστορία), τις καθιερωμένες λογοτεχνικές φόρμες, όπως τα προοίμια, οι λόγοι, οι παρεκβάσεις κ.λ.π. και τέλος ο ρόλος της ιστοριογραφίας. Ακολουθεί ανάλογη εκτενής παρουσίαση της Ιουδαϊκής Ιστοριογραφίας (δομή και περιεχόμενο, Πεντάτευχος, Δευτερονόμιο, Χρονικά) και της Ιουδαϊκής Ελληνιστικής ιστοριογραφίας (1 και 2 Μακκαβαίων, έργα του Φλ. Ιώσηπου). Σημαντικό στοιχείο για την ένταξη των Πράξεων στο είδος της γενικής ιστοριογραφίας είναι το γεγονός ότι ενώ στην Ελληνική ιστοριογραφία η εγκυρότητα της πληροφορίας διασφαλίζεται από τις πηγές (ιδιαίτερα τις προφορικές) και τη μέθοδο, στην Ιουδαϊκή ιστοριογραφική παράδοση κάτι τέτοιο διασφαλίζεται από την προσωπική μαρτυρία. Στη συνέχεια ο συγγραφέας εντοπίζει κι άλλες 6 βασικές διαφορές ανάμεσα στην Ελληνική / Ελληνιστική και την Ιουδαϊκή / Εβραϊκή ιστοριογραφία που δικαιολογούν την ένταξη των Πράξεων του Λουκά στο συγκεκριμένο είδος. Είναι λοιπόν αναμενόμενο ότι το 4ο κεφάλαιο (The Generic Features of Luke-Acts and the Growth of Apostle Literature) εξετάζει θέματα που αφορούν το ίδιο το έργο των Πράξεων ως ιστοριογραφικό κείμενο. Αρχικά εκθέτει ζητήματα που αφορούν στη μορφή του έργου, όπως η γλώσσα και το ύφος, τη διαίρεση σε δύο βιβλία, το προβληματικό(;) τέλος10 και τα λογοτεχνικά πρότυπα που αξιοποιήθηκαν από τον Λουκά. Συνεχίζει με τη διερεύνηση καθιερωμένων λογοτεχνικών φορμών όπως το προοίμιο και οι γενεαλογίες.11 Ιδιαίτερα επισημαίνει τη χρήση α΄πρόσωπης αφήγησης12 σε ορισμένα σημεία του έργου, που σχετίζονται με ταξιδιωτικές εμπειρίες, και ακολουθεί η εξέταση του περιεχομένου του βιβλίου των Πράξεων. (Μοιραία συζητούνται τόσο στο μέρος της μορφής όσο και στο μέρος του περιεχομένου θέματα που αφορούν και στο Κατά Λουκά). Ιδιαίτερα στέκεται ο Aune στο θέμα των προφητειών και της εκπλήρωσής τους, της θεϊκής καθοδήγησης, επέμβασης και ανταπόδοσης. Παραθέτει επίσης τις διάφορες απόψεις για το σκοπό και τη χρήση του έργου και δικαιολογεί την ένταξή του στο είδος της Γενικής Ιστοριογραφίας, διαπιστώνοντας σχέσεις και λογοτεχνικά πρότυπα (μοντέλα) που χρησιμοποιούνται σ’αυτό. Στο τελευταίο τμήμα του κεφαλαίου παρουσιάζονται απόκρυφα βιβλία Πράξεων, το περιεχόμενό τους, τα λογοτεχνικά τους χαρακτηριστικά και τα μοτίβα καθώς κι ο πιθανός τους ρόλος. Με ανάλογο τρόπο στα κεφάλαια 5 και 6 παρουσιάζει τις επιστολές της Καινής Διαθήκης. Αρχικά, όπως φαίνεται κι από τον τίτλο του 5ου κεφαλαίου (Letters in the Ancient World) εξετάζει τις επιστολές ως προϋπάρχον είδος, όχι μόνο λογοτεχνικό αλλά επικοινωνιακό, στον Ελληνορωμαϊκό και Ιουδαϊκό – Αραμαϊκό κόσμο, την ποικιλομορφία του ανάλογα με την επικοινωνιακή ανάγκη που υπηρετούσε και τη στενή σύνδεση του είδους στον Ελληνιστικό κόσμο με την ρητορική και τα είδη της, παρά τις διαφορές μεταξύ γραπτής και προφορικής επικοινωνίας. Αναφέρεται με συντομία στις 4 επιστολές που συναντώνται στο corpus της Καινής Διαθήκης, 22 στο σύνολο, 20 ανεξάρτητες και 2 ενσωματωμένες στο βιβλίο των Πράξεων. Οι επτά επιστολές της Αποκαλύψεως δεν θεωρούνται από τον Aune ως πραγματικές επιστολές αλλά προφητικές εξαγγελίες. Τις κατατάσσει ανάλογα με το επικοινωνιακό πλαίσιο στα παρακάτω είδη: 1) Επιστολές μεταξύ ατόμων (1-2 Τιμόθεο, Τίτο, 2-3 Ιωάννη), 2) Επιστολές μεταξύ ατόμων και κλειστών ομάδων (οι περισσότερες Παύλειες επιστολές), 3) Εγκύκλιες επιστολές που απευθύνονται σε περισσότερες κοινότητες (Γαλάτας, Εφεσίους, Ιακώβου, 1-2 Πέτρου, Ιούδα), 4) Το επιστολικό είδος χρησιμοποιείται ως πλαίσιο για άλλο λογοτεχνικό είδος ( Αποκάλυψη), 5) Μία ανώνυμη ομιλία με επιστολογραφικό κλείσιμο αλλά χωρίς επιστολικό προοίμιο (Εβραίους), 6) Ενσωματωμένες σε άλλο έργο επιστολές (Πράξεις, 15:23-26 και 23:26-30). Η 1 Ιωάννη θεωρείται επιστολή αλλά στερείται του αρχικού χαιρετισμού και του κλεισίματος που ήταν τυπικά για την αρχαία επιστολογραφία. Ανάλογη κατάταξη ακολουθεί και για τις δώδεκα επιστολές των Αποστολικών Πατέρων. Στη συνέχεια εξετάζεται η Ελληνορωμαϊκή επιστολογραφία. Αρχικά γίνεται λόγος για τους διαφόρους τύπους επιστολών και τα κριτήρια κατάταξής τους που κατά καιρούς έχουν προταθεί. Ο συγγραφέας τελικά διακρίνει τις επιστολές του Ελληνορωμαϊκού κόσμου στα ακόλουθα είδη: Ιδιωτικές, επίσημες, λογοτεχνικές, συστατικές, επιστολές – πραγματείες, φιλοσοφικές, μυθιστορηματικές (novelistic),13 φανταστικές14 κι ενσωματωμένες σε άλλα έργα επιστολές. Η μελέτη του κάθε τύπου επιστολής γίνεται με τρία κυρίως κριτήρια, τον τύπο του προοιμίου – χαιρετισμού, το κλείσιμο και το περιεχόμενο της επιστολής. Για κάθε περίπτωση ο συγγραφέας προσκομίζει αρκετά παραδείγματα από επιστολές. Εκτίθεται επίσης η συνήθεια του Ελληνορωμαϊκού κόσμου να δημιουργεί συλλογές επιστολών κι ερευνώνται σύντομα οι επιστολογραφικοί «τόποι»15 που διαπιστώνονται από σύγχρονους κι αρχαίους μελετητές με ιδιαίτερη αναφορά στη Ρητορική του Αριστοτέλη (τόποι, ενθυμήματα). Πολύ μικρότερη έκταση αφιερώνει ο Aune στις Ιουδαϊκές, Αραμαϊκές κι Ιουδαιο-ελληνιστικές επιστολές. Η εξέτασή τους γίνεται με ανάλογα κριτήρια. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ελάχιστα δείγματα τέτοιων επιστολών έχουν επιβιώσει ως σήμερα. Συμπερασματικά αποφαίνεται ότι οι πρώιμη χριστιανική επιστολογραφία επηρεάστηκε κυρίως από την ελληνιστική επιστολογραφία αλλά σημαντικές επιρροές οφείλονται και στις εγκύκλιες Ιουδαϊκές επιστολές. Όπως θα περίμενε κανείς το 6ο κεφάλαιο (Early Christian Letters and Homilies) πραγματεύεται τις επιστολές της Καινής Διαθήκης αλλά και των Αποστολικών Πατέρων. Αρχικά η εξέταση γίνεται βάσει της λεγόμενης Formal Literary Analysis (στρουκτουραλιστική – δομική κριτική). Ο συγγραφέας ερευνά και διαπιστώνει τους διάφορους τύπους έναρξης και κλεισίματος των χριστιανικών επιστολών και αποδεικνύει τη σχέση τους με την ελληνορωμαϊκή επιστολογραφία εν είδει καταλόγου. Στη μελέτη του κύριου σώματος των επιστολών ο Aune εξετάζει τα εσωτερικά μεταβατικά μοτίβα (τύπους), τους επιστολικούς τόπους, τις αυτοβιογραφικές πληροφορίες, τα σχέδια για μελλοντικά ταξίδια του επιστολογράφου και την κατακλείουσα «παραίνεση».16 5 Στα συμπεράσματα της μορφοϊστορικής κριτικής (Form-Critical Analysis) κατά πρώτο εκτίθενται τα στοιχεία που η Χριστιανική επιστολογραφία ενσωμάτωσε από λειτουργικές φόρμες. Τέτοια στοιχεία είναι: 1) Η ευλογία με τον όρο «χάρις» στο εναρκτήριο χαιρετισμό ή στο κλείσιμο της επιστολής η οποία με τη σειρά της προέρχεται από την 2) Εβραϊκή ευλογία, 3) το μοτίβο της «δοξολογίας», 4) οι ύμνοι και τα υμνικά στοιχεία, 5) οι ομολογίες πίστεως και σπάνια 6) τα λειτουργικά επεισόδια. Ακολούθως εκτίθενται τα παραινετικά μοτίβα, στα οποία συγκαταλέγονται 1) οι κατάλογοι αρετών κι ελαττωμάτων, 2) οι οικιακοί ηθικοί κώδικες και 3) η παράδοση για τους δυο ηθικούς δρόμους. Ερευνάται στη συνέχεια η επίδραση που δέχτηκε η Χριστιανική επιστολογραφία από τους ρητορικούς λόγους και «ομιλίες». Τρία κυρίως είδη επέδρασαν στο κήρυγμα και τη διδασκαλία τον πρώιμο Χριστιανισμό: η ελληνορωμαϊκή ρητορική (δικανική, συμβουλευτική και επιδεικτική), η ελληνική πραγματεία και κυρίως αυτή που υπηρετούσε τη διδακτική πράξη και οι ομιλίες της Εβραϊκής συναγωγής. Έτσι στη συνέχεια εξετάζεται εκτενώς η ρητορική τόσο ως προς τα είδη όσο και ως προς τη δομή του ρητορικού λόγου (προοίμιο - exordium, διήγησις - narratio, απόδειξις/πίστη - probatio, επίλογος - peroratio). Παρατηρείται ότι οι περισσότερες πρώιμες Χριστιανικές επιστολές δέχθηκαν κυρίως την επίδραση της συμβουλευτικής ρητορικής. . Για την ελληνορωμαϊκή πραγματεία γίνεται επίσης εκτενής αναφορά κυρίως στην ελεγκτική και προτρεπτική μέθοδο διδασκαλίας, την προφορική διδασκαλία (διαλογική) που καταγράφεται στις πραγματείες με τη μορφή «ὑπομνημάτων» ή «ἀπομνημονευμάτων». Επίσης στα μέσα που χρησιμοποιεί η διδασκαλία /διατριβή όπως είναι η δημιουργία φανταστικών αντιπάλων, οι υποθετικές ενστάσεις και τα λαθεμένα συμπεράσματα. Η επίδραση της πραγματείας ανιχνεύεται κυρίως στη Ρωμαίους και δευτερευόντως στην 1 Κορινθίους και Γαλάτας και στην Ιακώβου. Μικρή σχετικά είναι η έκταση που αφιερώνεται στην επίδραση της Εβραϊκής Ομιλίας της Συναγωγής, κυρίως με τη μορφή «εξήγησης» των Γραφών. Στη συνέχεια συζητιούνται οι τύποι των Χριστιανικών επιστολών, οι οποίοι είναι πολυπλοκότεροι και δεν υπακούουν πάντοτε στην τριμερή διαίρεση της αρχαίας ρητορικής. Ως επιστολές που γράφτηκαν για συγκεκριμένες περιστάσεις εξετάζονται η 1 Θεσσαλονικείς (παραινετική επιστολή), η Γαλάτας (συμβουλευτική επιστολή), η 2 Κορινθίους (σύνθετη επιστολή καθώς πιστεύεται ότι εμπερικλείει περισσότερες επιστολές που έστειλε ο Παύλος στους Κορίνθιους), η Φιλιππησίους (επιστολή ευγνωμοσύνης και παραινετική), Φιλήμονα (συστατική επιστολή), Εβραίους (προτρεπτικός λόγος) η οποία είναι γραμμένη σε εξαίρετο αττικιστικό ύφος, και οι επιστολές του Ιγνατίου. Γίνεται έμμεσα φανερό ότι ο συγγραφέας θεωρεί ως ψευδεπίγραφες τις υπόλοιπες επιστολές του Παύλου (και φυσικά την Προς Εβραίους), όπως πολλοί άλλοι ερευνητές. Στη συνέχεια εξετάζονται οι «Γενικές»17 επιστολές (General Letters). Ως τέτοιες θεωρούνται αυτές που ανταλλάσσονται μεταξύ δύο πλευρών με χαλαρή σχέση και θίγουν θέματα και αξίες που ενδιαφέρουν γενικότερα τον Χριστιανικό κόσμο. Σ’ αυτές συγκαταλέγονται η Ρωμαίους και οι Καθολικές επιστολές, αναλυτικότερα όμως εξετάζονται η Προς Ρωμαίους και η 1 Πέτρου. Επίσης επισημαίνεται ότι οι επιστολές του Ιωάννη δεν παρουσιάζουν τα επιστολικά χαρακτηριστικά. Προφανώς, υποστηρίζεται, πρόκειται για μια συλλογή Ιωάννειων επιστολών που τοποθετήθηκε μέσα 6 σε μια ήδη διαμορφωμένη συλλογή.18 Για την Ρωμαίους επισημαίνεται ότι πρόκειται για την μόνη επιστολή που ο Παύλος απευθύνει σε εκκλησία που δεν ίδρυσε ή δεν επισκέφθηκε ο ίδιος (βλ. παρ. σχετικά με την γνησιότητα των Παύλειων επιστολών). Εμφανίζει τόσο συμβουλευτικά όσο κι επιδεικτικά χαρακτηριστικά και συσχετίζεται με την Προς Διόγνητον επιστολή. Επίσης, τονίζεται πως λόγω του διδακτικού χαρακτήρα της επιστολής αλλά και του κοινού στο οποίο την απευθύνει ο Παύλος αξιοποιεί στοιχεία της Ελληνορωμαϊκής πραγματείας. Διαφέρει επίσης από τις άλλες Παύλειες επιστολές καθώς σε μια παρέκβαση στο προοίμιο ο Παύλος αναφέρεται στην αποστολή του στα έθνη και το περιεχόμενο του Ευαγγελίου που κηρύσσει, πριν να το κάνει εκτενέστερα στο κύριο σώμα της επιστολής. Είναι η μόνη επιστολή για την οποία ο Aune παραθέτει και μια σύντομη εξιστόρηση της παράδοσης του κειμένου, ακριβώς επειδή είναι ιδιαίτερη. Κλείνει με μια δεύτερη εκτεταμένη δοξολογία (16:25-27) κάτι που δεν το κάνει ο Παύλος σε άλλες επιστολές, ούτε όσον αφορά στη θέση της ούτε στην έκτασή της. Πολλά χειρόγραφα την τοποθετούν σε άλλες θέσεις ή την παραλείπουν. Πολλοί θεωρούν το Ρωμαίους 16 ως ξεχωριστή επιστολή, θέση που δεν ασπάζεται ο Aune. Η 1 Πέτρου χαρακτηρίζεται ως παραινετική εγκύκλια επιστολή, θεωρείται ψευδεπίγραφη και είναι γραμμένη σε άρτια Ελληνικά (όπως της Ιακώβου και της Προς Εβραίους), από τα αρτιότερα της Καινής Διαθήκης. Στα εκτεταμένα παραινετικά της τμήματα με καταλόγους ενδεδειγμένης συμπεριφοράς προβάλλεται ο Χριστός ως παράδειγμα προς μίμηση, γράφεται στα 70-90 μ.Χ, (επομένως όχι από τον Πέτρο) σε συνθήκες απομόνωσης και διωγμού κι επισημαίνει την ουράνια κι εσχατολογική κληρονομιά των Χριστιανών. Πολλοί θεωρούν ότι πρόκειται για λόγο βαπτίσματος που μετατράπηκε σε εγκύκλια επιστολή με την προσθήκη ενός προτρεπτικού τμήματος (4:12-5:11) κι επιστολικού προοιμίου κι επιλόγου. Στο 7ο και τελευταίο κεφάλαιο (The Apocalypse of John and ancient Revelatory Literature), με τον ίδιο εμπεριστατωμένο τρόπο, ο συγγραφέας εντάσσει στο λογοτεχνικό περιβάλλον της εποχής την Αποκάλυψη του Ιωάννη, αφού πρώτα συζητά το θέμα της αποκαλυπτικής φιλολογίας στην εθνική και κυρίως στη Χριστιανική γραμματεία. Κάνει χρήση των πορισμάτων της κοινωνιολογίας στη διευκρίνιση των όρων «Apocalypticism» (Αποκαλυπτικισμός) και «Millennialism» (Χιλιασμός)19. Σε περιόδους κρίσης όταν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού διακατέχονται από αισθήματα στέρησης κι αποκλεισμού κάνουν την εμφάνισή τους τα παραπάνω φαινόμενα / ιδεολογίες με την πίστη σε μεταφυσική επέμβαση που θα προκαλέσει 1) είτε τη μεταστροφή των ανθρώπων, 2) είτε την ανατροπή της κρατούσας κατάστασης με επανάσταση, 3) είτε εγκατάλειψη του κόσμου, 4) είτε αλλαγή των αντιλήψεων, 5) είτε θαυματουργική μεταβολή. Τέλος υπάρχει και μια 6η μορφή αποκαλυπτικισμού, η ουτοπική. Αποκαλυπτικά έργα γράφονται στον Ελληνιστικό και Ιουδαϊκό κόσμο (αποκαλύψεις στα βιβλία Δανιήλ κι Ενώχ) αλλά και στην Περσία στο διάστημα ανάμεσα στο 200 π.Χ. και 200 μ.Χ. Από τις τρεις αρχαιότερες Χριστιανικές Αποκαλύψεις η Αποκάλυψις του Ιωάννη (95 μ.Χ περ.) ακολουθεί Ιουδαϊκές κυρίως συμβάσεις, ο Ποιμήν του Ερμά ( σταδιακή σύνθεση από το 95 ως το 150 περ.) ένα αμάλγαμα Ιουδαϊκών κι Ελληνιστικών και η Αποκάλυψις Πέτρου (135 μ.Χ. περ.) καθαρά Ελληνιστικές συμβάσεις. Κύρια χαρακτηριστικά ενός αποκαλυπτικού έργου είναι το ψευδεπίγραφο, ιστορικές αναφορές παρουσιαζόμενες ως προρρήσεις, οράματα κι όνειρα και η παρουσία υπερφυσικού εξηγητή τους, παράξενη εικονοποιία, αποκάλυψη κοσμικών μυστηρίων και γνώση περί 7 του τέλους του κόσμου, οι επισκέψεις με οδηγό σε περιοχές πάνω ή κάτω από τη γη κι η α΄πρόσωπη αφήγηση. Ο ρόλος τους είναι τριπλός: 1) Να νομιμοποιήσουν το μήνυμα τους μέσω μιας υπερβατικής εξουσίας, 2) να προσφέρουν στο κοινό ένα λογοτεχνικό υποκατάστατο μιας αποκαλυπτικής εμπειρίας, ώστε 3) να προκαλέσουν μεταστροφή της θεώρησης και της συμπεριφοράς του. Τύποι της αρχαίας αποκαλυπτικής λογοτεχνίας αποτελούν οι χρησμοί και οι προφητείες. Στη συνέχεια ερευνάται η Ισραηλίτικη – Ιουδαϊκή αποκαλυπτική λογοτεχνία όπως οι ρήσεις των ελεύθερων προφητών (υπήρχαν επίσης προφήτες της αυλής και προφήτες του Ναού), η συλλογή των οποίων είχε ως αποτέλεσμα τα Προφητικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. Η πρώιμη αποκαλυπτική Ιουδαϊκή λογοτεχνία εμφανίζει τα εξής είδη: Αποκαλύψεις με κεντρικό στοιχείο τους ένα όραμα ή όνειρο, αποκαλυπτικές πραγματείες, αποκαλυπτικούς διαλόγους και αποκαλυπτική αναθεώρηση των Γραφών. Η Ελληνορωμαϊκή αποκαλυπτική λογοτεχνία ξεκινά από τις συλλογές χρησμών που υπήρχαν από πολύ παλιότερα. Ως είδος ιδιαίτερα αντιπροσωπεύεται από τις ψευδεπίγραφες συλλογές του Ορφέα Μουσαίου και των διαφόρων Σιβύλλων και Βακίδων. Άλλα είδη αποτελούν οι προφητικοί διάλογοι, οι προφητικές πραγματείες, οι αναφορές οραμάτων κι ονείρων (Κικέρων, Ενύπνιο του Σκιπίωνα στο De republica κ.ά). Εδώ εντάσσει ο συγγραφέας και τις αφηγήσεις προσώπων που υποτίθεται ότι είχαν επισκεφθεί τον Κάτω Κόσμο, γνωστές ως «μύθοι», όπως ο Πλατωνικός μύθος του Ηρός (Πολιτεία, 10, 13-16)20 (sic) κ.ά. Οι περισσότερες απ’ αυτές τις Αποκαλύψεις συνίστανται σε ταξίδια στα οποία βλέπουν τις μετά θάνατον αμοιβές των δικαίων και τιμωρίες των αδίκων. Ερευνώντας τον πρώιμο Χριστιανικό αποκαλυπτικισμό ο συγγραφέας στέκεται στο κίνημα των Ζηλωτών (επαναστατικό κίνημα), του Ιωάννη Βαπτιστή (κίνημα που αποσκοπούσε στη μεταστροφή των ανθρώπων) και του Ιησού (κίνημα που συνδύαζε μεταστροφή και θαύματα). Επίσης η λεγόμενη κοινότητα Q (30-60 μ.Χ.) προχωρά στην πρώτη συλλογή λογίων του Ιησού με σαφή εσχατολογικό προσανατολισμό. Τα πρώτα δείγματα αποκαλυπτικής Χριστιανικής φιλολογίας εμπεριέχονται στα ευαγγέλια (Μάρκου, 13 και παράλληλα). Στη συνέχεια εξετάζεται η Αποκάλυψη του Ιωάννη και η πολύπλοκη δομή της. Δε θεωρείται ψευδεπίγραφο αλλά ούτε κι έργο του αποστόλου Ιωάννη αλλά κάποιου συνονόματου. Εξετάζεται η αρχή και το τέλος του έργου σε σχέση με τα αντίστοιχα των επιστολών. Στο προοίμιο εντάσσεται και μία δοξολογία ξένη προς τη μορφή του επιστολικού προοιμίου παρά τις υπόλοιπες επιστολικές συμβάσεις. Η δομή της είναι η πολυπλοκότερη όλων των Αποκαλύψεων με κυκλικές αφηγήσεις, εγκιβωτισμούς, χρήση μεταβατικών αφηγήσεων που κλείνουν ένα θέμα και ταυτόχρονα εισάγουν νέο και χρήση διαφόρων πολύπλοκων δομών όπως σεπτέτα (χρήση του αριθμού 7) και παρεκβάσεων. Επίσης εμπεριέχονται επτά επιστολές (βλ. παρ.), δεκάξι ύμνοι και προφητείες. Εξετάζεται επίσης το περιεχόμενο του έργου του οποίου το κεντρικό μήνυμα περικλείεται στο 21.6-821. Η ενίσχυση των Χριστιανών στα πλαίσια ενός διωγμού από το Δομιτιανό ως σκοπός του έργου δεν αποδεικνύεται ιστορικά. Οι στόχοι του συγγραφέα μάλλον είναι αντίστοιχοι με αυτούς που εκτέθηκαν παραπάνω. 8 Τέλος ο συγγραφέας παρουσιάζει σύντομα και τα άλλα δύο έργα του είδους, τον Ποιμένα του Ερμά και την ψευδεπίγραφη Αποκάλυψη Πέτρου, ενώ κάνει μια μικρή αναφορά και στις Γνωστικές Αποκαλύψεις. Κάθε κεφαλαίου έπεται λεπτομερής κατά θέμα βιβλιογραφία, ενώ το ύφος του συγγραφέα χωρίς να ξεφεύγει από την αυστηρότητα που απαιτεί ο επιστημονικός λόγος είναι ιδιαίτερα ελκυστικό παρά την άχαρη σε πολλά σημεία εν είδει καταλόγου παράθεση των πηγών. Σημειώσεις 1. Άλλα του έργα είναι: α. The Cultic Setting of Realized Eschatology in Early Christianity. Supplements to Novum Testamentum, 28. Leiden: E.J. Brill, 1972. β. Jesus and the Synoptic Gospels: A Bibliographic Study Guide. Madison: Theological Students Fellowship, 1980. γ. Prophecy in Early Christianity and the Ancient Mediterranean World. Eerdmans, 1983. Grand Rapids: δ. Revelation 1-5. Word Biblical Commentary 52A. Waco: Word Books, 1997. ε. Revelation 6-19. Word Biblical Commentary 52B. Waco: Word Books, 1998. στ. Revelation 17-22. Word Biblical Commentary 52C. Waco: Word Books, 1998. ζ. The Westminster Dictionary of New Testament & Early Christian Literature & Rhetoric. Louisville and London: John Knox Press, 2003. η. Apocalypticism, Prophecy, and Magic in Early Christianity: Collected Essays.WUNT 199; Tübingen: Mohr Siebeck, 2006 2. Σελ. 12 3. Η εκτενέστερη αυτή διαπραγμάτευση αποτελεί και μία ένδειξη της τελικής θέσης του συγγραφέα πριν την οριστική τοποθέτησή του. 4. Η Μορφοϊστορική Κριτική (Form criticism) δημιούργησε τον όρο “novella” γι αυτές τις διηγήσεις. 5. Ideal Biography σύμφωνα με τον όρο που πρότεινε ο Klaus Baltzer. 6. Στο πρωτότυπο «Literaturization». 7. πχ. η θεώρηση του Ιουστίνου «απομνημονεύματα των Αποστόλων» (1 Απολογία, 66.3) και «απομνημονεύματα Πέτρου» (Διάλογος προς Τρύφωνα, 106.3) 8. Ως τέτοια θεωρεί την μόρφωση, εμφάνιση, προσωπικότητα, ενδιαφέροντα και ανάπτυξη. 9 9. Ο Τατιανός έζησε το 2ο αιώνα μ.Χ, ήταν Συριακής καταγωγής, εκπαιδεύτηκε στη φιλοσοφία και τη ρητορική, προσηλυτίστηκε στη Ρώμη κι υπήρξε μαθητής του Ιουστίνου. Έγραψε μεταξύ άλλων μία εναρμόνιση των Ευαγγελίων με κάποιες προσθήκες από απόκρυφα, γνωστή ως Διατεσσάρων, έργο χαμένο σήμερα εκτός από ένα μικρό παπυρικό απόσπασμα του 220 περ., γνωστό από μεταφράσεις και το σχολιασμό του Εφραίμ (περ. 306 -373) 10. Το απότομο κλείσιμο των Πράξεων δικαιολογείται είτε λόγω της ανεπάρκειας των πηγών, είτε λόγω της μη συμμετοχής του συγγραφέα στα μετέπειτα γεγονότα, πράγμα που αποκλείει την έγκυρη γνώση τους. Η 3η πιθανότητα, του ημιτελούς έργου, απορρίπτεται έμμεσα από το συγγραφέα. 11. Τα ίδια δηλαδή που είχε εξετάσει και στο προηγούμενο κεφάλαιο για την Ιστοριογραφία. 12. Η ύπαρξή της δικαιολογείται είτε λόγω της πρόθεσης του συγγραφέα να τονίσει την προσωπική του συμβολή, είτε χάριν της παραστατικότητας του κειμένου, είτε λόγω της συλλογικής θεώρησης των γεγονότων που αφορούν το σύνολο των πιστών. 13. Ως τέτοιες θεωρεί ο συγγραφέας πλασματικές, συχνά ψευδεπίγραφες, προσπάθειες να παρουσιαστούν ιστορίες κι ανέκδοτα για σπουδαίες προσωπικότητες του παρελθόντος. Συνδέει το είδος αυτό με τις ρητορικές ασκήσεις για την «προσωποποιία». 14. Κύριο στόχο έχουν την ψυχαγωγία κι απόλαυση του αναγνώστη. 15. Στο σημείο αυτό – επίσης και σε πολλά άλλα – αισθάνεται κανείς τυχερός αν έχει ως μητρική γλώσσα τα ελληνικά καθώς το μεγαλύτερο μέρος αυτού του τμήματος ασχολείται με τη διερεύνηση της σημασίας της ελληνικής λέξης «τόπος». 16. Οι όροι «παραίνεση (=paraenesis)» και «προτροπή (=exhortation)» χρησιμοποιούνται με την εξής σημασιολογική διαφορά: Η παραίνεση παρακινεί κάποιον να συνεχίσει και να βελτιωθεί στην πορεία που ήδη έχει επιλέξει κι ακολουθεί ενώ η προτροπή παρακινεί κάποιον να αλλάξει τελείως πορεία και να υιοθετήσει άλλο τρόπο ζωής. Προτρεπτικοί, λοιπόν, είναι οι λόγοι ή οι επιστολές που απευθύνονται κυρίως σε Εθνικούς και Ιουδαίους με σκοπό να τους πείσουν για την αλήθεια του Χριστιανισμού. Έτσι, το προτρεπτικό περιεχόμενο συχνά σχετίζεται με το απολογητικό. 17. Θα μετέφραζα τον όρο αυτό με τον πιο δόκιμο όρο «Καθολικές» αλλά ο συγγραφέας . συγκαταλέγει σ’ αυτές και την Προς Ρωμαίους επίσης χρησιμοποιεί τον όρο Catholic (letters), όταν αναφέρεται στις γνωστές καθολικές επιστολές του κανόνα. 18. Η κατάταξη των επιστολών του επίσημου Καινοδιαθηκικού κανόνα φαίνεται πως έγινε με κριτήριο το μέγεθος και με φθίνουσα σειρά (από τη μεγαλύτερη προς τη μικρότερη). Η θέση των επιστολών του Ιωάννη μεταξύ των Καθολικών επιστολών ανατρέπει αυτόν τον κανόνα ενώ, αν αφαιρεθούν οι Ιωάννη 2 και 3, ο κανόνας τηρείται. 19. Οι δυο όροι έχουν μικρή διαφορά. Ο Αποκαλυπτικισμός είναι απλούστερο ενώ ο Χιλιασμός είναι πολυπλοκότερο κοινωνικό φαινόμενο. 20. Πολιτεία, 10.614b-621b 10 21. Αποκάλυψις Ιωάννου 21:6-8, Nestle-Aland, 26th edition, 1979 6 καὶ εἶπέν μοι, γέγοναν. ἐγώ [εἰμι] τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος. ἐγὼ τῷ διψῶντι δώσω ἐκ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος τῆς ζωῆς δωρεάν. 7 ὁ νικῶν κληρονομήσει ταῦτα, καὶ ἔσομαι αὐτῷ θεὸς καὶ αὐτὸς ἔσται μοι υἱός. 8 τοῖς δὲ δειλοῖς καὶ ἀπίστοις καὶ ἐβδελυγμένοις καὶ φονεῦσιν καὶ πόρνοις καὶ φαρμάκοις καὶ εἰδωλολάτραις καὶ πᾶσιν τοῖς ψευδέσιν τὸ μέρος αὐτῶν ἐν τῇ λίμνῃ τῇ καιομένῃ πυρὶ καὶ θείῳ, ὅ ἐστιν ὁ θάνατος ὁ δεύτερος.