Thesis Chapters by Giorgos Mavroudis
Εσωτερικοί πρόσφυγες του εμφυλίου πολέμου στη Θεσσαλονίκη (1947-1949), 2020
Ο ΔΣΕ, με πολλά μέλη του να έχουν διακριθεί στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο
(ΕΑΜ) και το αντίστο... more Ο ΔΣΕ, με πολλά μέλη του να έχουν διακριθεί στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο
(ΕΑΜ) και το αντίστοιχο στρατιωτικό του σκέλος τον Ελληνικό Λαϊκό
Απελευθερωτικό Στρατό (ΕΛΑΣ), τη μεγαλύτερη αντιστασιακή οργάνωση επί
κατοχής, εξακολουθούσε να διατηρεί ισχυρό λαϊκό έρεισμα και στα χρόνια του
εμφυλίου. Αυτός ήταν και ο λόγος που σε αρκετά σημεία της χώρας, οι αντάρτες του
ΔΣΕ αντιμετωπιζόταν θετικά από τον πληθυσμό. Αυτό συνιστούσε τροχοπέδη για τον
ΕΣ αφού ο ΔΣΕ επωφελούταν άμεσα ή έμμεσα από αυτή την κατάσταση.
Αυτή η σχέση πληθυσμού – ανταρτών προσέφερε στον ΔΣΕ πολλά
πλεονεκτήματα. Τα πλεονεκτήματα αυτά μεταφράζονταν είτε σε ανεφοδιασμό και
τρόφιμα, είτε σε ανθρώπινο δυναμικό και πιθανές στρατολογήσεις είτε σε ένα δίκτυο
πληροφοριών. Αυτό σήμαινε πως οι κάτοικοι της υπαίθρου και κυρίως των ορεινών
περιοχών, μετατρέπονταν, συνειδητά ή όχι, σε άτυπους συμμάχους του ΔΣΕ,
παρέχοντάς του σπουδαίες υπηρεσίες. Με τον πληθυσμό κοντά οι αντάρτες είχαν όλα
όσα χρειάζονταν και μια ενδεχόμενη απουσία του θα ήταν ανεπανόρθωτο πλήγμα γι’
αυτούς και θα άλλαζε εντελώς τις ισορροπίες του πολέμου.
Το κράτος το αντιλήφθηκε αυτό και πήρε αρχικά κάποια μέτρα προς την
αντιμετώπιση του ζητήματος ήδη από το 1946. Επρόκειτο για κάποιους περιορισμούς
στη μετακίνηση των ορεινών πληθυσμών και έλεγχος της κίνησης σε αυτά.1
Ένα άλλο
μέτρο ήταν και οι διακρίσεις, μέχρι και η διακοπή βοήθειας σε χωριά ύποπτα για
συμπάθεια προς τους αντάρτες.2 Ουσιαστικά τα χωριά που υποστήριζαν τους αντάρτες
«τιμωρούνταν» για την «αντεθνική» δράση. Ωστόσο τα παραπάνω μέτρα δεν έφεραν
τα επιθυμητά αποτελέσματα και οι αντάρτες συνέχισαν να απολαμβάνουν τα
πλεονεκτήματα που τους προσέφερε ο πληθυσμός που βρισκόταν πλησίον τους. Αυτή
η εξέλιξη έφερε την λύση των εκκενώσεων προ των πυλών.
Για την οριστική αντιμετώπιση του προβλήματος η κυβέρνηση αποφάσισε την
αλλαγή της «ήπιας» πολιτικής και την υιοθέτηση πιο σκληρής πρακτικής. Αυτή
μεταφραζόταν σε εκκένωση των ορεινών περιοχών από τον τοπικό πληθυσμό και την
μεταφορά τους σε κέντρα ασφαλείας στην ύπαιθρο και πολύ περισσότερο στα αστικά
κέντρα. Το κράτος εφάρμοσε ένα σχέδιο πληθυσμιακής μηχανικής και πολιτικής
ελέγχου του πληθυσμού που διαπνεόταν από όλες τις αρχές της έννοιας και την
πολιτική της εδαφικότητας. Στόχος του ήταν η ανάκτηση του ελέγχου του πληθυσμού
και του εδάφους. Δηλαδή σε χώρο που ήταν από δύσκολο έως αδύνατο να ελέγξει, και
κατ’ επέκταση ούτε τον πληθυσμό σε αυτό το χώρο, προχώρησε στην εκκένωσή του
και τη βίαιη μεταφορά των ανθρώπων στα πεδινά ή στις πόλεις. Με λίγα λόγια άσκησε
μία πολιτική ελέγχου του ανθρώπου στο χώρο που δημιούργησε ζώνες ασφαλείας στο
ίδιο το έδαφός του, απομονώνοντας τους αντάρτες του ΔΣΕ και αχρηστεύοντας έτσι
την κοινωνική αποδοχή και δυναμική του. Ήταν μία επίδειξη της εδαφικοποιημένης
κρατικής κυριαρχίας
και μετά από την εφαρμογή της, τίποτα πια δεν ήταν το ίδιο στον
εμφύλιο πόλεμο. (από την εισαγωγή της εργασίας)
Uploads
Thesis Chapters by Giorgos Mavroudis
(ΕΑΜ) και το αντίστοιχο στρατιωτικό του σκέλος τον Ελληνικό Λαϊκό
Απελευθερωτικό Στρατό (ΕΛΑΣ), τη μεγαλύτερη αντιστασιακή οργάνωση επί
κατοχής, εξακολουθούσε να διατηρεί ισχυρό λαϊκό έρεισμα και στα χρόνια του
εμφυλίου. Αυτός ήταν και ο λόγος που σε αρκετά σημεία της χώρας, οι αντάρτες του
ΔΣΕ αντιμετωπιζόταν θετικά από τον πληθυσμό. Αυτό συνιστούσε τροχοπέδη για τον
ΕΣ αφού ο ΔΣΕ επωφελούταν άμεσα ή έμμεσα από αυτή την κατάσταση.
Αυτή η σχέση πληθυσμού – ανταρτών προσέφερε στον ΔΣΕ πολλά
πλεονεκτήματα. Τα πλεονεκτήματα αυτά μεταφράζονταν είτε σε ανεφοδιασμό και
τρόφιμα, είτε σε ανθρώπινο δυναμικό και πιθανές στρατολογήσεις είτε σε ένα δίκτυο
πληροφοριών. Αυτό σήμαινε πως οι κάτοικοι της υπαίθρου και κυρίως των ορεινών
περιοχών, μετατρέπονταν, συνειδητά ή όχι, σε άτυπους συμμάχους του ΔΣΕ,
παρέχοντάς του σπουδαίες υπηρεσίες. Με τον πληθυσμό κοντά οι αντάρτες είχαν όλα
όσα χρειάζονταν και μια ενδεχόμενη απουσία του θα ήταν ανεπανόρθωτο πλήγμα γι’
αυτούς και θα άλλαζε εντελώς τις ισορροπίες του πολέμου.
Το κράτος το αντιλήφθηκε αυτό και πήρε αρχικά κάποια μέτρα προς την
αντιμετώπιση του ζητήματος ήδη από το 1946. Επρόκειτο για κάποιους περιορισμούς
στη μετακίνηση των ορεινών πληθυσμών και έλεγχος της κίνησης σε αυτά.1
Ένα άλλο
μέτρο ήταν και οι διακρίσεις, μέχρι και η διακοπή βοήθειας σε χωριά ύποπτα για
συμπάθεια προς τους αντάρτες.2 Ουσιαστικά τα χωριά που υποστήριζαν τους αντάρτες
«τιμωρούνταν» για την «αντεθνική» δράση. Ωστόσο τα παραπάνω μέτρα δεν έφεραν
τα επιθυμητά αποτελέσματα και οι αντάρτες συνέχισαν να απολαμβάνουν τα
πλεονεκτήματα που τους προσέφερε ο πληθυσμός που βρισκόταν πλησίον τους. Αυτή
η εξέλιξη έφερε την λύση των εκκενώσεων προ των πυλών.
Για την οριστική αντιμετώπιση του προβλήματος η κυβέρνηση αποφάσισε την
αλλαγή της «ήπιας» πολιτικής και την υιοθέτηση πιο σκληρής πρακτικής. Αυτή
μεταφραζόταν σε εκκένωση των ορεινών περιοχών από τον τοπικό πληθυσμό και την
μεταφορά τους σε κέντρα ασφαλείας στην ύπαιθρο και πολύ περισσότερο στα αστικά
κέντρα. Το κράτος εφάρμοσε ένα σχέδιο πληθυσμιακής μηχανικής και πολιτικής
ελέγχου του πληθυσμού που διαπνεόταν από όλες τις αρχές της έννοιας και την
πολιτική της εδαφικότητας. Στόχος του ήταν η ανάκτηση του ελέγχου του πληθυσμού
και του εδάφους. Δηλαδή σε χώρο που ήταν από δύσκολο έως αδύνατο να ελέγξει, και
κατ’ επέκταση ούτε τον πληθυσμό σε αυτό το χώρο, προχώρησε στην εκκένωσή του
και τη βίαιη μεταφορά των ανθρώπων στα πεδινά ή στις πόλεις. Με λίγα λόγια άσκησε
μία πολιτική ελέγχου του ανθρώπου στο χώρο που δημιούργησε ζώνες ασφαλείας στο
ίδιο το έδαφός του, απομονώνοντας τους αντάρτες του ΔΣΕ και αχρηστεύοντας έτσι
την κοινωνική αποδοχή και δυναμική του. Ήταν μία επίδειξη της εδαφικοποιημένης
κρατικής κυριαρχίας
και μετά από την εφαρμογή της, τίποτα πια δεν ήταν το ίδιο στον
εμφύλιο πόλεμο. (από την εισαγωγή της εργασίας)
(ΕΑΜ) και το αντίστοιχο στρατιωτικό του σκέλος τον Ελληνικό Λαϊκό
Απελευθερωτικό Στρατό (ΕΛΑΣ), τη μεγαλύτερη αντιστασιακή οργάνωση επί
κατοχής, εξακολουθούσε να διατηρεί ισχυρό λαϊκό έρεισμα και στα χρόνια του
εμφυλίου. Αυτός ήταν και ο λόγος που σε αρκετά σημεία της χώρας, οι αντάρτες του
ΔΣΕ αντιμετωπιζόταν θετικά από τον πληθυσμό. Αυτό συνιστούσε τροχοπέδη για τον
ΕΣ αφού ο ΔΣΕ επωφελούταν άμεσα ή έμμεσα από αυτή την κατάσταση.
Αυτή η σχέση πληθυσμού – ανταρτών προσέφερε στον ΔΣΕ πολλά
πλεονεκτήματα. Τα πλεονεκτήματα αυτά μεταφράζονταν είτε σε ανεφοδιασμό και
τρόφιμα, είτε σε ανθρώπινο δυναμικό και πιθανές στρατολογήσεις είτε σε ένα δίκτυο
πληροφοριών. Αυτό σήμαινε πως οι κάτοικοι της υπαίθρου και κυρίως των ορεινών
περιοχών, μετατρέπονταν, συνειδητά ή όχι, σε άτυπους συμμάχους του ΔΣΕ,
παρέχοντάς του σπουδαίες υπηρεσίες. Με τον πληθυσμό κοντά οι αντάρτες είχαν όλα
όσα χρειάζονταν και μια ενδεχόμενη απουσία του θα ήταν ανεπανόρθωτο πλήγμα γι’
αυτούς και θα άλλαζε εντελώς τις ισορροπίες του πολέμου.
Το κράτος το αντιλήφθηκε αυτό και πήρε αρχικά κάποια μέτρα προς την
αντιμετώπιση του ζητήματος ήδη από το 1946. Επρόκειτο για κάποιους περιορισμούς
στη μετακίνηση των ορεινών πληθυσμών και έλεγχος της κίνησης σε αυτά.1
Ένα άλλο
μέτρο ήταν και οι διακρίσεις, μέχρι και η διακοπή βοήθειας σε χωριά ύποπτα για
συμπάθεια προς τους αντάρτες.2 Ουσιαστικά τα χωριά που υποστήριζαν τους αντάρτες
«τιμωρούνταν» για την «αντεθνική» δράση. Ωστόσο τα παραπάνω μέτρα δεν έφεραν
τα επιθυμητά αποτελέσματα και οι αντάρτες συνέχισαν να απολαμβάνουν τα
πλεονεκτήματα που τους προσέφερε ο πληθυσμός που βρισκόταν πλησίον τους. Αυτή
η εξέλιξη έφερε την λύση των εκκενώσεων προ των πυλών.
Για την οριστική αντιμετώπιση του προβλήματος η κυβέρνηση αποφάσισε την
αλλαγή της «ήπιας» πολιτικής και την υιοθέτηση πιο σκληρής πρακτικής. Αυτή
μεταφραζόταν σε εκκένωση των ορεινών περιοχών από τον τοπικό πληθυσμό και την
μεταφορά τους σε κέντρα ασφαλείας στην ύπαιθρο και πολύ περισσότερο στα αστικά
κέντρα. Το κράτος εφάρμοσε ένα σχέδιο πληθυσμιακής μηχανικής και πολιτικής
ελέγχου του πληθυσμού που διαπνεόταν από όλες τις αρχές της έννοιας και την
πολιτική της εδαφικότητας. Στόχος του ήταν η ανάκτηση του ελέγχου του πληθυσμού
και του εδάφους. Δηλαδή σε χώρο που ήταν από δύσκολο έως αδύνατο να ελέγξει, και
κατ’ επέκταση ούτε τον πληθυσμό σε αυτό το χώρο, προχώρησε στην εκκένωσή του
και τη βίαιη μεταφορά των ανθρώπων στα πεδινά ή στις πόλεις. Με λίγα λόγια άσκησε
μία πολιτική ελέγχου του ανθρώπου στο χώρο που δημιούργησε ζώνες ασφαλείας στο
ίδιο το έδαφός του, απομονώνοντας τους αντάρτες του ΔΣΕ και αχρηστεύοντας έτσι
την κοινωνική αποδοχή και δυναμική του. Ήταν μία επίδειξη της εδαφικοποιημένης
κρατικής κυριαρχίας
και μετά από την εφαρμογή της, τίποτα πια δεν ήταν το ίδιο στον
εμφύλιο πόλεμο. (από την εισαγωγή της εργασίας)