Πρόσωπα της Ιεράς Μονής των Σπηλαίων του Πσκωφ
Κατά τη διάρκεια των πιο σοβαρών σοβιετικών διωγμών του 20ού αιώνα, παρέμεινε το μοναδικό ανδρικό μοναστήρι της ΕΣΣΔ, που δεν έκλεισαν οι Μπολσεβίκοι.
Ιστορικά και κανονικά ερείσματα ενότητας της Ρωσικής Εκκλησίας
Тου Καθηγητή της Θεολογικής Ακαδημίας Μόσχας,Ιερέα Μηχαήλ Ζελτόφ.
Λιτανεία προς τιμήν του Αγίου Ειρηνάρχου του Εγκλείστου 2019
Οι προσκυνητές καλύπτουν περίπου 70 χιλομέτρα τις πρώτες τέσσερις μέρες και διανυκτερεύουν δίπλα σε ανακαινιζόμενες εκκλησίες
Μητροπολίτης Ονούφριος μιλά για την πορεία της κανονικής Ορθοδοξίας στην Ουκρανία
Το Τμήμα Πληροφοριών και Μορφώσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας δημοσίευσε τη συνέντευξη του Μακαριωτάτου Μητροπολίτου Κιέβου και πάσης Ουκρανίας κ.κ. Ονουφρίου στο περιοδικό «Pastyr i pastva» («Ο Ποιμένας και το ποίμνιο»).

Εξομολόγηση: μυστική, ιδιωτική, δημόσια, γενική…

Πώς να προετοιμαζόμαστε και τι να λέμε

Φωτογραφία: elohov.ru Φωτογραφία: elohov.ru

Με το μυστήριο του Βαπτίσματος καθαριζόμαστε από τις αμαρτίες και ενωνόμαστε με τον Χριστό και την Εκκλησία. Ωστόσο, προηγούμενες συνήθειες, πλάνες, κακά παραδείγματα και συμβουλές του περίγυρου, έλλειψη θρησκευτικών γνώσεων και εμπειρίας, απροθυμία να εργαζόμαστε πάνω στον εαυτό μας κ.λπ. συμβάλλουν ώστε οι αμαρτίες να επανεμφανίζονται. Αυτές μπορούμε να τις παρομοιάσουμε με τούβλα, με τα οποία χτίζουμε τοίχο ανάμεσα σε μας και στον Θεό. Μερικές φορές τα «τούβλα» είναι πολύ μικρά και έτσι ο τοίχος χτίζεται αργά και ανεπαίσθητα. Κάποια στιγμή, όμως, ξαφνικά αποδεικνύεται ότι το Θείο φως έχει καιρό να εισχωρήσει στην ψυχή και ότι δεν την ζεσταίνει με τη θέρμη της χάρης, επειδή υπάρχει εκεί ένας τοίχος. Μερικές φορές αντί για τούβλα βάζουμε στον τοίχο ολόκληρα τσιμεντένια τετράγωνα ή τεράστια πάνελ από οπλισμένο σκυρόδεμα. Τσακ και ο τοίχος είναι έτοιμος. Και η Εξομολόγηση είναι το μυστήριο, με το οποίο αυτός ο αμαρτωλός τοίχος γκρεμίζεται, ανακτούμε τη ζωντανή σχέση με τον Θεό και ενωνόμαστε εκ νέου με την Εκκλησία, το μυστικό Σώμα του Χριστού.

Η Εξομολόγηση είναι το μυστήριο, με το οποίο ανακτούμε τη ζωντανή σχέση με τον Θεό και ενωνόμαστε εκ νέου με την Εκκλησία

Ο άνθρωπος μπορεί να βαπτιστεί μόνο άπαξ. Οι επαναληπτικές «βαπτίσεις» που γίνονται από λάθος, αβλεψία, παραπλάνηση και δεισιδαιμονία δεν έχουν καμία δύναμη. Όμως, το μυστήριο της Εξομολόγησης τελείται πολλές φορές, χαρίζοντάς μας ξανά και ξανά καθαρισμό από τις αμαρτίες. Και εδώ βρίσκεται το πρώτο ερώτημα και απορία. Όλοι γνωρίζουν ότι όταν μετανοούμε στην Εξομολόγηση, δηλώνουμε τη σταθερή μας πρόθεση να μην αμαρτήσουμε ξανά. Και όμως, ένας λογικός άνθρωπος καταλαβαίνει ότι η κάθε Εξομολόγηση δεν είναι η τελευταία και ότι θα εξομολογούμαστε ξανά και ξανά, μέχρι να πεθάνουμε. Άρα, όταν προσερχόμαστε για Εξομολόγηση, ψευδόμαστε εκ των προτέρων; Μήπως προσποιούμαστε ότι μετανοούμε και μόνο τυπικά υποσχόμαστε ότι θα διορθωθούμε, κάτι που γνωρίζουμε ότι είναι αδύνατο; Τέτοιες σκέψεις είναι ικανές να μπερδέψουν ακόμη και τους ανθρώπους που προσέχουν τον εαυτό τους. Όσο για τους απρόσεκτους και αμελείς αυτές οι σκέψεις μπορούν να τους οδηγήσουν σε φαύλο κύκλο: να αμαρταίνουν και να μετανοούν, να αμαρταίνουν εκ νέου και να καθησυχάζουν τη συνείδησή τους με την επικείμενη Εξομολόγηση, ώστε στη συνέχεια να αμαρταίνουν και πάλι.

Για να λυθεί αυτή η αντίφαση, πρέπει να περιηγηθούμε σύντομα στην ιστορία της πειθαρχίας της μετάνοιας στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Η αρχαιότερη μορφή μετάνοιας ήταν η αποκήρυξη της ειδωλολατρικής ζωής κατά τη Βάπτιση. Στην πρώιμη Εκκλησία, οι περισσότερες βαπτίσεις τελούνταν για ενήλικες που συνειδητά αποδέχονταν τον χριστιανισμό σε συνθήκες σκληρών διωγμών, διακινδυνεύοντας το λιγότερο την υπόληψή τους στην κοινωνία και το μέγιστο την επίγεια ζωή τους, επειδή ο χριστιανισμός τότε ήταν παράνομος. Αυτοί οι άνθρωποι, όταν βαπτίζονταν, γνώριζαν τι έκαναν. Για αυτόν τον λόγο, έχοντας μετανοήσει για τις ειδωλολατρικές δεισιδαιμονίες, την πορνεία, την πολυγαμία, τη μαγεία, την πολυθεΐα, δεν επανέρχονταν ποτέ στην προηγούμενη ζωή τους. Από εδώ, από τους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού, προέρχεται αυτή η στάση: αφού μετανόησαν, να μην αμαρταίνουν ξανά. Επρόκειτο για τη μη επιστροφή στην ειδωλολατρία, κάτι που, φυσικά, ο κάθε άνθρωπος μπορούσε να το υποσχεθεί χωρίς να ψεύδεται.

Το μόνο σοβαρό πρόβλημα μετάνοιας, εκείνη την εποχή, ήταν η έκπτωση από την Εκκλησία εκείνων που φοβήθηκαν τα μαρτύρια. Στη διάρκεια των διωγμών, κάποιοι κρύβονταν για να αποφύγουν τα μαρτύρια, κάποιοι πλήρωναν για να αποκτήσουν πλαστό έγγραφο ότι θυσίασαν στα είδωλα, κάποιοι πρόσφεραν θυσίες στα είδωλα, επειδή δεν άντεχαν τα βασανιστήρια, αλλά παρέμεναν χριστιανοί στην καρδιά. Η τύχη αυτών των ανθρώπων, που δεν έγιναν μάρτυρες, συζητούνταν έντονα. Τι είναι αυτοί τώρα; Θα έπρεπε να βαπτιστούν ξανά ή να γίνουν δεκτοί μετά από δοκιμασία; Θα έπρεπε να γίνουν δεκτοί όλοι ή μόνο όσοι δεν έκαναν θυσίες; Συγχωρούμε εκείνους που το έσκασαν ή που πλήρωσαν; Πώς θα μπορούσαν αυτοί οι άνθρωποι να σταθούν μαζί με τους πιστούς και να κοινωνήσουν από το ίδιο Ποτήριο; Τότε ήταν που δημιουργήθηκε η Εξομολόγηση, ως δημόσια μετάνοια ενώπιον της κοινότητας και του προεστώτος, επισκόπου ή πρεσβυτέρου, όπως και το επιτίμιο της ακοινωνησίας για ορισμένο χρονικό διάστημα.

Να που, όμως, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Μέγας άρχισε να ευνοεί τον χριστιανισμό και δεν άργησε να τον κάνει επίσημη θρησκεία. Από τη μια, αυτό ήταν καλό, καθώς οι χριστιανοί ανέπνευσαν ελεύθερα, από την άλλη, ωστόσο, μετά το παράδειγμα του αυτοκράτορα, άρχισαν να εισχωρούν στην Εκκλησία και αυλικοί κόλακες που από φανατικοί παγανιστές έγιναν ξαφνικά νεοφώτιστοι χριστιανοί. Πολλοί άρχισαν να αποδέχονται τη νέα πίστη όχι από θρησκευτική πεποίθηση, αλλά επειδή «ήταν της μόδας», «ήταν απαραίτητο», «όπως όλοι οι άλλοι», «έτσι μας είπαν»... Όχι όλοι, βέβαια, αλλά γενικά ο βαθμός έντασης της θρησκευτικής ζωής έπεσε, και στην Εκκλησία εμφανίστηκαν «κλασικοί» αμαρτωλοί, που τους ξέρουμε πολύ καλά από τους σύγχρονους χριστιανούς, δηλαδή από σας και από μένα. Τώρα η εξομολόγηση έπρεπε να γίνεται μυστικά, γιατί οι οικιακές αμαρτίες δεν επηρέαζαν μόνο τη συνείδηση του μετανοούντος, αλλά και την προσωπική ζωή και τη φήμη των άλλων μελών της κοινότητας. Πλέον, ο άνθρωπος μετανοούσε μόνο μπροστά στον πρεσβύτερο ως εκπρόσωπο της κοινότητας, και ο πρεσβύτερος απαγορευόταν αυστηρά ούτε καν να υπαινίσσεται περιεχόμενο της εξομολογητικής συζήτησης.

Από την όλη πολυμορφία των αμαρτιών άρχισαν να ξεχωρίζουν τις «θανάσιμες» αμαρτίες, δηλαδή τις ιδιαίτερα σοβαρές αμαρτίες, για τις οποίες υπέβαλλαν στον άνθρωπο το επιτίμιο της προσωρινής ακοινωνησίας και «δοκιμαστική περίοδο», η οποία συνδεόταν με πιο εντατική προσευχή, νηστεία, ελεημοσύνη και άλλες πνευματικές ασκήσεις. Και εδώ, τόσο η μετάνοια για ένα σοβαρό αμάρτημα, όσο και η εκούσια ανάληψη πολυετούς επιτιμίου επιβεβαίωναν την ειλικρίνεια της μετάνοιας και τη βεβαιότητα ότι η αμαρτία δεν θα επαναλαμβανόταν στο μέλλον.

Αποδείχθηκε ότι ακόμη και όταν απουσιάζουν όλοι οι κοσμικοί πειρασμοί η αμαρτία δεν εγκαταλείπει τον άνθρωπο

Ίσως, ως απάντηση στην καθολική θρησκευτική ψυχρότητα, εμφανίστηκε το μαζικό κίνημα μοναζόντων. Δηλαδή, ανθρώπων που λαχταρούσαν για πνευματικούς αγώνες, τους οποίους δεν μπορούσαν πλέον να τους εντοπίσουν στον κόσμο. Αδιαπέραστες έρημοι, οροσειρές και απροσπέλαστα δάση γέμισαν με εθελοντές μάρτυρες που απαρνήθηκαν τις εγκόσμιες απολαύσεις και που περνούσαν τη ζωή τους με σκληρούς κόπους, νηστεία και προσευχή. Οι πρώτοι μοναχοί ζούσαν απομονωμένοι. Ακόμη και τα λεγόμενα κοινόβια μοναστήρια ήταν συχνά μεμονωμένες καλύβες ή σπηλιές, σε μεγάλη απόσταση η μια από την άλλη. Έτσι αποδείχθηκε ότι ακόμη και όταν απουσιάζουν όλοι οι κοσμικοί πειρασμοί η αμαρτία δεν εγκαταλείπει τον άνθρωπο. Στην έρημο δεν υπάρχουν γυναίκες, δεν υπάρχουν χρήματα, δεν υπάρχουν ακριβά ρούχα και όμορφα παλάτια, δεν υπάρχει αγώνας για εξουσία. Ακόμη και για να τσακωθείς με τον γείτονά σου, πρέπει να επιχειρήσεις ταξίδι μιας ημέρας μέχρι το γειτονικό κελί. Στις σκέψεις, όμως, ο άνθρωπος συνεχίζει να παρατηρεί τη γυναικεία ομορφιά, να συσσωρεύει πλούτο, να δέχεται τιμές και να φιλονικεί με τον γείτονα. Απαλλαγμένοι από τις σωματικές αμαρτίες, οι μοναχοί επικεντρώθηκαν στην πάλη με τους λογισμούς και ανέπτυξαν ολόκληρη διδασκαλία για τις λεπτές πτυχές των ανθρώπινων παθών και για τους τρόπους αντιμετώπισής τους. Βέβαια, κατά καιρούς, υπήρχαν περιπτώσεις που μοναχοί έπεφταν σε σοβαρές αμαρτίες, αλλά οι περισσότεροι αδελφοί δεν είχαν κάτι ιδιαίτερο που να εξομολογούνται στη συνήθη Εξομολόγηση. Τότε καθιερώθηκε νέα μορφή εξομολόγησης: η εξαγόρευση των λογισμών.

Κάθε βράδυ ο μαθητής έλεγε στον καθοδηγητή του ποιοι λογισμοί απασχολούσαν την ψυχή του, και ο πνευματικός πατέρας έδινε συμβουλές για το ποιους λογισμούς και πώς πρέπει να πολεμήσει, και ποιους να αγνοήσει. Σε αυτή τη μορφή εξομολόγησης δεν υπήρχε χώρος για να υπόσχεται κανείς να μην αμαρτάνει πια: ήταν ολοφάνερο ότι ο διάβολος δεν θα εγκατέλειπε ποτέ τους πειρασμούς του. Αλλά εδώ υπήρχε κάτι άλλο: η αποφασιστικότητα να παλεύει κανείς μέχρι τέλους, παρά τις αποτυχίες. Συχνά, ο πνευματικός των μοναχών δεν ήταν καν χειροτονημένος ιερέας. Έχοντας αυτός, ωστόσο, την τεράστια πείρα και τη δύναμη της προσευχής, μπορούσε να καθοδηγεί τα πνευματικά παιδιά, κάνοντάς τα τέλεια όχι μόνο στα λόγια και στις πράξεις, αλλά και στις σκέψεις. Οι μοναχοί, χωρίς υπερβολή, γίνονταν όμοιοι με τους αγγέλους, δοξάζοντας τον Θεό για χρόνια, σχεδόν χωρίς ύπνο και τροφή, και κατάφερναν να Τον δουν. Από δω προέρχεται η παράδοση της «υπακοής», η οποία, ως γνωστόν, είναι ανώτερη από τη νηστεία και την προσευχή. Δεν είναι απλώς η εκκοπή του ιδίου θελήματος, κατά το «εσύ είσαι το αφεντικό – εγώ είμαι ο χαζός». Είναι το να εμπιστεύεσαι τη ζωή σου στον πνευματικό, ο οποίος σου αποκαλύπτει άμεσα το θέλημα του Θεού, επειδή ο ίδιος έχει γίνει όμοιος με άγγελο. Η υπακοή σε ένα τέτοιο πρόσωπο είναι πάνω από τη νηστεία και την προσευχή. Και ένας τέτοιος γέροντας υπήρχε οπωσδήποτε σε κάθε μοναστήρι στην αρχαιότητα.

Καθώς ο αριθμός των μοναστηριών αυξανόταν, αυτά πλησίαζαν όλο και περισσότερο τις κατοικημένες περιοχές και οι ευσεβείς λαϊκοί άρχισαν να επισκέπτονται τα μοναστήρια όλο και πιο συχνά με προσκυνήματα, θέλοντας να νηστέψουν, να εξομολογηθούν, να λάβουν πνευματική καθοδήγηση και, στο μέτρο του δυνατού, να μάθουν από την εμπειρία καταπολέμησης των παθών. Ξαφνικά αποδείχθηκε ότι οι μέθοδοι που ανέπτυξαν οι μοναχοί λειτουργούν και στον κόσμο, με κάποιες επιφυλάξεις, βέβαια. Επιστρέφοντας στο σπίτι, οι προσκυνητές μετέφεραν την εμπειρία της τακτικής εξαγόρευσης των λογισμών στις ενορίες τους, επειδή η εξομολόγηση κατά το «δεν έκλεψα, δεν σκότωσα, δεν απάτησα τη γυναίκα μου» δεν τους ήταν αρκετή, καθώς τους απασχολούσαν πολύ βαθύτερα ερωτήματα.

Βέβαια, όλη αυτή η ιστορία είναι διατυπωμένη πολύ απλοϊκά, ζωγραφισμένη με μεγάλες πινελιές, με μεγάλο βαθμό γενίκευσης και συμβατικότητας. Όμως, γενικά αντικατοπτρίζει τη λογική της διαμόρφωσης του μυστηρίου της Μετάνοιας, όπως το γνωρίζουμε σήμερα.

Ας επιστρέψουμε τώρα στην απορία μας. Αυτή προέρχεται από το γεγονός ότι διαφορετικοί ιστορικοί τύποι Εξομολόγησης έχουν εξομοιωθεί. Η Εξομολόγηση ως καθολική μετάνοια και ριζική αλλαγή ζωής, η Εξομολόγηση ως συντριβή για την πτώση του ανθρώπου σε θανάσιμο αμάρτημα, η Εξομολόγηση «καθημερινών» αμαρτημάτων και η εξαγόρευση των λογισμών συγχέονται στη συνείδηση των ανθρώπων και έχουν μετατραπεί σε ένα είδος εξομολογητικού καταλόγου. Σε αυτόν μερικές φορές τα σοβαρά, θανάσιμα αμαρτήματα στέκονται δίπλα-δίπλα, σχεδόν ισότιμα, με τις μικρές και συγχωρητέες παραβάσεις του Τυπικού. Ένας σύγχρονος άνθρωπος μπορεί να μετανοήσει στην ίδια εξομολόγηση για πορνεία, για το ότι έφαγε ψάρι την Παρασκευή και για λογισμό πικρίας προς τον πλησίον, χωρίς να νιώθει τη διαφορά. Ναι, όλα αυτά είναι αμαρτήματα, αλλά δεν είναι συγκρίσιμα ούτε ως προς τις συνέπειές τους για την ψυχή, ούτε ως προς τον τρόπο καταπολέμησής τους, ούτε ως προς την υπόσχεση να μην αμαρτάνει κανείς ξανά. Μη έχοντας τη δύναμη ο άνθρωπος να ξεπεράσει γρήγορα, για παράδειγμα, έναν λογισμό πικρίας, καταλαβαίνει ότι δεν εκπληρώνει την κύρια προϋπόθεση της Εξομολόγησης, αυτή που τόσο συχνά αναφέρεται στα πνευματικά βιβλία και στα κηρύγματα, δηλαδή, την αποφασιστικότητα να μην αμαρταίνει. Συνειδητοποιεί ότι του είναι αδύνατο να μην αμαρταίνει, και έτσι συνεχίζει να πορνεύει, κρύβοντας την απορία που περιγράψαμε όλο και πιο βαθιά και αντιμετωπίζοντας όλο και πιο πολύ την Εξομολόγηση τυπικά.

Έτσι, όταν πηγαίνουμε στην Εξομολόγηση, πρέπει να συνειδητοποιούμε με σαφήνεια τη σοβαρότητα της κάθε αμαρτίας και τι είναι: προδοσία του Χριστού ή μικρή αδυναμία; Ποια είναι η τυπική ποινή για την αμαρτία μας: αποχή από τη Θεία Κοινωνία για αρκετά χρόνια ή αρκεί να διαβάσουμε λίγες φορές τον ψαλμό μετάνοιας; Χρειάζεται αποφασιστικότητα ώστε να μην επαναλάβουμε ποτέ ξανά μια συγκεκριμένη αμαρτία ή θα πρέπει να πολεμούμε τον συγκεκριμένο πειρασμό μέχρι το τέλος της ζωής μας; Το κυριότερο είναι να μη τα μπερδεύουμε!

(Ακολουθεί συνέχεια).

×