Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ακαρνανία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Ακαρνάνες)

Ακαρνανία

Περιοχή της αρχαίας Ελλάδας

Το αρχαίο θέατρο του Στράτου
 
Τοποθεσία: Στερεά Ελλάδα
Μεγαλύτερη πόλη: Στράτος
Διάλεκτος: Δωρική
Περίοδος ακμής:
 
Χάρτης αρχαίας Αιτωλίας και Ακαρνανίας

Η Ακαρνανία είναι το δυτικό τμήμα της Αιτωλοακαρνανίας, όπως ορίζεται με σύνορο τον ποταμό Αχελώο. Υπήρξε αρχαία περιοχή σε αντιπαλότητα με τη γειτονική Αιτωλία.

Η Ακαρνανία είναι το δυτικότερο κομμάτι της Στερεάς Ελλάδας και ορίζεται χονδρικά από το τρίγωνο που σχηματίζουν το Ιόνιο πέλαγος, ο Αμβρακικός κόλπος και ο ποταμός Αχελώος. Η περιοχή είναι κυρίως ορεινή και στο κέντρο της δεσπόζουν τα Ακαρνανικά όρη. Όπως φαίνεται στο χάρτη μοιάζει με τρίγωνο στις δύο κορυφές του οποίου τοποθετούνται το Άκτιο και η Αμφιλοχία ενώ στην τρίτη οι εκβολές του ποταμού Αχελώου. Προσδιορίζεται γεωγραφικά με μεγάλη ακρίβεια γιατί το Ακαρνανικό αυτό τρίγωνο ορίζεται από δύο θαλάσσια σκέλη σαφώς καθορισμένα, το Ιόνιο πέλαγος στα δυτικά και τον Αμβρακικό κόλπο στα βόρεια ενώ το τρίτο σκέλος στο μεγαλύτερο τμήμα του προσδιορίζεται από τον κάτω ρου του Αχελώου και το υπόλοιπο απ' την οροσειρά του Θυάμου. Το βόρειο τμήμα της Ακαρνανίας, εκτός από τη μικρή πεδιάδα της Βόνιτσας είναι ορεινό και δασώδες. Ενώ το νότιο τμήμα γύρω απο την κωμόπολη Κατοχή, τα χωριά Λεσίνι και Πεντάλοφο χαρακτηριζεται απο χαμηλους βραχώδεις και κατάφυτους λόφους, μεγάλους υγροβιότοπους, το δέλτα του ποταμού Αχελώου και την τεράστια πεδιάδα των Οινιαδών, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας αποτελεί γεωγραφικά ακαρκανικό έδαφος. Σε παλαιότερες εποχές στη περιοχή της Ακαρνανίας περιλαμβανόταν η Λευκάδα, τα νησιά Κάλαμος και Καστός καθώς και τμήμα της σημερινής επαρχίας Βάλτου. Οι αλλαγές στην οριοθέτηση του χώρου που έγιναν με το πέρασμα των αιώνων δημιουργούν ακόμα και σήμερα σύγχυση. Αρκετοί συγγραφείς όταν αναφέρονται στη Ακαρνανία περιλαμβάνουν σε αυτή περιοχές που σήμερα ανήκουν διοικητικά αλλού. Επιπλέον σήμερα δεν υπάρχει καν ο διοικητικός όρος Ακαρνανία. Στις σελίδες μας προσπαθούμε να περιγράψουμε τη περιοχή σαν γεωγραφικό χώρο στον οποίο υπάρχει κοινή ιστορική μοίρα περισσότερο και όχι σαν διοικητική διαίρεση γι' αυτό και σε κάποια σημεία οι περιγραφές και η ύλη δεν ταυτίζονται με τις σημερινές διοικητικές διαιρέσεις. Στη δορυφορική φωτογραφία που ακολουθεί διακρίνουμε το μεγαλύτερο τμήμα της Ακαρνανίας, τον Αμβρακικό, τη Λευκάδα, το Κάλαμο και το Καστό.

Το όνομα της Ακαρνανίας ήταν γνωστό από τη βαθύτατη αρχαιότητα. Ο Όμηρος καταγράφει την ξηρά απέναντι από την Κεφαλλονιά και την Ιθάκη αυθαίρετα "Ήπειρος" αλλά αναφέρεται συχνά και στους "Αιτωλούς". Οι πρώτοι κάτοικοι ήταν οι Τηλεβόες, οι Λέλεγες και οι Κουρήτες. Οι Τηλεβόες ζούσαν στο νησί απέναντι από τη δυτική πλευρά της Ακαρνανίας και είχαν σαν κύρια ασχολία την πειρατεία. Οι Λέλεγες ήταν εξαπλωμένοι σε πολλές περιοχές της Ελλάδας όπως την Αιτωλία και την Αρχαία Λοκρίδα. Οι Κουρήτες φαίνεται ότι προέρχονταν από την Αιτωλία, μετανάστευσαν στην Ακαρνανία όταν τους έδιωξε ο Αιτωλός ο Αιτωλός. Το όνομα της Ακαρνανίας από τον Ακαρνάνα γιο του Αργείτη Αλκμαίων που μετανάστευσε στο στόμιο του Αχελώου.[1] Άν ισχύει η παράδοση σημαίνει ότι οι Αργίτες βρέθηκαν στην περιοχή από τα πανάρχαια χρόνια.

Από τον 7ο αιώνα π.Χ. ήρθαν μεγάλα κύματα κατοίκων στην περιοχή από την Κόρινθο σε Ανακτόριο, Σόλλιον και Λευκάδα, Κεφαλλονίτες εγκαταστάθηκαν στον Αστακό.[2] Οι γηγενείς κάτοικοι εκδιώχθηκαν στο εσωτερικό, δεν είχαν αναπτύξει τέχνες και γράμματα, παρέμειναν αγροίκοι, ασχολήθηκαν με την κλοπή και την πειρατεία ακόμα και όταν είχε ξεσπάσει ο Πελοποννησιακός Πόλεμος.[3] Ο Θουκυδίδης καταγράφει τοποθεσίες όπως Αλυζία, Κόροντα, Λιμναία, Μεδεών Ακαρνανίας, Οινιάδες Φοιτίες, Πάλαιρος και Στράτος στον οποίο είχε έδρα μέχρι τον 1ο αιώνα π.Χ. η Ακαρνανική Συμπολιτεία.

Οι αρχαίοι Ακαρνάνες ήταν σε κάθε περίπτωση Έλληνες και συμμετείχαν σε όλους τους Πανελλήνιους αγώνες, είχαν στενές σχέσεις με γειτονικές περιοχές όπως η Αιτωλία και η Αμφιλοχία στον Αμβρακικό κόλπο. Οι Ακαρνάνες ήταν ωστόσο διάσημοι για το θάρρος και την πίστη τους, ήταν περιζήτητοι στον στρατό και εξαιρετικοί τοξότες. Ζούσαν σε διάσπαρτα χωριά, όταν δέχονταν επιθέσεις δραπέτευαν στα βουνά. Ο Στράβων ισχυρίζεται ότι ήταν ενωμένοι σε μια πολιτική ομάδα την Ακαρνανική Συμπολιτεία την αναφέρει ο Αριστοτέλης στο έργο του "Ακαρνάνων Πολιτεία". Ο Θουκυδίδης αναφέρει έναν λόφο με το όνομα "Όλπαι" κοντά στο Αμφιλοχικόν Άργος, οι Ακαρνάνες συγκεντρώνονταν εκεί για να λύσουν τις δικαστικές τους διαφορές.[4] Η συνάντηση των μελών της Συμπολιτείας γινόταν συνήθως στον Στράτο που ήταν η πρωτεύουσα της Ακαρνανίας.[5] Την εποχή των Ρωμαίων ο τόπος συνάντησης μεταφέρθηκε στο Θύρρειο ή τη Λευκάδα που έγινε η πρωτεύουσα της Ακαρνανίας.[6] Την πρώτη περίοδο που τμήμα της Αμφιλοχίας ανήκε στην Ακαρνανία είχε δημιουργηθεί ένα δικαστικό όργανο στη θέση Όλπαι, σε έναν οχυρωμένο λόφο σε απόσταση 4.8 χιλιόμετρα από το Άργος Αμφιλοχικό. Δεν έχουμε πολλές πηγές σχετικά με τη σύνθεση της Συμπολιτείας, έχει διασωθεί μια επιγραφή κοντά στο Άκτιο "Έδοξε τα βουλά και τω κοινώ των Ακαρνάνων". Στην προεδρεία της Συμπολιτείας βρισκόταν ένας "Στρατηγός", είχε και έναν "Γραμματέα" πρόσωπο με σημαντική θέση στον Αιτωλικό πληθυσμό. Στον ναό του Απόλλωνα στο Άκτιο βρισκόταν ένας "Ιεροπόλος", ανήκε σε υψηλή τάξη, το όνομα του "Στρατηγού" βρισκόταν σε ψηλά αξιώματα σε πολλές άλλες Ελληνικές πόλεις όπως και στον πρώτο άρχοντα της Αθήνας.

Πελοποννησιακός Πόλεμος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ακαρνανία ενεπλάκη σε πολλούς πολέμους χάρη στη στρατηγική της θέση, βρισκόταν στον ναυτικό δρόμο προς την Ιταλία. Είχαν μεγάλο μίσος στους Κορίνθιους οικιστές που τους στέρησαν τα καλύτερα λιμάνια, αυτό τους οδήγησε σε συμμαχία με τους Αθηναίους εναντίον των Κορινθίων, Κορίνθιοι έποικοι στην Αμβρακία εκδίωξαν τους Αμφιλόχιους από το Άργος Αμφιλοχικόν (432 π.Χ.). Οι Ακαρνάνες ζήτησαν τη βοήθεια της Αθήνας με το πρόσχημα τους Αμφιλοχίτες που εκδιώχθηκαν. Οι Αθηναίοι προχώρησαν σε εκστρατεία με τον στρατηγό Φορμίων, έδιωξαν επιτυχώς τους Κορίνθιους της Αμβρακίας και παραχώρησαν ξανά το Άργος το Αμφιλοχικόν στους Ακαρνάνες και στους Αμφίλοχες. Ακολούθησε νέα συμμαχία ανάμεσα στους Ακαρνάνες και τους Αθηναίους, οι μοναδικές πόλεις που δεν συμμετείχαν ήταν οι Οινιάδες και ο Αστακός. Οι Ακαρνάνες είχαν προσφέρει πολύτιμη βοήθεια στους Αθηναίους για να διατηρήσουν την υπεροχή τους στη δυτική Ελλάδα, σημαντική ήταν η βοήθεια τους στη Μάχη των Όλπων (426 π.Χ.) σαν σύμμαχοι του Αθηναίου στρατηγού Δημοσθένη εναντίον των Πελοποννησίων. Μετά τη λήξη του πολέμου ακολούθησε ειρήνη των Ακαρνάνων με τους Άμβρακες αν και παρέμειναν σταθερά σύμμαχοι των Αθηναίων.[7] Οι Ακαρνάνες ενεπλάκησαν σε πόλεμο με τους Αχαιούς όταν κατέλαβαν την Αιτωλική Καλυδώνα (391 π.Χ.), οι Αχαιοί κάλεσαν σε βοήθεια τους συμμάχους τους Λακεδαιμονίους που έστειλαν στρατό υπό την ηγεσία του βασιλιά τους Αγησίλαο Β΄. Η περιοχή υποτάχθηκε στους Σπαρτιάτες και συνέχισε να είναι σύμμαχος τους μέχρι τη χρονιά που ενώθηκε με τη Δεύτερη Αθηναϊκή Συμμαχία (375 π.Χ.).[8] Οι Ακαρνάνες συμμάχησαν αργότερα με τους Βοιωτούς εναντίον των Σπαρτιατών και βρέθηκαν στο πλευρό των Αθηναίων εναντίον του Φιλίππου Β΄ της Μακεδονίας στη Μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.).

Από την εποχή που ο Αλέξανδρος ο Μέγας κατέκτησε την περιοχή (314 π.Χ.) ο Μακεδόνας βασιλιάς Κάσσανδρος διέταξε να συγκεντρωθούν οι κάτοικοι στα σύνορα Αιτωλίας και Ακαρνανίας σε λιγότερους και μεγαλύτερους οικισμούς. Οι συγκρούσεις ανάμεσα στους Αιτωλούς και τους Ακαρνάνες έγιναν συχνές με αποτέλεσμα οι Ακαρνάνες να διαχωριστούν και να ενωθούν με την Ήπειρο. Μετά την πτώση του βασιλιά της Ηπείρου οι Ακαρνάνες διατήρησαν την ανεξαρτησία τους με πρωτεύουσα τη Λευκάδα, οι συγκρούσεις με τους Αιτωλούς συνεχίστηκαν. Οι Ακαρνάνες συμμάχησαν με τους Μακεδόνες βασιλείς και παρέμειναν μόνιμα πιστοί σε αυτούς. Όταν ο Φίλιππος Ε΄ της Μακεδονίας βρέθηκε σε πόλεμο με τους Ρωμαίους πολέμησαν στο πλευρό του, μετά την ήττα του Φιλίππου Ε΄ στη Μάχη των Κυνός Κεφαλών (197 π.Χ.) υποτάχθηκαν στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.[9] Όταν ο Αντίοχος Γ΄ ο Μέγας επιτέθηκε στην Ελλάδα οι Ακαρνάνες υπερασπίστηκαν την πατρίδα τους και τον απέκρουσαν, όταν αποχώρησε αναγνώρισαν ξανά την κυριαρχία της Ρώμης.[10] Στις Ελληνικές υποθέσεις που ακολούθησαν όταν ηττήθηκε ο Περσέας της Μακεδονίας από τον Ρωμαίο στρατηγό Αιμίλιο Παύλο η νήσος Λευκάδα που ήταν και πρωτεύουσα αποσπάστηκε από την Ακαρνανία, η νέα πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στο Θύρρειο.[11] Οι κάτοικοι υπέφεραν έντονα τον 1ο αιώνα π.Χ. από την Πειρατεία που βρισκόταν σε έξαρση. Η Ελλάδα έγινε ανεξάρτητη Ρωμαίική επαρχία αλλά υπάρχουν αμφιβολίες αν η Ακαρνανία ήταν τμήμα της Αχαΐας ή της Ηπείρου, αργότερα αναφέρεται σαν τμήμα της Ηπείρου. Οι περισσότεροι κάτοικοι μεταφέρθηκαν στην Αρχαία Νικόπολη (σημερινή Πρέβεζα) που ίδρυσε ο Οκταβιανός Αύγουστος μετά τη Ναυμαχία του Ακτίου, η Ακαρνανία από τότε έπεσε σε μεγάλη παρακμή κάτι που περιγράφει και ο Στράβων.

Μετά την πρώτη κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το 1204 η περιοχή πέρασε στην κυριαρχία του Δεσποτάτου της Ηπείρου και τελικά καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς το 1480. Ελευθερώθηκε οριστικά το 1832.

Βυζαντινοί χρόνοι και Φραγκοκρατία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη Βυζαντινή περίοδο δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες για τους Ακαρνάνες. Επειδή για αιώνες έζησαν σε ημιάγρια κατάσταση, δεν υπάρχουν πληροφορίες για τη ζωή και τα έργα τους. Μπορούμε, όμως, να υποθέσουμε ότι ακολούθησαν τη μοίρα των λαών της περιοχής από τις διάφορες βαρβαρικές επιδρομές. Βάνδαλοι, Γότθοι, Σαρακηνοί, Ούννοι και Νορμανδοί στρέφονται κατά διαστήματα εναντίον τους. Με τη διοικητική μεταρρύθμιση του Διοκλητιανού στο τέλος του 3ου αιώνα, η Ακαρνανία εντάχθηκε στην επαρχία Ηπείρου με πρωτεύουσα τη Νικόπολη. Βαρβαρικές επιδρομές από τους Γότθους και τους Βησιγότθους στο τέλος του 4ου αιώνα, καθώς και πειρατικές από τους Βανδάλους της Β. Αφρικής κατά τον 5ο αιώνα, δεν άφησαν ανεπηρέαστη τη χώρα από δυσμενείς επιπτώσεις. Η Ακαρνανία, όπως και όλες οι επαρχίες του Ανατολικού Ιλλυρικού εντάχθηκαν στην πνευματική εποπτεία του πάπα, το 535, με διάταγμα του Ιουστινιανού.  Ο Ιουστινιανός ενέταξε και τον ελλαδικό χώρο στο πρόγραμμα ενίσχυσης της αυτοκρατορίας με οχυρωματικά έργα, στο οποίο είχε συμπεριληφθεί τόσο η Ακαρνανία, όσο και η Αιτωλία.  Ωστόσο, οι επιδρομές Σλάβων, Σαρακηνών και Βουλγάρων δημιουργούσαν προβλήματα στους κατοίκους. Στα μέσα του 11ου αιώνα ο Δελεάνος, βούλγαρος ηγεμόνας, κατέστρεψε τη Νικόπολη, πρωτεύουσα της περιφέρειας. Η Ακαρνανία πέφτει σε αφάνεια, αλλά οι κάτοικοι αρχίζουν να εξασκούνται στην πολεμική τέχνη και να δημιουργούν στρατιωτικά σώματα για την άμυνα της χώρας τους.  Ο ηγεμόνας των Νορμανδών Ρογήρος Β’ δεν συναντούσε ανυπέρβλητα εμπόδια στις εκστρατείες του στον ελλαδικό χώρο. Ο Νικήτας Χωνιάτης κάνει αναφορά για αυτές τις εκστρατείες σε Ακαρνανία και Αιτωλία,  (εκδ. Βόννης, σ. 98, 11), ενώ ο Ρογήρος προσθέτει στους τίτλους του και τον τίτλο του πρίγκηπα Αιτωλίας και Ακαρνανίας.

Ο Μιχαήλ Άγγελος ίδρυσε το Δεσποτάτο της Ηπείρου έχοντας, μεταξύ άλλων, τους εμπειροπόλεμους Ακαρνάνες στο πλευρό του. Το δεσποτάτο περιελάμβανε και την Αιτωλία  και διατήρησε τη δόξα του για δύο αιώνες, περίπου, αλλά μετά το τέλος αυτής της περιόδου η Ακαρνανία πέρασε δύσκολες ημέρες. Οι Λατίνοι της Κεφαλονιάς, οι Σέρβοι επιδρομείς, οι αβασίλευτοι «αλβανοί» (αρμάνικης καταγωγής), οι Μαλακάσιοι, οι Μεσαριταίοι κ.α. κατέλαβαν και διαμοίρασαν την Ήπειρο, την Αιτωλία και την Ακαρνανία. Πάντως η Ακαρνανία ήταν τόσο φτωχή που στη Λατινοκρατία δόθηκε ολόκληρη ως προίκα. Ο Ιωάννης ΣΤ' Καντακουζηνός είχε ομολογήσει ότι μετά τη Σερβική κυριαρχία, η Ακαρνανία είχε ερημωθεί και οι κάτοικοι αναγκάζονταν να φεύγουν και να εργάζονται ως δούλοι σε ξένους τόπους για να μην πεθαίνουν από την πείνα στα χωριά τους. Οι Αλβανοί κατακτητές, όμως, υιοθέτησαν διαφορετική στάση, αφού μετά τη μάχη που δόθηκε στον Αχελώο (1359) όπου νικήθηκε ο Νικηφόρος, κληρονόμησαν την ηγεμονία ως ντόπιοι. Την Αιτωλία πήρε ο Πέτερ Μπούα, ενώ την Ακαρνανία κατέλαβε και διακυβέρνησε ο Πέτερ Λόσα (Λιόσας).

Μετά το θάνατο του Λόσα (1374), την Ακαρνανία ανέλαβε ο γιος του Πέτερ Μπούα, Γκίνος, ο επονομαζόμενος «Σπάτας». Στην εποχή της ηγεμονίας του οι Ακαρνάνες αναδείχτηκαν ως ο πολεμικότερος λαός της περιοχής, με συνεχείς επιδρομές στις γειτονικές χώρες, από τις οποίες αποκόμιζαν πολλά λάφυρα. Ο Γκίνος, εξαιρετικά πολεμοχαρής, εξεστράτευσε ακόμη και εναντίον του Ησαύ Μπουοντελμόντι, ηγεμόνα της Ηπείρου, που ήταν συγγενής του. Έκτοτε, άρχισαν να δημιουργούνται στην Ακαρνανία οι πρώτες μάγκες, πρόδρομα στρατιωτικά σώματα των αρματολικών μπουλουκιών των καπεταναίων. Ωστόσο, οι πολεμικές επιχειρήσεις του Γκίνου Μπούα είχαν σαν αποτέλεσμα να ζητηθεί βοήθεια από διάφορες περιπλανώμενες φυλές (φάρες), τους ακιντζήδες που, αργότερα, έγιναν οι πρόδρομοι της οθωμανικής κατάκτησης στην περιοχή. Παρόλ’ αυτά, αυτή η κατάκτηση άργησε χάρη στις προσπάθειες του Καρόλου Τόκκου, παλατινού Κεφαλονιάς και ανηψιού του Ησαύ Μπουοντελμόντι. Οργάνωσε αξιόμαχα στρατιωτικά σώματα, εναντίον των Τούρκων κυρίως, αλλά και εναντίον των Ενετών, αν και με τους τελευταίους ήρθε σε τελική συνεννόηση, επειδή κατάλαβε ότι θα είχε πολλές απώλειες εάν συνέχιζε τον αγώνα εναντίον τους.

Μετά τον θάνατο του Καρόλου (1429), το κράτος του διαμοιράστηκε στους τρεις νόθους γιους του και στον ανηψιό του Κάρολο Β’, αφού δεν είχε νόμιμους κληρονόμους. Οι πρώτοι πήραν την Αιτωλία και μέρος της Ακαρνανίας, ενώ ο δεύτερος την Ήπειρο και την Αμφιλοχία. Όμως, αυτή η μοιρασιά προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των «αδελφών» του, οι οποίοι ζήτησαν τη μεσολάβηση του Κωνσταντίνου Παλιολόγου δεσπότη του Μωρέως και επειδή αυτή δεν απέδωσε, κατέφυγαν στον σουλτάνο Μουράτ Β΄. Εκείνος έστειλε στρατό και υποχρέωσε τον Κάρολο Β΄ να υπογράψει στις 9 Οκτωβρίου του 1430 ταπεινωτική συνθήκη. Σύμφωνα με αυτή υποχρεωνόταν να παραδώσει τα Ιωάννινα, να πληρώνει στον σουλτάνο ετήσιο φόρο 500 δουκάτα, και άλλα τόσα να δίνει σαν δώρο στον εκάστοτε νεοδιοριζόμενο πασά Ιωαννίνων. Παρόλ’ αυτά, ο Κάρολος διατήρησε την Ακαρνανία με αποτέλεσμα να εξοργισθούν οι νόθοι αδελφοί του και να αρχίσουν επιδρομές. Κατέλαβαν μεγάλη έκταση στα δυτικά του Αχελώου που τη χρησιμοποιούσαν ως ορμητήριο για άλλα ακαρνανικά χωριά. Ο Κάρολος, ως υποτελής του σουλτάνου ζήτησε τη βοήθεια των Τούρκων, αλλά το μόνο που πέτυχε ήταν να λεηλατηθεί παραπάνω η Ακαρνανία. Φοβούμενος την προέλαση του Σουλτάνου, πήγε στην Ιταλία για να ζητήσει βοήθεια, αλλά απεβίωσε εκεί τον Οκτώβριο του 1448. Ο δρόμος για τα τουρκικά στρατεύματα ήταν πια ανοικτός, καθώς το 1449, υψώθηκε στην Άρτα η οθωμανική σημαία και η Ακαρνανία περιελήφθη στην επελαύνουσα αυτοκρατορία ως σαντζάκι, πλέον, με την ονομασία Κάρλελι. Η κατάκτηση της Ακαρνανίας από τους Τούρκους ολοκληρώθηκε το 1479, με την κατάληψη της Βόνιτσας.

Η Αιτωλοακαρνανία, σύμφωνα με τη συνήθεια των Τούρκων να ονομάζουν τις περιοχές που καταλαμβάνουν από τους προηγούμενους κυρίους τους, ονομάστηκε Κάρλελι «χώρα του Καρόλου». Η ονομασία αυτή διατηρήθηκε επίσημα μέχρι την Ανεξαρτησία, αλλά και αργότερα ο λαός εξακολουθούσε να τη χρησιμοποιεί. Από τους, αρχικά, έξι καζάδες του σαντζακίου που δημιουργήθηκε μετά την τουρκική κατάκτηση και αναδιοργανώθηκε στα μέσα του 16ου αιώνα, οι τρεις, Ξηρόμερο, Βάλτος και Βόνιτσα, κάλυπταν την Ακαρνανία,  αν και για την τελευταία δεν φαίνεται να χρησιμοποιούσαν την ονομασία Κάρλελι.  Παρά τις διοικητικές μεταβολές που έγιναν στην περίοδο αυτή, η γενική διάρθρωση παρέμεινε η ίδια. Γι΄αυτό και, πολύ αργότερα, δύο τουρκικά έγγραφα του 1761 και 1764, αναφέρουν τον «καζά Ξηρομέρου» και υπογράφονται από Τούρκο καδή.  Επίσης, επί Καποδίστρια, στις απαντήσεις του στα «ερωτήματα» των αντιπροσώπων των Δυνάμεων για την κατάσταση της Ελλάδας (1828), αναφέρεται το «Σαντζάκι του Καρλελίου, περιέχον το Μεσολόγγι, Ανατολικόν, Ζυγόν, Βλοχόν, Ξηρόμερον, Βόνιτσαν και Βάλτον, η κυρίως λεγομένη Αιτωλία και Ακαρνανία». Από τα τμήματα του σαντζακίου αυτού, τα τρία τελευταία αποτελούν, σύμφωνα πάντοτε με τα έγγραφα του Καποδίστρια, την Ακαρνανία.

Αρχική πρωτεύουσα του Κάρλελι είχε οριστεί ο Αετός, προς το τέλος του 17ου αιώνα, όμως, η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στο Βραχώρι (Αγρίνιο). Επί Σουλεϊμάν Β΄, με το παλαιό σύστημα των κλεισωριών «ασφαλείας των οδών» από τους αρματολούς, τους καπετάνιους και τους δερβέναγες, το Κάρλελι παρέμεινε τυπικά ως σαντζάκι, το οποίο υπαγόταν μαζί με την υπόλοιπη Στερεά στον μπεκλέρμπεη της Ρούμελης, αλλά προσαρτήθηκε αργότερα στο σαντζάκι του Νεγρεπόντε (Εύβοια), με έδρα τη Χαλκίδα.  Η διοικητική αυτή μεταβολή εξηγείται καθώς η Εύβοια υπαγόταν στον καπουδάν πασά «διοικητή στόλου». Η Ακαρνανία δεχόταν στην περίοδο της Τουρκοκρατίας συνεχείς πειρατικές επιθέσεις, οπότε η υπαγωγή της στον καπουδάν πασά, εξασφάλιζε άμεση και αποτελεσματική επέμβαση. Επίσης, η γειτνίαση της Ακαρνανίας με τα ενετικά Επτάνησα, ήταν ένας ακόμη λόγος γι’ αυτή τη μεταβολή, που κράτησε μέχρι την έναρξη του Αγώνα, το 1821.

Ο διοικητής του Κάρλελι δεν ήταν πασάς, όπως στα άλλα σαντζάκια, αλλά μουσελίμης «άνθρωπος εμπιστοσύνης» και τούτο διότι η φορολογία της δεκάτης είχε δοθεί στη Βαλιδέ σουλτάνα «μητέρα του σουλτάνου» για να τη νέμεται, οπότε σ’αυτές τις περιπτώσεις, ο διοικητής διοριζόταν απ’ ευθείας από την Υψηλή Πύλη και τον διορισμό του, απλά, αναγνώριζε ο πασάς της Εύβοιας. Στη διοίκηση του Κάρλελι έπαιξαν σημαντικό ρόλο οι Αλαμπέηδες του Βραχωρίου που, κατά καιρούς, κατελάμβαναν σημαντικά αξιώματα. Σ΄αυτούς οφείλονται πολλά έργα, με γνωστότερα τα φερώνυμα γεφύρια που ένωναν τις λίμνες Τριχωνίδα και Λυσιμαχία, θαύματα αρχιτεκτονικής στην εποχή τους. Η ποιότητα του έργου ήταν τέτοια που, ο απεσταλμένος του σουλτάνου άλλαξε την αρχική του απόφαση να εξοντώσει την οικογένεια κατ’ εντολή του αφεντικού του και, μάλιστα, ανέλαβε να την υποστηρίξει.

Τα δυσπρόσιτα, δασωμένα βουνά της Ακαρνανίας, στη γειτονιά των βενετοκρατούμενων Επτανήσων, αποτελούσαν άσυλο καταδιωγμένων από την τουρκική εξουσία Ελλήνων. Σε όλη την Τουρκοκρατία ανθεί η κλέφτικη ζωή και οι κάτοικοι του Βάλτου και του Ξηρομέρου, σκληροτράχηλοι και σε ημιάγρια κατάσταση, ζουν σχεδόν ανεξάρτητοι μέχρι το 1821. Οι λίγοι Τούρκοι που υπήρχαν στην περιοχή ζούσαν αποκλειστικά στα πεδινά και, ακριβώς επειδή η Πύλη δεν μπορούσε να υποτάξει τους ανυπότακτους αυτούς πληθυσμούς, τους παραχώρησε οικονομικά και στρατιωτικά προνόμια, με σημαντικότερα τα δεύτερα. Ήδη από τα χρόνια που προηγήθηκαν της Άλωσης, οι Τούρκοι αναγνώρισαν επίσημα τα ένοπλα σώματα που είχαν δημιουργηθεί και τους παραχώρησαν δικαιοδοσίες. Στην περίοδο του Σουλεϊμάν Α’ τους παραχωρήθηκαν αρματολίκια, δηλαδή περιφέρειες στις οποίες τη φρούρηση των στενών (δερβενίων) αναλάμβαναν ένοπλα ελληνικά σώματα με καπετάνιο που διοριζόταν επίσημα από τις τουρκικές αρχές. Στην ευρύτερη περιοχή, ο Κασομούλης αναφέρει πως, υπήρχαν τρία αρματολίκια, του Βάλτου, του Ξηρομέρου και της Βόνιτσας. Αυτά μαζί με τα δύο αρματολίκια του Ζυγού και του Βλοχού, αποτελούν τα περίφημα πέντε βιλαέτια του δημοτικού τραγουδιού: «και στα πέντε βιλαέτια, φάτε, πιέτε, μωρ’ αδέλφια».

Μετά τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571), που γέννησε πολλές ελπίδες, οι Τούρκοι διατρέχουν την Ακαρνανία για να εξασφαλίσουν τα παράλια από τον χριστιανικό στόλο και κάνουν καταστροφές. Το 1585 ο ο αρματολός Βόνιτσας και Λούρου Γρίβας, με την υποκίνηση των Βενετών που βρίσκονταν σε πόλεμο με την οθωμανική αυτοκρατορία, ξεκίνησε εξέγερση σφάζοντας Οθωμανούς στο Ξηρόμερο και τη Βόνιτσα, σε μία νύχτα,  αλλά η τελική του προσπάθεια δεν στέφθηκε από επιτυχία. Κυνηγημένος από τον οθωμανικό στρατό, πέθανε στην Ιθάκη τραυματισμένος, και οι Τούρκοι διόρισαν στη θέση του αρματολού τον Τριμπούκη (Τρομπούκη) Συντεκνιώτη, που καταγόταν από τον Βάλτο.  Τα ηπειρωτικά λεηλατήθηκαν από τους Τούρκους, τα δε παράλια από Μελιταίους, Ουσκόκους και Αλγερινούς πειρατές – η Ναύπακτος είχε το παρατσούκλι «Μικρό Αλγέρι, εκείνους τους καιρούς).

Μεγαλύτερη σημασία είχε η εξέγερση κατά τη διάρκεια του ΣΤ’ Βενετοτουρκικού Πολέμου όταν, μετά την απώλεια της Κρήτης, οι Βενετοί προσπάθησαν να καταλάβουν τη Δ. Στερεά και την Πελοπόννησο για αντιστάθμισμα. Στην πρόσκληση των Βενετών ανταποκρίθηκαν ο Πάνος Μεϊντάνης από την Κατούνα, ο Αγγέλης Σουμίλας ή Βλάχος από τα Ιωάννινα και ο Χορμόπουλος («Μικρό Χορμόπουλο») από τα Άγραφα, στο πλευρό του Μοροζίνι. Τότε, έσπευσαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στους Βενετούς και αρκετοί από τους «εξορίστους» που είχαν παλαιότερα, επικηρυχθεί για πειρατική δραστηριότητα από τις αρχές της Κέρκυρας. Όλοι αυτοί, μαζί με τους προαναφερθέντες αρματολούς αποβιβάστηκαν στις ακαρνανικές ακτές απέναντι από τη Λευκάδα, για να αποθαρρύνουν ενδεχόμενες προσπάθειες των Τούρκων της Πράβεζας να διασπάσουν τον χριστιανικό κλοιό γύρω από το νησί και, τελικά, η Λευκάδα παραδόθηκε στους Βενετούς (Αύγουστος 1684), ενώ αργότερα καταλήφθηκε και η Πρέβεζα (Σεπτέμβριος 1684).  Κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων του Μοροζίνι σε Πελοπόννησο και Αττική, η Ακαρνανία εξακολουθούσε να αποτελεί επικίνδυνη εστία αντίστασης κατά των Τούρκων, οι οποίοι ωστόσο εξακολουθούσαν να ελέγχουν την περιοχή, εκτός από τη Βόνιτσα.

Οι παραπάνω αρματολοί, μαζί με τους Χρήστο Βαλαωρίτη και Σπαθόγιαννη κατόρθωσαν να απελευθερωθεί όλη η Ακαρνανία που, μαζί με τη Λευκάδα, αποτελούσαν στήριγμα στην πολιτική της Βενετίας στο ανατολικό μέτωπο. Ο Μεϊντάνης με τον Σπαθόγιαννη μοιράστηκαν το αρματολίκι Ακαρνανίας, Αιτωλίας και Ναυπάκτου με έδρα την Κατούνα. Το 1694 η Ακαρνανία, αλλά και η Αιτωλία, υπέστησαν καταστροφές από επιδρομές του σύμμαχου των Τούρκων Λ. Γερακάρη, ο οποίος επεχείρησε να περάσει τον Αχελώο, αλλά τον απέκρουσαν οι αρματολοί της περιοχής και τον κατεδίωξαν μέχρι το Καρπενήσι.  Ωστόσο, με τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699), όλη η Αιτωλοακαρνανία μαζί με την υπόλοιπη Στερεά περιήλθε ξανά στους Τούρκους. Τότε, πολλοί Ακαρνάνες πέρασαν σε βενετοκρατούμενες περιοχές, όπως στη Λευκάδα (1701).  Στον Ζ’ Βενετοτουρκικό Πόλεμο που άρχισε το 1714, δυστυχώς, πολλοί αρματολοί πήραν μέρος στη λαφυραγώγηση της Πελοποννήσου στο πλευρό των Τούρκων (περίοδος της Αλαμπάντας «αρπαγής»). Εξαίρεση αποτέλεσε ο Πάνος Μεϊντάνης, που αγωνίστηκε και μετά το 1715, έτος που οι Τούρκοι επανακατέλαβαν την Πελοπόννησο, αλλά βρήκε τον θάνατο το 1717, έξω από το Αγγελόκαστρο.  Πάντως, η σταθεροποίηση των βενετικών κτήσεων στο Ιόνιο με τη Συνθήκη του Πασάροβιτς (1718) και η ειρηνική περίοδος που ακολούθησε, συνετέλεσε στην ανάπτυξη των παραλίων περιοχών και την αναπτέρωση του εθνικού φρονήματος.  Η Βόνιτσα και η Πρέβεζα πέρασαν στους Ενετούς και, έτσι τουλάχιστον, ένα κομμάτι της Ακαρνανίας ξέφυγε από τους Τούρκους.

Κατά την εποχή αυτή, μυστικοί πράκτορες της Ρωσίας διέτρεχαν την Αιτωλοακαρνανία, μοίραζαν βαθμούς και αξιώματα και προσηλύτιζαν αυτούς που επιθυμούσαν να αποτινάξουν του τουρκικό ζυγό, αλλά και αυτούς που δυσπιστούσαν με τους Βενετούς.  Στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1770, συμμετείχαν οι αρματολοί του Βάλτου Γεροδήμος Σταθάς και Βόνιτσας και Ξηρομέρου Χρήστος Γρίβας. Η ρωσική διπλωματία είχε προετοιμάσει ευρύτερο ξεσήκωμα με τον Παπάζωλη, ήδη από το 1765, με την υπόσχεση της ανασύστασης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Σταθάς επαναστάτησε τον Βάλτο, ενώ ο Γρίβας πολιόρκησε το Βραχώρι. Με τα ίδια αρματολίκια προγραμματίστηκε νέα εξέγερση από τον Λουδοβίκο (Λουίτζι) Σωτήρη. Ο Σωτήρης δρούσε στην Ήπειρο, ιδιαίτερα στην περιοχή του Σουλίου. Στρατολογούσε και ναυτικούς για τους ρωσικούς στολίσκους που θα δρούσαν στις ελληνικές θάλασσες και, όπως υπερβολικά υποστήριζε, ετοίμαζε στη Στερεά Ελλάδα δύναμη είκοσι χιλιάδων ανδρών.  Τελικά, η προσπάθειά του δεν ευδοκίμησε στη δυτική Στερεά και περιορίστηκε στη θάλασσα από τον Λάμπρο Κατσώνη  Ο Σταθάς επωφελούμενος από την αναστάτωση που δημιουργήθηκε κατέλαβε τα αρματολίκια Αγρινίου, καρπενησίου και Υπάτης, αλλά προτίμησε να συνθηκολογήσει με τους Αλβανούς, που κατέβαιναν να πνίξουν την επανάσταση στην Πελοπόννησο, για να μη του πειράξουν τα αρματολίκια.  Αντίθετα, ο Γρίβας δεν υποτάχθηκε, δίνοντας μάχη με 300 ακόμη συντρόφους του έξω από το Αγγελόκαστρο, μέχρι τελικής πτώσεως. Η θέση αυτή της περιοχής ονομάζεται ακόμη και σήμερα «των Γριβαίων τα κόκκκαλα».  Μετά την καταστροφή, ο τουρκοαλβανικός στρατός ερήμωσε την Αιτωλοακαρνανία, ιδιαίτερα την Αιτωλία, όπου επέδραμαν Δουλτσινιώτες πειρατές.  Γενικότερα, οι ιδιαίτερες συνθήκες στις οποίες βρέθηκε η περιοχή στα πρόθυρα της Επανάστασης του 1821, δεν επέτρεψαν την ανάπτυξη του απελευθερωτικού αγώνα, όσο στη Νότια Ελλάδα.

Λίγα χρόνια μετά τα Ορλωφικά, η Ακαρνανία, όπως και ολόκληρη η Στερεά μέχρι τη Λειβαδιά, βρέθηκαν κάτω από τη δεσποτική κυριαρχία του Αλή Πασά. Από την αφάνεια, χωρίς φραγμούς και χρησιμοποιώντας αδίστακτα κάθε μέσο για να πετύχει τον σκοπό του, ο Αλή γίνεται Πασάς στα Ιωάννινα (1788) και απλώνει την επιρροή του στην Ακαρνανία και τη Στερεά, γενικότερα. Στο εξής φέρει τον τίτλο «Αλή Πασάς, διοικητής του Σαντζακίου Ιωαννίνων και αρχηγός της περιφερείας της Ρούμελης». Με την πρόφαση του προστάτη των στενών, προσπαθεί να εξουδετερώσει όχι μόνον τους αρματολούς, αλλά και τους κοτζαμπάσηδες.  Οι αρματολοί αναζήτησαν άσυλο στη Λευκάδα και στα Επτάνησα, γενικότερα, αλλά αυτή η πολιτική του Αλή, αντί να καταστείλει φούντωσε ακόμη περισσότερο την αντίδραση των κλεφτών και αρματολών, με αποτέλεσμα αυτή η προεπαναστατική περίοδος να προετοιμάσει τους μαχητές του Αγώνα στην ευρύτερη περιοχή.  Το Κάρλελι, επί Αλή Πασά, είχε 65 χιλιάδες κατοίκους και υπαγόταν εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη Ναυπάκτου και Άρτας, με έδρα την Άρτα.

Η Βόνιτσα έμεινε κάτω από την ενετική κυριαρχία μέχρι το 1797, οπότε υπογράφηκε η Συνθήκη του Καμποφόρμιο. Πέρασε στα χέρια των Γάλλων, αλλά ο Αλή Πασάς την κυρίευσε το 1799, μαζί με την Πρέβεζα και το Βουθρωτό. Τον Μάρτιο του 1800 υπογράφηκε ρωσοτουρκική συνθήκη, βάσει της οποίας οι παραπάνω πόλεις μαζί με την Πάργα παραχωρήθηκαν στην Τουρκία, αποτελώντας διοικητική περιφέρεια με διοικητή βοεβόδα και έδρα το Μιχαλίτσι. Η περιφέρεια ανήκε στις προνομιούχες κτήσεις του σουλτάνου. Αργότερα, το ίδιο έτος, με νέα συνθήκη μεταξύ του βοεβόδα των τεσσάρων πόλεων και των Επτανήσων καθορίστηκαν ειδικά προνόμια, που δεν παραχωρήθηκαν από τον σουλτάνο όπως γινόταν συνήθως. Το Γενικό Συμβούλιο κάθε πόλης και η Γερουσία αποτελούν ισχυρό δεσμό αυτοδιοίκησης και επανέρχεται το φορολογικό σύστημα που ήταν σε ισχύ πριν το 1797. Γενικά, η Βόνιτσα ακολούθησε την τύχη των Ιονίων Νήσων και ανέπτυξε σημαντικό εμπόριο με τη Δύση, σε αντίθεση με τους κατοίκους της ενδοχώρας, κυρίως Ξηρομερίτες και Βαλτινούς, οι οποίοι ζούσαν σχεδόν ληστρική ζωή και, πολλές φορές, αδιαφορούσαν εναντίον ποιών θα στρέψουν τα όπλα τους.

Μόλις προς το τέλος του 18ου αιώνα, αρχίζει να διαφαίνεται στην Ακαρνανία κάποια υποτυπώδης μορφή παιδείας. Εκτός από τη Βόνιτσα, όπως είναι φυσικό, δημιουργούνται τα πρώτα σχολεία στην Κατούνα και στον Αστακό, αλλά φοιτούν ελάχιστα παιδιά, παρόλο που σε αυτά διδάσκουν απόφοιτοι της Παλαμαίας Σχολής του Μεσολογγίου. Ωστόσο, η γειτνίαση με τη Λευκάδα αλλά και με τα υπόλοιπα Επτάνησα, έδωσε την ευκαιρία σε αρκετούς Ακαρνάνες που το ήθελαν πραγματικά, να φύγουν προς αυτά ή προς άλλους προορισμούς του εξωτερικού και να σταδιοδρομήσουν. Μεταξύ αυτών ιδιαίτερη μνεία γίνεται για τον Νικόλαο Μαυρομμάτη από την Κατούνα, ο οποίος σπούδασε ιατρική στην Ιταλία, χρημάτισε προσωπικός γιατρός του Αλή Πασά και δίδαξε ως καθηγητής στη «Σχολή Τενέδου» της Κέρκυρας, από το 1805 μέχρι τον θάνατό του.

Επανάσταση του 1821 και ανεξαρτησία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νευραλγικός χώρος, από γεωγραφική άποψη μεταξύ Πελοποννήσου και Ιωαννίνων, η Ακαρνανία, εξελίχθηκε σε περιοχή με ιδιαίτερη σημασία. Η Επανάσταση του 1821 ξεκίνησε στην Ακαρνανία στις 25 Μαρτίου με προκήρυξη του Βαρνακιώτη που εκδόθηκε στο Ξηρόμερο. Η πρώτη μεγάλη μάχη δόθηκε τον Ιούνιο, οπότε απελευθερώθηκε το Βραχώρι (Αγρίνιο) μέσα σε λίγες ημέρες. Ο Χουρσίτ Πασάς, ο οποίος πολιορκούσε τον Αλή στα Ιωάννινα, επιχείρησε δύο φορές να καταλάβει την Ακαρνανία, αλλά απέτυχε. Πολυπρόσωπη, όμως, ήταν η παρουσία αντιπροσώπων στη συνέλευση της «Δυτικής Χέρσου Ελλάδος», τον Νοέμβριο τους 1821. Από το Ξηρόμερο μετείχαν ο Ν. Θάνου «επίτροπος του καπετάν Γιωργάκη Βαρνακιώτη», οι Ε. Μαυρομάτης, Γ. Τζιτζώνης-Φαράντος, Π. Μπαμπίνης, Ι. Μπάλμπης, Π. Γουλιμής, Φ. καραπάνου και από τον Βάλτο οι Α. Καραγιάννης και Δ. Γεροθανάσης.

Έτσι τον πρώτο χρόνο του Αγώνα η Ακαρνανία βρισκόταν σε ελληνικά χέρια. Ωστόσο, η κακή διαγωγή των καπεταναίων του Βάλτου, που ενδιαφέρονταν περισσότερο για λεηλασίες και λύτρα, δεν διασφάλιζαν τις πρώτες επιτυχίες. Δεν είναι τυχαίο ότι, πολλές φορές πέρασαν τα τουρκικά στρατεύματα από την περιοχή, αλλά την κατάσταση έσωζε ο βασικός έλεγχος της Ακαρνανίας από τους έλληνες επαναστάτες. Το 1822, η Ακαρνανία έζησε από κοντά τις προσπάθειες για ενίσχυση των Σουλιωτών που, όμως, είχαν ως τελική έκβαση την ήττα στη μάχη του Πέτα, Η συγκεκριμένη καταστροφή είχε σοβαρό αντίκτυπο σε όλη την περιοχή, καθώς πολλοί οπλαρχηγοί είτε αδιαφόρησαν είτε πήραν το μέρος των Τούρκων. Οπωσδήποτε, η γειτνίαση με τους Σουλιώτες συνετέλεσε στη διατήρηση σε υψηλό βαθμό της επαναστατικότητας σε ολόκληρη την Ακαρνανία. Η επαναστατικότητα αυτή δεν θα λήξει με το τέλος του Αγώνα, αλλά θα συνεχιστεί με εκδηλώσεις συγκεκριιμένης μορφής, οι οποίες θα βαρύνουν πολύ στις πολιτικές εξελίξεις του ελεύθερου ελληνικού κράτους.

Παρόλο που το πρωτόκολλο του Μαρτίου 1829, όριζε ότι τα εδάφη που βρίσκονταν νότια της γραμμής Μακρυνόρους – Αμβρακικού θα αποτελούσαν επαρχίες του ελληνικού κράτους, με το Πρωτόκολλο του Φεβρουαρίου 1830, η Ακαρνανία έμεινε έξω από το ελληνικό κράτος «προς ικανοποίησιν της εκφρασθείσης επιθυμίας της Πύλης». Οι επαρχίες Βάλτου και Ξηρομέρου καθώς και άλλες που, αργότερα, θα δημιουργηθούν είχαν αποκλειστεί από το νέο ανεξάρτητο κράτος. Μόνο ύστερα από τις επίμονες προσπάθειες του Καποδίστρια οι Μεγάλες Δυνάμεις υποχώρησαν  και με τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης (1832), η Ακαρνανία θα συμπεριληφθεί, αφού πρώτα καταβληθεί οικονομική αποζημίωση στην Τουρκία (30 εκετομμύρια πιάστρα).  Μόνο το φρούριο του Ακτίου παρέμεινε στους Οθωμανούς, διότι οι Τούρκοι επέμεναν να το κρατήσουν για να ελέγχουν την άμυνα της Πρέβεζας.  Η Ακαρνανία ενώθηκε με την Αιτωλία σε νομό με πρωτεύουσα το Βραχώρι και, αργότερα, το Μεσολόγγι (Σεπτέμβριος 1833).

Περίοδος των στάσεων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η περίοδος του Όθωνα για την Ακαρνανία είναι πολυτάραχη, γεμάτη από στάσεις και κινήματα. Αυτό οφείλεται στον «στρατιωτικού» τύπου χαρακτήρα της περιοχής, και κυρίως την παράδοση των αρματολικιών που άφησαν βαθιά τα ίχνη τους. Οι Βαλτινοί, οι Ξηρομερίτες, οι Κραβαρίτες αλλά και οι Ευρυτάνες με τους Σουλιώτες, είχαν αποτελέσει τους πυρήνες μονίμων και καλά οργανωμένων στρατιωτικών σωμάτων, που πολέμησαν σκληρά πριν και μετά την έναρξη του Αγώνα. Η απόφαση της Αντιβασιλείας να διαλύσει όλα τα «άτακτα» στρατιωτικά σώματα, δηλαδή όλα εκείνα τα σώματα που δεν ανήκαν στον υπό οργάνωση στρατό, προκάλεσε σοβαρά προβλήματα σε Ακαρνάνες και Σουλιώτες, στους οποίους, κυρίως, αφορούσε έμμεσα το διάταγμα. Υπήρχε, βέβαια, πρόσκληση προς όλους για ένταξή τους στον «τακτικό» στρατό, αλλά οι σκληροτράχηλοι κάτοικοι της περιοχής, μαθημένοι αλλιώς, δεν μπορούσαν να δέχονται διαταγές από τρίτους και στην πλειονότητά τους αρνήθηκαν να συμμετάσχουν, συγκροτώντας δικά τους στρατιωτικά σώματα.

Το 1835 η Οθωνική κεντρική εξουσία βρέθηκε μπροστά στο πρώτο σοβαρό της εμπόδιο. Σε όλη την Ακαρνανία, αλλά και σε αρκετές περιοχές της υπόλοιπης Ρούμελης, είχαν δημιουργηθεί ανταρτικά σώματα με καπεταναίους τους Χοσιάδα, Ρουπάκη (Ρουπακιά), Ζέρβα, Τσέλιο, Στράτο, Πεσλή και άλλους πολλούς. Οι ομάδες αυτές είχαν συγκεντρωθεί στα ελληνοτουρκικά σύνορα και ασκούσαν την εξουσία έχοντας καταλάβει τις ορεινές περιοχές. Στις περιοχές εκείνες το κράτος δεν υφίστατο ως έννοια ενώ, όπως ήταν φυσικό, ανάμεσα στους αντάρτες με σαφές ιδεολογικό υπόβαθρο είχαν παρεισφρήσει και ληστές που μοναδικός τους στόχος ήταν οι λεηλασίες. Οι αντάρτες κινούνταν ελεύθερα, πήγαιναν στις γιορτές και τα πανηγύρια και δεν αναγνώριζαν εξουσία άλλη εκτός από τη δική τους. Επειδή στη συντριπτική τους πλειονότητα οι χωρικοί ζούσαν στη φτώχεια, ήταν με το μέρος τους, και μόνο οι «έχοντες» υπέφεραν επειδή τους υποχρέωναν να δίνουν τρόφιμα, ρουχισμό, ζώα και χρήματα. Γι αυτό ήρθαν σε επαφή με τους κυβερνώντες ζητώντας να τους απαλλάξουν από τις ταλαιπωρίες.

Τον Ιούνιο του 1835, μικρή βαυαρική ομάδα Μηχανικού στάλθηκε στο Αιτωλικό, όπου σώμα εβδομήντα ανταρτών είχε καταλάβει τη θέση «Σκαλί». Η ομάδα έπεσε σε ενέδρα και ο αρχηγός της, λοχαγός Κράους, εκτός από τη ζωή του έχασε και τα αυτιά και τη μύτη του που κόπηκαν ως λάφυρα.  Οι αντάρτες, κατόπιν, ενώθηκαν με άλλες ομάδες και έκαναν επιδρομές στο Αγρίνιο και το Μεσολόγγι, ενώ αργότερα έβγαλαν προκήρυξη όπου διατύπωναν τους λόγους για τους οποίους είχαν ξεσηκωθεί. Επίσης, ζητούσαν να συγκληθεί η Εθνική Συνέλευση και να εκδιωχθούν από την Ελλάδα οι βαυαροί στρατιώτες και υπάλληλοι.  Τέλος, ερμήνευσαν ως ασύμφορη για τα συμφέροντα του ελληνικού κράτους τη δημιουργία αυτοκέφαλης ελληνικής εκκλησίας και τον χωρισμό της από το οικουμενικό πατριαρχείο. Προς το τέλος του 1835 οι συγκρούσεις γενικεύτηκαν. Οι αντάρτες στρατολογούσαν μέσα στα χωριά και, άλλοι ακολουθούσαν εκουσίως άλλοι αναγκαστικά λόγω φτώχειας.  Η κυβέρνηση έστειλε δύο χιλιάδες εθνοφύλακες για τη φύλαξη των συνόρων, καθώς και τον σύμβουλο επικρατείας Μπενιζέλο Ρούφο για να εξετάσει την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί και να πάρει μέτρα για την παγίωση της τάξης. Τελικά, απέστειλε τους Γρίβα, Τζαβέλα, Τσόγκα υπό την ηγεσία του Γκόρντον. Θα ακολουθήσουν συγκρούσεις σε πολλά χωριά Κουροκάτες, Τατάρνα, Μαραθιάς).  Σκληρές μάχες θα γίνουν και τον Φεβρουάριο του 1836 στον Αχινό όταν ο βαυαρός συνταγματάρχης Γέσμαν επιχείρησε να καταδιώξει ληστές που φορολογούσαν πλούσιους κατοίκους της περιοχής. Θα πέσουν νεκροί ένας βαυαρός λοχαγός, εφτά στρατιώτες και δύο χωροφύλακες.  Η πιο αποφασιστική μάχη έγινε στο Δραγομέστι (Δραγαμέστο), όπου ο Γρίβας τράπηκε σε φυγή και κατέφυγε στην Κατοχή. Οι στασιαστές νικήθηκαν και διαλύθηκαν τα στρατιωτικά τους σώματα.  Η κυβέρνηση για να κατευνάσει την κατάσταση χορήγησε γενική αμνηστία, εκτός από τους Στράτο και Πεσλή που καταδικάστηκαν σε θάνατο από το στρατοδικείο Χαλκίδας, αλλά κι αυτοί πήραν χάρη αργότερα.

Το κίνημα του Γρίβα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νέες ταραχές ξέσπασαν στην Ακαρνανία στα χρόνια που ακολούθησαν με την ψήφιση συντάγματος και τον σχηματισμό κυβέρνησης υπό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Επικεφαλής ήταν ο Θεόδωρος Γρίβας που είχε συμμετάσχει στο πλευρό των βαυαρών για την καταστολή των ανταρτικών ομάδων της περιόδου 1835-6. Μέλος πια του γαλλικού κόμματος και αντίπαλος του Μαυροκορδάτου, οχυρώθηκε στο Αβαρίκο με δύο χιλιάδες πιστούς οπαδούς του.  Στην Αθήνα η κυβέρνηση διέδιδε ψευδώς ότι στις ομάδες του Γρίβα υπήρχαν και τάγματα Τουρκαλβανών που θα πολεμούσαν ευχαρίστως μαζί του και έστειλε επειγόντως τον Τζαβέλλα που πολιόρκησε το Αβαρίκο. Ο Γρίβας αντιλήφθηκε ότι το κίνημα θα αποτύγχανε, διέλυσε το στρατόπεδό του και πήγε στην Αθήνα, όπου ζήτησε προστασία στη γαλλική πρεσβεία. Η προστασία του δόθηκε και, μάλιστα, με πλοίο («Papin») μεταφέρθηκε στην Αλεξάνδρεια.  Στο μεταξύ, κατά τη συνήθειά της, η ελληνική κυβέρνηση χορήγησε γενική αμνηστία στους στασιαστές (19/6/1844), όχι όμως στον Γρίβα και πολλά πρωτοπαλλήκαρά του (Γ. Πρωτόπαππα, Ν, Τσέλιο, Κ. Χασάπη, Κ. Καραγεωργάκη, κ.α.). Ωστόσο, η συνέχεια ήταν ανατρεπτική καθώς, στις εκλογές που ακολούθησαν, βγήκε άνετα βουλευτής και ο πρωθυπουργός Κωλέττης τον διόρισε γενικό επιθεωρητή του στρατού.

Το 1847, διαφωνίες ανάμεσα στον Γρίβα και τον Κωλέττη για στρατιωτικά θέματα, οδήγησαν τον πρώτο σε παραίτηση. Ο Γρίβας, πρωταγωνιστής στο ίδιο έργο, επιστρέφει στην Ακαρνανία και, στρατολογώντας ομάδες, περιφέρεται στα χωριά διακηρύττοντας ότι ο Κωλέττης «επιβουλεύεται το σύνταγμα», και καλεί τον λαό σε εξέγερση.  Η κυβέρνηση, χωρίς χρονοτριβή αυτή τη φορά, στέλνει στρατό κατά του Γρίβα που είχε στήσει το στρατηγείο του στην Παλιοχαλιά Ξηρομέρου. Μάλιστα, ζήτησε από τον αρμοστή των Ιονίων Νήσων την άδεια να πολιορκήσει τον Γρίβα και από τη θάλασσα, αλλά η άδεια δεν του δόθηκε. Ο Γρίβας πρόλαβε να φύγει πριν τον χτυπήσει ο κυβερνητικός στρατός, περνώντας στη Λευκάδα με αγγλικό πλοίο. Από εκεί πήγε στα -υπό τουρκική κατοχή- Ιωάννινα και, ένα χρόνο μετά όταν του παραχωρήθηκε αμνηστία, επέστρεψε στην Ελλάδα.  Επίσης, αναστάτωση προκλήθηκε το 1948 όταν ο Ανδρέας Ίσκου, παλαιός βαλτινός αρματολός, στρατολογούσε κατά της κυβέρνησης άτακτα σώματα στον Βάλτο.

Τα γεγονότα του 1854

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα όσα συνέβησαν στην Ακαρνανία το 1854 εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο των γεγονότων σε όλη την ελεύθερη Ελλάδα κατά τον Κριμαϊκό Πόλεμο. Η αναγκαστική στρατολογία στην περιοχή για την απελευθέρωση της Ηπείρου κόστισε πολύ ακριβά. Της επιχείρησης ηγείτο ο Ανδρέας Ίσκου και ο ίδιος ο Γρίβας, τον οποίο είχε πολεμήσει ο Ίσκου στα γεγονότα του 1844.  Για τη στρατολόγηση δαπανήθηκαν τεράστια ποσά, μεγάλο μέρος των οποίων καταχράστηκαν οι οργανωτές. Τα στρατιωτικά σώματα που δημιουργήθηκαν πέρασαν στην Ήπειρο και, αφού έδωσαν σκληρές μάχες στο Πέτα, στα Πέντε Πηγάδια και στο Κουτσελιό, πολιόρκησαν την Άρτα και έφτασαν στο Μέτσοβο. Τελικά, η επέμβαση τουρκικού στρατού ανάγκασε τους ακαρνάνες αντάρτες να επιστρέψουν σε ελληνικό έδαφος.

Η Επανάσταση του 1862

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι αντιπολιτευόμενοι τον Όθωνα και οργανωτές της επανάστασης δεν λησμόνησαν τις ικανότητες του Γρίβα στη στρατολόγηση ανταρτικών σωμάτων ούτε, βέβαια, τη μεγάλη του δημοφιλία στην ακαρνανική επικράτεια και τον είχαν υπ’ όψιν από τους πρώτους για την επιτυχία των σχεδίων τους. Οι βασιλείς επρόκειτο να περιηγηθούν την Ακαρνανία και, μάλιστα, η βασίλισσα Αμαλία είχε μαζί της πανάκριβα κοσμήματα για να τα προσφέρει στη σύζυγο του Γρίβα. Ο Γρίβας, αντιλαμβανόμενος τον σκοπό της επίσκεψης και, έχοντας ως παράτολμο σχέδιο να αιχμαλωτίσει τον Όθωνα, επέσπευσε τα γεγονότα καταλαμβάνοντας το φρούριο της Βόνιτσας τον Οκτώβριο του 1862.  Επικεφαλής του σώματος που είχε μαζί του ήταν ο Δημοσθένης Στάικος, συγγενής του Γρίβα, αλλά άνθρωπος του Βούλγαρη, τοποθετημένος για να περιορίζει την ισχύ του τοπάρχη της Ακαρνανίας. Οι βασιλείς πληροφορήθηκαν τη στάση και επέστρεψαν με πλοίο στον Πειραιά. Ο Γρίβας μετέβη επειγόντως στον Βάλτο, όπου υπήρχαν πολλοί οπαδοί του Όθωνα για να προλάβει συγκέντρωση που θα γινόταν εκεί. Πράγματι, με την καταλυτική του παρουσία ξεπέρασε τα εκεί εμπόδια και έγινε κύριος της κατάστασης, αφού οι τάξεις του πυκνώνονταν συνεχώς από πολέμαρχους των γύρω περιοχών. Τελικά, μπήκε στο Βραχώρι (Αγρίνιο) επικεφαλής πέντε χιλιάδων, περίπου, ατάκτων τους οποίους οργάνωσε σε τακτικό στρατό και, αφού τους παρέδωσε σε εκεί αξιωματικούς, έφυγε για το επαναστατημένο Μεσολόγγι.

Ο Γρίβας έχοντας ως έδρα το Μεσολόγγι σκόπευε να πάει στην Αθήνα και να καταλάβει την εξουσία. Οι ειδήσεις έφθασαν στην πρωτεύουσα και θορύβησαν την επαναστατική κυβέρνηση – ο Όθωνας είχε ήδη αποχωρήσει. Γι’ αυτό στάλθηκαν στο Μεσολόγγι ο Αθανάσιος Ρούφος -άλλες πηγές αναφέρουν τον Μπενιζέλο Ρούφο)- και ο Επαμεινώνδας Δεληγεώργης, οι οποίοι του προσέφεραν χρήματα και το βαθμό του στρατάρχη για τις υπηρεσίες του στη Επανάσταση. Τότε ο Γρίβας λέγεται πως έδειξε το σπαθί του και είπε: «Αυτό θα με κάνει στρατάρχη». Στην πραγματικότητα, ο Γρίβας ήταν ήδη ετοιμοθάνατος όταν τον συνάντησε η κυβερνητική αποστολή στις 23 Οκτωβρίου 1862 και απεβίωσε την επόμενη ημέρα. Υποστηρίχθηκε ότι δηλητηριάστηκε από Άγγλους πράκτορες, ενώ ο Γιάννης Κορδάτος αναφέρει την πληροφορία, μνημονεύοντας ως πηγή χειρόγραφο που του έδωσε το 1933 ο στρατηγός Αναστάσιος Παπούλας. Κατά τον Κορδάτο, ο Γρίβας επέσυρε την ανησυχία των Άγγλων, επειδή πληροφορήθηκαν πως θα κατέλυε τη μοναρχία και θα ανακηρυσσόταν Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Με το θάνατο του Γρίβα κλείνει ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο για τα ιστορικά δρώμενα της Ακαρνανίας, καθώς το όνομά του ήταν άρρηκτα δεμένο μ’ αυτήν.

Ιστορικές και σημαίνουσες προσωπικότητες Ακαρνανίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Hornblower, Simon (1996). "Acarnania". The Oxford Classical Dictionary. Oxford: Oxford University Press. pp. 2–3.
  • Chisholm, Hugh, ed. (1911). "Acarnania". Encyclopædia Britannica (11th ed.). Cambridge University Press.
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1981, 5:237-9 (ΠΛΜ)
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963, 2:106-9, 153-5 (ΠΛ)
  • Χάρης Πάτσης: Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, εκδ. 1972, 3:244-254 (ΧΡΠ)
  • Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, εκδοτική Αθηνών (ΙΕΕ)
  • Κωνσταντίνος Μέρτζιος: Ανέκδοτα ιστορικά στοιχεία περί Αλή πασά Τεπελενλή «Ηπειρωτική Εστία» 3, (1954)
  • Προκόπιος: Περι κτισμάτων, εκδ. Haury VI 2, 1
  • Κ. Ν. Σάθας: Τουρκοκρατούμενη Ελλάς Αθήνα 1869, σ. 178-9
  • Β. Φειδάς: Ο θεσμός της Πενταρχίας των Πατριαρχών, τόμος Ι, Αθήνα 1969

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]