Για άλλες χρήσεις, δείτε: Λόφος (αποσαφήνιση).

Ο λόφος είναι έξαρμα της γήινης επιφάνειας το οποίο υψώνεται πάνω από την περιβάλλουσα έκταση. Συνήθως έχει διακριτή κορυφή. Τα όρια ανάμεσα σε ένα λόφο και ένα βουνό είναι ασαφή και εν πολλοίς υποκειμενικά, αλλά ο λόφος θεωρείται λιγότερο ψηλός και απότομος απ' ό,τι ένα βουνό. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι γεωγράφοι ιστορικά θεωρούν βουνά τους λόφους με ύψος πάνω από 1000 πόδια (300 μέτρα). Αντίθετα, οι αναρριχητές θεωρούν ως βουνά τις κορυφές με ύψος πάνω 610 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, ορισμό που έχει και το Oxford English Dictionary και το γεωγραφικό λεξικό του Whittow[1]. Η Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια έχει ως ορισμό του λόφου κάθε επιφανειακό έξαρμα με σχετικό ύψος μέχρι 200 μέτρα.[2]

Ο λόφος Φιλοπάππου στην Αθήνα.

Πολλοί οικισμοί αρχικά κτίστηκαν πάνω σε λόφους, είτε για να αποφύγουν τις πλημμύρες, ιδίως όταν ήταν κοντά σε μεγάλο σώμα νερού, ή για άμυνα, καθώς προσφέρουν καλή θέα των περιβαλλουσών εκτάσεων και απαιτείται οι επιτιθέμενοι να επιτεθούν ανεβαίνοντας. Για παράδειγμα, η Αρχαία Ρώμη ήταν κτισμένη σε εφτά λόφους ενώ στο κέντρο της Αθήνας δεσπόζει ο οχυρωμένος λόφος όπου βρίσκεται η Ακρόπολη Αθηνών.

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Whittow, John (1984). Dictionary of Physical Geography. London: Penguin, 2004, σελ. 352. ISBN 0-14-051094-X.
  2. λήμμα Hill, Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια.